Thursday 17 August 2023
Αντίβαρο
1453-Τουρκοκρατία Αρθρογραφία Δημήτρης Σταθακόπουλος

To Υστεροβυζαντινο και Πρωιμο Οθωμανικο Περιβαλλον στην M. Ασια

Δημήτρης Σταθακόπουλος

Όπως συμπεραίνει ο Σπ. Βρυώνης, στο έργο του “Η παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού της Μ. Ασίας και η διαδικασία του εξισλαμισμού, “… μετά την κατάρ­ρευση του Βυζαντίου στην Ανατολή, η χριστιανική κοινωνία αναγκάστηκε να προσαρ­μοστεί με τη διακυβέρνηση και τον πολιτισμό των μουσουλμάνων. Παραδοσιακά, ο αναπροσανατολισμός αυτός θα έπρεπε να είχε γίνει μέσα στα πλαίσια των εκκλησια­στικών θεσμών, αλλά αυτοί είχαν τελείως αποδυναμωθεί λόγω του συγκεκριμένου χα­ρακτήρα της τουρκικής κατάκτησης…”

Έτσι λοιπόν οι χριστιανικές κοινότητες υπέκυψαν στις δυνάμεις του Ισλάμ. Τα διάφορα τουρκικά κράτη και η κοινωνία που αναπτύχθηκε στα εδάφη της Ανατολής, ήταν απομιμήσεις των αντίστοιχων στα παλαιότερα εδάφη που ήδη κατείχε το Ισλάμ, ενώ διάφορες ιστορικές περιστάσεις και συγκυρίες, οδήγησαν στη συνεχή μετανάστευ­ση μουσουλμάνων θεολόγων και δερβίσηδων στην Ανατολή.

Οι σουλτάνοι απαλλοτρίωσαν την πλειονότητα των εδαφών, των εσόδων και των κτιρίων των χριστιανών, παραχωρώντας τα στους μωαμεθανούς κοσμικούς και θρη­σκευτικούς οπαδούς. Αποτέλεσμα ήταν, η εμφάνιση τζαμιών, θεολογικών σχολών, νο­σοκομείων και παρόμοιων ιδρυμάτων σε ολόκληρη την Ανατολή, συχνά στα ίδια κτί­ρια και στα ίδια εδάφη που ανήκαν προηγουμένως στην Ελληνική Εκκλησία. Τόσο τα ιδρύματα αυτά, που ήταν επανδρωμένα με ένθερμους ιεραποστόλους, όσο και η μου­σουλμανική κοινωνία –που θρησκευτικά ήταν επίσης επιθετικά διατεθειμένη– εύκολα αφομοίωσαν τους αποθαρρημένους και εγκαταλελειμμένους από την κεντρική Βυζα­ντινή διοίκηση χριστιανούς.

Σε άλλο πάλι συμπέρασμά του ο Σπ. Βρυώνης, αποφαίνεται πως, η ανώτερη τουρκική κοινωνία στη Μικρά Ασία, είχε κυρίως ισλαμικά χαρακτηριστικά, ιδίως Περσοαραβικά. Η αδιάσπαστη ένωση της θρησκείας και του κράτους, που καθόρισε όλες τις επίσημες μορφές της κοινωνίας, είχε ως αποτέλεσμα μια μουσουλμανική κρατική δομή, αλλά και πολιτισμική ζωή. Η δομή του σουλτανάτου, η γραφειοκρατία, η θρησκεία, η λογοτεχνία και μεγάλο μέρος της τέχνης ήταν ισλαμικά. Η βυζαντινή κοινωνία, εξάλ­λου, δεν ήταν δυνατόν να έχει επίδραση στους ισλαμιστές, ως θεσμός τουλάχιστον, επειδή ήταν στενά συνδεδεμένη με τη βασιλεία και την Ορθοδοξία, με αποτέλεσμα, εάν μια κοινωνία τελικά αποδεχόταν μαζικά τους βυζαντινούς τυπικούς θεσμούς, να υιο­θετεί μόνο την βυζαντινής μορφής θεοκρατία (όπως συνέβη στη Σερβία και τη Βουλγαρία). Υιοθέτηση των βυζαντινών θεσμών θα μπορούσε να είχε γίνει ίσως, μόνο στην πε­ρίπτωση που η γειτονική κοινωνία, ήταν ακόμη ασχημάτιστη και δεν είχε συνδεθεί με κάποιο ανεπτυγμένο εκκλησιαστικό κρατικό μηχανισμό, πράγμα όμως που δεν συνέ­βαινε με τους Τούρκους, αφού αυτοί, ήδη είχαν συνεδεθεί με τον ισλαμισμό.

Όσα στοιχεία της βυζαντινής τυπικής πολιτιστικής έκφρασης εμφανίστηκαν στην οθωμανική κοινωνία, μάλλον πέρασαν έμμεσα, μέσω του ισλαμικού πολιτισμού, ουσιαστικά Περσοαραβικού, που προϋπήρχε τον Τούρκων και ο οποίος σε θέματα φιλο­σοφίας, μαθηματικών και μουσικής θεωρίας τουλάχιστον, ήταν επηρεασμένος από τους αρχαίους Έλληνες και τους βυζαντινούς.

Όπως αναφέρει στο σχετικό ένθετο ενός cd, με θέμα την συναυλία του Ελληνοτουρκικού συγκροτήματος “Βόσπορος“στο Ηρώδειο, ο προσωπικός μου φίλος Νικηφόρος Μεταξάς: “… εάν η ilmimusiki (Τέχνη της μουσικής) αντικατοπτρίζει, -μέσω των αυστηρών πυθαγορικών συστημάτων και της υποταγής σε μια ουράνια ιεραρχία-, την αιωνιότητα της αρ­μονικής συνύπαρξης της βυζαντινής ελληνικής ψυχής και της οθωμανικής τουρκικής ψυχής στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, ο Μπεκτασισμός και ο Αλεβισμός από την άλλη, αντικατοπτρίζουν τις αυτόχθονες δυνάμεις της Ανατολικής γης που εκφρά­ζονται ποικιλόμορφα στη μουσική την ποίηση και τους χορούς τους. Οι Τούρκοι είναι “εξωγήινοι” ως σωματικά νομάδες, απίστευτα σταθεροί στο πνεύμα, προσκολλώνται πνευματικά στον ουράνιο κεραυνό/Θεό Τβητί. Οι πρωτότουρκοι μετά δυσκολίας πα­τούν στη γη και συχνά υποφέρουν από ατροφία των ποδιών. Έφιπποι πληρούν τις πε­ρισσότερες βιοτικές τους ανάγκες. Η επαφή τους με την ύλη είναι λαφυραγωγική, αρ­πακτική βίαιη. Η διανυκτέρευση στην κυκλική γιουρτ είναι γεμάτη όνειρα φυγής από τη γη, σαν τον καπνό που δραπετεύει μέσω του κεντρικού της άξονα κι από το άνοιγ­μα της οροφής προς τον πολικό αστέρα. Δεν γεωμετρούν…”.

Έτσι λοιπόν φαίνεται πως η πραγματική προσγείωση των Τούρκων γίνεται στη χώρα των Ρωμαίων-Rum, στη Μικρά Ασία, όπου και συναντούν τις υπόγειες ενέργειες της Πελασγίας Θεάς Κυβέλης, που σαν σύμβολο της είχε μια μαύρη πέτρα, σφρα­γισμένη τώρα στην Καάμπα της Μέκκα.

Ο Μπαμπαϊσμός του 12ου-13ου αιώνα φανερώνει ήδη την ενσωμάτωση του Σαμανισμού, στα αυτόχθονα υπόγεια ρεύματα της ψυχικής ιδιοσυστασίας της Μικράς Ασίας.

Η Ανατολία, χοάνη διδασκαλιών, τόπος θρησκευτικών ανταλλαγών, συγχώνευσης και μερικές φορές σύγχυσης των πιο διαφορετικών δοξασιών, εικόνα χρονολογημένη από την βαθιά αρχαιότητα.

Από τη Φρυγία προέρχεται η λατρεία της Μεγάλης Θεάς-Μητέρας που λατρεύτηκε σε όλον τον Ελληνο-ρωμαϊκό κόσμο με την μορφή μιας μαύρης πέτρας, την οποία η ρωμαϊκή Σύγκλητος διέταξε να μεταφέρουν στον Παλατίνο λόφο το 204 μ.Χ.

Η Άρτεμις της Εφέσου, Παρθένος και Μητέρα γόνιμη ταυτόχρονα, έγινε σεβαστή με την μορφή ενός αγάλματος που κατέβηκε από τον ουρανό, στον ίδιο τόπο όπου ορι­σμένες παραδόσεις τοποθετούν την κοίμηση της Παρθένου Μαρία.

Ελληνοσαβαϊσμός, Διονυσιακή λατρεία, Ορφισμός, Παυλικιανοί, Κέλτες-Γαλάτες, ακόμα και Χρι­στιανοί άγιοι που μέσω των σπηλαίων ενσωματώθηκαν στη γη αυτή.

Για τους Έλληνες, “… η ιδέα να προβλέπουν το μέλλον μέσα από τα άστρα προερχόνταν από τους Κάρες. Οι Φρύγες επόπτευαν πρώτοι το πέταγμα των πουλιών, οι Ίσαυροι μελέτησαν τους οιωνούς και οι άνθρωποι της Τελμεσσού την μαντεία μέσω των ονείρων“.

Στην Ανατολή άνθισαν οι πιο διαφορετικοί μεταξύ τους μυστικοί, – αιρετικοί για τους μεν, εμπνευσμένοι προφήτες για τους δε.

Ο Κήρινθος που διεφώνησε με τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή στην Έφεσο (1ος αιώ­νας), ή ο Μαρκίων του οποίου την διδασκαλία καταπολεμούσε τον 2ο αιώνα ο Ειρη­ναίος, ήταν από την Μικρά Ασία όπως και ο σοφός πυθαγόρειος Απολλώ­νιος ο Τυανεύς.

Η πόλη της Πεπούζα στην Φρυγία ήταν η “Ιερουσαλήμ των Μοντανιστών, ή των «Κατά αιρετικών» ,  ομάδας που έδρασε από τον 2ο μέχρι τον 8ο αιώνα, διακηρύσσοντας πως ο Μελχισεδέκ ήταν ανώτερος από τον Χριστό και της οποίας ορισμένες ιδέ­ες ξαναβρίσκουμε στους Ισμαηλίτες. Ομοίως στην Αντολή εμφανίστηκαν και οι Νεο­πλατωνικοί, ιδιαίτερα στην Αφροδισία. Εκεί βρίσκουμε και τον Χριστιανισμό, τους “Υψιστάριους” της Καππαδοκίας οι οποίοι παρατηρούνται μέχρι τον 9ο αιώνα, κα­θώς και τους Αθιγγάνους του Αμορίου, που έλεγαν πως μέλος τους ήταν και ο αυτο­κράτορας του Βυζαντίου Μιχαήλ ο 2ος (820-829 μ.Χ.).

Η εικονοκλαστική κίνηση στην Ανατολική Εκκλησία, η οποία τάραξε το Βυζάντιο για περισσότερο από έναν αιώνα (711-843), ξεκίνησε στη Φρυγία. Οι ιδέες της συνα­ντιόντουσαν φαίνεται με τις ιδέες των Μουσουλμάνων, των Μανιχαϊστών και των Παυλικιανών όσον αφορά μια δυσπιστία απέναντι στη λατρεία των Εικόνων. Μανιχαϊστές προερχόμενοι από το Ιράν, δυϊστές Παυλικιανοί από την Αρμενία, καταδιωγ­μένοι από το Βυζάντιο και σύμμαχοι των Αράβων, Σαμάνοι από την Κεντρική Ασία, που ήρθαν μαζί με τους Τούρκους τον 11ο αιώνα, Βουδιστές που έφθασαν μαζί με τους Μογγόλους τον 13ο αιώνα και τέλος Μουσουλμάνοι που τελικά μέσω των αρά­βων πολεμιστών κατ’ αρχήν και μεταγενέστερα μέσω των εξισλαμισθέντων τουρκικών φύλων, έκαναν την θρησκεία του Μωάμεθ να υπερισχύσει.

Όλα αυτά τα διαδοχικά κύματα σίγουρα άλλαξαν την Ανατολία, χωρίς όμως να την ομοιομορφοποιήσουν. Οι τελευταίοι που έρχονταν έφερναν και την αυθεντικότητά τους, αλλά γνώριζαν πάντοτε να αποκομίζουν κέρδος από όσα είχαν συνεισφέρει οι προκάτοχοι τους, σύμφωνα με μια συγκρητιστική διαδικασία χάρη στην οποία πολ­λές πνευματικές σταθερές επεβίωσαν παρά τις διαδοχικές πολιτικές εξουσίες.

Η επίσημη έκφραση της τουρκικής κοινωνίας ήταν μουσουλμανική, η λαϊκή της όμως μορφή, είχε έντονα βυζαντινά χαρακτηριστικά. Αυτό οφεί­λεται στο γεγονός ότι, οι ηττημένοι υπήκοοι των Τούρκων ήταν οι χριστιανοί Μικρασιάτες.

Η οικονομική ζωή των Σελτζούκων και των Οθωμανών καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από τους χριστιανούς αγρότες και αστούς. Η βυζαντινή επίδραση ήταν ιδιαίτερα έντονη στην αγροτική ζωή, αλλά και στις πόλεις που είχαν τις δικές τους παραδό­σεις των τεχνών και του εμπορίου. Στις αστικές όμως αυτές παραδόσεις σημειώθηκε σημαντική επιμιξία με μουσουλμανικά αστικά στοιχεία, όπως αυτά είχαν διαμορφω­θεί από τους σοφούς Αββασίδες της Βαγδάτης.

Η επιβίωση της οικονομικής ζωής του Βυζαντίου, είχε επίσης σημαντικές επιπτώσεις στη διαμόρφωση του τουρκικού φορολογικού συστήματος και της διοίκησης και τελικά, η πλατιά αυτή απορρόφηση και η μερική επιβίωση των χριστιανικών πληθυ­σμών, άφησε έντονα τα ίχνη της, τόσο στην οικογενειακή ζωή, όσο και στη λαϊκή θρη­σκευτικότητα των Τούρκων.

Ποιες ήταν όμως οι επιπτώσεις των τουρκικών κατακτήσεων και των θεσμών στη βυζαντινή κοινωνία και τον βυζαντινό πολιτισμό;

Οι απαιτήσεις των τουρκικών πολιτικών, οικονομικών, φεουδαλικών και θρησκευ­τικών θεσμών κατέστρεψαν την οικονομική, πολιτική και κοινωνική βάση του βυζαντι­νού κόσμου στην Μικρά Ασία (και στα Βαλκάνια), έτσι ώστε ο πολιτισμός αυτός περιορίστηκε σχεδόν αποκλειστικά σε λαϊκό πολιτισμό.

Όμως, χάρις στην επιβίωση της έστω και εξασθενημένης Εκκλησίας και την άνοδο της τάξης των Φαναριωτών, δημιουργήθηκε κάποια αναλαμπή του παλαιού βυζαντινού κόσμου, σε περιορισμένη όμως κλίμακα και περισσότερο στα Βαλκάνια παρά την Μικρά Ασία, ωστόσο, η πιο ουσιαστική προσφορά της Εκκλησίας ήταν το ότι λειτούρ­γησε τελικά παρά τις ενστάσεις της ως στήριγμα του χριστιανικού λαϊκού πολιτισμού.

Οπωσδήποτε, όμως, όπως επισημαίνει ο Σπ. Βρυώνης και ο καθηγ. Ν. Σαρρής, η πιο σημαντική επίπτωση των τουρκικών κατακτήσεων, ήταν η αφομοίωση του μεγαλύτερου μέρους του βυζαντινού πληθυσμού με τον θρησκευτικό προσηλυτισμό και τον γλωσσικό εκτουρκισμό.

Συμπερασματικά λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι η παλιά βυζαντινή κοινωνία έπαιξε ταυτόγχρονα και δυναμικό και παθητικό ρόλο στην ιστορία της Μικράς Ασίας, επιβεβαιώνοντας έτσι το “συναμφότερον“. Παθητικό ρόλο έπαιξε, όσον αφορά την εξαφάνισή της από το επίπεδο της γλώσσας και της επίσημης θρησκευτικής έκφρασης, αλλά η αφομοιωμένη αυτή βυζαντινή κοινωνία, αποτέλεσε το βασικό συστατικό στοι­χείο της διαμόρφωσης του λαϊκού πολιτισμού της τουρκικής Ανατολής και ειδικά σε όσες πλευρές της κοινωνίας αυτής, δεν είχε το Ισλάμ τον απόλυτο έλεγχο.

 

Από αυτή την άποψη λοιπόν, η βυζαντική κοινωνία αποτέλεσε δυναμικό στοιχείο στην ιστορική εξέλιξη της Μικράς Ασίας.

Είναι πασιδήλως γνωστό, πως η εξάπλωση των πολιτισμικών ορίων της Ελλάδας πέρα από τα σύνορά της, είχε ξεκινήσει ήδη από την πρώιμη εποχή και αφού κατέκλυ­σε την ανατολική Μεσόγειο, κατά την Ελληνιστική περίοδο, ρίζωσε βαθιά στα μέρη αυτά, κατά τους τρεις αιώνες της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής κυριαρχίας.

Επομένως ο Εξελληνισμός, ήταν πλήρης σε μεγάλο μέρος της αστικής και της αγροτικής Ανατολής τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Έκτοτε, τα γεωγραφικά σύνορα του μεσαιωνικού Ελληνικού πολιτισμού στην ανατολική Μεσόγειο καθορίζονταν από την έκβαση των στρατιωτικών αναμετρήσεων με διάφορα Ισλαμικά κράτη.

Τον 7ο αιώνα, οι κατακτήσεις των Αράβων της Αυτοκρατορίας των Ουμαγιαδών, επέβαλαν την πρώτη μεγάλη συρρίκνωση των πολιτικών και πολιτισμικών ορίων του Βυζαντίου, αλλά μετά την απώλεια της Συρίας και της Αιγύπτου επήλθε ισορροπία δυνάμεων μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και του Ισλάμ. Στα πλαίσια της ισορροπίας αυτής σημαντικό μέρος της Μικράς Ασίας παρέμεινε γλωσσικά και θρησκευτικά Ελληνικό.

Οι εισβολές των Τούρκων μουσουλμάνων, τον 11ο αιώνα, ανανέωσαν την διαδικα­σία εξάπλωσης των μουσουλμάνων, σε βάρος της Ελληνικής χριστιανικής κοινωνίας, ενώ η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε τον 15ο αιώνα. Την εποχή εκείνη, οι Τούρκοι, είχαν πια νικήσει την αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, καθώς και τα “βυζαντινοποιημένα” σλαβικά κράτη των Βαλκανίων, ενώ με τον εξισλαμισμό και τον εκτουρκισμό της Μικράς Ασίας είχαν περιορίσει τον Ελληνικό κόσμο κυρίως στα νό­τια Βαλκάνια. Ο κύκλος της επέκτασης και της συρρίκνωσης, του Ελληνισμού, που διήρκεσε πάνω από δύο χιλιετίες, τελικά έκλεισε, καταλήγοντας στον ίδιο χώρο από όπου είχε ξεκινήσει.

Τα βασικά συμπεράσματα των παραπάνω διαπιστώσεων, εμπεριέχονται στα ακόλουθα επτά αλληλένδετα αποτελέσματα, τα οποία με σαφήνεια εκθέτει ο καθηγ. Σπ. Βρυώνης:

1.   Ο μικρασιατικός Ελληνισμός, ή το μεσαιωνικό Ελληνικό μικρασιατικό στοιχείο, ήταν ποσοτικά και ποιοτικά σημαντικό κατά τη βυζαντινή περίοδο. Έτσι, η τουρκική κατάκτηση και ο εξισλαμισμός της Μικράς Ασίας αποτελούν κάτι περισσότερο από ένα αρνητικό ιστορικό γεγονός, εφόσον οι εισβολείς έπρεπε να υποτάξουν και να αφο­μοιώσουν μια ακμάζουσα κοινωνία. Βέβαια, επ’ αυτού υπάρχουν και πάμπολλες αντίθετες απόψεις, κυρίως από σύγχρονους Τούρκους και όχι μόνον ερευνητές, οι οποίοι θεωρούν ότι η Βυζαντινή κοινωνία της Μ. Ασίας, δεν ήταν πλέον ακμάζουσα, αλλά έχοντας κάνει τον κύκλο της, μεταλλάχθηκε σε οθωμανική με τον ερχομό του νέ­ου και δυναμικού τουρκικού στοιχείου.

2.   Η κατάκτηση της χερσονήσου από τους Τούρκους και η υποταγή της, σ’ ένα πολιτικά ενοποιημένο σύστημα ολοκληρώθηκε μόνο τη δεύτερη πενηνταετία του 15ου αιώνα.

3.   Ο χαρακτήρας της κατάκτησης και της εγκατάστασης των Τούρκων, επέφερε σε μεγάλο βαθμό την εξάρθρωση και την καταστροφή της βυζαντινής κοινωνίας. Η τουρ­κική κατάκτηση κράτησε σχεδόν τέσσερεις αιώνες, κατά τους οποίους ο ενοποιημένος, σταθερός βυζαντινός διοικητικός μηχανισμός, αντικαταστάθηκε από αμέτρητες, μι­κρότερες και ασταθείς πολιτικές οντότητες που βρίσκονταν σε σχεδόν συνεχή εμπόλε­μη κατάσταση μεταξύ τους. Μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας μετατράπηκε έτσι σε πε­δίο διαρκούς πολέμου. Οι συνθήκες αυτές και η μουσουλμανική ηγεμονία, επέδρασαν διαβρωτικά στους δεσμούς και τα συναισθήματα που συνέδεαν τις χριστιανικές κοι­νότητες μεταξύ τους, και προλείαναν έτσι το έδαφος για τον θρησκευτικό προσηλυτι­σμό των μελών τους. Παρόλο που μαρτυρούνται πολυάριθμοι προσηλυτισμοί χρι­στιανών στην πρώιμη εποχή, κατά τα μέσα του 13ου αιώνα, οι χριστιανοί Μικρασιάτες εξακολουθούσαν να αποτελούν μεγάλο μέρος του πληθυσμού , πιθανόν και την πλειοψηφία του ακόμη.

4. Τα πολιτικά και ιστορικά γεγονότα της τουρκικής κατάκτησης της Μικράς Ασίας κατέστρεψαν τον ρόλο της Ελληνικής Εκκλησίας ως αποτελεσματικού κοινωνι­κού, οικονομικού και θρησκευτικού θεσμού. Η θρησκεία πραγματικά επηρέαζε και διαμόρφωνε όλες τις πλευρές της μεσαιωνικής κοινωνίας, και έτσι η οξεία παρακμή της Εκκλησίας, ήταν απόλυτα καταστροφική για την επιβίωση του βυζαντινού χαρα­κτήρα της Μικράς Ασίας, ο οποίος επομένως εξαφανίστηκε.

5.   Οι τουρκικές εισβολές επέφεραν τεράστια αναστάτωση και εξάρθρωση στη χρι­στιανική κοινωνία, η οποία απομονώθηκε από το κέντρο του πολιτισμού της, την Κωσνταντινούπολη, ενώ στερήθηκε και την εκκλησιαστική ηγεσία των επαρχιών και επομένως ήταν έτοιμη να αποροφηθεί από τη νέα κοινωνία του Ισλάμ. Αυτό ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της δράσης των μουσουλμανικών θεσμών, στους οποίους οι τουρκικές ηγεμονίες πρόσφεραν πολιτική και οικονομική υποστήριξη. Οι μουσουλ­μανικοί αυτοί θεσμοί –με σημαντικότερο θεσμό τα τάγματα των δερβίσηδων– ήταν σταθερά θεμελιωμένοι στις περιουσίες και τα εισοδήματα που προηγουμένως ανήκαν στη χριστιανική Εκκλησία, και ολοκλήρωσαν την πολιτισμική αλλαγή με τον προση­λυτισμό των χριστιανών στον μωαμεθανισμό.

6. Οι χριστιανοί Μικρασιάτες προσπάθησαν να εξηγήσουν τις καταστροφικές τους ήττες με διάφορες εκλογικεύσεις. Ορισμένοι θεώρησαν ότι οι κατακτήσεις των Τούρ­κων απέδειξαν τη θρησκευτική υπεροχή του μωαμεθανισμού σε σχέση με τον χριστια­νισμό. Άλλοι είδαν τις βυζαντινές ήττες ως σημείο θείας τιμωρίας μιας αμαρτωλής κοινωνίας, ως προμήνυμα του χιλιαστικού τέλους του κόσμου, ή ως ενέργεια της απρόσωπης Τύχης που αυθαίρετα ανέβαζε και κατέβαζε αυτοκρατορίες. Πολλοί άλ­λοι, κινούμενοι από ιστορική πειθώ, θρησκευτική ή μη, βρήκαν ανακούφιση στην πε­ποίθηση ότι την υποδούλωση των Ελλήνων θα την ακολουθούσε, με το πέρασμα του χρόνου, η παλιγγενεσία της Ελληνικής χριστιανική αυτοκρατορίας. Πάλι με χρόνια με καιρούς    !!!

7.   Ο βυζαντινός πολιτισμός στη Μικρά Ασία, μολονότι εξαφανίστηκε σε επίσημο επίπεδο από τον ισλαμικό , έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση μεγάλου μέρους του λαϊκού πολιτισμού των Τούρκων.

Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειώσουμε, ένα εκ πρώτης όψεως παράδοξο φαινόμενο. Παρόλο που, τόσο η Ανατολή, όσο και τα Βαλκάνια, κατακτήθηκαν και έμειναν υπό τους οθωμανούς για πολλούς αιώνες, τα τελευταία, διατήρησαν βασικά την πίστη τους, σε αντίθεση με τη Μικρά Ασία που σχεδόν την έχασε. Είναι βέβαια οφθαλμοφα­νές ότι, η τουρκική εξουσία κράτησε τέσσερεις περίπου αιώνες στα Βαλκάνια, ενώ στην Μικρά Ασία συνεχίζεται επί εννέα αιώνες. Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποθέσου­με ότι ο εξισλαμισμός της Ανατολής ήταν περισσότερο εκτεταμένος επειδή τα στοιχεία της μεταλλαγής, έδρασαν για μακρύτερο χρονικό διάστημα. Αυτή όμως κατά τον Σπ. Βρυώνη, δεν φαίνεται να είναι η πραγματική εξήγηση, εφόσον ο μαζικός εξισλαμισμός των Μικρασιατών χριστιανών είχε ήδη συμπληρωθεί τον 15ο αιώνα και η ποσοστιαία αναλογία των χριστιανών σε σχέση με τους Τούρκους της Μικράς Ασίας παρέμεινε έκτοτε σχετικά σταθερή (αν και από τον 19ο αιώνα η αναλογία τους είχε αυξηθεί).

Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη έναν συνδυασμό διαφόρων παραγόντων. Η τουρκική κατάκτηση των Βαλκανίων, που ξεκίνησε το 1345 και κορυφώθηκε κατά τη βασιλεία του Μωάμεθ Β’, δεν ήταν διαδικασία τόσο μακρό­χρονη, ή επαναλαμβανόμενη όσο στη Μικρά Ασία και ο τουρκικός εποικισμός (ιδιαίτε­ρα από τους Τουρκομάνους) ήταν πιο περιορισμένος. Οι κατακτήσεις και ο εποικισμός έγιναν από μία ισχυρή κεντρική κυβέρνηση, η οποία κατέβαλε κάθε προσπάθεια να επα­ναφέρει την τάξη στις κατακτημένες επαρχίες και να επιβάλει την πειθαρχία στους Τουρκομάνους, ώστε το κράτος να μπορεί να δρέψει όσο το δυνατό περισσότερους καρπούς από μία οικονομικά αποδοτική αυτοκρατορία. Μεγάλη σημασία είχε επίσης το γεγονός ότι, οι χριστιανικές κοινότητες των Βαλκανίων, δεν είχαν αποκοπεί από την ηγεσία και την πειθαρχία της Εκκλησίας τους για μια μεγάλη χρονική περίοδο. Λίγο μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, ο Μωάμεθ επέτρεψε την επανασύστα­ση του ορθόδοξου Πατριαρχείου, το οποίο έθεσε ως επικεφαλής, όλων των Ορθόδοξων χριστιανών, στις βαλκάνιες και μικρασιατικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας του. Έτσι, το 1454 το Πατριαρχείο, και επομένως η Ορθόδοξη Εκκλησία, απέκτησαν πολύ πιο σταθερή και συστηματοποιημένη δύναμη στα τουρκικά εδάφη, απ’ όσο προηγουμένως.

Μέχρι την καταστροφή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τον Μωάμεθ, το Πατριαρχείο και η Εκκλησία ταυτίζονταν με τους εχθρούς των τουρκικών κρατών, και έτσι οι κληρικοί και οι περιουσίες της Εκκλησίας στα κατεκτημένα τουρκικά εδάφη θεωρούνταν δικαιωματική λεία για τους Τούρκους. Παρά τις πολύ ευνοϊκότερες όμως συνθήκες, που δημιουργήθηκαν μετά την κατάληψη της Κων/πολης από τον Μωάμεθ τον Πορθητή, αναφορικά με το Πατριαρχείο και τις εκκλησίες, πολλοί ήταν οι χρι­στιανοί των Βαλκανίων, που προσηλυτίστηκαν στον μωαμεθανισμό, τόσο πριν, όσο και μετά το 1453.

