Wednesday 24 April 2024
Αντίβαρο
Ερατώ Τριανταφυλλίδη Παιδεία

Προσευχή χωρίς πίστη

Δυό άρθρα/απαντήσεις  του Γκάντι σε επιστολές αναγνωστών της εφημερίδας «Νεαρή Ινδία» του 1926

(που 90 χρόνια αργότερα μοιάζουν τόσο επίκαιρα στην «μεσήλικα  Ελλάδα»  μας του 2016)

Από τον τόμο «PRAYER» -συλλογή κειμένων από επιστολές και άρθρα του Μ.Κ. Γκάντι, σε επιλογή και επιμέλεια του Chantrakant Kaji, Navajivan Publishing House, Ahmetabad 380014, 1977 ( μετάφραση Ερατώ Τριανταφυλλίδη):

mahatma-gandhi

Α.- Προσευχή χωρίς πίστη!

Ορίστε μια επιστολή που έγραψε ένας σπουδαστής στον Διευθυντή ενός δημόσιου σχολικού ιδρύματος, ζητώντας να απαλλαγεί από την συμμετοχή του στην κοινή προσευχή:

 «Σας δηλώνω ευσεβάστως  ότι δεν έχω πίστη στην προσευχή, αφού δεν πιστεύω σε κανενός είδους  Θεό στον οποίο να προσευχηθώ. Δεν αισθάνομαι ποτέ μου την προσωπική ανάγκη κάποιου Θεού. Τι έχω να χάσω αν χωρίς να νοιάζομαι γι’ Αυτόν, εργάζομαι ήσυχα και τίμια για τα δικά μου σχέδια;

 «Όσον αφορά την συλλογική προσευχή, αυτή είναι άχρηστη. Μπορεί τάχα μια τόσο μεγάλη μάζα ανθρώπων να συγκεντρωθεί πάνω σ’ ένα πράγμα, όσο ελάχιστο κι αν είναι αυτό; Είναι δυνατόν ποτέ να περιμένει κανείς από τα μικρά και άγνωρα παιδάκια  να προσηλώσουν την ισχνή προσοχή τους στις λεπτότατες ιδέες των ιερών γραφών μας, Θεό, και ψυχή, και ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, και πολλές ακόμα υψηλές φράσεις; Και μάλιστα, αυτή η σπουδαία λειτουργία απαιτείται να διεξάγεται σε  μια ορισμένη ώρα, με την εντολή ενός ορισμένου ανθρώπου. Μπορεί ποτέ η αγάπη για τον καλούμενο Κύριο να ριζώσει στις καρδιές των σχολιαρόπαιδων μ’ έναν τέτοιο μηχανιστικό τρόπο; Τίποτε δεν μπορεί να είναι απεχθέστερο στη λογική από το να περιμένεις την ίδια συμπεριφορά από ανθρώπους με κάθε λογής ιδιοσυγκρασίες. Γι’ αυτό , η προσευχή δεν θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική. Ας προσεύχονται εκείνοι που το βρίσκουν της αρεσκείας τους αυτό, κι ας απαλλάσσονται όσοι το απεχθάνονται. Ο,τιδήποτε γίνεται χωρίς πεποίθηση είναι πράξη ανήθικη και εξευτελιστική.»

  Ας πάρουμε πρώτα την αξία της τελευταίας αυτής  ιδέας. Είναι ανήθικη και εξευτελιστική πράξη να υπόκειται κανείς σε μια πειθαρχία προτού αρχίσει να πείθεται για την αναγκαιότητά της; Είναι  ανήθικο και εξευτελιστικό να μελετά κανείς μαθήματα σύμφωνα με το σχολικό πρόγραμμα, αν  δεν είναι πεπεισμένος για την χρησιμότητά του; μπορεί ένας μαθητής να απαλλαγεί από το μάθημα της γλώσσας του, αν έχει την πεποίθηση πως είναι άχρηστο; Δεν αληθεύει μάλλον ότι το σχολιαρόπαιδο δεν διαθέτει πεποίθηση ούτε για τα πράγματα που πρέπει να μάθει, ούτε για την πειθαρχία που πρέπει να δεχθεί; Η δική του επιλογή εξαντλήθηκε, ακόμα κι αν την είχε, όταν διάλεξε να ανήκει σε κάποιο σχολείο. Άπαξ και μπήκε σ’ αυτό, σημαίνει ότι υπόκειται με την θέλησή του στους κανόνες και τις διατάξεις του. Έχει την ευχέρεια να το εγκαταλείψει, δεν μπορεί όμως να διαλέξει ούτε το τι ούτε το πώς θα μάθει.

