Wednesday 27 March 2024
Αντίβαρο
Βασίλειος Αδαμίδης Κοινωνία/Οικονομία

Ρωμανού Χασμωδίαι

romanos-nikosτου Βασιλείου Αδαμίδη

Θεωρώ πολυτέλεια στις δύσκολες μέρες που βιώνει το Έθνος των Ελλήνων την συνεχή ενασχόλησή μας με υποθέσεις ιδιωτών. Όταν καίγεται το δάσος δε δυνάμεθα να ασχολούμεθα με το δέντρο. Υπάρχουν όμως μερικές υποθέσεις που ξεπερνούν τα στενά ατομικά όρια και επηρεάζουν το δημόσιο βίο. Τέτοια θεωρώ την περίπτωση του (κατά δήλωση αναρχικού) καταδίκου και υποδίκου Ρωμανού όχι γιατί η προσωπικότητά του είναι ιδιαίτερης εμβέλειας αλλά γιατί η υπόθεση που τον αφορά εμπίπτει σε ένα μείζον θέμα: τον σεβασμό στο Κράτος Δικαίου.

Ο εν λόγω κατάδικος και υπόδικος είχε δηλώσει κατά τη διάρκεια της δίκης του για ληστείες και ένοπλες συμπλοκές: «Εγώ βρίσκομαι εδώ σαν δηλωμένος και αμετανόητος εχθρός σας, δεν ζητιανεύω την επιείκειά σας, δεν επιζητώ τον διάλογο με εσάς και τους ομοίους σας». Λίγους μήνες μετά, ως ‘γνήσιος επαναστάτης’ που δε συνδιαλέγεται με το καθεστώς και διατηρεί ακέραιη την ιδεολογία του, αιτείται από το Κράτος τη χορήγηση εκπαιδευτικής αδείας ούτως ώστε να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Θεμιτό. Ο κύριος Ρωμανός αναγνωρίζει ότι το Κράτος που ήθελε να καταλύσει του παρέχει το δικαίωμα στην παιδεία. Αναγνωρίζει ότι έχει δικαιώματα με βάση το υπάρχον νομικό σύστημα και τα διεκδικεί. Αναγνωρίζει όμως και τις υποχρεώσεις του ως πολίτης αυτού του Κράτους? Αν όχι, είναι υποκριτής. Αν ναι, είτε είναι παραπλανημένος είτε ευτυχώς μετανοημένος.

Η αίτηση του κυρίου Ρωμανού έχει και μια άλλη διάσταση, ακόμη πιο σημαντική από την ανάδειξη της επαναστατικής υποκρισίας που συζητήσαμε ανωτέρω. Αυτή η διάσταση είναι η de facto αναγνώριση από τον ίδιο και τους συμπαραστάτες του της νομιμότητας της κρατικής εξουσίας και του ισχύοντος πολιτεύματος. Πρώτον, εφόσον αναγνωρίζει ως νόμιμο το δικαίωμα στην εκπαίδευση το οποίο παρέχεται από τον τρέχοντα νομικό μας πολιτισμό, κατ’ αναλογία αναγνωρίζει και αυτόν. Δεύτερον, συνδιαλεγόμενος με τις κρατικές Αρχές με σκοπό την εφαρμογή του ανωτέρω δικαιώματος, εμμέσως πλην σαφώς αναγνωρίζει και αυτές. Για να το θέσω απλούστερα με ένα (εξεζητημένο, το αναγνωρίζω) παράδειγμα, οι πραγματικοί επαναστάτες δε νομιμοποιούν την εξουσία την οποία θέλουν να καταλύσουν ούτε την εκλιπαρούν για την παροχή δικαιωμάτων ακόμα κι αν εκείνη τους τα χαρίζει απλόχερα! Επειδή οι λέξεις τείνουν να χάσουν το νόημά τους, επαναστάτης ήταν ο Γ. Καραϊσκάκης και επαναστατική η απάντηση που έδωσε στον Μαχμούτ πασά, τίποτε λιγότερο τίποτε περισσότερο.

Άρα, λόγω των ανωτέρω, μπορεί να ισχύει μόνο ένα εκ των κάτωθι διαμετρικώς αντιθετικών συμπερασμάτων: είτε ο κύριος Ρωμανός έχει μετανοήσει για την αναρχική του δράση, αναγνωρίζει και δε θέλει πλέον να καταλύσει το νομικό μας πολίτευμα και γνησίως επιζητεί την νόμιμη άσκηση των καθηκόντων του (υποχρεώσεων και δικαιωμάτων), είτε διατηρεί τις ιδέες του αλλά πλανάται πλάνην οικτρά νομίζοντας ότι η αίτηση για εκπαιδευτική άδεια συνάδει με την αναρχική κι ‘επαναστατική’ του δράση. Ο κύριος Ρωμανός ονειρεύεται κατά δήλωσή του μία ‘αναρχική επανάσταση’ με σκοπό την κατάλυση του πολιτικού και νομικού μας συστήματος. Όντας γνήσιο πνευματικό τέκνο των δήθεν ‘επαναστατών’ των τελευταίων δεκαετιών, αναγνωρίζει μόνον τα δικαιώματα που του παρέχει το Κράτος το οποίο θέλει να καταλύσει χωρίς να υπακούει στις υποχρεώσεις που αυτό ορίζει. Αγωνίζεται για την απόλαυση των προνομίων του νομικού μας καθεστώτος πλην όμως αντιτάσσεται σε κάθε είδους υποχρεώσεις. Η επανάστασή του είναι à la carte.