Ο Σπ. Βρυώνης αναφέρει, πως οι τελευταίες μεγάλες πολιτισμικές μεταλλαγές στη λεκάνη της Μεσογείου σημειώθηκαν ταυτόχρονα, στις δυτικές και τις ανατολικές εσχατιές –τις δύο παραμεθόριες δηλαδή περιοχές– μεταξύ χριστιανικού και μουσουλμανικού κόσμου.

Φαίνεται, πως και στις δύο περιπτώσεις διάφορα πολιτικο-στρατιωτικά γεγονότα έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτισμικής εξέλιξης, στην Ιβηρική και στη μικρασιατική χερσόνησο. Η ισπανική επανάκτηση (reconquista), όχι μόνο εξά­λειψε το μουσουλμανικό πολιτικό κράτος, από την Ιβηρική, αλλά επέφερε τον εκχριστιανισμό και τον εξισπανισμό του πληθυσμού.

Από την άλλη, η τουρκική κατάκτηση προκάλεσε τον εξισλαμισμό και τον εκτουρ­κισμό των μικρασιατικών πληθυσμών και την καταστροφή της Βυζαντινής Αυτοκρα­τορίας. Η εξάλειψη της Ελληνικής γλώσσας στη Μικρά Ασία και της Αραβικής στην Ισπανία, συνοδεύτηκε από την απόπειρα να αποδοθούν τα Ισπανικά με Αραβικούς χα­ρακτήρες και τα Τουρκικά με το Ελληνικό αλφάβητο (Καραμανλήδικα).

Πρόσφυγες από τις δύο περιοχές (δυτική και ανατολική μεσόγειο), έπαιξαν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη διαμάχη μεταξύ του μωαμεθανισμού και του χριστιανισμού στη Με­σόγειο τον 15ο και τον 16ο αιώνα, ενώ έγιναν και φορείς ανταλλαγής, πάμπολλων πολι­τιστικών και ειδικά μουσικών στοιχείων, όπως επί παραδείγματι τα σεφαραδίτικα τρα­γούδια των από την Ισπανία προερχομένων/εκδιωγμένων (1492) Εβραίων της Θεσ/νίκης.

Έτσι λοιπόν βλέπουμε Έλληνες που εγκατέλειψαν τον τόπο τους μετά τις τουρκικές εισβολές και εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία, ή άλλα μέρη της Δύσης, συχνά να πα­ροτρύνουν τους ηγεμόνες της Δύσης, να διοργανώσουν σταυροφορίες με σκοπό την καταστροφή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Από την άλλη πάλι βλέπουμε, Ισπανούς μουσουλμάνους και Εβραίους, γεμάτους πικρία για τα δεινά που πέρασαν στην Ισπανία, να μεταναστεύουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ειδικά στην Θεσ/νίκη, η δε παρουσία τους εκεί, να συμβάλλει, στην καλλιέργεια του αντιχριστιανικού χαρακτήρα που προσέλαβε τελικά η οθωμανική επέκταση στην κεντρική Ευρώπη.

Όπως προαναφέρθηκε, κατά το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα, μεγάλο μέρος της βυζαντινής κοινωνίας της Ανατολής, είχε ήδη ζήσει κάτω από τους Τούρκους επί δύο αιώνες, με αποτέλεσμα την ενσωμάτωση του ελληνοχριστιανικού στοιχείου στη νέα ισλαμική κοινωνίας της Ανατολής.

Επιπρόσθετα, πρέπει να σημειωθεί πως, σημαντική μερίδα του ελληνοχριστιανικού αυτού στοιχείου, είχε μεταβληθεί πολιτισμικά, παρόλο που η μεταβολή αυτή δεν είχε ακόμα, κατά τον 13ο αιώνα τουλάχιστον, αποφασιστική σημασία. Δεν πρέπει επί­σης να ξεχνούμε ότι οι περισσότερες παραθαλάσσιες περιοχές της δυτικής και βόρειας Μ. Ασίας, βρίσκονταν ακόμα κατά μεγάλο μέρος στα χέρια των Χριστιανών, πράγμα που βοήθησε την υποστήριξη και την ενδυνάμωση του χριστιανικού στοιχείου στις πε­ριοχές αυτές.

Εν τούτοις, μεγάλο γεωγραφικό μέρος της Μικράς Ασίας βρισκόταν, είτε υπό τον άμεσο έλεγχο του Ικονίου των Σελτζούκων, ήδη επί δύο σχεδόν αιώνες, είτε υπό τουρ­κικό έλεγχο, ενώ μεγάλο μέρος της χριστιανικής κοινωνίας είχε υποστεί τις θύελλες του πολέμου, των εισβολών και της πολιτικής υποταγής.

Η σημαντική αυτή αναταραχή διευκόλυνε πολύ τη διαδικασία της πολιτισμικής με­ταβολής. Η μουσουλμανική θρησκεία είχε το αναντίρρητο πλεονέκτημα να είναι η θρη­σκεία των κατακτητών, ενώ ο χριστιανισμός έγινε η θρησκεία των ηττημένων. Οι πα­ραδοσιακοί ισλαμικοί διοικητικοί, θρησκευτικοί, οικονομικοί θεσμοί και οργανισμοί, ήταν επίσημα αποδεκτοί και ενισχύονταν οικονομικά, και καθώς η διοίκηση των Σελτζούκων, τα ισλαμικά τζαμιά, οι μεντρεσέδες, τα ζαβίγια και τα χάνια εξαπλώθηκαν σε όλα τα εδάφη των Σελτζούκων, επηρέασαν και άρχισαν να διαμορφώνουν βαθμιαία την κοινωνία της Ανατολής σύμφωνα με τα ισλαμικά πρότυπα. Ο πλούτος που πήραν οι κατακτητές από τους ηττημένους χριστιανούς λειτούργησε σαν βάση, ενίσχυση και τροφή στην ανάπτυξη όλων αυτών των θεσμών.

Οι χριστιανοί, απορροφήθηκαν στην ισλαμική κοινωνία με τον παραδοσιακό τρόπο. Έπρεπε, να πληρώνουν φόρο για τα προϊόντα της γης τους, ή για τα κέρδη του μα­γαζιού τους, και έπρεπε επίσης να πληρώνουν τον τζίζιε, ή κεφαλικό φόρο.

Επιπλέον, πρέπει ν’ αναφερθεί ότι, οι χριστιανοί αποτελούσαν την πλειοψηφία του αγροτικού πληθυσμού στα εδάφη των Σελτζούκων κατά τον 12ο και τον 13ο αιώνα. Η τακτική της επανεποίκησης των τουρκικών εδαφών με χριστιανούς αγρότες ήταν ιδιαί­τερα σημαντική τον 12ο αιώνα. Τον 13ο αιώνα οι έγγειες περιουσίες των χριστιανών μεγαλογαιοκτημόνων, αλλά και των απλών αγροτών, αναφέρονται στα βακουφικά έγ­γραφα, όπου καθορίζονται τα όρια των έγγειων ιδιοκτησιών. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τα έγγραφα αυτά συχνά αναφέρουν τα αμπέλια των χριστιανών και αυ­τό γιατί πράγματι, τα κρασιά της Καππαδοκίας και της Κιλικίας ήταν πολύ γνωστά κατά τη δεύτερη πεντηκονταετία  του 13ου αιώνα, και το ίδιο φαίνεται να ίσχυε για τα κρα­σιά των χριστιανικών χωριών της περιοχής του Μπεησεχίρ τον 15ο αιώνα.

Πολλοί Έλληνες χρησιμοποιούνταν ως οικιακοί δούλοι και υπάρχουν ενδείξεις ότι χρησιμοποιούνταν επίσης για να εκτελούν διάφορες εργασίες για λογαριασμό των κυρίων τους.

Η εξέλιξη της αφομοίωσης εκφραζόταν όμως συμβολικά στα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα, με τις επιγαμίες μελών της ελληνοχριστιανικής αριστοκρατίας, με μέλη της βασιλικής οικογένειας των Σελτζούκων. Ο Κιλίτζ Β’ Αρσλάν μάλιστα, παντρεύτη­κε μία χριστιανή, την μετέπειτα μητέρα του σουλτάνου, Γκιγιάτ αλ Ντιν Α’ Καϊχουσράου. Ο σουλτάνος αυτός παντρεύτηκε επίσης Ελληνίδα, μέλος της αριστοκρατικής οικογένειας των Μαυροζώμηδων, ενώ ο Αλά αλ-Ντιν Α’ Καϊκουμπάντ πήρε στο χαρέ­μι του, την κόρη του χριστιανού κυβερνήτη του Καλονόρους-Αλάγια, κυρ Φαρίντ. Το χριστιανικό στοιχείο στην οικογένεια των σουλτάνων αυξήθηκε κατά τα μέσα του 13ου αιώνα, όταν δύο τουλάχιστον από τους γιους του Γκιγιάτ αλ-Ντιν Β’ Καϊχουσράου είχαν Χριστιανές μητέρες. Η μητέρα του Ιζ αλ-Ντιν, ήταν Ελληνίδα και η μητέρα του Αλά αλ-Ντιν Καϊκουμπάντ, ήταν Γεωργιανή. Όσο για τον αδελφό τους, τον Ρουκν αλ-Ντιν Κιλίτζ Αρσλάν Δ’, παρόλο που η μητέρα του ήταν, όπως φαίνεται, Τουρ­κάλα, ο ίδιος παντρεύτηκε χριστιανή.

Οι γνώσεις μας σχετικά με τους μικτούς γάμους μεταξύ Σελτζούκων σουλτάνων και χριστιανών γυναικών είναι ελλιπείς, αλλά είναι βέβαιο ότι αυτό το έκαναν ήδη, οι Οθωμανοί σουλτάνοι, οι εγκατεστημένοι στη Βιθυνία, καθώς και μέλη της δυναστείας των Καραμανίδων και των Ντουλγαντιρογουλλαρί, καθώς και των Τούρκων πριγκί­πων που είχαν στενές σχέσεις με το Ελληνικό κράτος της Τραπεζούντας. Υπάρχουν σκόρπιες αναφορές για μικτούς γάμους μεταξύ μελών της μουσουλμανικής και της χριστιανικής αριστοκρατίας. Ο Τατζ αλ-Ντιν Χουσεΐν, γιος του Σαχίμπ Φαχρ αλ-Ντιν Αλί, παντρεύτηκε την κόρη του Κιρχάνη (Κυργιάννη;) του Έλληνα θείου του Ιζ αλ- Ντιν Καϊκάους Β’. Ο ανιψιός του αυτοκράτορα Ιωάννη Β’ Κομνηνού, ο Ιωάννης Κο­μνηνός, παντρεύτηκε την κόρη του σουλτάνου και έγινε μουσουλμάνος. Τον 13ο αιώ­να ο γιος του Περβανέ παντρεύτηκε μία νόθα κόρη του βασιλιά της Αρμενίας Χετούμ. Υπολογίζουμε ότι οι μικτοί γάμοι μεταξύ μελών της αριστοκρατίας ήταν κοινότερο φαινόμενο από ό,τι αποκαλύπτουν οι πηγές.

Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε, ότι μικτοί γάμοι, γίνονταν σε αρκετά μεγάλη κλίμακα, ήδη από τις αρχές της τουρκικής κατοχής της Ανατολής και για αρκετούς αιώνες κατόπιν. Η Άννα Κομνηνή αναφέρεται στα παιδιά τέτοιων γάμων με το επίθετο “μιξοβάρβαροι“, ενώ τον 12ο αιώνα, ο Βαλσαμών, αναφέρεται στα περίεργα έθιμά τους. Όταν ο Έλληνας ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς, πέρασε από τη Βιθυνία, πη­γαίνοντας στη Νίκαια, κατά τα μέσα του 14ου αιώνα –μία γενιά δηλαδή μετά την κα­τάκτηση της Νίκαιας– παρατήρησε ότι τον πληθυσμό αποτελούσαν Έλληνες, μιξοβάρ­βαροι ( Ελληνότουρκοι ή τουρκόπουλοι όπως π.χ ο Κουτλουμούς που τον ΙΑ αι. ίδρυσε τη μονή Κουτλουμουσίου αγ. Όρους ) , και Τούρκοι. Έτσι, οι μικτοί γάμοι μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών, σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στη συγχώνευση και την απορρόφηση του ελληνοχριστιανικού στοιχείου από τη μουσουλ­μανική κοινωνία, η οποία όμως γενεολογικά, άρχισε σιγά σιγά, να χάνει τα σκληρά μογγολικά χαρακτηρηστικά της.

Όταν οι Σελτζούκοι κατέλαβαν την Ανατολή, πήραν ουσιαστικά τα εδάφη όπου κατοικούσε και είχε την κύρια βάση της η βυζαντινή (Ελληνική και Αρμενική) αριστοκρατία των μεγαλογαιοκτημόνων. Σημαντικότατη, σε σχέση με τη μοίρα της βυζαντι­νής κοινωνίας, ήταν η αντιμετώπιση της νέας κατάστασης από τη μεγαλογαιοκτημονική αυτή αριστοκρατία. Αναμφίβολα πολλοί εκπρόσωποι της τάξης αυτής έφυγαν και εγκαταστάθηκαν στη δυτική Μικρά Ασία, ή στις ευρωπαϊκές επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η παρουσία όμως μελών των αριστοκρατικών οικογενειών της Ανα­τολής στην υπηρεσία των Τούρκων κατά τους αιώνες της εξουσίας των Σελτζούκων και των Οθωμανών φανερώνει ότι, σημαντικό μέρος της Ελληνικής αριστοκρατίας συμβιβάστηκε λόγω αμοιβαίων συμφερόντων με τους Τούρκους ( κάτι που διαχρονικά επαναλαμβάνει η ελληνική αριστοκρατία ).

Οι κοσμικοί άρχοντες της ελληνοχριστιανικής κοινωνίας, ή έφυγαν από τη μουσουλμανική Ανατολή, ή συμβιβάστηκαν με τους κατακτητές, δίνοντας έτσι παράδειγ­μα προς μίμηση σε όλες τις τάξεις της βυζαντινής κοινωνίας. Από τους αριστοκράτες που έμειναν στη μουσουλμανική Ανατολή, πολλοί παρέμειναν χριστιανοί για αρκετό καιρό, ενώ άλλοι γρήγορα εξισλαμίστηκαν. Οι χριστιανοί αυτοί κατέλαβαν θέσεις στις υπηρεσίες των μουσουλμάνων με διάφορους τρόπους.

Άλλοι πάλι, εγκατέλειψαν τις πόλεις, ή τα φρούρια που είχαν αναλάβει να υπερασπιστούν και σε ανταλλαγή αυτής της πράξης, πήραν εκτάσεις γης και θέσεις από τους Τούρκους. Ο κυβερνήτης του Καλονόρους-Αλάγια, ο Κυρ Φαρίντ, παρέδωσε την πόλη στον σουλτάνο Αλά αλ-Ντιν Καϊκουμπάντ Α’, ο οποίος σε ανταμοιβή του έδωσε το εμιράτο του Ακσεχίρ μαζί με την κατοχή αρκετών χωριών.

Ένας Έλληνας κυβερνήτης των περιοχών του Πόντου, ο Κασσιανός, παρέδωσε κι αυτός τα φρούριά του στους Δανισμένδες, με αντάλλαγμα μια θέση στην επικράτειά τους. Πιο συχνά αναφέρονται από σύγχρονους ιστορικούς περιπτώσεις Ελλήνων, που έφυγαν για να γλιτώσουν από την οργή των διαφόρων αυτοκρατόρων, ή απλά στασίασαν κατ’ αυτών και έτσι ζήτησαν –και βρήκαν τελικά– καταφύγιο, σε Τούρκους σουλ­τάνους ή πρίγκιπες.

Ορισμένοι απ’ αυτούς παρέμειναν στην υπηρεσία των Τούρκων προσωρινά μόνο, ενώ άλλοι, όπως ο Ιωάννης Κομνηνός, ή η οικογένεια των Γαβράδων, εγκαταστάθηκαν μόνιμα στα εδάφη των Σελτζούκων. Ο πρώτος, όπως αναφέραμε πιο πάνω, αυτο­μόλησε στους Τούρκους λόγω της προστριβής του με τον θείο του, αυτοκράτορα Ιωάν­νη Β’ Κομνηνό. Έγινε μουσουλμάνος και παντρεύτηκε την κόρη του σουλτάνου. Με­γαλύτερο ενδιαφέρον, παρουσιάζει η ιστορία της οικογένειας των Γαβράδων, μέλη της οποίας ήταν στενά συνδεδεμένα με την υπεράσπιση της Τραπεζούντας και των περι­χώρων της, εναντίον των Τούρκων εισβολέων τον 11ο αιώνα. Ένας Γαβράς μάλιστα μαρτύρησε για την πίστη του. Όταν όμως η οικογένεια έγινε η ισχυρότερη στην Τραπε­ζούντα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου Α’, ο αυτοκράτορας δεν της είχε πια εμπιστοσύνη. Γι’ αυτό, δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει το γεγονός ότι τελικά, μέλη της οικογένειας υπηρετούσαν στους Σελτζούκους τον 12ο αιώνα. Ο Κίνναμος μάλι­στα γράφει ότι, κατά τη διάρκεια μιας από τις πρώτες εκστρατείες του Μανουήλ Κο­μνηνού κατά των Τούρκων, σκοτώθηκε κάποιος Γαβράς, που είχε μεγάλη θέση στο στρατό του σουλτάνου. Ήταν Έλληνας αλλά είχε μεγαλώσει με τους Τούρκους που τον είχαν κάνει εμίρη. Η οικογένεια εξακολούθησε να είναι σημαντική μέχρι τα τέλη της βασιλείας του Κιλίτζ Β’ Αρσλάν. Μέλος της στην αυλή του σουλτάνου πρότεινε τους όρους της συμφωνίας ειρήνης με τον Μανουήλ Κομνηνό μετά τη μάχη στο Μυριοκέφαλο το 1176. Ο Γαβράς αυτός ήταν πιθανόν ο αμίρ-ι-χατζίμπ του σουλτάνου, ο Ιχτιγιάρ αλ-ντιν Χασάν ιμπν Γαβράς. Λόγω του εμφύλιου πολέμου που ο Γαβράς προ­κάλεσε μεταξύ του Κιλίτζ Αρσλάν και του γιου του σουλτάνου που κυβερνούσε τη Σε­βάστεια, ο σουλτάνος τον έδιωξε από την υπηρεσίας του. Ο Γαβράς συγκέντρωσε τους γιους, τους συγγενείς, τους υπηρέτες του και 200 έφιππους στρατιώτες και αποσύρθη­κε στην πεδιάδα του Κανγιούκχ. Ο γιος του σουλτάνου έστειλε του Τουρκομάνους να τους επιτεθούν, και έτσι σκοτώθηκαν ο Γαβράς και οι γιοι του. Ο Βαρεβραίος, κατέ­γραψε ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες του επεισοδίου:

Και κατακρεούργησαν τα άκρα του, και τον κάρφωσαν στις μύτες των κοντα­ριών, και τον περιέφεραν στη Σεβάστεια την ημέρα της εορτής του Σταυρού“.

Λόγω των διαφόρων αυτών συγκυριών, αρκετοί Έλληνες χριστιανοί και Έλληνες αποστάτες, τάχτηκαν πλάι-πλάι με τους Τούρκους, τους Άραβες και τους Πέρσες, στην αυλή των Τούρκων, στη διοίκηση και τον στρατό. Είναι πολύ δύσκολο να υπολο­γίσουμε τον ρόλο που έπαιξαν και την επιρροή που είχαν, επειδή οι πληροφορίες που μας δίνουν οι πηγές κάθε άλλο παρά αρκετές είναι. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι η ομάδα αυτή των Ελληνοχριστιανών και αποστατών έπαιξε σημαντικό ρόλο στη γεφύ­ρωση του χάσματος μεταξύ των κατακτητών και των ηττημένων, μπορεί μάλιστα να έπαιξε και κάποιο ρόλο στην εξοικείωση των κατακτητών με τα ήθη και τα έθιμα της κοινωνίας της Ανατολής.

Είναι, και πάλι, δύσκολο να καταλήξουμε σε λεπτομερή συμπεράσματα, όχι μόνο επειδή τέτοια είναι η φύση των πηγών αλλά και επειδή με το πέρασμα του καιρού τα χαρακτηριστικά της ισλαμικής κοινωνίας που επικράτησε στη κοινωνία της Ανατολής επικάλυψαν ό,τι άλλο σχετικό μπορεί να προϋπήρχε.

Στον κυβερνητικό και τον στρατιωτικό τομέα, οι χριστιανοί απορροφήθηκαν αμέ­σως –αν και σε μικρότερη κλίμακα– με τον θεσμό αρχικά του γκιουλάμ των Σελτζούκων και κατόπιν του παιδομαζώματος (devsirme) των οθωμανών, που είχε σαν συνέ­πεια, την πρόσληψη προσήλυτων δούλων στον στρατό, τη γραφειοκρατία και την Αυ­λή των διαφόρων μουσουλμανικών κρατών της Ανατολής. Η εφαρμογή του γκιουλάμ- devsirme από τους Σελτζούκους και τους οθωμανούς καθιερώθηκε επειδή κληρονόμη­σαν τις παραδοσιακές μουσουλμανικές μορφές διακυβέρνησης, αλλά και επειδή έβρι­σκαν πληθώρα διαθέσιμων χριστιανών νέων στην Ανατολή, είτε στα δικά τους εδάφη, είτε στις γειτονικές περιοχές των Ελλήνων και των Αρμενίων.

Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι, η λογική της εκπαιδεύσεως των νέων, των κατεκτημένων λαών, προκειμένου να ενταχθούν στον στρατό και την γραφειοκρατία της αυτοκρατορίας, δεν ήταν άγνωστος, ούτε στους βυζαντινούς, οι οποίοι είχαν τόσο τους Νεοτέρους, όσο και τους εκχριστιανισμένους Τούρκους, τους γνωστούς Τουρκόπουλους, αλλά ούτε και παλαιότερα στους Ρωμαίους, με τους Juniors.

Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Τούρκοι στρατολογούσαν αγόρια και νέους από τους χριστιανούς της Ανατολής καθ’ όλο το διάστημα, από τον 11ο έως και τον 17ο αιώνα. Κατά τα τέλη του 11ου αιώνα, οι Τούρκοι άρπαζαν τ’ αγόρια από τις ελληνικές πόλεις, μεταξύ του Δορυλαίου κα του Ικονίου, και την ίδια εποχή ο εμίρης των Σαμοσάτων, ο Μπαλντούχ πήρε επίσης τα παιδιά των χριστιανών κατοίκων της πόλης. Μετά την κατάκτηση της Αντιόχειας (το 1085), οι Τούρκοι, είχαν ελλείψεις στο στρατό τους και γι’ αυτό χρησιμοποίησαν Αρμένιους και Έλληνες νέους που τους ανάγκασαν να εξισλαμιστούν. Από τον 13ο αιώνα εφαρμόζονταν οι παραδοσιακές μέθοδοι στρατο­λόγησης, που εμφανίζονται πια με μεγαλύτερη σαφήνεια στις σύγχρονες μαρτυρίες. Η κύρια πηγή νέων φαίνεται να ήταν η “εμπόλεμος περιοχή“, επειδή οι Σελτζούκοι έκα­ναν σε μεγάλη έκταση πόλεμο και επιδρομές κατά των Ελλήνων της Τραπεζούντας και της Νίκαιας, κατά των Αρμενίων της Κιλικίας, κατά των Γεωργιανών του Καυκάσου και κατά των κατοίκων της Κριμαίας. Κατά τις επιδρομές και τις εκστρατείες αυτές, οι σουλτάνοι ασκούσαν το δικαίωμά τους επί του ενός πέμπτου των λαφύρων, σύμ­φωνα με τον νόμο του γκανιμάτ.

Τα γκουλάμ σχηματίζονταν από νέους που τους έπαιρναν ως δώρο, η που πιθανόν τους αγόραζαν, η με εκούσια αποστασία νέων, η ομήρων που έπαιραν οι Τούρκοι από τους εχθρούς. Τέτοιο παράδειγμα έχουμε κατά τη βασιλεία του Αλά αλ-Ντιν Α’ Καϊκουμπάντ όταν, μετά την κατάληψη της Σουδαίας στην Κριμαία, οι Τούρκοι πή­ραν ομήρους τους γιους των αρχόντων. Τον 14ο αιώνα οι Τουρκομάνοι, στις επιδρο­μές τους σε βυζαντινά εδάφη της δυτικής Μικράς Ασίας, άρπαζαν τα παιδιά των Ελλήνων χριστιανών, ενώ στην ανατολική Μικρά Ασία, η Σεβάστεια (Σίβας) είχε ση­μαντικό σκλαβοπάζαρο όπου πουλούσαν νέους. Αίτηση του 1456, που απεύθυναν οι Έλληνες της δυτικής Μικράς Ασίας στους Ιππότες της Ρόδου, φανερώνει ότι οι Τούρ­κοι εξακολουθούσαν να αρπάζουν τα παιδιά των χριστιανών:

“… Εμείς, οι φτωχοί δούλοι σας… που κατοικούμε στην Τουρκία… πληροφο­ρούμε την αφεντιά σας ότι ο Τούρκοι μας ενοχλούν πάρα πολύ και ότι αρπά­ζουν τα παιδιά μας και τα κάνουν μουσουλμάνους… Γι’ αυτό, σας ικετεύουμε να συμβουλέψετε τον αγιότατο Πάπα να στείλει τα πλοία του να μας πάρουν μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά μας μακριά από εδώ, γιατί υποφέρουμε πά­ρα πολύ από τους Τούρκους. [Κάντε το] για να μη χάσουμε τα παιδιά μας, και επιτρέψετέ μας να έρθουμε στα δικά σας εδάφη, να ζήσουμε και να πεθάνουμε εκεί ως υπήκοοί σας. Αλλά αν μας αφήσετε εδώ, θα χάσουμε τα παιδιά μας και εσείς θα πρέπει να δώσετε λόγο στον Θεό γι’ αυτό.”.

Μετά την κατάκτηση της Τραπεζούντας από τον Μωάμεθ B’ το 1461, οι Τούρκοι πήραν αρκετούς Έλληνες νέους για το σώμα των Γενιτσάρων, αλλά και για υπηρεσίες στο παλάτι, ενώ κατά την ίδια εποχή πήραν αγόρια από τη Νέα Φώκαια στη δυτική Μικρά Ασία. Κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα το οθωμανικό παιδομάζωμα φαίνεται ότι εφαρμοζόταν εκτεταμένα στην Ανατολή, και ο κατάλογος των περιοχών από τις οποίες οι Τούρκοι έπαιρναν παιδιά είναι εντυπωσιακός, αφού περιελάμβανε, την Τραπεζούντα, το Μαράς, την Προύσα, τη Λεύκη, τη Νίκαια (Ιζνίκ), το Καΐσερι (Καισάρεια), το Τοκάτ (Ευδοκιάδα), το Μιχαλίτς, το Εγριντίρ, το Γκεμλίκ, το Κοτζαϊλί, το Μπολού, την Κασταμώνα, τα Ευχάιτα (Τσόρουμ), την Σαμψούντα, τη Σινώπη, την Αμάσεια, τη Μελιτηνή (Μαλάτια) το Καραχισάρ, το Αραπκίρ, το Ντζεμισκεζέκ, το Ντζίζρι, τη Σεβάστεια (Σίβας), τη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ), την Άμιδα (Ντιγιαρ- μπακίρ), το Κεμάχ, το Μπαϊμπουρτ, τη Νίγδη, το Μπεησεχίρ, το Καραμάν, το Ζουλ- καντριγιέ, το Μπιλετζίκ, το Μπατούμ, το Σις, την Κιουτάχεια, το Μανιάς και βεβαίως την Βαλκανική, επειδή δε εξαιρούσαν τα παιδιά των εξισλαμισθέντων Βοσνίων, οι Βόσνιοι διαμαρτυρήθηκαν, ζητώντας να παίρνουν και τα παιδιά τους, προκειμένου αυτά να τύχουν κάποιας καλύτερης τύχης, μέσα από τις τάξεις των αξιωματικών του στρατού των γενιτσάρων.

Οι νέοι αυτοί απομακρύνονταν από το γνώριμο τους πολιτισμικό και οικογενειακό περιβάλλον, προσηλυτίζονταν στον μουσουλμανισμό, συχνά μορφώνονταν σε ειδι­κά σχολεία, και κατόπιν εγγράφονταν σε ειδικές στρατιωτικές μονάδες, η έπαιρναν θέσεις στην Αυλή, ή τη γραφειοκρατία. Υπάρχουν όμως και πολλά παραδείγματα νέ­ων, που διατηρούσαν έντονες μνήμες και σχέσεις με το παρελθόν τους, συχνά δε έπαιρναν και τους γονείς τους μαζί, προκειμένου να τους αποκαταστήσουν σε καλύ­τερα σπίτια κ.λπ.