Εναπόκειται στους δασκάλους να κάνουν ελκυστικό και κατανοητό αυτό που, αρχικά, μπορεί να φαίνεται απεχθές και ανιαρό στους μαθητές .

Είναι αρκετά εύκολο να πεις: «Δεν πιστεύω στον Θεό,» Γιατί ο Θεός επιτρέπει να λεχθεί ο,τιδήποτε γι’ αυτόν ατιμωρητί. Εκείνος κοιτάζει τα έργα μας. Και κάθε παραβίαση του Νόμου Του συνεπιφέρει, όχι, την εκδικητική, αλλά την εξαγνιστική, αναγκαστική, τιμωρία της.  Η ύπαρξη του Θεού δεν μπορεί, δεν χρειάζεται να αποδειχθεί. Ο Θεός είναι. Αν δεν τον νοιώθουμε, τόσο το χειρότερο για μας. Η απουσία της αίσθησής Του είναι μια αρρώστια που θα την αποβάλλουμε μια μέρα εκόντες άκοντες.

Ωτόσο ένα παιδί δεν μπορεί να αντιλέγει. Πρέπει, από ένα αίσθημα πειθαρχίας, να συμμετέχει στην κοινή προσευχή, αν το σχολείο όπου φοιτά απαιτεί αυτή την συμμετοχή. Μπορεί με σεβασμό να εκθέσει τις αμφιβολίες του ενώπιον των δασκάλων του. Δεν χρειάζεται να πιστεύει ό,τι δεν τον ελκύει. Όμως αν έχει σεβασμό για τους δασκάλους του, θα κάνει χωρίς να το πιστεύει αυτό που του ζητούν να κάνει, όχι με φόβο, ούτε με πείσμα, αλλά με την γνώση ότι αυτό είναι το σωστό από μέρους του , και με την ελπίδα πως ό,τι σήμερα του φαίνεται σκοτεινό, θα του ξεκαθαρίσει κάποτε.

 Η προσευχή δεν είναι αίτημα. Είναι λαχτάρα της ψυχής. Είναι καθημερινή παραδοχή της αδυναμίας μας. Ο μέγιστος ανάμεσά μας έχει μια διαρκή υπόμνηση της μηδαμινότητάς του μπροστά στον θάνατο, την αρρώστια, το γήρας, τα ατυχήματα κλπ. Ζούμε στη μέση του θανάτου. Ποια αξία έχει «να εργαζόμαστε για τα δικά μας σχέδια» όταν αυτά θα μπορούσαν εν ριπή οφθαλμού να εκμηδενισθούν, ή όταν εμείς, το ίδιο αστραπιαία και απροσδόκητα, θα μπορούσαμε να συρθούμε μακριά τους; Μπορεί όμως να νοιώσουμε γεροί σαν βράχοι, αν μπορούσαμε αληθινά να πούμε: «Εργαζόμαστε για τον Θεό και για τα δικά Του σχέδια.» Τότε, όλα είναι ξεκάθαρα σαν το φως της ημέρας. Τότε, τίποτε δεν αφανίζεται. Ο κάθε αφανισμός είναι, τότε, απλώς φαινομενικός. Ο θάνατος και η καταστροφή, τότε, και μόνο τότε, δεν έχουν ίχνος πραγματικότητας. Διότι, θάνατος και καταστροφή τότε δεν είναι παρά μια μεταβολή. Ο καλλιτέχνης καταστρέφει τη ζωγραφιά του για να φιλοτεχνήσει μια καλύτερη. Ο ωρολογοποιός απορρίπτει ένα χαλασμένο ελατήριο για να το αντικαταστήσει μ’ ένα καινούργιο και χρήσιμο.