Είναι ορθή η παραπάνω ανάλυση της ψυχοσύνθεσης και των σκοπών του κυρίου Ρωμανού? Πιθανώς όχι. Διότι θεωρώ πως γνωρίζει ότι η αίτησή του για εκπαιδευτικές άδειες προκαλεί τα προηγούμενα συμπεράσματα κι ότι θα μπορούσε να κατηγορηθεί εξαιτίας τους. Αν όμως το γνωρίζει, γιατί το έκανε? Τόσο μεγάλη είναι η δίψα του για την απόκτηση ενός πτυχίου ή για το σεβασμό του κράτους στα δικαιώματα των κρατουμένων? Προφανώς όχι. Η απάντηση κατ’ εμέ βρίσκεται στον εξής συλλογισμό: η κορύφωση του ενορχηστρωμένου ‘δράματός’ του συμπίπτει με την επέτειο του θανάτου του Αλέξη Γρηγορόπουλου και συνδράμει στην αναζωπύρωση της κατ’ αυτόν ‘επανάστασης’. Αν δε επιτύχει και τον δευτερεύοντα σκοπό του, αυτόν της χορήγησης εκπαιδευτικών αδειών (κατά τη διάρκεια των οποίων πολλά μπορούν να συμβούν…) τότε θα έχει επιτύχει μία περιφανή νίκη. Πολλώ δε μάλλον όταν αυτή η ‘νίκη’ ήδη διατυμπανίζεται σε μέσα ενημέρωσης από κάθε λογής ‘διανοούμενους’, ‘καλλιτέχνες’ και ‘θεωρητικούς’. Η ‘νίκη’ αυτή δεν προσδίδει μόνο κλέος στον νικητή (ο οποίος εντέχνως προωθείται ως σύμβολό της) αλλά κατά τον τρόπο που τείνει να επιτευχθεί, εξευτελίζει και τον αντίπαλο – το κράτος – ο οποίος εκβιάζεται, άγεται, φέρεται και υποκύπτει στις πιέσεις ενός ατόμου και της κουστωδίας του.

Ποια όμως οφείλει να είναι η απάντηση ενός σοβαρού κράτους στην εν λόγω περίπτωση? Πρώτιστα, είναι η μετατροπή αυτής της ‘ιδιωτικής’ υπόθεσης σε ‘δημόσια’ ούτως ώστε όποια λύση προκριθεί να είναι η δίκαιη, νόμιμη απάντηση στο γενικότερο ερώτημα της παροχής εκπαιδευτικών αδειών στους κρατουμένους κι όχι στο ειδικότερο πρόβλημα που αφορά στον εν λόγω κατάδικο και μόνο. Σαφώς και η διαχείριση του υπουργού Αθανασίου (ο οποίος επιζήτησε την απευθείας επικοινωνία με τους γονείς του καταδίκου) κρίνεται τουλάχιστον επικίνδυνη κι ανεπαρκής και δίδει την εντύπωση ότι το Κράτος δύναται να εκβιαστεί από πράξεις ιδιωτών, λόγου χάρη από μία (πραγματική ή προσχηματική) απεργία πείνας. Όπως μαθαίνω, κι ο ίδιος ο πρωθυπουργός Σαμαράς ακολουθεί την ίδια τακτική! Δεύτερον, ένα κράτος δικαίου όπως η δημοκρατία της Κλασσικής Αθήνας θέσπιζε νόμους εναντίον της κατάλυσης του πολιτεύματος που όριζαν ως ποινή τον θάνατο (βλ. ψήφισμα Δημοφάντου, νόμος Ευκράτου κ.α.). Αντιθέτως, ο σύγχρονος νομικός πολιτισμός διασφαλίζει δικαιώματα ακόμη και για τους υπονομευτές του. Μέχρι αυτό να αλλάξει, το Ελληνικό κράτος και σε αυτήν την περίπτωση οφείλει να ασκήσει την εξουσία με βάση τη νομιμότητα υπακούοντας στις επιταγές μιας ευνομούμενης πολιτείας που στοχεύει σε ένα κράτος δικαίου.

Επ’ ουδενί λόγω δεν πρέπει να επικρατήσει μια λογική αντεκδίκησης διότι μία ευνομούμενη πολιτεία πρέπει να είναι μεγαλόψυχη ακόμη και με τους εχθρούς της. Κατ’ αντιστοιχία, η Ελληνική Πολιτεία δεν οφείλει καμμία επιείκεια. Η λύση είναι απλή: η αντικειμενική εφαρμογή των νόμων κι η επιστροφή της κοινωνίας μας στον νομικό πολιτισμό. Αναγνωρίζω δυστυχώς ότι το σημερινό πολιτικό προσωπικό είναι ο πρώτος διδάξας της κατάλυσης των νόμων. Οι εντεταλμένοι προστάτες του κράτους Δικαίου είναι οι πρώτοι υπονομευτές του. Αυτό όμως δε δίνει σε κανέναν το δικαίωμα να ευαγγελίζεται την εκ βάθρων ανατροπή των νομικών κεκτημένων των Ελλήνων πολιτών. Είναι θεμιτή (και επιβεβλημένη) μια αλλαγή πολιτικού προσωπικού, ίσως και συστήματος. Όχι όμως η κατάλυση της ιδέας του κράτους Δικαίου και του Νομικού μας Πολιτισμού, η προστασία των οποίων επαφίεται στον πατριωτισμό και την δράση όλων μας.

Βασίλειος Αδαμίδης

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.