Το σύστημα αυτό, των σκλάβων-διοικητικών λειτουργών και σκλάβων-στρατιωτών, φαίνεται ότι εξακολούθησε να εφαρμόζεται αδιάσπαστα στην Ανατολή από την πρώτη εμφάνιση των Τούρκων μέχρι την Οθωμανική εποχή. Είναι δύσκολο να υπολο­γίσουμε πόσοι χριστιανοί αποτέλεσαν μέρος του συστήματος και έγιναν έτσι μου­σουλμάνοι. Οπωσδήποτε ο αριθμός ήταν μικρός, αν εξετάσουμε την κάθε εποχή ξεχω­ριστά, όμως το σύστημα στο σύνολο του, πρέπει να επηρέασε κάπως τους χριστιανούς στο θέμα του προσηλυτισμού τους κατά το διάστημα των αιώνων.

Για περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με τους γενίτσαρους και τους χριστιανούς ιππείς/ σπαχήδες των οθωμανών βλ. εδώ:  http://www.kalavrytanews.com/2012/09/blog-post_7082.html

Σε σύγχρονη πηγή εποχής, διαβάζουμε ότι, μετά την πτώση του Χλιάτ (περίπου το 1231), στρατιωτικό σώμα που το αποτελούσαν 1.000 βασιλικοί γκουλάμ, έμεινε στην πόλη για να επιβλέπει την κατάσταση εκεί, ενώ αλλού βρίσκουμε αναφορά για 500 σερχένκ. Οι Τούρκοι πήραν 800 νέους Έλληνες από την Τραπεζούντα μετά την πτώση της, και άλ­λους 100 από τη Νέα Φώκαια. Από τους πιο διάσημους ελληνικής καταγωγής γκουλάμ του 13ου αιώνα, ήταν ο Τζαλάλ αλ-Ντιν Καρατάι ιμπν Αμπντουλάχ, ο Αμίν αλ-Ντιν Μικαήλ, και ο Σαμς αλ-Ντιν Χας Ογούζ. Ο Καρατάι εμφανίζεται ως σημαντικό πρόσω­πο στις σελίδες του Ιμπν Μπίμπι, του Καρίμ αλ-Ντιν Μαχμούντ και του Εφλακί, που διηγούνται ότι παρά την Ελληνική καταγωγή του, ήταν προικισμένος με ασυνήθιστα χα­ρίσματα. Σε διάφορες εποχές, κατά τη βασιλεία του Αλά αλ-Ντιν Α’ Καϊκουμπάντ και των διαδόχων του, κατείχε τις σημαντικές θέσεις του ναίμπ, του αμιρί νταβέτ, του αμιρί ταστχανέ και του χιζνενταρί χας. Ήταν δηλαδή, ένας από τους τέσσερεις στύλους του κράτους και έπαιζε έτσι σημαντικό ρόλο, στη λήψη αποφάσεων σχετικά με θέματα δια­δοχής στο σουλτανάτο και του διορισμού βεζύρηδων και άλλων αξιωματούχων.

Ο τίτλος του (ατάμπεης) φανερώνει ότι ήταν δάσκαλος των πριγκίπων, και ορισμένες σκόρπιες πληροφορίες αποκαλύπτουν τη στενή σχέση του με τους σουλτάνους. Ήταν πολύ θρήσκος (ο περίφημος σείχης Σουχραβάρντι τον μύησε για να γίνει μουρίντ (δερβίσης), και στενά συνδεδεμένος με τον κύκλο του Τζαλάλ αλ-ντιν Ρουμί. Ζού­σε ασκητικά (λέγεται ότι δεν έτρωγε κρέας και ότι απείχε απ’ τις χαρές του γάμου), ήταν γενναιόδωρος, ευεργέτης μουσουλμανικών ιδρυμάτων και κτισμάτων και επιχο­ρήγησε το χτίσιμο του περίφημου μεντρεσέ στο Ικόνιο και του καραβανσαράι 50 χι­λιόμετρα ανατολικά της Καισάρειας (Κάισερι).

Άλλος σημαντικός αξιωματούχος προέλευσης γκουλάμ ήταν ο Αμίν αλ-Ντιν Μι- καήλ, που υπηρέτησε ως ναίμπ αλ χάντρα του σουλτάνου Ρουκν αλ-Ντιν κατά τη δεύ­τερη πεντηκονταετία του 13ου αιώνα. Οι λίγες πληροφορίες των σύγχρονων πηγών, είναι εν τούτοις αρκετές, για να φανερώσουν ότι έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην οικονο­μική διοίκηση των Σελτζούκων. Ήταν μουσουλμάνος, Ελληνικής καταγωγής, δούλος του Σαντ αλ-Ντιν Αμπού Μπακρ αλ-Αρνταμπίλι. Ο Αμίν αλ-Ντιν ευθύνεται για την με­ταρρύθμιση στον οικονομικό μηχανισμό του σελτζουκικού κράτους στην Ανατολή, ήταν δε γενικά γνωστός για την πολυμάθειά του. Σκοτώθηκε όταν ως ναίμπ, υπερασπί­στηκε το Ικόνιο εναντίον του Τζιμρί και των Τουρκομάνων Καραμανίδων του 1278.

Από το σύστημα των γκουλάμ αναδείχθηκε επίσης τον 13ο αιώνα ο Σαμς αλ-Ντιν Χας Ογούζ. Ο Ιμπν Μπίμπι γράφει ότι, ήταν δούλος Ελληνικής καταγωγής, ότι είχε λαμπρό λογοτεχνικό ύφος, και ότι τα καλλιγραφήματά του έλαμπαν σαν περιδέραιο με πολύτιμους λίθους.

Ως αποτέλεσμα του γκουλάμ και του devsirme, οι νέοι αυτοί είχαν εντελώς προσαρμοσθεί στη ζωή της Ανατολής, πράγμα που φανερώνεται και από την τεράστια προσφορά τους στη στρατιωτική, διοικητική, θρησκευτική και πολιτισμική ζωή της. Παρόλο που δεν είχαν μουσουλμανική προέλευση, –αν αφαιρέσουμε τους Βόσνιους-, είχαν εντούτοις πλήρως αφομοιωθεί, και στο διάστημα πολλών αιώνων συνέβαλαν στην ποσοτική και ποιοτική ενίσχυση των μουσουλμάνων εις βάρος των χριστιανών, παρότι οι πηγές αναφέρουν ότι είχαν συνείδηση της καταγωγής και της προελεύσεώς τους, αυτοαποκαλούντο με τα χριστιανικά τους ονόματα, συχνά δε έπαιρναν μαζί και τους γονείς τους, προκειμένου να τους εγκαταστήσουν σε αρχοντικά σπίτια στις μεγά­λες πόλεις που υπηρετούσαν.

Εκτός από τους γκουλάμ και τους γενιτσάρους, πρέπει να πούμε, ότι αρκετοί Έλληνες εμφανίζονται με τον τίτλο του Εμίρη, όπως προείπαμε μάλιστα, κάποιος Γαβράς, είχε τον τίτλο αυτό στις αρχές του 12ου αιώνα, όπως και ο Μαυροζώμης που αργότερα πήρε την ύψιστη θέση στο βασίλειο τον 13ο αιώνα. Ο γιος του Μαυροζώμη είχε επίσης κάποια θέση (άγνωστο ακριβώς ποια) στην Αυλή των Σελτζούκων. Ένας εμίρης, με το όνομα Κωνσταντίνος, στο Ισκιλίμπ, και ένας άλλος, με το όνομα Ασάντ αλ-Ντάουλα Κωνσταντίνος, στην Καισάρεια (Καΐσερι), αναφέρονται στα βακούφια του 13ου αιώνα.

Το έγγραφο σχετικά με τα θρησκευτικά ιδρύματα του Σαμς αλ-Ντιν Αλτούν Αμπά καταγράφει τα ονόματα Ελλήνων αριστοκρατών που είχαν κτηματική περιουσία στην περιοχή του Ικονίου. Ενδιαφέρον είναι ότι δύο απ’ αυτούς είχαν βυζαντινούς τίτλους. Ο γιος του Μαύρου, πατρίκιος Μιχαήλ, και ο γιος του πατρίκιου Ιωάννη.

Ένας εμίρης επίσης, ονόματι Τορνίκ του Τοκάτ, που μπορεί να ήταν μέλος της βυ­ζαντινής οικογένειας των Τορνίκηδων, αναφέρεται τον 13ο αιώνα. Ο Κυρ Φαρίντ διοι­κούσε το εμιράτο του Ακσεχίρ. Στην ίδια Αυλή ο Ιχτιγιάρ αλ-Ντιν Χασάν ιμπν Γαβράς ήταν αμίρ-ι-χατζίμπ κατά τη βασιλεία του Κιλίτζ Β’ Αρσλάν, όπως προείδαμε.

Τον επόμενο αιώνα ο Κυρ Κεντίντ, Έλληνας θείος του Ιζ αλ-Ντιν B’ Καϊκάους, ήταν σαραμπσαλάρ, και παρόλο που ο άλλος θείος του έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο στην Αυλή, δεν έχουμε ενδείξεις σχετικά με την επίσημη θέση του. Φαί­νεται ότι υπήρχε ελληνική Υπηρεσία στην Αυλή του σουλτάνου, όπως βέβαια θα περίμενε κα­νείς, εφόσον ήταν σημαντικές οι εξωτερικές και εσωτερικές σχέσεις με τους ελληνόφωνους. Οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας αυτής, γνωστοί με τον βυζαντινό τίτλο νοταράν, ήταν υπεύθυνοι για τη σύνταξη των όρων της συνθήκης μεταξύ του σουλτάνου και του ηγέτη της Τραπεζούντας όταν κατακτήθηκε η Σινώπη το 1214.

H ελληνική αυτή Υπηρεσία, ή τουλάχιστον οι Έλληνες νοτάριοι, διατηρήθηκαν όχι μόνο κατά τη διάρκεια της διοίκησης των Σελτζούκων, αλ­λά και σε ορισμένα από τα εμιράτα που διαδέ­χθηκαν το κράτος των Σελτζούκων. Τα λιγοστά έγγραφα που έχουν διασωθεί από την ελληνική αυτή Υπηρεσία των Σελτζούκων αναφέρονται κυρίως στον καθορισμό των εμπορικών σχέσε­ων μεταξύ Κύπρου και Ανατολής. Κατά καιρούς εμφανίζονται επίσης Έλληνες και ως πρέσβεις των σουλτάνων. Στις εμπορικές συναλλαγές με την Κύπρο, ως Σελτζούκος πρέσβης, εμφανίζεται κάποιος κυρ Αλέξιος, ενώ πριν την περίφημη επίσκεψή του στην Κωνσαντινούπολη τον 12ο αιώνα, ο Κιλίτζ Αρσλάν, έστει­λε τον χριστιανό καγκελάριο του, Χριστόφορο, να προετοιμάσει το έδαφος.

Επίσης, στις πηγές νημονεύεται κι ένας Έλληνας, φορολογικός υπάλληλος και δικηγόρος, στη Μελιτηνή του 1190, ο λεγόμενος Παπα-Μιχαήλ, ο οποίος ήταν υπεύθυ­νος για την είσπραξη των φόρων, καθώς και δύο Έλληνες μουσικοί από την Ρόδο, στην Αυλή του σουλτάνου ( Γ. Παχυμέρης 1242- 1310 ) .

Ο Βυζαντινός ιστορικογράφος Γ. Παχυμέρης.

 

Επ’ ευκαιρία της παραπάνω αναφοράς, στους Ροδίτες μουσικούς, πρέπει ν’ αναφέρουμε πως η μουσική ετιμάτο ιδιαιτέρως, ήδη από την αρχαιότητα στην Μ. Ασία, ως θύρα πνευματικής έμπνευσης, όπως εξάλλου και ο χορός, ως πηγή έκστασης και θεϊκής κατάληψης. Ο Όλυμπος της Μυσίας υπήρξε ο πατέρας της λυδικής αρμονίας και ο Μαρσύας του φρυγικού τρόπου και των δίδυμων αυλών. Οι Καππαδόκες χειρι­ζόντουσαν την έγχορδη “Νάβλα“, εκεί που πολύ αργότερα ήχησε ο αυλός των Μεβλεβί δερβίσηδων (το νέυ η νάυ). Οι Μεσσαλιανοί, οι οποίοι εξαπλώθηκαν στην Ανατολία, καθ’ όλον τον Μεσαίωνα, ονομαζόντουσαν και Χορευτές, επειδή ασκούνταν σ’ ένα εί­δος τελετουργικού χορού πυθαγορικής λογικής, όπως έκαναν και οι “Περιστρεφόμε­νοι Μεβλεβί Δερβίσηδες“.

Βυζαντινοί εμφανίζονται επίσης ως αξιωματικοί στον στρατό του σουλτάνου, ενώ ο εμίρης Μαυροζώμης, έπαιξε σημαντικό ρόλο στις εκστρατείες κατά της αρμενικής Κιλικίας, στις αρχές του 13ου αιώνα. Ο Ιμπν Μπίμπι επίσης, αναφέρεται σε πέντε αδελφούς από την Αυτοκρατορία της Νίκαιας, τους Αουλάντ-ι-Φερνταχλί, σε μία από τις εκστρατείες του σουλτάνου στη Συρία.

Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, υπηρέτησε ως κοντόσταυλος, υπεύθυνος για τα χριστια­νικά στρατεύματα του σουλτάνου, μετά τη φυγή του από το βασίλειο των Λασκάρεων. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι οι Σελτζούκοι ηγεμόνες συχνά χρησιμοποιούσαν χρι­στιανικά στρατεύματα και συγκεκριμένα αναφέρονται Έλληνες, Φράγκοι, Γεωργια­νοί, Αρμένιοι, Ρώσοι και Γερμανοί. Υπήρχε σώμα που αποτελούνταν από 3.000 Φρά­γκους και Έλληνες στον στρατό του σουλτάνου στο Κιοσέ Νταγ το 1243. Τα χριστια­νικά στρατεύματα προέρχονταν όμως, από δύο κυρίως περιοχές, από τα εδάφη του Βυζαντίου και από τα εδάφη του σουλτάνου.

Όταν ο Ιζ αλ-Ντιν Β’ Καϊκάους, γλύτωσε από τις εισβολές των Μογγόλων, ζήτησε καταφύγιο στα εδάφη των Λασκαρέων. Όταν οι Μογγόλοι αποσύρθηκαν, βρήκε την ευκαιρία και στρατολόγησε 400 Έλληνες και ξαναπήρε το Ικόνιο. Όταν οι συνθήκες στη Βιθυνία επιδεινώθηκαν κατά τη δεύτερη πεντηκονταετία του 13ου αιώνα, οι Ακρίτες προσέφεραν τις υπηρεσίες του στους Τούρκους. Επίσης φαίνεται, πως σύνηθες φαινό­μενο ήταν, η στρατολόγηση Ελλήνων χριστιανών, υπηκόων του σουλτάνου, είναι δε αρκετά πιθανόν οι στρατιώτες αυτοί, με τον καιρό να εξισλαμίζονταν.

Επειδή η Βυζαντινή Ανατολή ήταν σχετικά ανεπτυγμένη, με ανθηρό εμπόριο, βιοτεχνία και γεωργία, δεν μας παραξενεύουν οι σκόρπιες, αλλά σημαντικές αναφορές σε Έλληνες, Σύρους και Αρμένιους, σε σχέση με την οικονομική ζωή της Ανατολής. Κα­θώς το κράτος των Σελτζούκων αναπτυσσόταν και εξελισσόταν, κατά τα τέλη του 12ου και τον 13ο αιώνα, οι χριστιανοί αγρότες, έμποροι και τεχνίτες που είχαν παρα­μείνει στην Ανατολή, έπαιζαν όλο και πιο δυναμικό ρόλο στην αναπτυσσόμενη οικο­νομική ζωή των μουσουλμάνων της χερσονήσου. Αυτή την πραγματικότητα απεικονί­ζουν οι αναφορές του Μάρκο Πόλο τον 13ο αιώνα:

“Τις άλλες δύο τάξεις αποτελούν οι Αρμένιοι και οι Έλληνες, που ζούνε ανάμι­κτοι με τους άλλους (δηλαδή του Τουρκομάνους) σε πόλεις και χωριά, και που ασχολούνται με το εμπόριο και τη βιοτεχνία. “                                                                                            *Marco Polo, Moule-Pelliot, Ι, 95, πηγή μέσω Σ. Βρυώνη, ΜΙΕΤ, 1996

Παρόλο που δεν υπάρχουν ειδικές πηγές, σχετικά με την οικονομική ζωή των χριστιανών στη μουσουλμανική Ανατολή, εν τούτοις, κάποιες σκόρπιες αναφορές, φανερώνουν ότι οι χριστιανοί, είχαν ενεργά αφομοιωθεί με την οικονομική ζωή της σελτζουκικής Ανατολής στα τέλη του 12ου και κατά τον 13ο και τον 14ο αιώνα, ενώ οι Έλληνες έμποροι του Ικονίου, διέσχιζαν τις περιοχές από την πρωτεύουσα των Σελ­τζούκων ως την Κωνσταντινούπολη συνεχώς. Οι Έλληνες έμποροι της λίμνης Πουσγούση, διατηρούσαν στενούς οικονομικούς δεσμούς με το Ικόνιο και πιθανόν να συμμετείχαν στο εμπόριο μεταξύ Ικονίου και Χώνων, κατά τη μεγάλη εμποροπανήγυ­ρη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Όπως αναφέρει και ο Σ. Βρυώνης, καραβάνια χριστια­νών ταξίδευαν από το Ικόνιο στην Κιλικία μέχρι και το 1276.

Επικουρικά πρέπει να σημειωθεί, πως υπάρχουν μαρτυρίες, ότι μαζί με τους μουσουλμάνους αρχιτέκτονες, εργάζονταν και χριστιανοί αρχιτέκτονες, καθώς και εξισλα­μισμένοι. Ο γνωστότερος ίσως χριστιανός αρχιτέκτονας, ήταν ένας Έλληνας από το Ικόνιο, ο Καλογιάν αλ-Κουνεβί, που εργάστηκε στο Ιλγκίν Χαν το 1267-1268 και που τρία χρόνια αργότερα, έχτισε το Γκιούκ Μεντρεσέ στη Σεβάστεια (Σίβας), το 1271.

Το 1222, ο Έλληνας αρχιτέκτονας Θυριανός, έκτισε το τζαμί στο χωριό Νιντίρ Κιόι, κοντά στο Ακσεχίρ (Φιλομήλιο). Κάποιος Σεβαστός επίσης, πήρε μέρος στην ανοικοδό­μηση των τειχών της Σινώπης το 1215, μετά την κατάκτησή της από τους Έλληνες. Ο δε Μεβλανά Τζαλάλ αλ-Ντιν Ρουμί, προσέλαβε Έλληνα αρχιτέκτονα για να χτίσει ένα τζά­κι στο σπίτι του. Μάλιστα, μία από τις ιστορίες του μυθικού έργου, του Χατζή Μπεκτάς, Βιλαγετναμέ, έχει για κεντρικό ήρωα έναν Έλληνα αρχιτέκτονα, τον Νικομηδιανό, που ήταν φαίνεται φημισμένος στην Αυλή του οθωμανού σουλτάνου Ορχάν Α’.

Στις επιγραφές σε πολλά τζαμιά, χάνια, τούρβες και άλλα παρόμοια κτίρια, τα ονόματα φανερώνουν ότι ορισμένοι αρχιτέκτονες ήταν εξισλαμισμένοι. Τέτοιος ήταν ο διάσημος Κελούκ ιμπν Αμπντουλλάχ (πιθανόν αρμενικής καταγωγής), που έχτισε τον Ιντζέ Μιναρέ, το Ναλίντζι Τουρβέ, και το τζαμί κοντά στην πύλη των Λαράνδων στο Ικόνιο.

Έλληνες χτίστες επίσης, εμφανίζονται στα ανέκδοτα που καταγράφει ο Εφλακί για τον Μεβλανά Τζαλάλ αλ-Ντιν Ρουμί. Έλληνες εργάτες μάλιστα έφτιαξαν το πλακό­στρωτο της αυλής του, και σ’ ένα άλλο επεισόδιο, ο Ρουμί εξηγεί γιατί είναι προτιμό­τερο να έχει κανείς Έλληνες αντί για Τούρκους χτίστες.

Υπήρχαν ακόμα Έλληνες ζωγράφοι, όπως φανερώνουν τα παραδείγματα του διάση­μου Καλογιάννη και του Αιν αλ-Ντάουλα Ρουμί, που ήταν στενά συνδεδεμένοι με τον κύ­κλο του Μεβλανά Τζαλάλ αλ-Ντιν Ρουμί και την σουλτανική Αυλή. Ο Εφλακί περιγράφει τον Αιν αλ-Ντάουλα (που προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ από τον Ρουμί) ως δεύτερο Μάνη.

Η γυναίκα του σουλτάνου, η Γκουρντζί Χατούν, του ζήτησε να ζωγραφίσει πολλά πορτραίτα του Μεβλανά Τζαλάλ αλ-Ντιν Ρουμί, ώστε να έχει την εικόνα του μαζί της ακόμα και όταν εκείνη ταξίδευε μακριά από το Ικόνιο. Η παράδοση της εικονογραφίας επιβίωσε μεταξύ των Ελλήνων Χριστιανών της Μικράς Ασίας μέχρι τις σχετικά πρόσφατες μέρες, ενώ πάμπολλοι ήταν οι εξισλαμισμένοι που ασχολήθηκαν με την τε­χνοτροπία της ισλαμικής μινιατούρας (ζωγραφιάς), όπου σε πολλές απεικονίσεις, παρουσιάζονται οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, ως μουσουλμάνοι, ενώ δεν λείπουν και μουσικές απεικονίσεις, που δείχνουν μουσικά όργανα, ορχήστρες και χορούς. Μάλι­στα οι απεικονίσεις αυτές, της τεχνοτροπίας της μινιατούρας, αποτελούν και πηγές για την μελέτη της κλασσικής οθωμανικής μουσικής.

Αναφερθήκαμε ήδη στην παρουσία Ελλήνων μουσικών στην Αυλή του Ικονίου τον 13ο αιώνα. Υπήρχαν επίσης Έλλη­νες γιατροί των σουλτάνων και της αριστοκρατίας, παρόλο που φαίνεται ότι οι Σύ­ριοι της Έδεσσας και της Μελιτηνής διέπρεψαν περισσότερο στον τομέα αυτό.

Εξάλλου, Έλληνες, Αρμένιοι και Σύριοι εξακολούθησαν να παίζουν σημαντικό ρόλο στον τομέα της υφαντικής, όπως και στους βυζαντινούς χρόνους. Μάλιστα, ο Μάρκο Πόλο γράφει ότι, οι Έλληνες και οι Αρμένιοι υφαίνουν τα πιο ωραία χαλιά στον κόσμο, καθώς και πάρα πολλά λεπτά και πλούσια μεταξωτά σε κρεμεζί (κόκκινο) και άλλα χρώματα, καθώς και πολλά άλλα υφαντά.

Ο Βαρεβραίος αναφέρει στα κείμενά του, τους χριστιανούς υφαντουργούς στη Μελιτηνή τον 13ο αιώνα. Η βυζαντινή Ανατολή εξακολούθησε να αποτελεί σημαντικό κέ­ντρο μεταξουργίας και υφαντουργίας τον 13ο και τις αρχές του 14ου αιώνα μέχρι την τουρκική κατάκτηση, και οι τεχνίτες της ίσως έπαιξαν ρόλο στην ανάπτυξη της οθω­μανικής υφαντουργίας που σημειώθηκε εκεί.

Φαίνεται ότι οι Αρμένιοι και οι Έλληνες συνέχισαν την παραδοσιακή εξόρυξη μετάλλων και τη μεταλλουργία, εφόσον η Ανατολή ήταν σημαντική πηγή μετάλλων κατά την αρχαία και τη βυζαντινή εποχή, όπως επίσης και κατά την περίοδο των Σελτζού­κων και των οθωμανών αργότερα.

Οι Αρμένιοι της Κελτζινής (Ερζιντζιάν), ασχολούνταν με την εξόρυξη χαλκού και με την κατασκευή χάλκινων σκευών. Οι Ελληνικές κοινότητες μεταλλωρύχων της Ανατολής, ήταν αρκετά ακμαίες κατά την εποχή των οθωμανών και σύμφωνα με μία παράδοση ένας Έλληνας χρυσοχόος από την Τραπεζούντα, δίδαξε την τέχνη της κοσμηματοποιίας στον σουτλάνο Σελίμ Α’ και στο γιό του Σουλεϊμάν το μεγαλοπρεπή.

Πρέπει επίσης να σημειωθεί πως, επί πάρα πολλά χρόνια, οι Τούρκοι διδάσκονταν τη ναυτική τέχνη από τους Έλληνες. Υπάρχει μάλιστα πλήθος αναφορών στη μακρό­χρονη αυτή επίδραση των Ελλήνων, στον πρώτο τουρκικό στόλο που κατασκευάστηκε από Σμυρνιούς τον 11ο αιώνα, έως την εγκαθίδρυση του πρώτου οθωμανικού ναυτι­κού οπλοστασίου στην Ευρώπη τον 14ο αιώνα.

Το 1873, ανακαλύφθηκε από τον Έλληνα λόγιο Ιωαννίδη, στην Παναγία Σουμελά, στην Τραπεζούντα του Πόντου, το πρώτο χειρόγραφο του ποιήματος του Διγενή, ενώ συγχρόνως διαπιστώθηκε πως οι Έλληνες της Καππαδοκίας, τραγουδούσαν Ελληνι­κά τραγούδια του ακριτικού κύκλου, ακόμα και κατά τον 19ο, αλλά και τις αρχές του 20ού αιώνα.

Εύλογα λοιπόν γεννήθηκε το ερώτημα, του κατά πόσο, αυτή η επική παράδοση, εν­σωματώθηκε στη λαϊκή παράδοση των οθωμανών κατακτητών. Ο Ιωαννίδης παρατήρησε πως, μία καραμανλήδικη διασκευή του τουρκικού έπους του Κιόρογλου περιεί­χε τα ίδια στοιχεία του έρωτα, του αγώνα και της περιπέτειας που βρίσκονταν στην ιστορία του Διγενή.

Οι μελέτες του Στύλπωνα Κυριακίδη τείνουν στο συμπέρασμα πως, μέρη του τουρκι­κού έπους πιθανόν να φανερώνουν επίδραση του βυζαντινού έπους. Το δεύτερο μέρος της μικρασιατικής διασκευής του έπους του Κιόρογλου, περιλαμβάνει την ιστορία της αρπα­γής της αγαπημένης και τον αγώνα του ήρωα κατά της ισχυρής οικογένειας της κόρης.

Οι λεπτομέρειες είναι παρόμοιες με το κομμάτι στον Διγενή Ακρίτα, όπου ο Βυζα­ντινός ήρωας κλέβει την αγαπημένη του και κατόπιν αποκρούει στην μανιασμένη επί­θεση των συγγενών της.

Ο Στ. Κυριακίδης επισήμανε ότι το επεισόδιο αυτό στο δεύτερο μέρος του έπους του Κιόρογλου, εμφανίζεται στη μικρασιατική διασκευή του ποιήματος αλλά όχι στις διασκευές του Ατζερμπαϊτζάν. Στα δύο αυτά στοιχεία στήριξε το επιχείρημά του πως, το τουρκικό έπος επηρεάστηκε από το βυζαντινό.

Εάν κάποιες λεπτομερέστερες έρευνες αποδείξουν την ορθότητα της άποψης αυτής, τότε θα μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι η συμβίωση των Τούρκων με τους Έλληνες μετά την οθωμανική κατάκτηση της Ανατολής οδήγησε στην αλληλεπίδραση των λαϊκών επών των δύο πληθυσμών.

Τέλος αναφερόμενοι σε επαφές οθωμανών με τις τελετουργίες τις Βυζαντινής αυλής, θα μνημονεύσουμε μια περιγραφή του Ιωάννη Καντακουζηνού, σύμφωνα με την οποία, οθωμανοί αξιωματούχοι παραβρέθηκαν σε βυζαντινή αυλική γαμήλια τελετή –την πρό­κυψη– στο γάμο της κόρης του Βυζαντινού αυτοκράτορα με τον Ορχάν στη Σηλυβρία:

Διέταξε να χτιστεί ξύλινη πρόκυψη (εξέδρα) στην πεδιάδα έξω από την πόλη της Σηλυβρίας, έτσι ώστε η κόρη του αυτοκράτορα που επρόκειτο να παντρευτεί να σταθεί εκεί πάνω για να μπορούν να τη βλέπουν όλοι εύκολα. Διότι αυτό συνηθί­ζουν να κάνουν οι αυτοκράτορες όταν δίνουν τις θυγατέρες τους σε γάμο. Την επόμενη μέρα, η αυτοκράτειρα παρέμεινε στη σκηνή με τις άλλες δύο της κόρες, ενώ η Θεοδώρα, που θα παντρευόταν, ανέβηκε στην πρόκυψη. Ο αυτοκράτορας μόνο ήταν καβάλα στο άλογο, και όλοι οι άλλοι ήταν πεζοί. Όταν σηκώθηκαν τα παραπετάσματα (η πρόκυψη ήταν καλυμμένη από όλες τις πλευρές με μεταξωτά και χρυσοκέντητα υφάσματα) φάνηκε η νύφη, τριγυρισμένη από ευνούχους που κρατούσαν αναμμένες δάδες γονατισμένοι, έτσι ώστε να μην είναι ορατοί. Σάλ­πιγγες, αυλοί, πίπιζες και όλα τα μουσικά όργανα που εφευρέθηκαν για να δί­νουν ευχαρίστηση στους ανθρώπους έπαιζαν δυνατά. Όταν έπαυαν τα όργανα, η χορωδία έψαλλε εγκώμια που είχαν συνθέσει για τη νύφη διάφοροι σοφοί. Όταν όλες οι τελευτές αυτές, που επιβάλλονται στους αυτοκράτορες όταν παντρεύουν τις θυγατέρες τους, τελείωσαν, ο αυτοκράτορας ψυχαγώγησε επί πολλές μέρες τον στρατό και όλους του έλληνες και βάρβαρους αξιωματούχους…”.