Η ενοριακή (συλλογική) προσευχή είναι μεγάλο πράγμα. Ό,τι συχνά δεν επιχειρούμε κατά μόνας, το κάνουμε πολλοί μαζί. Τα παιδιά δεν χρειάζονται να είναι πεπεισμένα. Αν απλώς συμμετέχουν υπάκουα στο κάλεσμα της προσευχής, χωρίς εσωτερική αντίσταση, νοιώθουν την έξαρση. Μερικά  όμως όχι. Το ρίχνουν ακόμα  και στις αταξίες. Και τότε όμως πάντως δεν μπορεί να υπάρξει αντίσταση στην υποσυνείδητη επίδραση. Δεν υπάρχουν τάχα παιδιά που στην αρχή της σταδιοδρομίας  τους υπήρξαν βέβηλα, αλλά που στη συνέχεια έγιναν ενθουσιώδεις οπαδοί της αποτελεσματικότητας της συλλογικής προσευχής; Είναι κοινή εμπειρία για ανθρώπους, που δεν διαθέτουν δυνατή πίστη, να επιζητούν την παρηγοριά της ενοριακής προσευχής. Κι όλοι αυτοί που γεμίζουν τις εκκλησίες, τους ναούς, ή τα τζαμιά  δεν είναι ούτε βέβηλοι ούτε απατεώνες. Είναι ειλικρινείς άνδρες και γυναίκες. Γι’ αυτούς η ενοριακή προσευχή είναι σαν το καθημερινό λουτρό, είναι μια ανάγκη για την ύπαρξή τους. Αυτοί οι χώροι λατρείας δεν είναι καμιά κούφια πρόληψη που να σαρωθεί πέρα με την πρώτη ευκαιρία. Έχουν αντέξει πολλές επιθέσεις μέχρι σήμερα, και όλα δείχνουν πως θα παραμείνουν μέχρι την συντέλεια του χρόνου.

Νεαρή Ινδία, 23-9-’26

 

Β.- Η τυραννία των λέξεων.

Ένας επιστολογράφος σχολιάζει έτσι το άρθρο μου «Προσευχή χωρίς πίστη!»:

«Στο άρθρο σας με αυτό τον τίτλο, αδικείτε τόσο το «παιδί» όσο και την δική σας θέση ως μεγάλου διανοητή. Είναι αλήθεια ότι οι εκφράσεις που μεταχειρίζεται ο επιστολογράφος σας δεν είναι όλες επιτυχείς, όμως δεν τίθεται καμιά αμφιβολία περί της σαφήνειας της σκέψης του. Είναι επίσης ιδιαίτερα προφανές ότι δεν είναι παιδί με την κοινή έννοια του όρου. Θα μου έκανε μεγάλη κατάπληξη αν μάθαινα ότι είναι κάτω των είκοσι. Έστω και αν είναι νεαρός, φαίνεται να διαθέτει επαρκή διανοητική ανάπτυξη, ώστε να μη τον χειριζόμαστε με τον τρόπο του «ένα παιδί δεν μπορεί να αντιλέγει». Ο επιστολογράφος είναι ορθολογιστής ενώ εσείς είστε πιστός –δυο πανάρχαιες κατηγορίες ανθρώπων με πανάρχαιη ιδεολογική σύγκρουση. Του ενός η στάση είναι: «Άσε με να πεισθώ, και θα πιστέψω», του άλλου, «Πίστεψε πρώτα, και θα πεισθείς εν καιρώ». Ο πρώτος επικαλείται την λογική, ο δεύτερος επικαλείται την αυθεντία. Εσείς φαίνεται να θεωρείτε πως ο αγνωστικισμός είναι μια παροδική φάση για τους νέους, και πως η πίστη θα τους έρθει αργά ή γρήγορα. Η  πολύ γνωστή περίπτωση του Σουάμι Βιβεκάναντα έρχεται εις επίρρωσιν της απόψεώς σας. Οπότε, σεις περνάτε στην συνταγογράφηση μιας υποχρεωτικής δόσης προσευχής για το καλό του «παιδιού». Οι λόγοι σας είναι δύο. Πρώτον, η προσευχή για την προσευχή, ως αναγνώριση της μηδαμινότητάς του, και της παντοδυναμίας και αγαθότητος του υποτιθέμενου ανωτέρου όντος. Δεύτερον, για την χρησιμότητά της, χάρη στην παρηγοριά που φέρνει σ’ εκείνους που θέλουν να παρηγορηθούν. Θα απορρίψω το δεύτερο επιχείρημα πρώτα. Εδώ, προτείνεται ένα είδος βακτηρίας για τους αδύναμους. Είναι τέτοιες οι δοκιμασίες του βίου, και τέτοια είναι η δύναμή τους να συντρίβουν το λογικό των ανθρώπων, ώστε πάρα πολλοί μπορεί να χρειάζονται κάποτε την προσευχή και την πίστη. Δικαίωμά τους να το κάνουν, με γειά τους με χαρά τους. Έχουν υπάρξει ωστόσο, και πάντα υπάρχουν, κάποιοι αληθινοί ορθολογιστές-λίγοι, χωρίς αμφιβολία- που δεν ένοιωσαν ποτέ την ανάγκη ούτε της μιας ούτε της άλλης. Υπάρχει επίσης και η κατηγορία των ανθρώπων που, χωρίς να την αμφισβητούν δυναμικά, είναι αδιάφοροι έναντι της θρησκείας.