Άλλη μια περίπτωση εξισλαμισμένου βυζαντινού άρχοντα ήταν του Κιοσέ Μιχάλ, ενώ από πηγές μαθαίνουμε πώς οι Έλληνες κωπηλάτες, βαλλιστριοφόροι και ναυ­πηγοί της Καλλίπολης, το 1519, είχαν γίνει σχεδόν όλοι μουσουλμάνοι.

Τους Σελτζούκους διαδέχθηκαν οι ΟΘΩΜΑΝΟΙ/ ΟΣΜΑΝΛΗΔΕΣ, αυτοί πού στη συνείδηση του νέου Ελληνισμού έμειναν ως Τούρκοι και η περίοδός τους ως Τουρκοκρατία η οποία στην κυρίως Ελλάδα άρχισε να λήγει από το 1821 και συνεχίστηκε για 100 χρόνια.

Στις αρχές του 14ου αιώνα, οι μεγάλες αυτοκρατορίες ανάμεσα στον Ώξο και στον Δούναβη –η αυτοκρατορία των Ιλχαμιδών στο Ιράν, η Χρυσή Ορδή στην Ανατολική Ευρώπη και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία στα Βαλκάνια και τη Δυτική Μι­κρά Ασία– συγκλονίζονταν από βίαιες εσωτερικές αναστατώσεις.

Κατά τα τέλη του αιώνα οι απόγονοι του Οσμάν, ενός παραμεθόριου γαζή και αρ-χηγέτη της δυναστείας των Οθωμανών, είχαν δημιουργήσει μια καινούργια αυτοκρατορία, που απλωνόταν από τον Δούναβη ώς τον Ευφράτη. Κυρίαρχος της ήταν ο Μπαγιαζήτ Α‘ (1389-1402), γνωστός με το όνομα Γιλντιρίμ, “ο Κεραυνός”.

Το 1396 είχε συντρίψει στη Νικόπολη μια σταυροφορία των πιο περήφανων ιπποτών της Ευρώπης είχε αψηφήσει το σουλτανάτο των Μαμελούκων ( Αίγυπτο ), το ισχυρότερο ισλαμικό κράτος της εποχής του, και είχε κυριέψει τις πόλεις του στις όχθες του Ευ­φράτη, τέλος, τόλμησε να τα βάλει και με τον παντοδύναμο Ταμερλάνο, τον νέο ηγέτη της κεντρικής Ασίας και του Ιράν.

Το κύριο πρόβλημα μελέτης της πρώτης αυτής περιόδου της Οθωμανικής ιστορίας, είναι το πως αυτή η μικρή, συνοριακή ηγεμονία του Οσμάν γαζή, ξεκινώντας αρχικά από τον ιερό πόλεμο ενάντια στο χριστιανικό Βυζάντιο, τελικά κατέληξε να γίνει μια ισχυρή και εκτεταμένη.

Σύμφωνα με μια θεωρία, ο ελληνικός πληθυσμός της λεκάνης του Μαρμαρά, προσχωρώντας στο Ισλάμ και συμμαχώντας με τους Μουσουλμάνους, κατόρθωσε να ξα­ναχτίσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως κράτος ισλαμικό !!!!

Αντιθέτως ο καθηγ. Χ. Ιναλτζίκ, πιστεύει πως, όσοι μελετητές γνωρίζουν καλά τις ιστορικές πηγές της Ανατολής, έχουν πειστεί πλέον ότι, μια τέτοια άποψη είναι απλή φαντασιολογία. Οι ιστορικοί αυτοί, κατά τον καθηγ. Ιναλτζίκ, υπογραμμίζουν πως οι απαρχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πρέπει να αναζητηθούν στις πολιτικές, πνευματικές και δημογραφικές εξελίξεις του δεκάτου τρίτου και δεκάτου τετάρτου αιώνα στη Μικρασία.

Το πρώτο στάδιο αυτών των εξελίξεων σημαδεύτηκε από τις επιδρομές των Μογγόλων κατά των ισλαμικών χωρών της Μέσης Ανατολής. Ύστερα από τη μογγολική νίκη στο Κιοσεντάγ, το 1243, το σελτζουκικό σουλτανάτο της Μικρασίας μετατράπηκε σε υποτελή των Ιλχανιδών του Ιράν. Άμεσο επακόλουθο των μογγολικών εισβολών ήταν να μεταναστεύσουν προς τα δυτικά τα ισχυρά νομαδικά φύλα των Τουρκομάνων. Τα τουρκικά αυτά φύλα που είχαν πρωτοέρθει στο Ιράν και στην Ανατολική Μικρασία από την Κεντρική Ασία, άρχισαν και πάλι να κινούνται προς τα δυτικά, ώσπου συγκεντρώ­θηκαν κοντά στα σύνορα του Βυζαντίου με το σελτζουκικό σουλτανάτο, στην ορεινή πε­ριοχή της δυτικής Μικρασίας. Το 1277 η Μικρασία ξεσηκώθηκε ενάντια στους Μογγόλους ειδωλολάτρες. Τα ισλαμικά στρατεύματα των Μαμελούκων μπήκαν στη χώρα για να ενισχύσουν τους επαναστάστες, αλλά οι Μογγόλοι κατέστειλαν ανελέητα την εξέγερ­ση. Ωστόσο, μέσα στην επόμενη πεντηκονταετία παρατηρούνται συχνές εξεγέρσεις και συχνά μογγολικά αντίποινα. Οι παραμεθόριες περιοχές θ’ αποτελέσουν το καταφύγιο των στρατευμάτων και των ηγετών που διώκονταν από το καθεστώς των Μογγόλων, και ταυτόχρονα τον τόπο όπου πολλοί εξαθλιωμένοι χωρικοί και αστοί αναζητούσαν ένα καινούργιο μέλλον. Ο πληθυσμός των συνοριακών διαμερισμάτων αυξήθηκε. Ζητώντας αφορμή να εγκατασταθούν στους γόνιμους κάμπους της γειτονικής βυζαντινής επικράτειας, οι ανήσυχοι συνοριακοί νομάδες έσπρωχναν τον πληθυσμό στον δρόμο του Γαζά, του ιερού πολέμου δηλαδή ενάντια στους Βυζαντινούς. Διάφοροι αρχηγοί γαζήδων, με ποικίλη προέλευση, άρχισαν να συγκεντρώνουν γύρω τους πολεμιστές και οι επιδρομές τους κατά των βυζαντινών εδαφών, γίνονταν ολοένα και συχνότερες.

Ανάμεσα στο 1260 και 1320 οι γαζήδες αυτοί αρχηγοί και οργανωτές των φιλοπόλε­μων Τουρκομάνων ίδρυσαν στη δυτική Μικρασία ανεξάρτητες ηγεμονίες, αποσπώντας τα εδάφη τους από το Βυζάντιο. Ο Βυζαντινός ιστορικός της εποχής Γεώργιος Παχυμέρης μαρτυρτεί ότι, οι Παλαιολόγοι, ύστερα από την ανάκτηση της Κωνσταντινούπο­λης το 1261, έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στα πράγματα των Βαλκανίων και παραμέ­λησαν το ασιατικό σύνορο, διευκολύνοντας έτσι τις επιθέσεις των Τουρκομάνων.

Κατά την τελευταία δεκαετία του δεκάτου τρίτου αιώνα τα γιουρούσια των Τουρκομάνων γαζήδων στη Δυτική Μικρασία πήραν σχεδόν τον χαρακτήρα γενικής εισβο­λής. Από όλους αυτούς τους μπέηδες, ο Οσμάν γαζής κατείχε την πιο βορεινή επικρά­τεια, πλησιέστερα στο Βυζάντιο και τα Βαλκάνια. Σύμφωνα με τον Παχυμέρη, γύρω στο 1302 ο Οσμάν πολιόρκησε τη Νίκαια, την πρώην βυζαντινή πρωτεύουσα. Ο αυτο­κράτορας έστειλε εναντίον τους δύο χιλιάδες μισθοφόρους, που έπεσαν σε ενέδρα και νικήθηκαν από τον Οσμάν στον Βαφέα το καλοκαίρι του 1302. Η νίκη του Οσμάν σε βάρος των αυτοκρατορικών στρατευμάτων πολλαπλασίασε τη φήμη του. Οι οθωμανι­κές και βυζαντινές πηγές της εποχής περιγράφουν τη συρροή γαζήδων απ’ ολόκληρη τη Μικρασία στο στρατόπεδο του.

Όπως και στις άλλες παραμεθόριες ηγεμονίες, όλοι οι παραπάνω πολεμιστές γαζήδες, έπαιρναν το όνομα του αρχηγού τους, ονομάζονταν δηλαδή Οσμανλήδες. Η προοπτική μιας εύκολης κατάκτησης και εγκατάστασης προσέλκυσε κύματα εποίκων από διάφορα μέρη της Μικρασίας, ύστερα δε και από τη νίκη του 1302, μπορούμε να πούμε ότι το Οθωμανικό πριγκιπάτο παγιώθηκε οριστικά.

Στην ίδρυση και τη διαμόρφωση του οθωμανικού κράτους, η ιδέα του ιερού πολέμου, δηλαδή του Γαζά, έπαιξε σημαντικό ρόλο. Η κοινωνία των παραμεθόριων ηγεμο­νιών ανταποκρινόταν σ’ ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό κλίμα, όπου δέσποζε το ιδανι­κό του αδιάκοπου ιερού πολέμου και της αδιάκοπης επέκτασης του ντάρου-λ-ισλάμ, της ισλαμικής επικράτειας, ώς τη στιγμή που θα κάλυπτε ολόκληρο τον κόσμο.

Ο Γαζά αποτελούσε θρησκευτικό καθήκον, και στο όνομα του αναλαμβάνονταν κάθε είδους εγχειρήσεις και θυσίες. Στη συνοριακή κοινωνία κάθε αναγνωρισμένη αρετή απη­χούσε το ιδανικό του Γάζα. Ο προηγμένος πολιτισμός της ενδοχώρας, με τη θρησκευτι­κή του ορθοδοξία, την ακαδημαϊκή του Θεολογία, την παλατιανή λογοτεχνία και την κα­τασκευασμένη λογοτεχνική της γλώσσα, και με το δίκαιο του σεριάτ, έδινε στα παραμε­θόρια εδάφη τη θέση του σ’ έναν κόσμο λαϊκότερο, όπου κυριαρχούσαν τα αιρετικά θρη­σκευτικά τάγματα, ο μυστικισμός, η επική λογοτεχνία και το εθιμικό δίκαιο.

Στις μικρασιαστικές μάλιστα ηγεμονίες, τα τουρκικά έγιναν για πρώτη φορά η γλώσσα της διοίκησης και της λογοτεχνίας. Η μεθοριακή κοινωνία ήταν ταυτόχρονα ανεκτική και πολύπλοκη.

Το κοινό περιβάλλον, έφερνε αναγκαστικά τους ακρίτες των συνοριακών βυζαντινών στρατευμάτων, σε στενή επαφή με τους Μουσουλμάνους γαζήδες. Ο Μιχάλ γαζής, ο Ρωμηός συνοριακός τοπάρχης που προσχώρησε στο Ισλάμ και συνεργάστηκε με τους πολεμιστές του Οσμάν, αποτελεί κλασσικό παράδειγμα της αφομοιωτικής αυτής διαδικασίας, όπως προείπαμε.

Ο ιερός πόλεμος δεν απέβλεπε στην καταστροφή, αλλά στην υποταγή του ντάρου- λ-χαρπ, του κόσμου των απίστων. Οι Οθωμανοί έχτισαν την αυτοκρατορία τους, έχο­ντας κάτω απ’ το σκήπτρο τους, τη μουσουλμανική Μικρασία με τα χριστιανικά Βαλ­κάνια και παρόλο που ο αδιάκοπος ιερός πόλεμος αποτελούσε θεμελιώδη αρχή του κράτους, η αυτοκρατορία εμφανίστηκε ταυτόχρονα ως προστάτης της Ορθόδοξης Εκκλησίας και εκατομμυρίων Ορθόδοξων Χριστιανών.

Το Ισλάμ εγγυόταν τη ζωή και την περιουσία Χριστιανών και Εβραίων, με τον όρο να μένουν υπάκουοι στο κράτος και να πληρώνουν έναν κεφαλικό φόρο. Τους επέτρε­πε να ασκούν ελεύθερα τη θρησκεία τους και να ζουν σύμφωνα με το ιδιαίτερο θρη­σκευτικό τους δίκαιο.

Επιπλέον, η προστασία του χωρικού, με σκοπό την εξασφάλιση των φορολογικών εισοδημάτων του, που αποτελούσε και την παραδοσιακή τακτική του μεσανατολικού κράτους, ενθάρρυνε μια ανεκτικότερη συμπεριφορά προς τους υπόδουλους λαούς. Τα έσοδα του χαρατσιού αντιπροσώπευαν μεγάλο τμήμα των κρατικών οθωμανικών προσόδων, όπως δηλαδή συνέβαινε και στο πρώιμο ισλαμικό χαλιφάτο.

Με τον τρόπο αυτό η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναδείχτηκε σε μια “μεθοριακή αυτοκρατορία“, σ’ έναν κοσμοπολίτικο οργανισμό που αντιμετώπιζε κάθε θρήσκευμα και φυλή ξεχωριστά, αλλά και μαζί, ενώνοντας έτσι τα Ορθόδοξα χριστιανικά Βαλκάνια και τη μουσουλμανική Ανατολή σε μια κοινή κρατική υπόσταση.

Βέβαια στο σημείο αυτό, πρέπει να ειπωθεί, πως ο καθηγ. Ν. Σαρρής, πιστεύει πως στην οθωμανική αυτοκρατορία υπήρχε η λογική της “Πολυκατοικίας”, δηλαδή της κοινής μεν συμβίωσης των λαών υπό την εξουσία της, αλλά συγχρόνως και της παντε­λούς ελλείψεως αλληλεγγύης, μεταξύ των λαών αυτών, οι οποίοι μάλιστα και δεν γνω­ρίζονταν ιδιαιτέρως μεταξύ τους, παρά μόνον στα μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Κων/πολη, ή όταν οι οθωμανοί εφαρμόζοντας το διήρε και βασίλευε, τους έβαζαν να αλληλοσφαχτούν και επομένως τα πράγματα δεν ήταν τόσο ρόδινα όπως τα παρου­σιάζουν οι Τούρκοι ιστορικοί, ειδικά όταν υπήρχε και η δουλική φοβία.

Οι ηγεμονίες των γαζήδων της δυτικής Μικρασίας γρήγορα υιοθέτησαν τους θεσμούς και τις παραδόσεις του σελτζουκικού σουλτανάτου. Η Κασταμονή, το Καρά- Χισάρ,το Ντενιζλί, πόλεις δηλαδή ιδρυμένες στις παλιές μεθοριακές επαρχίες των Σελτζούκων, μετατράπηκαν σε κέντρα του σελτζουκικού πολιτισμού. Ξεκινώντας από τα κέντρα αυτά και από τις πόλεις της κεντρικής Μικρασίας, αξιωματούχοι και λόγιοι μετέφεραν τα πρότυπα της ισλαμικής πολιτικής και πνευματικής ζωής στα Μύλασα, το Πυργί, τα Παλάτια, τη Σμύρνη, τη Μαγνησία και την Προύσα στις πρωτεύουσες δη­λαδή των συνοριακών κρατιδίων που είχαν ιδρυθεί στα εδάφη της άλλοτε βυζαντινής επικράτειας. Κάθε ηγεμονία σχημάτισε και ένα μικρό σουλτανάτο.Έτσι ο γιος του Οσμάν, Οχράν, έκοψε το 1327 τα πρώτα του ασημένια νομίσματα στην Προύσα, και το 1331 ίδρυσε στη Νίκαια έναν μεντρεσέ.

Το 1340 δημιούργησε στην Προύσα ένα κέντρο συναλλαγών, χτίζοντας ένα παζάρι κι ένα μπεζεστένι (σκεπαστή αγορά), για την πώληση των πιο ακριβών εμπορευμάτων. Όταν ο Άραβας ταξιδευτής Ιμπν-Μπαττούτα επισκέφτηκε την Προύσα, γύρω στο 1333, τη χαρακτήρισε “μεγάλη με σπουδαία παζάρια και φαρδιούς δρόμους”.

Τέτοιος ήταν ο γενικότερος κοινωνικός και πολιτισμικός περίγυρος κατά την ίδρυ­ση της οθωμανικής ηγεμονίας και των άλλων συνοριακών κρατιδίων. Ο ιερός πόλεμος και ο εποικισμός αποτελούσαν τους δυναμικούς παράγοντες των Οθωμανικών κατα­κτήσεων. Τα διοικητικά και πολιτισμικά πρότυπα που υιοθετήθηκαν στις κατακτημέ­νες περιοχές, προέρχονταν κυρίως από τη δημόσια ζωή και τον πολιτισμό της Μέσης Ανατολής, ενώ ο λαϊκός πολιτισμός, συνέχισε να είναι ο Μικρασιατικός-Βυζαντινός.

Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια λοιπόν και ειδικά μετά την κατάκτηση μεγάλων πόλεων, όπως η Προύσα, η Ανδριανούπολη και βεβαίως η Κων/πολη, άρχισαν να δημιουργούνται τα πρώτα οθωμανικά αστικά κέντρα. Μέσα σ’ αυτά λοιπόν τα πολυεθνικά και πολυπολιτισμικά οθωμανικά κέντρα με βάση την Κωνσταντινούπολη ( είς την Πόλιν / Istanbul ), τη Σμύρνη, τη Θεσσαλονίκη κ.λ.π αναπτύχθηκε και μία γλώσσα με δάνεια και αντιδάνεια, προκειμένου να υπάρχει κοινή συνεννόηση μεταξύ των υποκόων ( υπό +ακούω ) . Αν και η κάθε κοινότητα διατήρησε τη γλώσσα της και τα τοπικά γλωσσικά ιδιώματα, εν τούτοις υπήρξαν γλωσσικές επιρροές ένθεν και ένθεν, δηλ. από τα ελληνικά στα τούρκικα , από τα περσικά και αραβικά στα τούρκικα και μέσω αυτών στα ελληνικά, αρβανίτικα, σλάβικα, αρουμάνικα ( βλάχικα ), ιταλικά, καταλανικά ισπανικά κ.λ.π

Για το πώς έβλεπαν οι περιηγητές του έλληνες επί οθωμανοκρατίας και για κάποια στοιχειώδη  γλωσσικά δάνεια και αντιδάνεια βλ. εδώ:  http://www.kalavrytanews.com/2012/09/blog-post_4653.html

http://www.kalavrytanews.com/2012/09/blog-post_8543.html

http://www.kalavrytanews.com/2012/09/blog-post_9091.html

http://www.kalavrytanews.com/2012/09/blog-post_23.html

http://www.kalavrytanews.com/2012/09/blog-post_8107.html

http://www.kalavrytanews.com/2012/09/blog-post_10.html

Το παρακάτω κείμενο στηρίζεται σε μελέτη του Dr. Hakkı Açıkalın ( βιογραφικά στοιχεία του εδώ: http://www.biyografi.net/kisiayrinti.asp?kisiid=3429 ) με τίτλο : TÜRKÇE’DEKİ YUNANCA KELİMELER = Ελληνικές λέξεις στην τουρκική γλώσσα, το οποίο ολόκληρο θα βρείτε εδώ: http://www.iyimi.net/genel-kultur/106168-turkce-deki-yunanca-kelimeler-1-a.html

Αν και ο αρθρογράφος δεν ισχυρίζεται πώς εξαντλεί το θέμα, ούτε φυσικά παρουσιάζει λεξικό ( !! ), εν τούτοις η καλή γνώση του, των  Τούρκικων και Ελληνικών, μας δίνει ένα πολύ καλό εύναυσμα για να ψαχτούμε αμφότεροι περαιτέρω.

Με πάσα λοιπόν επιφύλαξη και με τα δικά μου μέτρια τουρκικά , για τις συμπληρώσεις που έκανα και χωρίς το θέμα , ΞΑΝΑΛΕΩ , να εξαντλείται , έχουμε και λέμε:

-A-
Abis: Άβυσσος (Âvisos). Denizlerin (okyanusların) en derin bölümü.
Açelya: Αζαλέα (Azalêa). Bir bitki türü.
Afyon: Όπιο (Ôpio). Latinceye “Opıum” olarak geçmiştir.
Ahlat: Αχλάδι (Ahlâdi). Yaban armudu.
Ahtapot: Χταπόδι (Htapôdi) veya Οκτάπους (Oktâpus). Όκτώ (Ôktô): Sekiz- Πόδι (Pôdi): Ayak. Sekiz ayak anlamında. Bir deniz canlısı.
Akasya: Aκακία (Akakîa). Bir ağaç türü.
Akrobasi: Ακροβασία (Akrovasia). Άκρος (Âkros) veya Άκρον (Âkron): Uç, ekstrem-Βατώ (Vatô): Yürüme. Uçlarda yürüme, parmak uçlarında hareket etme.
Akrobat: Ακροβάτης (Akrovâtis). Uçlarda hareket eden.
Akrobatizm: Ακροβατισμός (Akrovatismôs). Uçlarda yürüme eylemi, akrobatlaşma.
Akrostiş: Ακροστοιχίδα (Akrostihîda). Άκρος (Âkros): Uç-Στοίχος (Stîhos): Saf, sıra, katar. Bir şiirde mısraların baş harflerinin alt alta konulduğunda anlamlı bir kavram veya cümle oluşturması.
Akustik: Ακουστική (Akustikî). Ακούω (Akûo): İşitmek, duymak. Ses düzeni, işitsel, işitmeye değgin.
Alçı: Άργιλος (Ârgilos). Kil, aktoprak, çömlekçi toprağı.                                        Alkollü: Αλκολούχο
Allegori: Aλληγορία (Alligorîa). Mecaz, kinâye.
Allegorik: Aλληγορικός (Aligorikôs). Mecazî, kinâyî.
Allerji: Aλλεργία (Alergia). Άλλο (Âlo): Diğer, başka-Εργία (Ergîa): Etki. Başka etki. Vücudun, bazı maddelere karşı verdiği tepki ya da bazı maddelerin vücutta yarattığı farklı (ve genelde de olumsuz) etki. Örn. Penisilin allerjisi.
Allerjik: Αλλεργικός-ή-ό (Alergikôs). Allerjiye değgin.
Amblem: Έμβλημα (Êmvlima). Âlâmet-i Fârika, simge.
Amfibi : Αμφίβια (Amfîvia). Αμφί (Amfî): Çift, ikili, iki taraflı-Βίος (Vîos): Yaşam. İki yanlı yaşam. Örn. Hem suda hem karada yaşayabilen kurbağalar amfibi (çift hayatlı) canlılardır.
Amfitiyatro: Αμφιθέατρο (Amfithêatro). Αμφί (Amfî): İki taraflı, iki yanlı-Θέατρο (Thêatro): Tiyatro. İki taraflı tiyatro modeli.
Amib: Αμοιβάς (Amivâs) veya Αμοιβάδα (Amivâda). Değişim anlamında. Tek hücreli canlı.
Anadolu: Ανατολία (Anatolîa). Yunanca, “Doğu” anlamına gelmektedir.
Anadut: Αναδόντις (Anadô-n-dis): Ucudişli, üstü dişli. Harmanda ekin savurmaya yarayan araç, dirgen, yaba.
Anafor: Ανήφορος (Anîforos). Ανα (Ana): Tepeden tırnağa-Φόρα (Fôra): Hızlı hareket, hücum, hamle. Yukarı doğru akan-hareket eden, karşıt akan, çelişik akan.
Anagram: Αναγραμματισμός (Anagramatismôs).
Anahtar: Ανοιχτήρι (Anihtîri). Ανοίγω (Anîgo): Açmak kelimesinden. Açacak, açar, açkaç, açkı, açkıç, açkır, açku.
Analiz: Ανάλυσις (Anâlisis) veya Ανάλυση (Anâlisi). Ανά (Anâ): Tepeden tırnağa, baştan aşağı-Λύω (Lîo) veyâ Λύση (Lîsi): Çözüm, cevaplama, açınım. Çözümleme, tahlil.
Analitik: Αναλυτικός-ή-ό (Analitikôs). Çözümsel. Tahlile değgin.
Anarşi: Αναρχία (Anarhîa). Α veya Aν (An): …sız, …siz- Αρχή (Arhî): Düzen, nizâm, işleyiş. Düzendışılık, yönetimdışılık, her türden yönetim biçimine karşı olma, devletsizlik.
Anarşist: Αναρχίστες (Anarhîstes). Düzendışılık ideolojisini savunan, kuralları çiğneyen ya da çiğnemek isteyen, çiğneme amacı taşıyan, bunu da bir kuralın gereği olarak yerine getiren.
Anarşizm: Aναρχισμός (Anarhismôs). Αν (An): Sız, siz- Αρχή (Arhî): Düzen, idâre, yönetim. Düzendışılık ideolojisi. İdeolojinin babası Rus ideolog Bakhunin’dir.
Anason: Ανισον (Anison). Bir tür baharlı bitki. Rakı’da, bazı şekerlemelerde ve çöreklerde kullanılır. Fr; Anice.
Anektod: Ανέκδοτο (Anêktodo). Fıkra. Αν (An): Sız, siz- Εκδίδω (Ekdîdo): Yayınlama. Yayınlanmadan, yayınlanmamış.
Anemon: Ανεμώνα (Anemôna). Dağ lâlesi.
Anestezi: Αναισθησία (Anesthisîa). Hissizleşme, Hissizleştirme. Αν (An): Sız, siz- Aισθάνομαι (Esthânome): Hissetmek, his vermek.
Anfora: Αμφορέας (Amforêas).
Angarya: Άγγαρεια (Âgaria).
Anofel: Ανώφελος (Anôfelos). Zararlı anlamında. Bir sivrisinek türü olup dişileri sıtma parazitleri için asalak görevi yapar.
Anonim: Aνώνυμος-η-ο (Anônimos). Αν (An): Olumsuzluk öneki, sız, siz, suz, süz-Όνομα (Ônoma): İsim. İsimsiz anlamında. Ortak, belli bir sahibi olmayan, belli bir kültüre ait olan.
Ansiklopedi: Eγκυκλοπαίδεια (Ekiklopedia). Εν (En): İç-Κύκλος (Kîklos): Döngü, döngüsel, çevrim-Παιδεία (Pedîa): Eğitim.
Antibiyotik: Αντιβιοτικη (Antiviotiki). Αντι (A-n-di): Zıt, karşı, karşıt-Βιος (Vios): Hayat. İnsan veya hayvan vücuduna zarar veren mikroorganizmaların hayatını sonlandırmaya yönelik olan madde, ilaç.
Antilop: Αντιλόπη (A-n-dilôpi). Afrika’da yaşayan otçul bir hayvan.
Antipati : Αντιπαθεια (Antipathia). Αντί (Antî): Karşı, Karşıt, Zıt- Πάθος (Pâthos): Hastalık, maraz, illet, felâket, mûsibet, mihnet, garaz, kin, dert, duygu, His, duygulanım, dert. Karşıt duygu, Zıt duygu.
Antipatik: Aντιπαθητικός-ή-ό (Antipathikôs). Αντί (Antî): Karşı, Karşıt, Zıt- Παθός (Pathôs): Hastalık, maraz, illet, felâket, mûsibet, mihnet, garaz, kin, dert, his, duyu, duygu. Karşıt duygu sahibi olan, karşıt duygulu.
Antitez: Αντιθεσις (Antithesis). Αντί (Antî): Karşı, Karşıt, Zıt-Θέσις (Thêsis) veyâ θέση (Thêsi): Sav, Tez. Karşı sav. Karşı tez.
Antoloji: Aνθολογία (Anthologîa). Άνθος (Ânthos): Eski Yun. Çiçek-Λόγος (Lôgos): Bilgi, bilim, kelâm. Kadim Yunan’da, en güzel şiirlerin ve yazıların biraraya toplanması, bir şiir demeti hâline getirilmesi anlamında kullanılmaktaydı.
Antropolog: Άνθροπολογος (Ânthropologos). Άνθρωπος (Ânthropos): İnsan- Λόγος (Lôgos): Bilim, bilgi, kelâm. İnsanbilimci.
Antropoloji: Άνθροπολογια (Ânthropologia). Άνθρωπος (Anthropos): İnsan-Λόγoς (Lôgos): Bilim, bilgi, kelâm. Yalnıkbilim, İnsanbilim.
Apostrof: Απόστροφος (Apôstrofos). Kesme.
Araknofobi: Αραχνοφοβία (Araknofovîa). Άράχνη (Ârâhni): Örümcek-Φόβος (Fôvos): Korku. Örümcek korkusu.
Aristokrasi: Αριστοκρατία (Aristokratia). Άριστοι (Âristi): Bey-Κρατώ (Kratô): İdâre etmek, yönetmek. Beyerki.
Aristokratik: Αριστοκρατικός-ή-ό (Aristokratikôs). Beyerkine değgin, beyerkine ilişkin.
Aristokrat: Αριστοκράτης (Aristokrâtis). Beyerkçi, asil, soylu.
Aritmetik: Αριθμητική (Aritmitikî). Άριθμός (Ârithmôs): Sayı. Sayıbilim.
Arkeoloji: Αρχαιολογία (Arheologîa). Άρχή (Ârhî): Baş, başlangıç, rical, Temel ilke- Λόγος (Lôgos): Bilim, bilgi, kelâm.
Arkeolog: Αρχαιολόγος (Arheolôgos). Arkeoloji bilimiyle uğraşan.
Armoni: Aρμονία (Armonîa). Aheng, uyum.
Aroma: Άρωμα (Âroma). Doğal koku ve bu kokudan neşet eden.
Arp (Harp): Άρπα (Ârpa). Bir müzik âleti.
Arsenik: Αρσενικό (Arsenikô). Bir kimyevî element. Kırmızı renkli, ağulu bir madde, sıçanotu, Zırnık, zırnîh.
Arşiv: Aρχείο (Arhîo). Άρχή (Ârhî) kökünden; temel olan, başlangıça ait olan anlamından dönüşerek eski olan anlamı kazanmıştır.
Arter: Αρτηρία (Artirîa). İlk kez Aristoteles tarafından kullanılan bir terim. Atardamar.
Asbest: Ασβέστης (Asvêstis). Kireç.
Asfalt: Άσφαλτος (Âsfaltos). Zift.
Asimetri: Ασύμμετρία (Asîmetrîa). Bakışımsızlık, gayrı tenazur.
Asimetrik: Ασύμμετρος (Asîmetros). Bakışımsız, gayrı mütenazır.
Astım (Asthma): Άσθμα (Âsthma).
Astigmat: Αστιγματισμός (Astigmatismôs): Tıp ter. Bir göz hastalığı
Astrofizik: Αστροφυσική (Astrofisikî). Αστέρας (Astêras): Yıldız-Φυσική (Fisikî): Fizik bilimi, Doğal, Tabiî. Gök fiziği, Yıldız fiziği. Yıldızların doğasına değgin.
Astroloji: Αστρολογία (Astrologîa). Αστέρας (Astêras): Yıldız-Λόγος (Lôgos): Bilme, bilgilenme, bilim, kelâm. Yıldızbilim
Astronom: Aστρονόμος (Astronômos). Αστέρας (Astêras): Yıldız-Νόμος (Nômos): Kanun, nizam, düzen. Gökbilimci, yıldızbilimci.
Astronomi: Αστρονομία (Astronomia). Aστέρας (Astêras): Yıldız-Nόμος: Kanun, düzen, nizâm). Yıldızların Düzeni. Gökbilim
Astronomik: Αστρονομικός-ή-ό (Astronomikôs). Αστέρας (Astêras): Yıldız-Νόμος (Nômos): Kanun, düzen, nizam. Aşırı, ulaşılması çok zor olan. Gökbilimsel. Yıldızların nizâmına değgin.
Astronot: Αστροναύτης (Astronaftis). Αστέρας (Astêras):Yıldız-Nαύτης (Naftis): Denizci. Gök gezgini, Gök seyyahı.
Ateist: Άθεος (Αtheos). Α: Sız, siz-Θεος (Theos): Allah. Allahsız, tanrıtanımaz.
Ateizm: Αθεϊσμός (Atheismôs). Α: sız, siz-Θεος (Theos): Allah. Allahsızlık, tanrıtanımazlık.
Αterina: Aθερίνα (Atherîna). Gümüşbalığı.
Atlantik: Ατλαντικός (Atlantikôs). Atlas okyanusuna veya Atlas omuruna değgin.
Atlas: Άτλας (Âtlas). Yunan mitolojisinde bir varlık, Japetos adlı Titan’ın oğlu ve Prometheus’la Epimetheus’un kardeşi. Tıp terimi olarak, İlkomur, Coğrafya.
Atlet: Aθλητής (Athlitîs). Atlet.
Atletik: Aθλητικός-ή-ό (Athlitikôs).
Atletizm: Aθλητισμός (Athlitismôs).
Atmosfer: Ατμόσφαιρα (Atmôsfera). Ατμός (Atmôs): Nefes, soluk-Σφαίρα (Sfera): Küre. Dünyayı çevreleyen ve dünya üzerindeki yaşamı en önemli ölçüde sağlayan katman, tabaka. (Atmos kelimesinin orijini Sanskritçe “Atma”dır ve “nefes / Soluk” anlamına gelir.
Atmosferik: Ατμοσφαιρικός-ή-ό (Atmosferikos). Ατμός (Atmôs): Soluk- Σφαιρα (Sfera):Küre. Dünyayı çevreleyen ve dünya üzerindeki yaşamı en önemli ölçüde sağlayan katman, tabakaya değgin.
Atom: Άτομο (Âtomo). Α: sız, siz, suz, süz-Tομος (Tomos): kesme, parçalama. Parçalanamaz olan. Maddenin en küçük, parçalanamaz bölümü anlamında. Kavram, felsefî ve bilimsel anlamda Avdira (Abdera) Okulu’nun kurucuları olan Dimokritos ve Leukippos tarafından geliştirilmiştir. Άτομος Είδος (Âtomos İdos): Kesilemeyen-parçalanamayan şekil.
Atomik: Ατομικός-ή-ό (Atomikôs). Α: sız, siz, suz, süz-Tομος (Tomos): Kesme, parçalama. Bölünemeyen, parçalanamayan. Modern Yunanca’da “kişi”, “birey” anlamlarında da kullanılmaktadır.
Avlu: Αυλή (Avlî).
Avrupa: Yunan mitolojisinde Zeus’un sevgililerinden biri; Evrôpi (Ευρώπη). Bir kıta ismi.
Ayandon: Aγίος Αντωνίος (Agîos Andonîos: Aziz Antonius) teriminden türemiş olup Ocak ayı ortalarında görülen bir fırtınanın ismidir.
Ayazma: Αγίασμα (Agîazma). Kutsanmış su, adak yeri.
Ayeser: Αγίος Σεργίος (Agîos Sergîos: Aziz Sergîos) teriminden türetilmiş olup Trabzon yöresinde Ağustos ayında düzenlenen bir dernek, şenlik anlamındadır.
Aynaroz: Άγιον Όρος (Âgion Ôros). Άγιον (Âgion): Azizler-Όρος (Ôros): Dağ. Dağ Azizleri anlamında. Halkidiki yarımadasında bulunan ve özerk bir yapısı bulunan Orthodoks Hristiyanlığının en önemli merkezlerinden biri. Kadınların girmesi yasaktır. Türkçe’ye, Osmanlı döneminde geçmiş olup, Musahipzâde Celâl’in ünlü eseri “Aynaroz Kadısı” ile kavram popüler hâle gelmiştir.                                            Ayran: ( αραιόν βυζαντινό ξινόγαλα βλ. Φ. Κουκουλέ )
Azot: Άζωτο (Âzoto). A: Olumsuzluk öneki-Ζωή (Zoî): Hayat, yaşam, yaşayış. Cansız. Cansız gaz anlamında. Bir kimyevî element. Simgesi N.

– B –
Badas: Βάθος (Vâthos). Derin. Anlam genişlemesiyle, harman kaldırıldıktan sonra dipte-altta kalan ekin kırıntıları, harman artıkları, taşlı-topraklı tahıl kalıntıları, Afara.
Bakteri: Βακτήριο (Vaktîrio). Bir tür mikroorganizma. Βακτηρία (Vaktirîa): Çubuk, çomak.
Balgam: Φλέγμα (Flêgma).
Balyoz: Βαριά (Variâ). Ağır. Anlam genişlemesiyle, taş kırmaya yarayan bir âlet.
Banyo: Μπάνιο (Bânyo). Βάλανος (Vâlanos): Erkek cinsel organının glans (baş, pelit) kısmıyla, korpus (gövde) kısmının birleştiği çembersi bölüm. Eski Yunan’da, erkekler cinsî temastan sonra bu bölgeyi yıkadıklarından ve bu gelenek güney İtalya’ya geçtiğinden Türkçe’ye İtalyanca’dan “banyo” olarak girmiştir. Aslı Yunanca “Vâlanos” kelimesidir.
Barbunya: Μπαρμπούνι-α (Barbûni,a). Bir tür balık ve bitki.
Barut: Πυρίτιδα (Pirîtida).
Baryum: Βάριον (Vârion). Ağır anlamında. Bir tür kimyevî element. Simgesi Ba.
Berilyum: Μπερίλιο (Berîlyo). Μπεριλ (Beril): Şekerli, tatlı anlamında. Bir kimyevî element. Be.
Bezelye: Μπιζέλι (Bizêli). Bir tür bitki.
Bibliyotek: Βιβλιοθήκη (Vivliothîki). βιβλίο (Vivlîo): Kitap- θήκη (Thîki) veyâ θέτω (Thêto): Kutu, kapalı yer, koruncak. Kütüphâne.
Bibliyografya: βιβλιογραφία (Vivliografîa). βιβλίο (Vivlîo): Kitap- Γράφω (Grâfo): Yazmak, yazım. Kitapyazım, kitap betimi.
Biyofizik: βιοφυσική (Viofisiki). Βίος (Vîos): Hayat, yaşam, canlılık, dirim- Φυσική (Fisikî): Fizik bilimi, Doğal, Tabiî. Canlı fiziği.
Biyografi: Βιογραφία (Viografîa): Βίος (Vîos): Hayat, yaşam, canlılık, dirim- Γράφω (Grâfo):Yazmak. Yaşam öyküsü, yaşamyazım.
Biyokimya: Βιοχημεία (Viohimîa). Βίος (Vîos): Hayat, yaşam, canlılık, dirim – Χύμος (Hîmos): Tabiî Sıvı, özsu, usâre. Canlı kimyâsı.
Biyolog: Βιολόγος (Violôgos). Βίος (Vîos): Hayat, yaşam, canlılık, dirim-Λόγος (Lôgos): Bilim, bilgi, kelâm. Dirimbilimci.
Biyoloji: Βιολογία (Viologîa). Βίος (Vîos): Hayat, yaşam, canlılık, dirim- Λόγος (Lôgos): Bilim, bilgi, kelâm. Dirimbilim.
Biyopsi: Βιοψία (Viopsîa). Βίος (Vîos): Hayat, yaşam, dirim- Οψίς (Opsîs): Görme, görüş. Canlı olana bakma. İnceleme amacıyla canlı bir dokudan parça alma.
Biyosfer: Βιόσφαιρα (Viôsfera). Βίος (Vîos): hayat, yaşam, dirim-Σφαιρα (Sfera): Küre. Canlıküre, yaşamküre, hayatküre, dirimküre.
Bodrum: Ιππόδρομος (İpodromos). Υπό (İpô): Alt, aşağı-Δρόμος (Drômos): Yol. Altyol, aşağı yol. Alt geçit, alt kısım, temel. Zaman içinde, evin alt katı anlamında değişmiştir. Διότι στον Βυζαντινό ιππόδρομο κάτω από τις κερκίδες ήταν οι φυλακές. Ιππόδρομος, İpodrum, Bodrum  φυλακή.
Boksit: βωξίτης (Voksîtis). Bir maden.
Bomba: βόμβα (Vômva). Gümbürdemek, gürültü çıkarmak.
Boru: Πόρος (Pôros). Geçit, gerçek, yol. Anlam genişlemesiyle boru.
Botanik: Βοτανική (Votanikî). Bitkibilim’e değgin.
Brom: Βρομίο (Vromîo). “Kötü kokulu” anlamında. Bir kimyevî element. Br
Bronş: Βρόγχος (Vrôk-h-os). Trakea’nın (Soluk borusu) alt tarafta ikiye ayrılması ile meydana gelen iki adet tüp biçimli oluşum. Bronş.
Bronşit: Βρογχίτιδα (Vrok-h-îtida). Tıp ter. Bronş yangısı, Bronş iltihâbı.
Bulgur: Πλιγούρι (Πligûri)

– C, Ç –
Cımbız: Tσιμπιδάκι (Çimbidâki). Küçük kanca anlamında.
Cins: Γένος (Gênos-Yênos).
Coğrafya: Γεωγραφία (Geografîa). Γαία (Yea) veyâ Γη (Yi): Yeryüzü, Toprak. Yunan mitolojisinde toprak tanrıça, ana tanrıça, toprak, toprak ana, yeryüzü- Γράφω (Grâfo): Yazmak.
Çaça: Tσατσα (Çaça). Genelev patroniçesi, Mama.
Çağanoz: Τσαγγανος (Çaganos). Bir tür yengeç.
Çene: Γενις (Genis / Yenis) veya Γναθος (Gnathos). Çene, Altçene.
Çeres (z): Ξηρός-ή-ό (Ksirôs). Susuz toprak anlamında. Suyu olmayan, sudan fâkir olan. Anlam genişlemesiyle kavrulmuş bakliyat. Leblebi, fıstık, fındık, badem vs.
Çetele: Τσουτουλα (Çutula). Kertik.
Çiroz: Τσίρος (Çîros). Kurutulmuş balık.
Çiklet: Tσίχλα (Çîkla).
Çipura: Τσιπούρα (Çipûra). Bir tür balık.

– D –
Daktilo: Δάκτυλο (Dâktilo) veya Δάχτυλο (Dâhtilo). Parmak. Anlam genişlemesiyle, bir yazım aracı.
Daktilografi: Δακτυλογραφία (Daktilografia). Daktiloyazım.
Dandanaz: Dανδανας (Dandanas). Eski Yunanca. Ekinleri ince taş, kum, toprak gibi nesnelerden ayırmak için kullanılan aygıt, elek, kalbur.
Defne: Δάφνη (Dâfni). Yunan mitolojisindeki bir genç kızın isminden mülhem. Rivâyete göre, amansız bir hastalığa tutlan genç kız bir ağaca dönüşür. Yapraklarını yaz-kış dökmeyen bir ağaç türü.
Defter: Τεφτέρι (Teftêri), από την αρχαία Διφθέρα, τεφτέρα, defter
Dekan: Δέκαρχος (Dêkarhos). Δεκα (Deka): On- Άρχηγός (Ârhigôs): Başkan. On kişinin başkanı. Anlam genişlemesiyle, bir fakültenin en üst düzey yöneticisi, kelime önce Fransızca’ya (Décan olarak) oradan da Türkçe’ye geçmiştir. İng; Dean.
Dekatlon: Δεκαθλον (Dekathlon). Δεκα (Deka): On- Αθλητισμός (Athlitismôs): Atletizm. On atletizm disiplinin biraraya gelmesiyle oluşturulan bir yarışma türü. Onlu Atletizm.
Delta: Δέλτα (Dêlta). Üçgen biçiminde olan. Akarsuların denize döküldükleri yerlerde oluşan alüvyondan zengin coğrafî yapı. Coğ. Ter.
Demagog: Δημαγωγός ( Dimagogôs). Δήμος (Dîmos): Halk, toplum, kitle- Άγω (Âgo): Yol açmak, ön açmak: Felsefe ter. Topluma yol gösteren. Anlam bozulmasıyla, boş laf üreten, içeriksiz konuşmalar yapan, Mugâlatacı.
Demagoji: Δημαγωγία (Dimagogîa). Δήμος (Dîmos): Halk, toplum, kitle-Άγω (Âgo): Yol göstermek, ön açmak. Topluma yol gösterme. Anlam bozulmasıyla, içeriksiz konuşmalar yapma, boş laf üretme, mugâlata.
Demet: Δεμάτι (Demâti). Tutam, Avuç dolusu, bir avuç, bağ, koçan anlamlarında.
Demografi: Δημογραφία (Dimografîa). Δήμος (Dîmos): Halk, toplum, kitle-Γράφω (Grâfo): Yazmak. Halk tasviri, halk betimi. Anlam genişlemesiyle, bir coğrafyada oturan (yaşayan) insanların sayısı, yoğunluğu, hareketliliği.
Demografik: Δημογραφικός-ή-ό (Dimografikôs). Demografiye değgin.
Demokrasi: Δημοκρατία (Dimokratîa). Δήμος (Dîmos): Halk- Κρατώ (Krâto): İdâre etmek, yönetmek. Halk iktidarı, halk idâresi.
Demokrat: Δημοκράτης (Dimokrâtis).
Demokratik: Δημοκρατικός-ή-ό (Dimokratikôs).
Deontoloji: Δεοντολογία (Deontologîa). Δέον (Dêon): İktiza, lüzum -Λόγος (Lôgos): Söz, bilim, bilgi veyâ Λέω (Lêo): Söylemek. (Özellikle Tıp biliminde) Tıp ahlâkı, tıp etiği.
Deri (Derma). Δέρμα (Dêrma). Cild.
Dermatoloji: Δερματολογία (Dermatologîa). Δέρμα (Dêrma)- Λόγος (Lôgos): Söz, bilim, bilgi. Deribilim, Cildiyye.
Despot: Δεσπότης (Despôtis). Hâkim olan, egemen, ev sahibi, reis, Kilise’de en üst düzeyde yönetici, baş papaz.
Despotizm: Δεσποτισμός (Despotismôs). Baskıcılık, şiddetli yöneticilik anlayışı, egemence davranış.
Diaspora: Διασπορά (Δiasporâ). Δια (Dia): Den, ile, için, dolayı, baştan aşağı-Σπόρος (Spôros): Tohum. Sağa sola dağılmış tohumlar anlamında. Anavatan’ın dışında yaşayan ve aynı milletten olan insan topluluğu. Örn: Diaspora Ermenileri.
Didaktik: Διδαχή (Didahî). Öğretmek kökünden. Öğretici.
Didim: Δίδυμος (Dîdimos). İkiz. Epididim teriminin içinde. Tıp’ta, çift olan testisleri (hâyalar, husyeler) betimlemek amacıyla kullanılmıştır.
Difteri: Διφθερίτις (Diftherîtis) veya Διφθερίτιδα (Diftherîtida). Corynobacterıum Diphteriae adı verilen bakteri tarafından oluşturulan enfeksiyöz bir hastalık. Kuşpalazı.
Dinamik: Δυναμικός-ή-ό (Dinamikôs). Kuvvetli, güçlü. Kuvvete değgin.
Dinamit: Δυναμίτης (Dinamîtis). Çok güçlü bir patlayıcı.
Dinamizm: Δυναμισμός (Dinamismôs). Dinamiklik hâli.
Dinamo: Δυναμο (Dinamo). Hareketli bir cihazın güç sağlayan parçası.
Dinamometre: Δυναμόμετρο (Dinamômetro). Güçölçer.
Dinozor: Δυνόσαυρος (Dinôsavros) veya Δεινοσαυρος (Dinosavros). Δυνο (Dino): Güçlü-Σαυρος (Savros): Kertenkele. Güçlü kertenkele veya Δεινός (Dinôs): Korkunç, müdhiş, kötü, güçlü, büyük, musibet dolu, mâhir, nâzik –Σαυρος (Savros): Kertenkele. Korkunç, ürkütücü kertenkele anlamında.
Diploma: Δίπλωμα (Dîploma). İkiye katlama, kıvırma, bükme. İkiye katlanmış olan anlamında, Anlam genişlemesiyle Şahadetnâme, ehliyet belgesi.
Diplomasi: Διπλωματία (Diplomatîa).
Diplomat: Διπλωμάτης (Diplomâtis).
Diplomatik: Διπλωματικός-ή-ό (Diplomatikôs).
Disk: Δίσκος (Dîskos). Ağırşak, mekik.
Diskotek: Δίσκοθήκη (Dîskothîki). Δίσκος (Dîskos): Ağırşak, mekik- Θήκη (Thîki): kutu, kın, kap, koruncak veya θέτω (Thêto): Korumak. Tek tarafı kapalı küçük alan, koruncak.
Diyabet: Διαβήτης (Diavîtis). Διαβαινώ (Diavenô): Arasından geçmek, geçmek. Şeker hastalığı.
Diyabetik: Δıαβητικός (Diavitikôs). Διαβαινώ (Diavenô): Arasından geçmek, geçmek. Diabetli, Şeker hastası.
Diyafragma: Διάφραγμα (Diâfragma). Δια (Dia): Arasından, aracılığıyla, içinden-Φράγμα (Frâgma): Set, baraj. Böleç. Göğüs ve karın boşlukları arasında bulunan kubbe şeklindeki adalemsi yapı, iki boşluğu ayıran zar veya septum, bölme. Fotoğraf makinesinin aynı adla anılan parçası.
Diyagonal: Διαγώνιος (Diagônios). Δια (Dia): Baştan aşağı, içinden, dolayı, arasından-Γωνια (Gonia): Köşe.
Diyagram: Διάγραμμα (Diâgramma). Δια (Dia): İçinden, dolayı, baştan aşağı-Γραμμα (Grama): Harf.
Diyalekt: Διάλεκτος (Diâlektos). Δια (Dia): İçinden, dolayı, baştan aşağı-Λέξη (Lêksi): Kelime. Şive, ağız, lehçe.
DİYALEKTİK: Διαλεκτικός-ή-ό (Dialektikôs). Δια (Dia): Baştan aşağı, dolayı, ile, den- Λέξη (Lêksi): Kelime, söz, sözcük. Κelimeden, sözcükten, kelimeyle. Anlam genişlemesiyle, karşıtların çatışması ve bir senteze (bireşime) varılmasını ifâde eder. Tez (Sav)-Antitez (Karşısav)→Sentez (Bireşim). Eytişim. Arapça; İlm-i Hilâf-ü Cedel (Karşıtların Çatışması ilmi). Felsefe terimi.
Ruh’un eşya ve hadiseler karşısındaki ‘nasıl’ tavrına karşı, akıl ‘niçin’leri arar ve fikir meydana gelir. Fikrin içine işlemiş olan işletici sıfat, Ruh’un merkezî fakültesi (konumundaki) ahlâktır ki, kendisinden zuhura geldiği (ortaya çıktığı) fikri ileriye doğru zuhur ettirir (ortaya koyar)…Bu çerçeve içinde diyalektik, fikrin kendisi değil, düzenidir, nizâmıdır…Bir meseleyi anlatırken, herkesin bir diyalektiği vardır ve anne kızını paylarken (azarlarken) bile bir diyalektik sahibidir…Hangi sözünü öne alır, hangisini sona bırakır, ne taraftan iknâ eder, nasıl inandırır?.. Onun için diyalektik, ilmî bir tâbirle, ‘sözde, kelâmın içinde, fikrin tahkiyesi, sıralanışı ve düzeni’ demektir…Her inanılan şey zıddıyla ilişkili olduğuna göre, fikir kendi zıddını dışarıda bırakma hadisesidir ki, mevzuundaki ‘esas’a giden yolun düzeni olarak diyalektik, dışarıda bırakmanın da düzeni olur. Bu düzen, yerine ve konusuna göre, metod, usûl, çizgi, biçim ve şekil ifâdesindedir; burada şu kadarını söyleyelim ki, diyalektik, fikir balının döküldüğü petektir…Ahlâka gelince…Fail olmak yerine münfail sıfatta, yani fiilin içine işlemiş ve işletici sıfattadır. Sıfatlar birşeye değerini veren, ‘değer’ ise o şeyin vasıflarını insan tabiatına nisbet etmek ve bu nisbetle aramaktır…” (Salih Mirzabeyoğlu, “Şiir ve Sanat Hikemiyâtı-Estetik ve Ahlâk”, sayfa 38-39).
Diyaliz:
Διάλυσις (Diâlisis). Διά (Diâ): Baştan aşağı, den, ile, için, dolayı-Λύσις (Lîsis): Çözüm, çözünüm, erime, cevap. Ayırma, ayrıştırma. Böbrek yetmezliği olan hastalarda, kanın belli aralıklarla temizlenmesi. Delikli bir zardan geçebilme yeteneklerinden yararlanarak, bir sıvının içinde bulunan çeşitli maddelerin ayrılmasını sağlamak.                                                                                                     

Diyalog: Διάλογος (Diâlogos). Δια (Dia): Baştan aşağı, dolayı, için, den, ile-Λόγος (Lôgos): Söz, kelâm, bilgi, bilim. Söz ile, Bilgi ile. Sözden, bilgiden, söze değgin. Anlam genişlemesiyle, iki kişinin karşılıklı konuşması, bilgi alışverişinde bulunması.
Diyet: Δίαιτα (Dîeta). Uygulama, yönlendirme anlamında. Türkçe’ye, Farsça’dan geçen ve “karşılığını verme” anlamında kullanılan kelimeyle anlam benzerliği yoktur.
Dizanteri: Δυσεντερία (Disenterîa). Δυς (Dis): Zorluk, güçlük belirten bir önek-Eντερο (E-n-dero): Barsak. Kalın barsak iltihâbı. Gaitada kan ve mukus karakteristiktir. Örn. Basilli Dizanteri.
Dogma: Δόγμα (Dôgma). Değişmez kanı, Nass, İnak / İnag. Felsefe ter.
Dogmatik: Δογματικός (Dogmatikôs). İnaksal. Felsefe ter.
Dogmatizm: Δογματισμός (Dogmatismôs). İnakçılık. Felsefe ter.
Doktrin: Διδαχή (Didahî). Δάω (Dâo) veya Δάσκω (Dâsko): Eski Yunanca, Öğretmek (kökünden) oradan “Διδαχη” (Didahi) ve Διδάσκω (Didâsko):Öğretmek, biçiminde gelişmiştir. Diğer açıdan, “Δοκέω” (Dokêo): İnanmak, tefekkür etmek, derin düşünmek fiilinden mülhemdir. Önce Lâtince’ye “Doceo” (Doçeo-Doseo) biçiminde, oradan Batı dillerine daha sonra da Türkçe’ye Fransızca’dan “Doctrine” (Doktrin) felsefe-siyâsî bilimler yoluyla geçti. Öğreti anlamında. Felsefe ve Siyâset ter. Doçent, Doktora ve Doktor kelimeleri de aynı kökten orijin alır.
Doz: Δόση (Dôsi). Verme, veriş kelimesinden. Tıp ve ecz. terimi. Örn. Yüksek doz (Overdose).
Dögen: Δογενος (Dogenos). Eski Yunanca. Üzerine sivri, kesici taşlar çakılmış olan harman döğme tahtası. Αιχμηρές κοφτερές πέτρες.
Drama: Δράμα (Drâma). Aslen eylem anlamına gelmekte olup bir tiyatro türünü ifâde eder.
Dramatik: Δραματικός (Dramatikôs). Drama değgin, acıklı, üzücü.
Dramaturg: Δραματουργός (Dramaturgôs). Drama hâline getiren.
Dramaturji: Δραματουργία (Dramaturgîa). Drama hâline getirme, dramlaştırma.