  «Καθώς δεν αναζητούν οι πάντες εν τέλει την βοήθεια της προσευχής, και καθώς αυτοί που αισθάνονται την ανάγκη της είναι ελεύθεροι να επιδίδονται σ’ αυτήν, και όντως επιδίδονται όταν χρειαστεί, ο καταναγκασμός στην προσευχή, από πλευράς χρησιμότητας, δεν μπορεί να υποστηριχθεί. Η καταναγκαστική σωματική άσκηση και η εκπαίδευση ίσως είναι αναγκαία για την σωματική και την διανοητική ανάπτυξη του ανθρώπου –δεν ισχύει το ίδιο με την πίστη στον Θεό και με την προσευχή για την ηθική πλευρά. Κάποιοι από τους μεγαλύτερους αγνωστικιστές του κόσμου υπήρξαν οι ηθικότατοι των ανθρώπων. Σ’ αυτούς, υποθέτω, θα συνιστούσατε σεις την προσευχή χάριν της ιδίας, ως μια έκφραση ταπείνωσης, δηλαδή, ακριβώς το πρώτο σας επιχείρημα. Πολύς ντόρος έχει γίνει μ’ αυτήν την ταπείνωση. Είναι τόσο απέραντη η γνώση ώστε ακόμα και οι σπουδαιότεροι επιστήμονες έχουν μερικές φορές αισθανθεί ταπεινοί, όμως το γενικό τους χαρακτηριστικό υπήρξε η αριστοτεχνική έρευνα ,και  η πίστη στις ίδιες δυνάμεις τους στάθηκε εξ ίσου μεγαλειώδης όσο και η από μέρους τους κατάκτηση της φύσης. Αν τα πράγματα δεν είχαν έτσι, σήμερα ακόμα  θα σκαλίζαμε τη γη  με τα δάχτυλά μας αναζητώντας ρίζες, ή μάλλον όχι, θα είχαμε όλως διόλου εκλείψει από της γης την όψη.

  «Στην Εποχή των Πάγων, που τα ανθρώπινα πλάσματα πέθαιναν απ’ το κρύο, όταν πρωτοανακαλύφθηκε η φωτιά, το δικό σας αρχέτυπο εκείνου του καιρού θα πρέπει να λοιδορούσε εκείνον που την ανακάλυψε λέγοντας: «Τι χρειάζονται τα δικά σας σχέδια; Τι ωφελούν μπροστά στην δύναμη και στην οργή του Θεού;» Στους ταπεινούς έχει δοθεί η υπόσχεση της Βασιλείας του Θεού μετά θάνατον. Δεν ξέρουμε αν θα την λάβουν, πάντως εδώ σ’ αυτήν τη γη,  το μερίδιό τους είναι η δουλεία. Για να επανέλθω στο κύριο σημείο, ο αφορισμός «δέξου να υπακούσεις τώρα, και η πίστη θα ακολουθήσει» παραείναι, όντως, τρομακτικά αληθής. Μεγάλο μέρος του θρησκευτικού φανατισμού σ’ ετούτον τον κόσμο μπορεί να αναχθεί ευθέως σ’ αυτού του είδους τις διδασκαλίες. Φθάνει να τους τσακώσεις αρκετά νεαρούς, και μπορείς να κάνεις  μια καλή πλειοψηφία των ανθρώπων να πιστέψουν ο,τιδήποτε. Έτσι ακριβώς κατασκευάζεται ο ορθόδοξος ινδουιστής σας, ή ο φανατικός σας μουσουλμάνος. Υπάρχουν, φυσικά, πάντοτε κάποιοι λιγοστοί μέσα στην κάθε μια κοινότητα που θα υπερβούν ωριμάζοντας αυτές τις πεποιθήσεις που τους έχουν επιβληθεί καταναγκαστικά. Ξέρετε ότι εάν οι ινδουιστές και οι μουσουλμάνοι έπαυαν να μελετούν τις γραφές τους, μέχρι να φθάσουν στην ωριμότητα, δεν θα ήσαν τόσο φανατικά πιστοί στα δόγματά τους, και θα σταματούσαν τις συγκρούσεις προς χάρη τους; Η «θύραθεν» εκπαίδευση είναι το αντίδοτο για τις συρράξεις μεταξύ των οπαδών των δύο θρησκειών, σεις όμως δεν είστε φτιαγμένος απ’ αυτήν την πάστα.