– E –
Efe: Έφηβος (Êfivos). Yiğit, delikanlı.
Efendi: Αυθεντία, Αυθεντικός Αφέντης (Afê-n-dis). Patron anlamında. Anlam genişlemesiyle, bey, varlıklı ve asil kişi mânâsını yüklenmiştir.
Eflâtun: Πλάτωνας (Plâtonas). Ünlü Yunan bilge ve ideolog Platon’a (Felâtun) verilen isim. Bu isimden mülhem olarak anlam değişimiyle “Açık Mor” renkli anlamında.
Ege: Αιγαίο (Egeo).
Egemen: Ηγεμόνας (İgemônas). Hâkim. Hegemonya sahibi, Hakan.
Ego: Έγώ (Êgô). Benlik, Nefs.
Egoizm: Εγωισμός (Egoismôs). Bencillik, hodbinlik.
Egotizm: Εγωτισμός (Egotizmôs). Benlikçilik.
Egosantrik: Εγωκεντρικός-ή-ό (Egokentrikôs). Benmerkezci.
Egosantrizm: Εγωκεντρισμός (Egokentrismôs). Benmerkezcilik.
Eğlence: Γλέντι (Glêndi).
Eko: Ηχώ (İhô). Yankı, akis, aks-i sedâ
Ekoloji: Οικολογία (İkologîa). Oίκος (İkos): Ev-Λόγος (Lôgos): Söz, Kelâm, Bilgi, Bilim: Çevrebilim.
Ekolojik: Oικολογικός-ή-ό (İkologikôs). Çevrebilimsel.
Ekonomi: Oικονομία (İkonomîa). Oίκος (İkos): Ev-Νόμος (Nômos): Düzen, nizâm, idâre. Ev idâresi. Anlam genişlemesiyle, İktisat.
Ekonomik: Oικονομικός-ή-ό (İkonomikôs). Ekonomiye değgin.
Ekstazi: Έκσταση (Êkstasi). Εκ (Ek): Dış, dışta, dışarıda-Στάση (Stâsi): Durum, duruş, hâl. Esrime, kendinin dışında olma.
Ekümenik: Oικουμενικός-ή-ό (İkumenikôs). Οικέω (İkêo): İkâmet etmek, Oικουμένη (İkumêni): Mûkim. Evrensel, cihanşümûl, Âlemşümûl mânâsına. Örn. Ekümenik Patrik (Evrensel Patrik). Ortodoks Hristiyanları’nın temsilcisi olan Patrik’in, bütün dünya Ortodoksları’nın lideri olması hâli.
Ekzotik: Eξωτικός (Eksotikôs). Έξω (Êkso): Dışarı. Dışarıdan gelen, ilginç, dikkat çekici mânâlarını üstlenmiştir.
Elastik: Ελαστικός-ή-ό (Elastikôs). Sünek.
Elektrik: Ηλεκτρικός (İlektrikôs). Elektrik.
Elektrod: Ηλεκτρόδιο (İlektrôdio). Elektrod.
Elektron: Ηλεκτρόνιο (İlektrônio). Elektrik yüklü parçacık, kehribar.
Elektronik: Ηλεκτρονικός-ή-ό (İlektronikôs). Elektrona değgin, elektronsal.
Elektrostatik: Ήλεκτροστατική (İlektrostatikî).
Elips: Έλλειψη (Êlipsi). Oval, söbe biçimli geometrik şekil.
Elipsoid: Ελλειψοειδής-ής-ές (Elipsoidîs). Söbe, oval, yumurtamsı.
Eliptik: Eλλειπτικός-ή-ό (Eliptikôs). Elips’le ilgili olan.
Embryo: Έμβρυο (Êmvrio). Cenin, dölüt, cücük.
Empati: Εμπάθεια (Empâthia). Tutku, ihtiras. Bir kimsenin, kendisini başkasının yerine koyması, bu kimsenin daranışları ile kendi davranışlarını yakın görmesi. Bir başka insanın hislerini anlama ve imgesel olarak onlara katılma yeteneği; duyguya öykünme.

Enderun: Ενδότερα ( εσωτερικά π.χ εσωτερικό σχολείο )
Enerji: Eνέργεια (Enêrgia). Εν (En): İç, içinde-Εργα (Erga): İş, çalışma, uğraş, emek.
Enerjik: Ενεργειακός-ή-ό (Energiakôs).
Engerek: Εγκελίον (Egelîon). Yılanbalığı anlamında. Bir yılan türü.
Enginar: Αγκινάρα (Aginâra).
Enigma: Aίνιγμα (Enigma). Muamma, Sır, Gizem, bulmaca. Daha ziyâde kâinatın sırları mânâsına gelmektedir.
Entel(l)ektüel:Εντελέχεια (Entelêhia) teriminden türetilmiştir. Entelehia kavramı ilk kez Yunan filozof Aristotelis tarafından kullanılmış olup, “gizillik ile karşıtlık içinde edimsellik” anlamına gelir, “Entelehia” kavramı, “içtihad” anlamında da kullanılmıştır. Kavram önce Batı dillerine (özellikle Fransızca) oradan da Türkçe’ye geçmiştir. Latince “İntellectum” (Anlama, kavrama) kelimesinden geldiği iddia edilse bile, kelime ayrıştırıldığında, “inter” (arasında) -“lex” (leks: kanun, kaide, ilke) sözcüklerinden oluştuğunu görürüz. “Lex” kelimesi ise yunanca “λέγω” (lêgo: Söylemek, demek) fiilinden köken almaktadır. Bir diğer yorum ise, Latince “İnter” (Arasında) ve Yunanca “Λέξις” (Leksis: Söz, kelime) kelimelerinin biraraya gelmesiyle oluştuğu şeklindedir ki, burada anlam, “kelimeler arası” olmaktadır. Aydın, münevver.
Entomoloji: Εντομολογία (E-n-domologîa). Εντομος (E-n-domos): Böcek-Λόγος (Lôgos): Bilim, bilgi, kelam. Böcekbilim
Epifenomen: Επιφαινόμενα (Epifenômena). Felsefe ter. İkincil fenomen, ikincil olgu. İnsan beyninin fizyolojik ürünü olarak görülen bilinç biçimi.
Epifenomenizm: Επιφαινομενισμός (Epifenomenismôs). Bilincin yalnızca beynin fizyolojik bir ürünü olduğunu savunan öğreti. Ek-görüngücülük.
Epigrafi: Επιγραφία (Epigrafîa). Nükteli deyiş, nükteli betim. Yafta, kitâbe.
Epigram: Επίγραμμα (Epîgramma). Nükteli deyiş, yazı.
Epik: Eπικός-ή-ό (Epikôs). Destansı.
Epilepsi: Επιληψία (Epilipsîa). Επι (Epi): Üzerinde, üstte-Λήψις (Lîpsis): Alma, tutma, zabt etme. Tıp terimi olarak, Sara hastalığı. Beyindeki elektrikî aktivite bozukluklarına bağlıdır; Tutarık. Örn. Majör Epilepsi (Grand Mal).
Epiloji: Επιλογία (Epilogîa). Bir oyunun sonunda, oyunculardan biri tarafından aktarılan ve genellikle şiirsel bir biçimi olan konuşma.
Episantr: Eπίκεντρο (Epîke-n-dro). Επι (Epi): Üzerinde, üstte-κεντρος (Ke-n-dros): Merkez. Jeoloji terimi olarak, Depremin yüzeydeki izdüşümü, izdüşümsel merkezi.
Epistemoloji: Eπιστημολογία (Epistimologîa). Επιστήμη (Epistîmi): Bilgi, fen- Λόγος (Lôgos): Söz, Kelâm, Bilgi, Bilim. Bilgibilim. Bilgikuram.
Eretik (Heretik): Αιρετικός (Eretikôs). Αιρέω (Erêo): Seçmek, ayırmak, Felsefe terimi olarak, Günâhkâr.
Eretizm (Heretizm): Αιρετισμός (Eretismôs). Αιρέω (Erêo): Seçmek, ayırmak. Felsefe terimi olarak, Günâhkârlık, dinî verileri saptırma veya reddetme.
Ergen: Εργένης (Ergênis).
Ergonomi: Eργονομία (Ergonomîa). Εργον (Ergon) veya Εργα (Erga): İş, çalışma-Nόμος (Nômos): Düzen, işleyiş. İş düzeni. İnsan ve çalışan çevresi ile ilgili olarak çeşitli biyolojik faktörlerin uygulanması.
Ergonomik: Eργονομικός (Ergonomikôs). Ergonomiye değgin.
Eristik: Εριστικός (Eristikôs). Έρις (Êris): Çekişme, çatışma, kavga, nifak. Tartışma uğruna tartışma ile ilgili. Tersten diyalektikçi.
Eristizm: Εριστισμος (Eristismos). Felsefe terimi, kavga tekniği. Negatif diyalektikçilik, ters diyalektikçilik.
Eroin: Ηρωίνη (İroîni). Ηρωας (İroas): Kahraman. Bu kelimeden geliştirilmiş olup aslı, Yunan mitolojisindeki aşk (cazibe) ilkesi (tanrısı) Eros’tur.
Erojen: Eρωγενους (Erogenus). Έρωτας (Êrotas): Aşk, Sevi-Gόνος (Gônos): Oluşsal. Aşkoluşsal, aşk uyandırıcı, aşkdürtüsel.
Erotizm: Ερωτισμός (Erotismôs). Έρωτας (Êrotas): Aşk, Sevi. Aşkçılık, aşk yoğunluğu.
Erotojenik: Ερωτογενική (Erotοgenikî). Έρωτας (Êrotas): Aşk- Γόνος (Gônos): Oluşsal. Aşkoluşa değgin, aşkoluşla ilgili.
Erotomani: Eρωτομανία (Erotomanîa). Έρωτας (Êrotas): Aşk- Μανία (Manîa): Aşırı bağlılık. Aşka aşırı bağlılık, aşk hastalığı.
Erotomanyak: Eρωτομανος (Erotomanos). Aşk hastası.
Esâtir: Σάτυρα (Sâtira). Mitoloji, efsâneler.
Eskatoloji: Έσχατολογία (Êshatologîa). Έσχάτως (Êshâtos): Geçen, son olarak, son raddede veya Έσχατος (Êshatos): Son, sonuncu- Λόγος (Lôgos): Söz, Kelâm, Bilgi, Bilim.Ölümötesibilim.
Esoterik: Eσωτερικός-ή-ό (Esoterikôs). Batınî, içsel, gizil.
Esoterizm: Eσωτερισμός (Esoterismôs). Din ve felsefe terimi. Erginlenme, tesris. “Dışarıdaki”, “yabancı”, “haricî”, “bigâne” kişinin “içeri” alınması, “mahrem” kılınması esasına dayanan mistik faaliyet, içreklik, Batınîyye.
Estetik: Aισθητικός-ή-ό (Esthitikôs). Duyusal, hissî.
Estetizm: Aισθητιτισμος (Esthitismos). Duyuculuk, Hisçilik. Fels. Ter.
Eter: Aıθήρ (Ethîr). Uzay boşluğu, Esîr.
Eter: Aιθέρας (Ethêras). Kimyevî bir madde. Anestetik özelliğe sahiptir. Lokmanruhu.
Etik: Ηθική (İthikî). Bir değere ve inanç sistemine bağlı olarak meydana getirilen belirli ilkeler, Ahlâk, Ahlâk sistemi.
Etimoloji: Ετυμολογία (Etimologîa). Έτυμο (Etimο): Gerçek-Λόγος (Lôgos): Bilim, Kelâm. (Kavramlar için) Kökenbilim.
Etni: Eθνος (Ethnos). Irk, soy-sop.
Etnik: Eθνικός-ή-ό (Ethnikôs): Irkî, Millî.
Etnografya: Eθνογραφία (Ethnografîa). Irkyazım. Irk betimi.
Etnolog: Έθνολόγος (Êthnolôgos). Irkbilimci, soybilimci.
Etnoloji: Eθνολογία (Ethnologîa). Irkbilim.
Etos: Εθος (Ethos). Töre, alışkanlık, itiyat. Bir topluluğun ayırdedici karakteri, ruhu, tutumu.
EVDEMONİZM: Ευδαιμονισμός (Evdemonismôs). Ευ (Ev, Ef): Hoş-Δαιμον (Demon): Orijinal anlamı itibârıyla “cennette üst düzey görevli, misyon sâhibi”, İslâm’daki Âlûn melekleri gibi bir anlama sâhipken zamanla anlam sapmasına uğrayıp şeytan mânâsını yüklenmiştir. Abdera (Avdira) Okulu’nun kurucularından olan Dimokritos’un geliştirdiği öğreti. Buna göre, mutluluk, Ruh’un dinginliğidir. Buna ‘Efthimîa’ (Ευθυμία) denir. Efthimîa, insan eyleminin son amacı, gâyesidir. Mutlak iyi olan ‘efthimîa”dır. Sokrates’in ahlâk öğretisinin ana özelliği de “evdemonist”tir. Sokrates hayatı boyunca, içinde bir “Demon” bulunduğunu ve onun sesini dinlediğini söyler. Sokrates, bunu ilâhî bir ses olarak kabul eder ve ona uyar. Bu “Demon”, Sokrates’in ahlâk anlayışının tek yanlı rasyonalizmini (akılcılığını) tamamlayan bir etken olarak görünür zira “Demon”, “irrasyonel” (akıldışı) birşey olarak kabul edilir. Mistik bir öğedir. Kinizm’in kurucusu Antisthenes’in ahlâk öğretisi de evdemonisttir. Mutluluğa ancak boş kuruntulardan kurtulunca ulaşılabilir. Ruh böylece özgürleşebilir. Erdem ve özgürlük budur. İnsanın, “iç”inden bağımsız olmasıdır. Sağlık, güzellik, zenginlik, lüks, şan, şöhret, şeref vs. gibi şeyler aldırış edilmemesi gereken, kayıtsız kalınacak şeylerdir. Olsa olsa, bu şüpheli şeylerin karşıtları birer değerdir. Yoksulluk, ihtiyaçsızlık, adı sanı olmamak, insanı boş gururdan, boş kuruntulardan korurlar. Haz da çok tehlikelidir, insanı deli eder, köleleştirir. Bunun yerine, sıkıntı, ısdırap ve acı konulmalıdır. Bunlar, insanı dirençli ve sıkı kılar. Evdemonizm, Mutçuluk öğretisi olarak da adlandırılır. Felsefe terimi.
Evlek: Αυλάκι (Avlâki). Küçük hendek, ekim için sabanla tarlada açılan uzun yarık.
Evropyum: Ευρώπη (Evrôpi). Yunan mitolojisinde bir varlık. Avrupa. Bir kimyevî element.

– F –

Falaka: Φαλαγγος (Falagos). Kalın sopa. Yunanca’dan Arapça’ya oradan da Türkçe’ye geçmiştir.
Fanila: Φανέλλα (Fanêla).
Fanus: Φανός (Fanôs) veya Φονός (Fonôs). Külâh, başlık, fener kapağı anlamlarında.
Fantastik: Φανταστικός (Fa-n-dasdikôs). Hayalsi, hayallere değgin.
Fantazmagorik: Φαντασμαγορικός (Fa-n-dasmagorikôs). Çok ileri bir hayal gücü gerektiren, ileri bir tasavvura dayanan.
Fantazmagorya: Φαντασμαγορία (Fa-n-dasmagoria). İleri tasavvur.
Fantezi: Φαντασία (Fa-n-dasia). Hayal kurma, hayal etme.
Farfara: Πέρπερος (Pêrperos). Eski yunanca’da geveze anlamında. “Vır vır” sözü de aynı kökten gelmektedir.
Fasarya: Φασαρία (Fasarîa): Gürültü, patırtı, karışıklık, lüzumsuz konular üzerinde tartışma anlamında.
Fasulye: Φασίολος (Fasîolos) veya Φασολία (Fasolîa) ya da Φασολακία (Fasolakîa) şeklinde söylenir. Yeşil bir bitki (sebze).
Fayton: Φαέθων (Faêton). Yunan mitolojisinde Güneş arabasının sürücüsü anlamında.
Feleng: Φαλαγγη (Falagi). Dayanak, dayanılan araç anlamında. Karaya çekilen kayıkların altına konulan ya da yapı işlerinde iskele kurulurken kullanılan dayanak. Filing, falang biçiminde de söylenir.
Felsefe: Φιλοσοφία (Filosofîa). Φίλος (Fîlos) veya Φιλώ(Filô): Sevgili, arkadaş, dost. Σοφία (Sofia): Hikmet. Hikmet sevgisi.
Fener: Φαναρι (Fanari). Işıldak, ışıklık. Küçük fanus.
Fenomen: Φαινόμενο (Φenômeno). Olgu, olay. Görüngü.
FENOMENOLOJİ: Φαινομενολογία (Fenomenologîa). Φαινομενο (Fenomeno): Olay, olgu-Λόγος (Lôgos): Bilim, bilgi. Olgubilim.
1920’li yılların başından itibâren Avrupa kapitalizminin toplumsal düzeni, savaşın yıkımı ve savaş sonrasındaki politik kargaşanın etkileri tarafından kökünden sarsıldı. Bu düzenin geleneksel anlamda dayandığı ideolojiler ve yönetimine hizmet eden kültürel değerler tümüyle sarsıntı geçirdi. Bilim, olguları sınıflandırmaktan başka hiçbir şey yapmayan gerici bir pozitivizmin içine düştü; felsefe ise, bu tür bir pozitivizm ile, savunulamaz bir öznelcilik (subjectivisme) arasında sıkışıp kaldı; Görecelik ve metafizik biçimler gelişti. İşte tam bu dönemde Alman filozof Edmund Husserl yeni bir felsefe geliştirme çabasına girdi. Husserl, yaşanan ideolojik krizin, akıldışıcı barbarlık ile, kendine yeten bir psikoloji bilimi sâyesinde ulaşılabilecek mânevî bir yeniden doğuşun arasında bir seçim mes’elesi olduğunu söyler.
Husserl, kesinlik arayışına, “doğal tavır” diye adlandırdığı tavrı, nesnelerin dış dünyada bizden bağımsız olarak var oldukları ve bizim bu nesnelere ilişkin bilgimizin genelde güvenilir olduğuna ilişkin sağduyusal inancı geçici olarak reddederek başladı.
Kesin olarak bilebileceğimiz, açık seçik bir şey var mıdır?
Husserl’e göre nesnelerin bağımsız var oluşlarından emin olmasak da yaşam planında bulunan gerçek nesne bir yanılsama olsun olmasın, bilincimizde dolaysız olarak nasıl göründüklerinden emin olabiliriz. Nesnelere, kendi için şeyler değil de bilinç tarafından konumlanan veyâ “amaçlanan” şeyler olarak bakılabilir. Her türlü bilinç, bir “şey”in bilincidir: Düşünürken, “ben” düşüncemin belli bir nesneye “yönelik” olduğunu bilirim. Düşünce edimi (faaliyeti) ve düşüncenin nesnesi içsel olarak ilişkili ve karşılıklı olarak bağımlıdır. Benim bilincim dünyanın edilgin (pasif) biçimde keşfedilmesinden ibâret değildir, onu oluşturur veyâ “amaçlar”. Şu hâlde kesinliğe varmak için, herşeyden önce bizim dolaysız yaşantımızın dışında kalan herşeyi görmezlikten gelmeli veyâ “paranteze almalıyız”; dış dünyayı yalnızca kendi bilincimizin içeriklerine indirgemeliyiz. “Fenomenolojik indirgeme” adı verilen bu indirgeme Husserl’in ilk önemli adımıdır. Bilince “içkin” olmayan herşey kesinlikle dışlanmalıdır; tüm gerçeklikler bizim zihnimizdeki görünüşlerine göre saf “fenomenler” olarak ele alınmalıdır ve kendisinden yola çıkabileceğimiz tek kesin veri de budur. Husserl’in, felsefî yöntemine verdiği isim “fenomenoloji” bu ısrardan kaynaklanır. Fenomenoloji, saf fenomenler bilimidir.
Ancak, bu da sorunları çözmez. Çünkü zihnimizin içeriklerini tarayınca belki de kaotik bir bilinç akımı, olguların gelişigüzel akışının ötesinde bir şeye rastlamayız ve dolayısıyla da kesinliği bunun üzerinde temellendiremeyiz. Oysa ki, Husserl’in ilgilendiği saf fenomen türü, keyfî bireysel tikellerden ötede bir şeydir. Genel “özler” sistemidir, çünkü fenomenoloji, imgelemdeki her nesneyi, o nesnenin değişmezini bulana kadar değiştirir. Fenomenolojik bilgiye sunulan, örneğin kıskançlığın veyâ kırmızı rengin yaşantısı değil, bu nesnelerin kıskançlık veyâ kırmızılık gibi evrensel tipleri veyâ özleridir. Bir fenomeni tümüyle ve saf olarak kavrayabilmek, ondaki değişmezi ve özsel olanı kavramak demektir.
Fenomenoloji, ne bireylerin keyfî, bölük pörçük yaşantılarıyla ilgilenen bir ampirisizm biçimiydi ne de yalnızca bu bireylerin gözlemlenebilir zihin süreçlerini araştıran bir çeşit “psikolojizm”di. Fenomenoloji bilincin yapılarını ortaya koyduğunu ve bu edimiyle fenomenlerin kendilerini de ortaya koyduğunu iddia ediyordu. Son tahlilde, fenomenoloji bir “metodik idealizm” biçimidir. O, insan öznesini yeniden dünyanın merkezine yerleştirerek acılı bir tarihî soruna düşsel bir çözüm sağladı.
Fesleğen: Βασιλικός (Vasilikôs): Kral. Kral’a ait, krallara layık yiyecek anlamında. Bir bitki, kralotu, Kırkbudak.
Fıçı: Βυτίον (Vitîon) veya Φουτίον (Futîon).
Fındık: Φουντούκι (Fundûkia). Pondus (Ποντος-Güzel Deniz) kelimesinden türemiş olup, Pondus’tan gelen anlamını taşır. Pondus, Yunan mitolojisinde Gaia (Gaya, Gea)’nın yani “Yeryüzü”nün (toprağın) çocuklarından biri olup, “güzel deniz” anlamına gelmektedir. Eski Yunanlar, fındığa, Pondus Cevizi anlamına gelen “Καρύδι Ποντιακα” (Karîdi Pondiaka) derlerdi. Yine Yunanca “Ποντικι” (Po-n-diki) kelimesi fâre anlamına gelmekte olup, “Pondus’tan gelenle birlikte” anlamındadır çünkü Trabzon limanından yüklenen fındıkların arasına karışan fareler de, fındıklarla birlikte Yunan limanlarına ulaşıyorlardı. Türkçe’de fındık fâresi olarak bilinen küçük bir fare türünün ismi de buradan mülhemdir.
Fırça: Βούρτσα (Vûrça). Fransızca’ya “Brosse”, İngilizce’ye “Bross” olarak geçmiştir.
Fırın: Φούρνος (Fûrnos), από το ιταλικό forno
Fışkı: Φουσκι (Fuski). At veya eşek tersi.
Fidan: Φυτό (Fitô). Bitki, filiz.
Fide: Φιδές (Fidês). Eşkin / Erişkin filiz. Bu kelime de “Φυτό” (Fitô-bitki) kelimesinden evrilmiştir.
Filantropi: Φιλανθρωπία (Filanthropîa). Φίλος (Fîlos): Dost, arkadaş, sevgili-Ανθρωπος (Anthropos): İnsan. İnsan sevgisi.
Filarmoni: Φιλαρμονία (Filarmonîa). Φίλος (Fîlos): Dost, arkadaş, sevgili -Αρμονία (Armonîa): Aheng, uyum. Aheng sevgisi. Örn, Filarmoni orkestrası.
Filiz: Βλαστός (Vlastôs). Ελιξ (Eliks): Tohumdan çıkan sürgün anlamında.
Filogenesis: Φυλογενέσις (Filoyenêsis). Φυλή (Filî): Soy, sop, kabile, aşiret-Γενέσις (Yenêsis): Oluş, tekvin. Soyoluş.
Filogenetik: Φυλογενετηκη (Filogenetiki). Soyoluşsal.
Filoloji: Φιλολογία (Filologîa). Φιλο (Filo): Sevgi. Λόγος (Logos): Söz, kelâm, bilgi. Sözsevgisi. Edebî metin araştırmacılığı. Edebiyat, yazınbilim.
Filolojik: Φιλολογικός (Filologikôs). Edebî, yazınsal.
Filozof: Φιλόσοφός (Filôsofôs). Hikmetsever.
Fire: Φύρα (Fîra). Azalma, eksilme.
Fiske: Φούσκα (Fûska). Şişik, kabarık.
Fizik: Φυσική (Fisikî). Fizik bilimine değgin, doğaya değgin.
Fizyokrasi: Φυσιοκρατια (Fisiokratia). Φυσις (Fisis): Tabiat, doğa-Κρατω (Krato): idâre etmek, yönetmek, düzene koymak. Tabiatın hükümdarlığını savunan öğreti.
Fizyoloji: Φυσιολογία (Fisiologîa). Φυσις (Fisis): Tabiat-Λόγος (Lôgos): Bilim, söz, kelâm, bilgi. Doğabilim, işlevbilim.
Fizyolojik: Φυσιολογικός-ή-ό (Fisiologikôs). İşlevbilimsel, doğabilimsel.
Fizyonomi: Φυσιογνωμία (Fisiognomîa). Φυσις (Fisis): Doğa, tabiat-Γνομι (Gnomi): Bilgi. Doğa bilgisi.
Fizyonomik: Φυσιογνωμικός-ή-ό (Fisiognomikôs). Fizyonomi’ye değgin.
Fizyoterapi: Φυσικοθεραπεία (Fisikotherapîa). Fizik-tedâvi.
Fok: Φώκια (Fôkia). Bir deniz memelisi. Türkçe’de deniz ayısı olarak da ifâde edilmektedir.
Folluk: Φωλιά (Foliâ). Yuva.
Fonetik: Φωνητική (Fonitikî). Sese değgin.
Fonograf: Φωνόγραφος (Fonôgrafos). Φωνή (Fonî): Ses-Γραφω (Grafo): Yazmak. Ses kaydı yapan bir aygıt.
Fonografik: Φωνογραφικός (Fonografikôs). Seskayıtsal.
Fonogram: Φωνόγραμμα (Fonôgrama). Φωνή (Fonî): Ses-Γραμμα (Grama): Harf. Sesyazım.
Fosfor: Φωσφόρος (Fosfôros). İlk ışıyan, ilk parlayan, Işığı taşıyan, sabah yıldızı.
Fotofon: Φωτοφωνος (Fotofonos).
Fotoğraf: Φωτογραφία (Fotografîa).
Fotojeni: Φωτογένεια (Fotogênia). Fotoğrafta güzel çıkma.
Fotojenik: Φωτογένεικός (Fotogenikôs).
Funda: Φουντα (Fu-n-da). Püskül, tepelik anlamlarında.

– G –

Galaksi: Γαλαξίας (Galaksîas). Γάλα (Ğâla): Süt- Άξια (Âksia): Değer, kıymet, liyâkat, meziyet. Süte benzer, Süt değerinde, kehkeşan, Samanyolu (Milk way).
Galata: Γαλατας (Ğalatas). Sütçü. İstanbul’un en eski semtlerinden birinin ismi.
Gangren: Γάγγραινα (Gâgrena). Vücutta bulunan bazı doku bölümlerinin ölmesi. Genellikle kan akışının azlığına bağlıdır. Kimi zaman da direkt (doğrudan) travmalara veya enfeksiyonlara (gazlı) bağlı olabilir.
Gargara: Γαργάρα(Gargâra).
Gastronomi: Γαστρονομία (Gastronomîa). Γαστηρ (Gastir): Karın, Mide-Νόμος (Nômos): Düzen, işleyiş. Kaliteli yeme-içme bilgisi.
Gaz: Χάος (Hâos). Kaos kelimesinden evrilmiş olup isim babası Van Helmont’tur. Türkçe’ye Fransızca’dan geçmiştir.
Gebre: Κοπρος (Kopros). Dışkı, Kemre, gübre.
Gem: Χεμος (Hemos). Eski Yunanca; kontrol edebilmek amacıyla atın ağzına takılan özel aygıt.
Geniz: Γενις (Genis) veya Γναθος (Gnathos). Eski Yunanca, Altçene kemiği, çene. Gnathion: Altçenenin tam orta noktası.
Geometri: Γεωμετρία (Yeometrîa). Γεω (Yeo) veya Γη (Yi): Toprak, yeryüzü-Μετρω (Metro): Ölçmek.
Geometrik: Γεωμετρικός (Yeometrikôs).
Gen: Γενος (Genos).
Genetik: Γενέσις (Yenêsis). Oluş, tekvin. Çekirdeğin ve çekirdek dışındaki oluşumların oynadığı rolün incelenmesi.
Gerdel: Χαρδοφι (Hardofi) veya Kardofi. Ağaçtan yapılmış su kabı.
Glikoz (Glükoz): Γλυκος (Glikos). Tatlı, şeker, şekerli. Üzüm şekerinde bulunan dekstroz. Monosakkarid yapıdadır. Karbonhidratların yapısına iştirak eden şekli barsak kanalından emilerek dolaşım kanına katılır, glikojen şeklinde karaciğerde depolanır.
Gliserin: Γλυκερίνη (Glikerîni). Sentetik olarak hazırlanan veya sabun imâli sırasında yan ürün olarak elde edilen berrak, şurup görünümünde bir sıvı. Rutubet etkisi vardır.
Gnosis: Γνώσις (Gnôsis). Dinî tasarımların sezgisel bilgisi.
Gönder: Κοντάρι (Ko-n-dâri).
Gönye: Γωνια (Gonia). Köşe, açı. Köşeölçer, İletki, minkâle.
Gnosis: Γνώσις (Gnôsis). Sezgisel bilgi.
Gnostik: Γνωστικός (Gnostikôs). Bilinebilir. Felsefe ter.
Gnostisizm: Γνωστικισμός (Gnostikismôs). Bilinebilirlik öğretisi. Felsefe ter.
Grafik: Γραφικός (Grafikôs). Γραφω (Grafo): Yazmak. Bu kelimeden gelip, bir olayı veya olguyu yazım, betim yöntemiyle ifâde etme tekniği.
Grafit: Γραφίτης (Grafîtis).
Grafoloji: Γραφολογία (Grafologîa). Yazıbilim.
Gramer: Γραμματική (Gramatikî). Önce Fransızca’ya (Grammaıre) oradan da Türkçe’ye girmiştir.
Gramofon: Γραμμόφωνο (Gramôfono). Bir müzik âleti, Ses-yazar.
Gübre: Κοπρος (Kopros). Dışkı, Gaita.
Güderi: Kουδαρίον (Kudarîon). Koyun gönü, deri.
Güğüm: Kουκουμίον (Kukumîon). Küçük kazan, su kabı.

– H –

Halat: Χαλος (Halos). Eski Yunanca, ip, urgan.
Halojen: Αλογονο (Alogono). ¨Αλαξ (Âlaks): Eski Yunanca, tuz-Γονο (Gono): Oluş, olma, tekvin. Metal olmayan kimyevî element. Örn. Brom, Klor.
Hamarat: Ευμαρες (Evmares). Becerikli, başarılı, işbilir.
Harita: Χάρτης (Hârtis).
Havyar: Χαβιάρι (Haviâri). Balık yumurtası. Bir diğer iddiaya göre, Farsça, “Hâye” (yumurta) ve “Var” (gibi) kelimelerinden oluşmuştur ve “yumurta gibi” anlamına gelmektedir.
Hedonizm: Ηδονισμος (İdonismos). Ηδονή (İdonî): Haz, zevk, sefa, eğlence. Felsefe terimi olarak, Hazcılık.
Hegemonik: Hγεμονικός (İgemonikôs). Egemen, hâkim.
Hegemonya: Hγεμονία (İgemonîa). Egemenlik. Hâkimiyet.
Hektar: Eκτάριο (Ektârio). Bir yüzey ölçüsü birimi. Έκατόν (Êkatôn): Yüz (100) kökünden.
Helenik: Έλληνικός (Êlinikôs). Büyük İskender (Mεγας Αλεξανδρος-Megas Aleksandros) öncesi Yunan kültürüne değgin.
Helenistik: Έλληνιστικη (Êlinistiki). Büyük İskender sonrası Yunan kültürüne değgin.
Helenizm: Ελληνισμός (Elinismôs). Yunan mefkûresinin ve kültürünün yaygınlaştırılmasını öngören öğreti.
Helezon: Έλικας (Êlikas). Heliks.
Helikopter: Eλικόπτερο (Elikôptera). Έλικας (Êlikas): Helezon-Πτερό (Pterô): Kanat. Helezon-kanatlı.
Heliks: Έλικας (Êlikas). Helezon.
Hellim: Χελλουμι (Helumi). Kıbrıs adasında üretilen bir tür peynir.
Helyum: Ήλιος (İlios). Güneş. Güneş kelimesinden. Bir kimyevî element, asal gazlar sınıfından. He.
Hematit: Αιματίτης (Ematîtis). Bir cins değerli taş.
Hemofili: Aιμοφιλία (Emofilîa). Aιμα (Ema): Kan-Φιλία (Filîa): Sevme, temâyül. Kanamaya meyil, kanamaya temâyül. Bir kan hastalığı. Antihemofilik (Hemofili karşıtı) globülin faktör (8. Faktör) eksikliği. Kalıtsaldır.
Hemoroid: Aιμορροϊδες (Emoroides). Αιμα (Ema): Kan-Ρεω (Reo): Akmak. Bâsur. Anal bölgede bulunan toplardamarların genişlemesi (variköz değişiklik) ve buna bağlı kanamaların ortaya çıkması.
Hendek: Χανδάκι (Ha-n-dâki). Çukur.
Hepatit: Yπατίτις (İpatîtis), Yπατίτιδα (İpatîtida). Υπαρ (İpar): Karaciğer-Ειτις (İtis): İltihabî durum. Karaciğer iltihâbı, yangısı.
Heretik: Aιρετικός-ή-ό (Eretikôs). Felsefe ter. Yerleşik Kilise dogmalarına karşı çıkan, onlarla çatışan. Günâhkâr, sapkın.
Hermenetik: Ερμηνευτική (Ermenetikî). Yorumbilim.
Hermetik: Ερμητικός (Ermitikôs). Yunan ilâhı Hermes’e (Ερμης-Ermis) değgin. Gizemsel, büyüsel.
Hermetizm: Ερμητισμός (Ermitismôs). Yunan ilâhı Hermes’le (Ερμης-Ermis) ilgili olan. Gizemcilik, büyücülük.
Herpetoloji: Ερπετολογία (Erpetologîa). Sürüngenbilim.
Hesikazm: Ησυχασμός (İsihasmôs). “Ήσυχια” (İsihia): Rahatlık, sükûnet. Anlam genişlemesiyle ve din terimi olarak, inzivaya çekilmek. Keşişlerin manastıra çekilmesi.
Heterodiyejetik: Eτεροδιηγητικός (Eterodiigitikôs). “¨Ετερος” (Êteros): Başka, diğer, öteki, farklı- “Διηγούμαι” (Diigûme): Anlatmak. Εdebiyat terimi. Kendisi anlatıda görünmeyen.
Heterodoks: Eτερόδοξος-η-ο (Eterôdoksos). “¨Ετερος” (Êteros): Başka, diğer, öteki Farklı-Δόξα (Dôksa): Kanâat, kanı. Farklı yollara / duruşlara sahip olan. Orthodoks karşıtı. Felsefe terimi.
Heterogami: Ετερογαμία (Eterogamîa). “¨Ετερος” (Êteros): Başka, diğer, öteki, farklı-“Γάμος” (Ğâmos): Evlilik, düğün. Farklı eşlilik.
Heterojen: Eτερογενικός-ή-ό (Eterogenikôs). “¨Ετερος” (Êteros): Başka, diğer, öteki, farklı-“Γονο” (Gono): Oluş, tekvin. Farklı oluşlara sahip olan, farklı kökenden olan, kaynağı-menşei başka olan.
Heterolog: Ετερολογος (Eterologos). “¨Ετερος” (Êteros): Başka, diğer, öteki, farklı- “Λόγος” (Lôgos): Kelam, bilgi, bilim. Başka başka kaynaklara-bilgilere ait olan.
Heyyula: Ύλη (İli). Madde. Bu kelimesinden türetilmiştir. Türkçe’ye Arapça’dan geçen bu kavram İslâm düşüncesinde “Ruh” kavramının zıddı olarak kullanılmış, daha ziyâde Neo-Platonien (Yeni Platoncu) felsefenin gelişimiyle yayılmış, sonraları yerini özdek kavramına bırakmıştır. İslâm’da “Hyle” (İli), diriliğin, canlılığın karşıtıdır. Ruh, Hyle’nin dışında ve özgün bir varlıktır. Anlam genişlemesiyle, çocukları korkutmak için de kullanılmış ve “umacı”, “dev” veya “hortlak” anlamlarını yüklenmiştir.
Hıristiyan: Χριστιανός(Hristianôs). Χριστός (Hristôs-Mesih) adından mülhem. İsevî, Hz. İsa’ya (Ιησούς Χριστός-İisûs Hristôs / İsâ Mesih) inanan. “Hristo” kelimesinin kökeni bir görüşe göre, “Χρίσμα” (Hrîsma) sözcüğüdür ve “Mukaddes yağ” veya “bu yağla takdis etme” mânâlarına gelir. Bu anlamda “Hristos”, mukaddes yağ ile kutsanmış mânâsını yüklenir. Diğer bir görüşe göre ise, “Χρηστός” (Hristôs) kelimesinden gelmektedir ki, mânâsı “İyi, namuslu”dur.
Hıristiyanizm: Χριστιανισμός (Hristiyanismôs). Hz. İsâ’ya inananların tâkib ettiği yol. Hristiyanlık, Hristiyanlık ideolojisi.
Hırnap: Χαρούπι (Harûpi). Keçiboynuzu.
Hidrodinamik: Yδροδυναμικός-ή-ό (İdrodinamikôs). Su kuvvetine değgin.
Hidroelektrik: Yδροηλεκτρικός-ή-ό (İdroelektrikôs). Su’dan elektrik elde edilmesi. Su kuvvetiyle elektrik elde edilmesi.
Hidrofil: Yδρόφιλος-η-ο (İdrôfilos). Υδρο (İdro): Su, sıvı-Φιλος (Filos): Dost, sevgili, arkadaş. Su sever, sıvı sever, sıvıcıl.
Hidrofon: Yδρόφωνο (İdrôfono). Υδρο (İdro): Su, sıvı-Φωνή (Fonî): Ses. Denizaltı dinleme cihazı.
Hidrofor: Υδρόφορο (İdrôforo). Υδρο (İdro): Su, sıvı-Φορευω (Forevo): Taşımak. Su taşıyıcı.
Hidrografi: Yδρογραφία (İdrografîa). Υδρο (İdro): Su, sıvı-Γραφω (Grafo): Yazmak. Su (deniz) yazım, su (deniz) tablosu.
Hidrojen: Yδρογενής-ής-ές (İdrogenîs) veya Υδρογόνο (İdrogôno). Υδρο (İdro): Su, sıvı- Γενης (Genis / Yenis): Oluş, tekvin. Su oluşlu, su kökenli anlamında. Bir kimyevî element. H
Hidrometre: Υδρόμετρον (Hidrômetron). Υδρο (İdro): Su, sıvı- Μετρω (Metro): Ölçmek. Suölçer, sıvıölçer. Sıvıların özgül ağırlıkklarının saptanmasında kullanılan bir aygıt.
Hidrosfer: Υδρόσφαιρα (İdrôsfera). Υδρο (İdro): Su, sıvı- Σφαιρα (Sfera): Küre. Suküre.
Hijyen: Υγεία (İgîa). Sağlık, Sıhhat, Âfiyet.
Ηijyenik: Yγιεινός (İgiinôs). Sağlıklı, sıhhî.
Hilomorfizm: Yλομορφισμός (İlomorfismôs). Ύλη (İli): Madde, özdek-Μορφος (Morfos): Şekil, biçim. Maddenin (özdeğin), evrenin ilk prensibi ile özdeşleştirilmesi öğretisi, madde-biçimcilik. Felsefe terimi.
Ηiloteizm: Υλοθεισμός (İlotheismôs). Ύλη (İli): Madde, özdek-Θεός (Theôs): İlâh. İlâh’ı madde olarak kabul eden öğreti, Madde-ilâhçılık. Felsefe terimi.
Hilozoizm: Yλοζωισμός (İlozoismôs). Ύλη (İli): Μadde, özdek- ζωή (Zoî): Hayat, can. Madde-canlıcılık. Maddenin kendi dirimsellik (canlılık) öğesini kapsadığını ileri süren öğreti. Felsefe terimi.
Himen: Υμένας (İmênas). Vajina’nın girişinde bulunan zarsı oluşum. Kızlık zarı, bekâret zarı. Υμέναιον (İmêneon): Eski Yunanca’da, evlilik şarkısı.
Hiperbol: Yπερβολή (İpervolî). Yπέρ (İpêr): Yüksek – βολή (Bolî), βάλλω (Vâlo): Atmak, fırlatmak. Yükseğe atmak anlamında. Bir matematik terimi.
Hipermetropi: Υπερμετροπια (İpermetropia). Υπέρ (İpêr): Yüksek-Μετρο (Metro): Ölçü-Οψις (Opsis): Görme, görüş. Gözün ışığı hatalı kırması nedeniyle, yakını görememe şeklinde beliren görme kusuru. Işık huzmeleri, retina tabakasının üzerinde değil, arka kısmına isâbet eden bir yerde odaklanır.
Hipnotik: Yπνωτικός-ή-ό (İpnotikôs). Hipnoza değgin.
Ηipnotizm: Yπνωτισμός (İpnotismôs). Ϋπνος (İpnos): Uyku. Telkin yöntemiyle bir kişiyi uyutma eylemi, bunu itiyat hâline getirme, Belirleyici metod olarak ortaya koyma.
Hipnoz: Ύπνωσις veya Ύπνωση (İpnosis, İpnosi). Yunan Mitolojisi’ndeki Uyku tanrısı, İpnos’tan mülhem. Kişinin telkin yöntemiyle uyutulması.
Hipodrom: Iπποδρομία (İpodromîo). Ιππος (İpos): At- Δρομος (Dromos): Yol: Atyolu. Atyarışlarının yapıldığı alan.
Hipopotam: Iπποπόταμος (İpopôtamos). Ιππος (İpos): At- Ποταμος (Potamos): Nehir, Akarsu. Nehir atı, Su aygırı.
Hipotenüs: Υπότεινουσα (İpôtinusa). Υπό (İpô): Alt- Tείνω (Tîno): Germek. Bir matematik terimi.
Hipotetik: Yποθετικός (İpothetikôs). Farazî, varsayıma değgin.
Hipotez: Yπόθεση (İpôthesi). Υπό (İpô): Alt-Θεσις (Thesis): Tez, sav. Faraziyye, varsayım. Bilim, gerek gözlem konusu olguları birbirine bağlama, gerek bu bağları (olgusal ilişkileri) açıklama yolunda birtakım genellemelere gider. Ulaşılan genellemelerden tüm gözlem ya da deney sonuçları tarafından henüz doğrulanmamış ya da yeterince doğrulanmamış olanlara “hipotez” denir.
Histeri: Υστερία (İsterîa). Ύστερα (İstera): Son, nihaî. Ύστερον (İsteron): Son çocuk, rahim, döl yatağı. Latince’ye “Uterus” olarak geçmiştir. Bu kelimeden mülhem. Bir çeşit nevroz, kadınlarda görülür.
Ηisterik: Υστερικός (İsterikôs). Histeriye tutulmuş olan, Histeri hastası.
Hiyerarşi: Iεραρχία (İerarhîa). Ιερός (İerôs): Kutsal, mukaddes-Άρχω (Ârho): Düzene koymak, nizama koymak. Sıraerki.
Hiyeroglif: Iερογλυφία (İeroglifîa). Ιερός (İerôs): Kutsal, mukaddes- Γλειφια (Glifia): Yalama, yiv yiv oyma, yontma. Kutsal yontu.
Holizm: Oλισμός (Olismôs). ¨Ολος (Ôlos): Bütün, hepsi, cümle, ¨Ολως (Ôlos): Büsbütün, tamamıyla. Bütünün parçalarının toplamından büyük olduğu düşüncesi. Felsefe terimi.
Holografik: Oλόγραφικός-ή-ό (Olôgrafikôs). ¨Ολος (Ôlos): Bütün, hepsi, cümle- Γραφω (Grafo): Yazmak. Bir bütün hâlde yazım, bütünyazımsal.
Hologram: Oλόγραμμα (Olôgramma). ¨Ολος (Ôlos): Bütün, hepsi, cümle-Γραμμα (Grama): Harf. Bütünyazım.
Homeopati: Oμοιοπαθητική (Omiopathitikî). Ομοιο (Omio): Eş, benzer-Παθος (Pathos): Duygu, acı, his, hastalık, dert. Hemdertlik hâli. Benzer acı, benzer duygu anlamlarında. Kuvvetli ilâçların küçük dozlarda verilmesi suretiyle uygulanan tedâvi.
Homeopatik: Oμοιοπαθητικός (Omiopathitikôs). Hemdert, benzer duyguya, acıya, derde sahip olan.
Homodiyejetik: Oμοδιηγητική. Ομοιο (Omio): Eş, benzer-“Διηγούμαι” (Diigûme): Anlatmak. Εdebiyat terimi. İlk ağızdan anlatılan hikâyelerde olduğu üzere kendi anlatısı içinde olan.
Homojen: Oμογενής-ής-ές (Omogenîs). Ομό (Omô): Eş -Γενις (Genis / Yenis): Oluş. Eşcinsli, eşoluşlu, eşkökenli, aynı cinsten olan aynı, soydan olan, hemcins.
Homolog: Oμόλογος-η-ο (Omôlogos). Ομό (Omô): Eş-Λόγος (Lôgos): Bilim, bilgi, kelam, söz. Eş bilgili, eş sözlü, eş nitelikli.
Homonim: Oμώνυμος (Omônimos). Ομό (Omô): Eş-Όνομα (Ônoma): İsim, ad, nâm. Eşisimli, adaş.
Horismos: Χωρισμός (Horismôs). Xωρις (Horis): Hariç, dışında. Platon’un idealar dünyası ve eşya âlemi arasında yenemediği düşünülen ikiliği ifâde eder.
Hormon: Ορμόνη (Ormôni). Ορμώ (Ormô): Saldırmak, hücum etmek. Boşaltım kanalları olmayan özel bezler tarafından yapılarak kan dolaşımına verilen ve diğer dokuların fonksiyonlarını denetleyen kimyevî madde.
Horon: Χορον (Horon). Xορεύω (Horevo). Dans etmek. Bir halk dansı.
Horoskop: Ωροσκόπιο (Oroskôpio). Ωρο (Oro): Saat-Σκοπέω (Skopêo) veya Σκοπω (Skopo): Bakmak, gözlemek. Talih bakımı.
Hotoz: Χουτος (Hutos). Örtü, başlık.
Hoyrat: Χωρικος (Horikos) veya Xωριατες (Horiates). Köylü, kırsalda yaşayan. Kaba, grotesk anlamlarında.
Hörgüç: Όγκος (Ôgos).
Hubris: Ύβρις (İvris). Densizlik, kendini beğenmişlik, küstahlık, kibir. Yunan tragedyasında kişiyi kendi yıkımına götüren bir densizlik düzeyine varan hırs, kibir.
Humus: Χωμα (Homa). Toprak. Humuslu toprak kavramı da buradan gelmektedir. Güney illerinde, nohut ezmesinden yapılan bir tür yemek olan “Humus” (Hummus) kelimesi de aynı kavramdan mülhemdir.
Huni: Κωνος (Konos). Koni kelimesinden.
Hülya (Hulya): Χολή (Holî). Safra. Mâl-i Hülya: 4 unsur (kan, safra, balgam, aşk). Yunanca’dan Arapça’ya oradan da Türkçe’ye geçmiştir. Hayal, rüyâ anlamlarında da kullanılmaktadır.

– I –

Iğrıp: Γρίπος (Grîpos). Balıkağı.
Ihlamur: Φλαμουρία (Flamurîa).
Ilgaz: Πύργος (Pîrgos). Kale, akınlardan korunmak için yapılan yer anlamında, korunak.
Ilık: Χλιαρός (Hliarôs).
Irgat: Eργάτης (Ergâtis). Amele, işçi. ¨Εργον (Êrgon): İş, Umur, eser kelimesinden gelir.
Iskarta: Σκάρτα (Skârta).
Iskarmoz: Σκαλμός (Skalmôs) veya Σκαπμός (Skabôs).
Ispatula: Σπάτουλα (Spâtula). Bir gereç.
Istaka: Στέκα (Stêka). Bilardo değneği.
Istakoz: Aστακός (Astakôs). Bir deniz canlısı.
Istarna: Στέρνα (Stêrna). Sarnıç.
Istavroz: Σταυρός (Stavrôs). Haç, sâlip.
Izgara: Σχάρα (Skâra). Yara kabuğu (skar) anlamında da kullanılır. izgiara kofte: είς την σχάραν κοφτόν ( κρέας )/ κεφτές.

İambik: Ιαμβικός (İamvikôs). Şiirde, birincisi kısa ve ikincisi uzun olmak üzere iki heceli yapılar tarafından belirlenen vezin.
İbrik: Mπρίκι (Brîki). Esas olarak cezve anlamında kullanılmakta olup anlam genişlemesiyle bitki sulamak ya da abdest almak için kullanılan su kabı mânâsını yüklenmiştir. Farsça, “Abrîz” (Su döken, su akıtan) kelimesinden geldiği de öne sürülmüştür.
İDEA: Iδέα (İdêa). Fikir.
Dimokritos’a göre, varolduğu hâlde kendileri artık bölünemeyen ve görülemeyen “kılık”lara “idea” denir. Dimokritos buna aynı zamanda “atom” (bölünemez olan, parçalanamaz olan anlamında) adını vermiştir.
İdeal: Iδανικό (İdanikô).
İdealizm: Iδεαλισμός (İdealismôs). Mefkûrecilik.
İdeogram: Iδεόγραμμα (İdeôgram). Iδέα (İdêa): Fikir-Γραμμα (Grama): Harf. Bir fikir belirten (içeren) ve harf gibi işlev gören biçim, fikir-harf. Örn, Çince ideogramik bir dildir.
İdeokrasi: Ιδεοκρατία (İdeokratîa). Iδέα (İdêa): Fikir-Κρατω (Krato): Düzene koymak, nizam vermek, idâre etmek, yönetmek. İdeal yönetimcilik, idealistçe yönetimcilik veya idealde başarısız olmak, ideale ulaşamamak, idealden sapmak.
İdeoloji: Iδεολογία (İdeologîa). Iδέα (İdêa): Fikir-Λόγος (Lôgos): Bilim, bilgi, kelam.
İdiot: Iδιώτης (İdiôtis). En geri zekâ düzeylerinden biri. Ίδιος (İdios): Kendi, kendisi. Ιδιώτης (İdiôtis): Tecrit edilmiş olan.
İdol: Είδωλον (İdolon). İmge, benzerlik, düşlem. Düşleri süsleyen.
İdos: Είδος (İdos). Biçem, form, çeşit, nevi, cins, tarz, suret. Örn; Elipsoid (Elips gibi, elips suretinde olan, elipse benzer).
İkasia: Εικασία (İkasîa). Benzerlik, tahmin. Εικάζω (İkâzo): Tahmin etmek, istidlâl etmek.
İklim: Κλίμα (Klîma). Yamaç, bayır, eğik anlamlarında. Önce Arapça’ya oradan da Türkçe’ye geçmiştir.
İkona: Eικών (İkôn). Resim (özellikle de kiliselerdeki dinî içerikli resim). İmge, suret, benzerlik, andırım. Είκονίζω (İkonîzo): Tasvir etmek, resim çıkarmak.
İkonoblast: Εικονοβλαστος (İkonovlastos). İkon yapıcı.
İkonografi: Eικονογραφία (İkonografîa). Simgelere uylamsal anlamlar yükleme. İkonayazım, ikonaçizim.
İkonoklast: Eικονοκλάστης (İkonoklâstis). İkon yıkıcı.
İkonoklazm: Eικονοκλασία (İkonoklasîa). İkon deviricilik, ikon yıkıcılık.
İksir: Εξαίρω (Eksero). Seçmek, ayırmak, ayıklamak. Eski dönemlerde istenilen değerli nesneyi üreteceğine inanılan hayalî bir madde. Sözgelimi, topraktan altın elde etmeye yarayan sıvı. Bir rivâyete göre, Büyük İskender “Megas Aleksandros”, bu sıvıyı ele geçirmek için tâ Hindistan’a kadar gitmiştir.
İonosfer: Iονόσφαιρα (İonôsfera). İyonküre.
İncil: Εύαγγέλιον (Evagêlion). Εύ (Ev): Hoş, güzel-Άγγελια (Âgelia): Müjde, muştu. Güzel haber, muştu. Hristiyanlığın kutsal kitabı.
İpotek: Yποθήκη (İpothîki). Υπό (İpô): Alt, altında, aşağı-Θήκη (Thîki): Korunak, koruncak. Koruma altında olan.
İroni: Eιρωνεία (İronîa). Mizah, Alay, Gülmece.
İronik: Eιρωνικός-ή-ό (İronikôs). Mizahî, Alaycı.
İskambil: Σκαμπίλι (Skambîli).
İskele: Σκάλα (Skâla). Aynı zamanda merdiven mânâsına da gelir.
İskelet: Σκελετός(Skeletôs). Kakıt, kemikçatı, kerkenek.
İskemle: Σκαμνί (Skamnî).
İskete: Σκαθι (Skathi). Serçegillerden ötücü bir kuş.
İskorpit: Σκορπίνα (Skorpîna). Bir tür balık, Çarpan.
İspari: Σπάρος (Spâros). Bir tür balık.
İspati: Σπαθί (Spathî). Kılıç anlamında. İskambil’de bir kâğıt grubu; Sinek. Kürek kemiği anlamına da gelmektedir.
İspinoz: Σπίνος (Spînos). Serçegillerden ötücü bir tür kuş.
İstatistik: Στατιστική (Statistikî).
İstavrit: Σταβρίδη (Stavrîdi). Bir tür balık.
İstif: Στοιβα (Stiva). Katman, tabaka, kat kat yerleştirme.
İstiridye: Στρείδι (Strîdi). Bir deniz canlısı.
İşkil: Σκύλος (Skîlos). Skîlos (Köpek) kelimesinden türetilmiş olup anlam genişlemesiyle, şüphe, kuşku, huylanma anlamlarını yüklenmiştir. Polonyalı gezgin Simeon’un “Seyahatnâme” adlı eserinde, 16-17.yy’da Anadolu’da yaşayan Yunanlar’ın, iyi geçinemedikleri Ermeniler’e “İşkil” dediklerini yazmaktadır.
İyon: Ιον (İon). Elektroliz sırasında anod veya katoda doğru giden elektrik yüklü atom.
İyot: Ιώδιον (İôdion). Menekşe, Eflâtun-leylak renkli anlamında. Bir kimyevî element. Simgesi I.
İzobar: Ισοβαρύς (İzovarîs). Ισο (İso): Eşit, eş- Βαρύς (Varîs): Ağırlıklı. Εşağırlıklı, denk ağırlıklı.
İzohips: Ισοϋψής (İsoîpsîs). Ισο (İso): Eşit, eş-Υψής (İpsîs): Yükselti. Eşyükselti.
İzotop: Iσότοπο (İsôtopo). Ισο (İso): Eşit, eş-Tοπος (Topos): Yer, mahâl. Aynı elementin, kimyevî özellikleri aynı olan ancak fizikî özellikleri değişen, iki veya daha çok biçimi.
İzotopi: Iσοτοπία (İsotopîa). İzotop olma hâli.
İzmarit: Σμαρίς (Smarîs). Bir tür balık.

– J –

Jeodezi: Γεωδαισικός (Yeodesikôs). Γη (Yi) veya Γεω (Yeo): Yeryüzü,toprak- Δαίω (Deo): Bölmek. Yerküreyi katmanlarına bölmek suretiyle incelemek, araştırmak. Yerbölüm.
Jeofizik: Γεωφυσική (Yeofisikî). Γη (Yi) veya Γεω (Yeo): Yeryüzü,toprak-Φυσις (Fizis): Tabiat, doğa, fizik. Yer fiziği.
Jeoloji: Γεωλογία (Yeologîa): Γη (Yi) veya Γεω (Yeo): Yeryüzü,toprak-Λόγος (Lôgos): Bilim, bilgi, kelam. Yerbilim.
Jeomorfoloji: Γεωμορφολογία (Yeomorfologîa). Γη (Yi) veya Γεω (Yeo): Yeryüzü,toprak- Μορφος (Morfos): Şekil, biçim-Λόγος (Lôgos): Bilim, bilgi, kelam. Yer şekilleri bilimi.
Jimnastik: Γυμναστική (Gimnastikî / Yimnastikî). Γυμνός (Gimnôs): Çıplak. Bir spor dalı. Eski Yunan’da sporcular çıplak olarak yarışmalara katılırdı. Bu nedenle bu isim verilmiştir.
Jiroskop: Γυροσκόπιο (Yiroskôpia). Γυρο (Yiro): Dönen-Σκοπω (Skopo): Bakmak, gözlemek.