  «Όσο και αν το χρέος μας σε σας είναι μεγάλο γιατί σταθήκατε ένα χωρίς προηγούμενο παράδειγμα θάρρους, δράσης και θυσίας σ’ αυτή την χώρα, όπου ο λαός ήταν ανέκαθεν πολύ φοβισμένος, όταν θα γίνει η τελική αποτίμηση του έργου σας, θα λεχθεί ότι η επιρροή σας προσέδωσε μεγάλη οπισθοδρόμηση στην διανοητική πρόοδο αυτού του τόπου.»

                Δεν ξέρω ποια είναι η «κοινή έννοια» της λέξης παιδί, αν ένας εικοσάχρονος δεν είναι παιδί. Μάλιστα, εγώ θα αποκαλούσα όλους τους νέους που φοιτούν σε κάποια σχολείο παιδιά, αγόρια και κορίτσια, ασχέτως της ηλικίας τους. Ωστόσο, είτε  παιδί ονομάσουμε τον αμφισβητία σπουδαστή είτε άνδρα, τα επιχειρήματά μου είναι μάλλον ισχυρά. Ο κάθε σπουδαστής είναι σαν τον στρατιώτη (και ο στρατιώτης μπορεί θαυμάσια να είναι σαραντάρης), ο οποίος δεν επιτρέπεται να θέτει υπό συζήτηση ζητήματα πειθαρχίας, όταν έχει υπαχθεί,  και επιλέγει να παραμείνει, σ’ αυτήν. Ο στρατιώτης δεν μπορεί να παραμένει αυτόνομος μέσα στο σύνταγμά του και να έχει την ευχέρεια να διαλέγει αν θα κάνει ή δεν  θα κάνει αυτό που του ζητούν. Με παρόμοιο τρόπο, ο σπουδαστής, άσχετα με το πόσο σοφός ή πόσο μεγάλος είναι στην ηλικία, όταν μπαίνει σε μια σχολή οποιασδήποτε βαθμίδας, παραιτείται του δικαιώματος να απορρίψει τους κανόνες της πειθαρχίας του. Εδώ δεν πρόκειται για υποβάθμιση ούτε για υποτίμηση της ευφυίας του σπουδαστή.  Είναι γι’ αυτόν υποστήριξη της ευφυίας του το να υποταχθεί στην πειθαρχία αυτοβούλως . Ο επιστολογράφος μου όμως αυτοβούλως φέρει τον βαρύ ζυγό της τυραννίας των λέξεων. Αυτός οσμίζεται ‘καταναγκασμό’ στην κάθε πράξη που ξεβολεύει τον πράττοντα. Ωστόσο υπάρχει καταναγκασμός και καταναγκασμός. Ονομάζουμε τον αυτο-επιβαλλόμενο καταναγκασμό αυτοσυγκράτηση. Τον ασπαζόμαστε και μεγαλώνουμε με αυτόν. Αλλά ο καταναγκασμός που πρέπει να αποκρούεται με κάθε κόστος, είναι περιορισμός που μας επιβάλλεται αντίθετα στην θέλησή μας, και συχνά με στόχο να μας ταπεινώσει και να μας αποστερήσει δια της βίας την αξιοπρέπειά μας ως ανθρώπων – ως παιδιών, αν θέλετε. Οι κοινωνικοί περιορισμοί είναι κατά κανόνα υγιείς, και τους απορρίπτουμε με δική μας ζημία. Η υποταγή σε απάνθρωπες εξευτελιστικές διαταγές είναι ανάξια του ανθρώπου και δειλία. Ακόμη χειρότερη είναι η υποταγή στην πληθώρα των παθών που σωρηδόν μας περιβάλλουν την κάθε στιγμή του βίου μας, έτοιμα να μας υποδουλώσουν.

   Όμως ο επιστολογράφος έχει και μια ακόμη λέξη η οποία τον κρατάει αλυσοδεμένο. Είναι η βαρειά λέξη «ορθολογισμός». Λοιπόν, είχα πάρει  κι εγώ μια γερή δόση απ’ αυτόν. Η πείρα με ταπείνωσε αρκετά, ώστε να μου επιτρέψει να συνειδητοποιήσω τα ειδικά όρια της λογικής. Όπως ακριβώς το λάθος βαλμένο υλικό καταντάει βρωμιά, η λάθος χρησιμοποιημένη λογική καταντά παραφροσύνη. Αν απλώς αποδίδαμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, τα πράγματα θα ήσαν καλά.

  Οι ορθολογιστές είναι αξιοθαύμαστα πλάσματα. Ο ορθολογισμός είναι ένα απαίσιο τέρας, όταν διεκδικεί για τον εαυτό του την παντοδυναμία. Το να προσδίδεις  παντοδυναμία στην λογική δεν είναι παρά  ειδωλολατρία εξ ίσου κακή,  όσο και η λατρεία των ξύλων και των λίθων, όταν τα πιστεύεις σαν Θεό.

  Ποιος έχει ποτέ εξοβελίσει την  χρησιμότητα της προσευχής δια της λογικής; Η χρησιμότητά της φαίνεται μετά από την άσκησή της. Αυτό δείχνει η παγκόσμια μαρτυρία. Ο καρδινάλιος Νιούμαν[1] δεν απεμπόλησε ποτέ  τη λογική του, όμως παραχώρησε μια καλύτερη θέση στην προσευχή, όταν έψαλλε ταπεινά: «Οδήγησέ με συ, ώ Φως γλυκύ… φρούρει τα πέλματά μου- να δω εγώ δεν ζητώ την θέα την μακρινή. Ένα μονάχα βήμα μου αρκεί.». Ο Σάνκαρα[2] υπήρξε κορυφαίος μεταξύ των στοχαστών. Μέσα σ’ όλη την παγκόσμια φιλολογία πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να βρει κάτι που να ξεπερνά τον ορθολογισμό του Σάνκαρα. Εκείνος όμως παραχώρησε την πρωτοκαθεδρία στην προσευχή και την πίστη.

  Ο επιστολογράφος προέβη σε μια πρόχειρη γενίκευση, από τα παροδικά και ενοχλητικά γεγονότα που συμβαίνουν ενώπιόν μας. Όμως όλα σε τούτη τη γη προσφέρονται για κατάχρηση. Μοιάζει σαν αυτό να είναι ένας νόμος που διέπει κάθε τι το ανθρώπινο. Χωρίς αμφιβολία, η θρησκεία είναι υπόλογη για μερικά από τα φρικωδέστερα εγκλήματα στην ιστορία. Όμως αυτά είναι το σφάλμα όχι της θρησκείας, παρά του ασύδοτου κτήνους που ενυπάρχει μέσα στον άνθρωπο. Γιατί αυτός δεν έχει ακόμα αποβάλει τις επιδράσεις της κτηνώδους προέλευσής του.

  Εγώ δεν ξέρω ούτε έναν ορθολογιστή που να μην έκανε ποτέ του κάτι από απλή πίστη, και που να έχει βασίσει την κάθε μια του πράξη στην λογική.  Από την άλλη όμως, όλοι  ξέρουμε εκατομμύρια άνθρωποι να ζουν την λίγο – πολύ τακτοποιημένη ζωή τους χάρη στην παιδική τους πίστη στον Δημιουργό όλων μας. Αυτή και μόνο η πίστη είναι προσευχή. Το «παιδί», στο γράμμα του οποίου στήριξα το άρθρο μου, ανήκει σ’ αυτήν τη μεγάλη μάζα της ανθρωπότητας, και το άρθρο είχε γραφτεί για να στηρίξει αυτόν και τους ομοίους του αναζητητές, και όχι για να διαταράξει την μακαριότητα των ορθολογιστών όπως ο επιστολογράφος μου.

  Αλλ’ αυτός τα βάζει ακόμα και με την κλίση που δίνεται στα νειάτα του κόσμου από τους μεγαλυτέρους και τους δασκάλους τους. Αυτό όμως , καθώς φαίνεται, είναι ένα αξεχώριστο μειονέκτημα (αν πρόκειται για μειονέκτημα) της ηλικίας του εύκολου εντυπωσιασμού. Η αμιγώς ακαδημαϊκή εκπαίδευση είναι και αυτή επίσης μια απόπειρα διαμόρφωσης της νεαρής διάνοιας μέσα σε συγκεκριμένα καλούπια. Ο επιστολογράφος έχει την καλωσύνη να επιτρέπει να εκπαιδεύεται και να κατευθύνεται το σώμα και ο  νους. Για την ψυχή, που καθιστά δυνατή την ύπαρξη του σώματος και του νου, δεν ενδιαφέρεται, ή ίσως αμφιβάλλει για την ύπαρξή της. Όμως η πεποίθησή του αυτή δεν μπορεί να τον βοηθήσει: Δεν μπορεί να αποφύγει τη συνέπεια της συλλογιστικής του. Διότι, για ποιο λόγο τάχα δεν θα μπορούσε ένας πιστός να αντιπαρατεθεί, με βάση το ίδιο το δικό του επιχείρημα, λέγοντας ότι κι αυτός οφείλει να επηρεάσει την ψυχή των αγοριών και των κοριτσιών, όπως ακριβώς οι άλλοι επηρεάζουν το σώμα και τον νου τους; Τα κακά των θρησκευτικών διδασκαλιών θα εκλείψουν με την εξέλιξη του αληθινά θρησκευτικού πνεύματος. Να εγκαταλειφθεί η θρησκευτικής διδασκαλία είναι σαν να αφεθεί χέρσο ένα χωράφι να γεμίσει ζιζάνια, από άγνοια του αγρότη για τη σωστή αξιοποίηση της γης του.

  Η παρέκβαση του επιστολογράφου στις ανακαλύψεις των αρχαίων είναι πραγματικά άσχετη με το υπό συζήτηση θέμα. Κανείς δεν αμφισβητεί, πάντως εγώ όχι, την χρησιμότητα ή την λαμπρότητα αυτών των ανακαλύψεων. Υπήρξαν γενικά ένα πεδίο κατάλληλο για την χρήση και την άσκηση της λογικής. Εκείνοι ωστόσο, οι αρχαίοι, δεν διέγραψαν από τη ζωή τους την πρωτεύουσα λειτουργία της πίστης και της προσευχής. Έργα χωρίς πίστη και προσευχή, είναι σαν το τεχνητό άνθος που δεν έχει ευωδία. Κάνω έκκληση, όχι υπέρ της καταστολής της λογικής, αλλά υπέρ της δέουσας αναγνώρισης αυτού του πράγματος μέσα μας, που καθαγιάζει αυτήν την ίδια  την λογική.

Νέα Ινδία, 14-10-‘26

Δίκην επιμέτρου: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Λίγες γραμμές από τον περίφημο πρόλογο στον «Λαμπριάτικο Ψάλτη»:

Άγγλος ή Γερμανός ή Γάλλος δύναται να είναι κοσμοπολίτης ή αναρχικός ή άθεος ή ο,τιδήποτε. Έκαμε το πατριωτικόν χρέος του, έκτισε μεγάλην πατρίδα.  Τώρα είναι ελεύθερος να επαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, την απιστίαν και την απαισιοδοξίαν. Αλλά Γραικύλος της σήμερον, όστις θέλει να κάμη δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον ανορθούμενον επ’ άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση εις ύψος και φανή και αυτός γίγας. Το ελληνικόν έθνος, το δούλον, αλλ’ ουδέν ήττον και το ελεύθερον, έχει και θα έχη δια παντός ανάγκην της θρησκείας του.

[1] Περίφημος άγγλος θεολόγος, ιερωμένος, φιλόσοφος, του 19ου αιώνα.

[2] Μέγας ινδός φιλόσοφος και θεολόγος του 8ου αιώνα.

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.