-K –

Kadırga: Kάτεργον (Kâtergon). Kürekli, yelkenli bir gemi.
Kadmiyum: Καδμεια (Kadmia). Bir kimyevî element (Çinko karbonat olarak da adlandırılmaktadır). Cd.
Kafa: Kεφάλι (Kefâli) veya Κέφαλος (Kêfalos).
Kahkaha: Kαγχασμός (Kaghasmôs).
Kaka: Kακός-ή-ό (Kakôs, kaki, kako). Kötü, fenâ. Türkçe’de dışkı anlamında da kullanılır.
Kakofoni: Kακοφωνία (Kakofonîa). Kötü ses, kulak tırmalayıcı, kalitesiz ses.
Kalafat: Kαλαφατίζω (Kalafatîzo). Onarmak, bakıma almak. Gemilerin, özellikle de güvertelerinin kalafatlanması, bakılıp onarılması, ziftlenmesi.
Kalamar: Kαλαμάρι (Kalamâri). Bir deniz canlısı.
Kaldırım: Kαλντερίμι (Kalderîmi). Kαλός (Kalôs): Güzel, iyi- Δρόμος (Drômos): καλλίδρομον Yol. Güzel yol.
Kaleidoskop: Kαλειδοσκόπιο (Kalidoskôpio).
Kaligraf: Kαλλιγράφος (Kaligrâfos). Kαλός (Kalôs): Güzel, iyi- Γραφω (Grafo): Yazmak. Hâttat.
Kaligrafi: Kαλλιγραφία (Kaligrafîa). Καλός (Kalôs). Güzel-Γραφω (Grafo): Yazmak, yazım. Güzel yazı. Hât.
Kalkan: Kαλκάνι (Kalkâni). Bir tür balık.
Kambur: Καμπουρις (Kaburis). Bükük, eğri, tümsek, çıkıntı.
Kamış: Χαλαμός (Halamôs). Saz, kamış. Kalamış kelimesi de buradan türetilmiştir.
Kampana: Kαμπάνα (Kabâna). Büyük çan, kilise çanı.
Kamsela: Χλαμης (Hlamis). Yağmurluk.
Kanape: Χονοπειον (Honopion). Cibinlik, içinde oturulan yer, nesne. Yunanca’dan Fransızca’ya “Canapé” olarak geçmiş, oradan da Türkçe’ye girmiştir. Anlam genişlemesiyle, koltukla sinonim (eşanlamlı) olarak da kullanılmaktadır.
Kancık: Χανοδία (Hanodîa) veya Χανδης (Handis). Dişi köpek. Lâtince’ye “Cane” olarak geçmiş, oradan da Türkçe’ye girmiştir. Bir köpek cinsi olan “Caniche” (Kaniş) sözcüğünün kökeni de budur.
Kandil: Kανδήλα (Ka-n-dîla).
Kantaron: Kάνθαρος (Kântharos). Bir bitki ve böcek türü (Spanish Beetle). Bir rivâyete göre, Herakles’in (İraklis, Herkül) ayağında çıkan bir yaranın iyileştirilmesi için bu bitki kullanılmıştır. Kentavrion olarak da adlandırılır. Arapça’ya da, Haşişe’t-ül Kantaryon olarak geçmiştir.
Kanun: Kανόνι (Kanôni). Düzen, Nizâm, yasa.
KAOS: Χάος (Hâos). Kaos, kimi mitologlara göre Allah’ın tâ kendisi, kimilerine göre “Töz”, yani “idea” veya “cevher”dir, kimilerine göre ise “Temel İlke” (Principe Essentielle) dir. Bazı uzmanlar “Ex Nihilo” (Hiçlikten, yoktan) yaratmayı kabul etmezler. Buna göre bir İlâh yoktur ve Kainât yoktan varedilmemiştir. Diğer uzmanlar ise, Evren’in “YOK” tan varedildiğini ve bu anlamda “Temel Prensip” in “Khaos” yani “düzenin tâ kendisi” olduğunu iddia ederler.
Etimolojik olarak Kaos kelimesi, yunanca “χαίνω” (Heno: açık olmak) kökünden gelir. Hesiodos, Kaos’u “Uçsuz bucaksız uzay” olarak tanımlamaktadır. Uzay, ancak asla bir “düzensizliği içermeyen uzay”. Bunu mutlaka vurgulamak gerekir. Kaos kesinlikle düzensizlik anlamı içermez. Bunda ısrar edenler zırvalamakta olduklarını bilmek zorundalar. Ovidius’a göre ise, Kaos “İlkel Madde” veya “Güdük maddecik” dir (Rudis indigestaque moles). Aristoteles’e göre Kaos, “Uzay Boşluğu”dur. Yine Hesiodos, Kaos’u, “Γενεσις” (Oluş, Tekvin) olarak da tanımlar. Aristofanes, “Kuşlar” adlı ünlü eserinde şöyle yazamaktadır: “Başlangıçta Kaos, Gece, Kara Erevius ve uçsuz bucaksız Tartaros vardı”. Burada Kaos’tan kasıt “Kelâm”, Gece’den kasıt “altında ve üstünde hava bulunmayan vakum veya ÂM”, Kara Erevius’tan kasıt “Zulmet ” ve Tartaros’tan kasıt “Uzay boşluğu veya Ether”dir. Yuhanna İncili de, “Başlangıçta kelâm vardı” diye başlamaktadır. Bu kelâm “Allah Kelâmı: Kelâmullah”tır. Aristofanes’de, 4’lü bir ilkeler manzumesi görülmektedir. Kaos’un yanısıra diğer üç ilkeyi de başa koyar. Hesiodos ise Kaos’u, tek ve biricik ilke olarak ele alır ve onu tâkiben de, “Yeryüzü” (Dünya) ve “Aşk” ilkelerini ortaya koyar. Aristofanes’e göre ise, ilk dört ilke mevcutken Yeryüzü, Hava ve Gökyüzü henüz mevcut değildir. Gece ilkesi bir “yumurta” ya hayat verir ve onu “Erevius’un (Zulmet’in) sonsuz sinesi”nde yeşertir. Bu yumurtadan “Eros” (Aşk) eşdeyişle “Cazibe ilkesi” neşet eder.
Hesiodos’ta işleyiş şöyledir: Aşk, “Erevius”a ve “Gece”ye hayat verir. Gece’den, “Ether” ve “Gün” neşet eder. Ether, uzay boşluğunu doldurduğu kabul edilen “akışkan töz”dür. Bu, 4 temel unsur olan hava, su, ateş ve topraktan balka bir beşinci unsur olarak da düşünülmüştür. Kelime yunanca, “Αιθω” (yanmak) kökünden gelir. Günümüzde ise böyle bir unsura gerek kalmadığı kabul edilmektedir. Yeryüzü ise, Gökyüzü’ne hayat verir.
Aristofanes’teki işleyiş: Aşk (Eros), ilk yumurtadan çıkar ve, Kaos’un kanatlarıyla, Gece’yle, Tartaros’la birleşir ve Kuşlar Soyu’na hayat verir. Aşk (Eros) bütün unsurları birleştirmeden önce, Ölümsüzler Soyu mevcut değildi. Buna göre, Yunan mitolojisinin “İlâhi varlıkları” veya “Ölümsüzler”i, Kuşlar Soyu’ndan sonra neşet ederler. Peki bu Kuşlar Soyu’nun İslâm Tasavvufu’nda bir karşılığı olabilir mi? Bu soy muhtemelen İlliyun (Alun) melekleridir. Adlandırmak gerekirse, Müdebbir, Mufassıl, Kâlem gibi melekler. Ölümsüzler’den kasıt ise, “Ölümü öldürenler” veya “Ölmeden önce ölenler” dir. Bunlar, belli bir nefs boyutuna ulaşabilmiş (Nefs-i Mutmaine) olanlardır.
Apollodoros, kainâtı direkt olarak yeryüzünden başlatır diğer deyişle evrenin merkezine dünyayı koyar (Géocentrique-Yer merkezli). Ona göre, Yeryüzü’nün atası Gaia (Γεια), Gökyüzü’nün atası ise Uranos (Ουρανος) tur. Gaia, Yunanca’da yer, toprak anlamındadır. Toprağın doğurganlığına ithâfen Apollodoros, merkeze yeryüzünü (toprağı) koyar. Gayya kelimesi ise Cehennem’in en uç alanını, “Cehennem’in Dibi”ni ifâde etmektedir. Bu iki kavram arasında kuvvetle muhtemelen bağ vardır.
Kaos kavramı, Arapça’da, Hevâ veya Âmâ kavramlarıyla karşılanır. Antik Çağ Yunan düşünürü Anaxagoras’a göre Kaos’un hâkimi en üst ve yaratıcı bilinçtir. Buna “Nous” (Νους) adı verilir.
Bazı üstadlara göre, Kaos’tan sonra yeryüzü (Gaia) ve yeryüzünden de gökyüzü (Uranos) doğar. Dikkat edilirse, yeryüzü, gökyüzünün önünde ele alınmaktadır. Daha sonra ise Yeryüzü ile Gökyüzü birleşmektedirler. Toprağın (Yeryüzü) diğer çocukları ise, Dağlar ve Deniz (Pondus, Pontos) dir. Gökyüzü ise Titanlar soyunu verir: Okeanos (Okyanus), Kios (Κοίος), Krios (Κρίος), Hyperion (Ηπέρίον), Japetos (Ιαπέτος), Theia (Θεία), Rheia (Ρεία), Mnemosin (Μνειμοσην) [diğer adı Evribies (Ευριβις)], Foibe (Φοίβει), , Themis (Θεμης), Tethis (Tεθης), Kronos (Χρονος).
Kaotik: Xαοτικός-ή-ό (Haotikôs). Kaos’a değgin, Kaos’la ilişkili.
Kapari: Κάππαρη (Kâpari). Gebreotu, kapari.
Karaf: Kαράφα (Karâfa). Sürâhî.
Karakter: Xαρακτήρας (Haraktîras).
Karakteroloji: Xαρακτηρολογία (Haraktiriologîa). Karakterbilim. Fransızca’da “harf” anlamında da kullanılır.
Karanfil: Γαρύφαλλο (Garîfalo).
Karavana: Χαριβανός (Harivanôs). Büyük yemek kabı. __________________

– M –

Madalya: Μέταλλιο (Mêtalio). Mâden’den mütevellit, mâdenî olan. Fransızca’ya “Médaille” (Mêday) olarak geçmiş, oradan da Türkçe’ye girmiştir.
Madrabaz: Mεταπράτης (Metaprâtis).
Mağara: Μεγαρον (Megaron). Oda, Ev, oturulan mekân. Anlam genişlemesiyle, in, büyük oyuk, büyük kovuk mânâlarını yüklenmiştir.
Magnezyum:Mαγνήσιο (Magnîsio). Thessalia’da bir bölge ismi. Bir tür kimyevî element. Mg. (Manisa ilinin ismi de bu kelimeden gelmektedir).
Makina: Μεχος (Mehos): Araç.
Makroskopik: Μακροσκοπος (Makroskopos). Μακρος (Makros): Büyük-Σκοπω (Skopo): Bakmak, muâyene etmek. Çıplak gözle görülebilen, büyük. Mikroskopik’in zıddı.
Maltız: Αμάλθεια (Amâlthia). Yunan mitolojisinde adı geçen bir keçi. Zeus, onun sütüyle beslenmiş, Athina ise, onun postundan yapılmış bir elbise giymiştir. Özellikle Güney Marmara bölgesinde bulunan bir keçi türü.
Manastır:Mοναστήρι (Monastîri). Μοναχός (Monahôs): Keşiş. Mονή (Monî): Manastır. Temel kök ise, “Μόνο” (Môno): Tek, yalnız kelimesidir.
Manav: Μανάβης (Manâvis). Manav, yemişçi.
Mancınık: Μηχανική (Mihanikî). Mekanik. Devinen, ileri-gri giden. Anlam genişlemesiyle, eski dönemlerde kullanılan bir savaş gereci.
Mandal: Μανταλος (Ma-n-dalos). Sürgü.
Mandra: Mάνδρι (Mâ-n-dri). Ağıl.
Manganez: Μαγνης (Magnis). Çekim, cazibe. Mıknatıslı anlamında. Bir kimyevî element. Mn
Mani: Mανία (Manîa). Aşırılık, azgınlık, çılgınlık. Μαινάς(Menâs): Dionisos şenlikleri sırasında danseden ve kendinden geçen topluluk, aynı zamanda transa geçtikten sonra insan kurban ederlerdi. Manîa kelimesi, Psikiyatri terimi olarak kullanılır ve “çılgınlık”, “delilik”, “azgınlık” gibi mânâlar yüklenir. Terimin kökeni de “Μαίνάς” (Menâs) kelimesidir.
Manik: Mανιακός-ή-ό (Maniakôs). Manyak.
Manolya: Μανόλία (Manôlîa). Bir çiçek türü.
Mantar: Mανιταρι (Manitari).
Manyetik: Mαγνητικός-ή-ό (Magnitikôs). Cazibeli, çekimli.
Manyetizma: Mαγνητισμός (Magnitismôs). Çekicilik, cezbedicilik.
Manyetofon: Mαγνητόφωνο (Magnitôfono). Μαγνητίζω (Magnitîzo): Çekmek, cezbetmek-Φωνή (Fonî): Ses. Sesçeker.
Manyetosfer: Μαγνητόσφαιρα (Magnitôsfera). Çekimküre.
Maraton:Mαραθώνας (Marathônas). Atina yakınlarında, Persler’le Yunanlar arasında büyük bir savaşın yaşandığı yer. Savaşın kazanıldığını Atina’ya bildirmek için 42 kilometre 195 metre koşan ve haberi ulaştırdıktan sonra da hayatını kaybeden erin anısına düzenlenen bir atletizm yarışması ve bir atletizm dalı.
Marul: Μαρουλι (Maruli).
Masura: Μασούρι (Masûri). Masura, bobin.
Matematik: Mαθηματικά (Mathimatikâ). “Μάθημα” (Mâthima) kelimesi, “ders, öğüt, öğretme, tedris, ibret” gibi anlamlara gelir. O da, “Μά” (Mâ): Ana ve”Θημα” (Thima) “Adım, kürsü, mimber, mihrab” mânâlarını yükleniyor. Yani, Ana kürsü, ana mimber. Anlam genişlemesiyle, Matematik bilimi.
Matiz: Mεθισος (Methisos). Esrik, sızmış, sarhoş, mest olma, bekrîlik.
Mavna: Μαούνα (Maûna).
Maydanoz: Μακεδονησης (Makedonisis). Makedonyalı, Makedon kökenli. Anlam değişimiyle, güzel kokulu bir bitki. Farsça, Mîdenuvaz (Mideye iyi gelen, mideye yararlı olan anlamındaki) kelimesinden geldiğini söyleyenler de vardır.
Maymun: Μαïμου (Maymu). Μιμος (Mimos): Öykünme, çevreye uyma, temsil. Yunanca’dan Arapça’ya, oradan Türkçe’ye geçmiştir. Arapça ve Farsça: Meymûn veyâ Meymon.
Mayna: Μαïνα (Maina).
Mazgal: Μασχαλι (Mashali). Oyuk, çukur.
Megafon: Mεγάφωνο (Megâfono). Μεγάλος (Megâlos): Büyük-Φωνή (Fonî): Ses. Sesi arttıran, büyüten cihaz.
Megalomani: Mεγαλομανία (Megalomanîa). Μεγάλος (Megâlos): Büyük-Mανία (Manîa). Aşırılık, azgınlık, çılgınlık. Büyüklük hezeyânı
Megalomanyak: Μεγαλομανιακός (Megalomaniakôs). Büyüklük hezeyânı olan.
Megapol: Μεγαπολις (Megapolis). Büyükşehir
Mekanik: Mηχανική (Mihanikî).
Mekanizma: Mηχανισμός (Mihanismôs).
Mengene: Μαγγανη (Magani).
Meningitis: Mυνηγγίτις (Minigîtis) veya Mυνηγγίτιδα (Minigîtida). Beyin zarlarının (Mυνηγγας: Minigas / Meninks) iltihâbı.
Menisküs: Μηνισκος (Miniskos). Hilâl. Diz’de bulunan yarım ay şeklindeki kıkırdak. Bir sıvı sütununun kavisli üst bölümü. Μήνα (Mîna): Ay. Latince’ye “Mensis” olarak geçmiş oradan da İngililzce’ye Month (Mans), Fransızca’ya da “Mois” (Mua) olarak girmiştir.
Menopoz: Μενοποσις (Menoposis). Μήνα (Mîna): Ay-Παυσις (Pavsis): Durma, dinme. Menstrüasyon’un (Ay Hâli, aybaşı hâli) kesilmesi. Kadınların belli bir yaştan sonra âdet görmemesi durumu.
Mermer: Mάρμαρο (Mârmaro).
Mersin: Μυρσινη (Mirsini) veya Μυρτιά (Mirtiâ). Akdeniz bölgesinde yetişen ve sürekli yeşil kalan bir ağaç. Bir balık türü, bir şehrin ismi.
Meson: Mέσο (Mêso). Orta. Mεσόνιο (Mesônio): Quantum fiziği ter. Bir tür quantik parçacık.
Metabolizma: Mεταβολισμός (Metavolismôs). Tıp ve biyoloji ter. Öğe değişimi, besi evrimi, özgerim, yapımyıkım. Anabolizma (yapım) ve katabolizma (yıkım) süreçlerinden oluşan beslenme dönüşümü bütüncül süreci.
Μetafizik: Mεταφυσικι (Metafisiki). Μετα (Meta): Sonra, öte-Φυσις (Fisis): Tabiat, doğa, Mizaç. Fizikötesi, doğaötesi.
Metafor: Mεταφορά (Μetaforâ). Taşıma, nakliyat. Edebiyat ve Felsefe terimi olarak, İğretileme, anlam taşıma.
Metal: Μεταλλιον (Metalion). Mâden.
Metapsikoloji: Mεταψυχολογία (Metapsihologîa). Μετα (Meta): Sonra, öte-Ψυχή (Psihî): Ruh, Tin-Λόγος (Lôgos): Bilim, bilgi, Kelam. Psikolojiötesi, ruhbilimötesi. Zihin ve beden arasındaki ilişki gibi görgül (ampirik) ruhbilim yasalarının ötesine giden felsefî soruların incelenmesi; ruhbilim için genel yasalar saptama girişimini öngören öğreti.
Metapsişik: Μεταψυχικι (Metapsihiki). Metapsikolojiye değgin.
Metazori: Mε το ζόρι (Me to zôri). Zorla, zorâki, Metazori.
Μeteksis: Μετεκσις (Meteksis). Katılma.
Metempsikoz: Μετεμψυχοσις (Metempsihosis). Ruhun, bir bedenden diğerine göçü (öğretisi).
Meteor: Mετεωρα (Meteora). Göktaşı
Meteorolog: Mετεωρολόγος (Meteorolôgos).
Meteoroloji: Mετεωρολογία (Meteorologîa).
Metonimi: Μετονιμία (Metonimîa). Μετα (Meta): Öte, sonra-Όνομα (Ônoma): İsim. İsim taşınması, bir kelime / kavramın zaman içinde semantik bir kaymaya uğraması.
Metre: Mέτρο (Mêtro). Bir uzunluk ölçüsü birimi.
Metrik: Mετρικός-ή-ό (Metrikôs). Metreye değgin, metreyle ilişkili olan, Örn. Antropometrik: İnsan ölçülerine değgin.
Metropol: Mητρόπολης (Mitrôpolis). Despothâne, Payitaht, başşehir. Zaman içinde büyük şehir anlamını kazanmıştır.
Metropolit: Μητρόλιτις (Mitrôpolitis). Despot, Baş idâreci, Orthodoks Hristiyanlık’ta şehrin en üst düzeydeki dinî temsilcisi, Kent kilisesi kurumunun lideri, despotu..
Mıknatıs: Μαγνήτης (Magnîtis). Çeken, cezbeden, albenili.
Midye: Mύδι (Mîdi). Kabuklu bir deniz canlısı.
Mikrobiyolog: Mικροβιολόγος (Mikroviolôgos). Minidirimbilimci.
Mikrobiyoloji: Mικροβιολογία (Mikroviologîa). Minidirimbilim.
Mikrokosmos: Mικροκοσμος (Mikrokosmos). Minievren. Çıplak gözle görülemeyen, quantik evren. Kosmos’un en küçük düzeydeki modeli.
Mikron: Μικρον (Mikron). Μικρος (Mikros): Küçük. Metrenin milyonda biri değerinde bir uzunluk ölçü birimi. “μ” (Mî) harfi ile simgelenir.
Mikrop: Mικρόβια (Mikrôvia). Μικρος (Mikros): Küçük-Βιος (Vios): Hayat. Küçük dirim, küçük canlı. Mikrop.
Mikroskop: Mικροσκόπια (Mikroskôpia). Minik canlılara bakma, minik canlıları seyretme.
Mikroskopik: Mικροσκόπικος (Mikroskôpikos). Minik canlılara bakma, minik canlıları seyretme aracı. Mikroskopiye değgin.
Mimesis: Μιμησις (Mimisis). Öykünme.
Mimik: Mιμικός-ή-ό (Mimikôs). Öykünme, çevreye uyma, temsil.
Mimoza: Μιμόσα (Mimôsa). Amber çiçeği, köseğen.
Mitoloji: Mυθολογία (Mithologîa). Esâtir, Efsâne bilgisi.
Mitomani: Μυθομανία (Mithomanîa): Μυθος (Mithos): Efsâne, esâtir-Μανία (Manîa): Aşırılık, azgınlık. Efsânelerle yaşama, efsânelere dayalı bir retoriğe sahip olma, efsâne uydurma.
Mitos (Mit): Mύθος (Mîthos). Efsâne, esâtir.
Mitroman: Μητρομανιακός (Mitromaniakôs). Μητρα (Mitra): Rahim, Uterus, döl yatağı-Μανία (Manîa): Azgınlık, çılgınlık. Histerik.
Mitromani: Μητρομανία (Mitromanîa). Μητρα (Mitra): Rahim, Uterus, döl yatağı-Μανία (Manîa): Azgınlık, çılgınlık. Histeri.
Miyosen: Μειόκαινος (Miôkenos). Jeoloji ter. Bir jeolojik dönemin ismi.
Molibden: Μόλυβδος (Môlivdos). Kurşun. Kimya ter. Bir element. Simgesi Mo.
Moloz: Μολος(Molos). Yığın.
Monad: Mονάδα (Monâda). Birim.
Monark: Mονάρχης (Monârhis). Μονος (Monos): Tek, bir, yalnız-Άρχη (Ârhi): İlk, başlangıca ait, öncel, Düzen, idâre. Mutlak, tek idâreci.
Monarşi: Μοναρχία (Monarhîa). Μονος (Monos): Tek, bir, yalnız- Aρχη (Arhi): İlk, başlangıca ait, düzen, idâre. Mutlâkiyet, Tek kişi idâresi.
Monogam: Μονογαμος (Monoğamos). Μονος (Monos): Tek, bir, yalnız- Γαμος (Ğamos): Evlilik, düğün. Tek eşli.
Monogami: Mονογαμία (Monogamîa). Μονος (Monos): Tek, bir, yalnız-Γαμος (Ğamos): Düğün, evlilik. Tek eşlilik.
Monograf: Μονογραφός (Monografôs). Mονος (Monos): Tek, bir, yalnız-Γραφω (Grafo): Yazmak. Tek bir konu ile ilgilenen yazı, deneme.
Monografi: Mονογραφία (Monografîa). Mονος (Monos): Tek, bir, yalnız- Γραφω (Grafo): Yazmak. Tek bir konu ile ilgili yazım, kısa imza. Paraf.
Monogram: Μονογραμμα (Monograma). Μονος (Monos): Tek-Γραμμα (Grama): Harf, betim. Tekyazım.
Monolitik: Mονολιθικός-ή-ό (Monolithikôs). Μονος (Monos): Tek- Λυσις (Lisis): Çözünüm, çözüm, erime. Tekçözümsel.
Monoliz: Mονόλυση (Monôlisi). Μονος (Monos): Tek-Λυσις (Lisis): Çözüm, çözünme, erime. Tekçözüm.
Monolog: Mονόλογος (Monôlogos). Μονος (Monos): Tek-Λόγος (Lôgos): Söz, kelâm, bilgi, bilim. Tek taraflı konuşma, dialog zıddı.
Monomani: Μονομανια (Monomania). Μονος (Monos): Tek-Μανία (Manîa): Azgınlık, aşırılık, çılgınlık. Tek bir fikre takılıp kalma, saplantılı olma, aşırı idefiks (İdefiks-Sâbit fikir’den de öte, azgınlık derecesinde tek fikirlilik).
Monopol: Μονοπωλειον(Monopolion). Μονος (Monos): Tek, bir-Πωλειο (Polıo): Hâne, ev. Tekel, inhisar.
Monoteist: Μονοθεïσμος (Monotheismos). Μονος (Monos): Tek, bir- Θεός (Theôs): İlâh, tanrı. Tektanrılı.
Monoteizm:Mονοθεϊα (Monotheia). Tektanrılılık.
Monoton: Μονοτόνος (Monotônos). Μονος (Monos): Tek, bir-Τόνος (Tônos): Kuvvet, ses, ton. Yeksenâk, tekdüze.
Monotoni: Μονοτονια (Monotοnia). Μονος (Monos): Tek, bir-Τόνος (Tônos): Kuvvet, ses, ton. Yeksenâklık, tekdüzelik.
Morfin: Μορφίνη (Morfîni). Yunan mitolojisindeki uyku tanrısı Morfeus’un isminden mülhem. Uyuşturucu ve uyutucu bir madde.
Moron: Μορον (Moron). Μορο (Moro): Bebek. En geri zekâ düzeyi. Bebek zekâsına sahip olan.
Morfoloji: Mορφολογία (Morfologîa). Μορφος (Şekil, biçim)-Λόγος (Lôgos): Bilim, bilgi, kelam. Biçimbilim, Şekilbilim.
Mozaik: Μουσα (Musa). Güzel sanatların dokuz perisinden birinin ismi. Kır perisi.
Musikî (Müzik): Μουσα (Musa). Güzel sanatların dokuz perisinden birinin ismi, kır perisi. Onun isminden mülhem.
Muşmula: Μεσπιλον (Mespilon). Döngel.
Müze: Μουσεïο (Musio). Güzel sanatların dokuz perisinden biri olan Μουσα (Musa) kökünden.

– N –

Nadas: Νεατε (Neate). Dinlenmeye, yenilenmeye bırakma, ekilmeyen, dinlendirilen toprak.
Naftalin: Ναφθαλίνη (Naftalîni).
Namus: Nόμος (Nômos). Düzen, nizam. Anlam genişlemesiyle iffet.
Narkotik: Ναρκωτικος (Narkotikos). Uyuşturucu.
Narkoz: Ναρκωσις (Narkosis). Uyuşukluk. İlaçlar tarafından meydana getirilen şuur kaybı.
Narsisizm: Νάρκισισμός (Nârkisismôs). Kendine sevdalılık, kendine âşık olma. Yunan mitolojisinde, suda kendi aksini gören ve ona aşık olan Νάρκισσος (Narkisos) isimli kahramanın isminden mülhem.
Narsi(si)st: Νάρκισσος (Nârkisos). Kendine sevdalı, kendine âşık.
Navlun: Ναβλον (Navlon). Gemi için ödenen gider, yolluk. Ναυς (Nafs): Gemi kökünden.
Nefrit: Nεφρειτις (Nefritis). Böbreklerin iltihâbı.
Neft: Ναφτη (Nafti). Sakızlı, ziftli sıvı. Petrolden veyâ ağaçlardan elde edilen ve reçineye benzeyen yapışkan bir madde.
Nekrofili: Nεκροφιλία (Nekrofilîa). Νεκρος (Nekros): Ölü-Φιλία (Filîa): Sevgi. Ölüsevicilik, ölülerden cinsî haz duyma.
Nekrofil: Nεκρόφιλος (Nekrôfilos). Ölüsevici, ölülerden cinsî haz duyan.
Nektar: Νέκταρ (Nektar). Gevser, Kevser, İlâhlar’a lâyık içecek.
Nemfomani: Nυμφομανία (Nimfomanîa). Nυμφη (Nimfi): Yunan mitolojisinde bir varlık olup “perikızı” olarak karşılanır. Tıbbî terminolojiye, Latince “Labium Minoris” (Küçük Dudak) olarak geçmiş olup, kadın cinsî organının bir bölümünü ifâde eder-Μανία (Manîa): Azgınlık, aşırılık, çılgınlık. Kadının aşırı derecede cinsî temas ihtiyacı göstermesi, aşırı şehvet.
Nemfomanyak: Nυμφομανής (Nimfomanîs). Nemfomani özellikleri gösteren.
Neodim: Νεοδυμος (Neodimos). Νεα (Nea) veya Νέος (Nêos): Yeni- Διδυμος (Didimos): İkiz. Yeni ikizler anlamında. Bir kimyevî element. Nd.
Neolojizm: Νεολογισμος (Neologismos). Νέος (Nêos): Yeni-Λόγος (Lôgos): Bilim, bilgi, kelâm. Kelime uydurma hastalığı. Yeni kelimeler üretme.
Neon: Νεον (Neon). Νεα (Nea): Yeni. Bir kimyevî element. Ne
Neptün: Νεπτουν (Neptun). Yunan mitolojisinde bir varlık. Bir gezegen.
Neptünyum: Νεπτουνίο (Neptunîo). Yunan mitolojisinde bir varlık. Bir kimyevî element. Np.
Nergis: Nάρκισσος (Nârkissos). Bir tür çiçek, fulya.
Nevropat: Nευροπαθής-ής-ές (Nevropathîs). Sinir derdi çeken, sinirsel bozukluğu olan, aşırı asabî kişi.
Nevrotik: Nευρωτικός (Nevrotikôs). Nevroz problemi yaşayan.
Nevroz: Nεύρωσις (Nevrosis) veya Nεύρωση (Nevrosis). Nεύρο (Nevro): Sinir-Ωσις (Osis): Durum, hâl. Hastanın farkında olduğu fakat bir türlü aşamadığı psikolojik durum. En çok ratlanan nevrozlar: Anksiyete (Sıkıntı), Histeri ve Depresyon’dur. Psikoz’da ise hasta kendi durumunun fasrkında değildir.
Niobyum: Νιοβιο (Niovio). Νιοβη (Niovi): Yunan mitolojisinde bir varlık. Bir kimyevî element. Nb.
Noisis: Νοεισις (Noisis). Arı akıl, öncü akıl, ilk akıl, Nus.
Nonoş: Νουνος (Nunos). Vaftiz babası. Anlam değişmesiyle, kadınsı (efemine) erkek, eşcinsel veyâ sevimli mânâlarını yüklenmiştir.
Nostalji: Nοσταλγία (Nostalgîa). Νοστος (Nostos): Geçmiş, Mâzi-Αλγία (Algîa): Ağrı, sızı. Geçmiş ağrısı, geçmişe duyulan özlem. İştak-ı Mâzi.
NUS: Nοεισις (Noisis). İlk, devindirici akıl. Nus-theos (Νους-Θεος): Zihin-ilâh. Lâtincesi; Ratio Primum Movens. Anlık-An (zihin), Us (akıl), Ruh (Tin), zihnî ilke, ruhî ilke. Felsefe ve Hristiyanlık ter.
Ünlü Hristiyan âlimi, Şamlı Aziz Yuhanna (St. John of Damascus) şöyle der: “Nasıl ki, göz bedenin bir parçasıysa, nus (akıl) da ruhun bir parçasıdır”. Buradaki nus, insana Allah tarafından bahşedilen akıl anlamındadır. Havari Aziz Paul de, “bizim nus’umuz (aklımız) Hz. İsa’nın nus’udur (aklıdır).” der. St. Makarius ise “Nus (akıl) bedenin bir parçasıdır” iddiasını savunur. St. Gregory of Nyssa (Nyssa’lı Aziz Gregor): “İnsan nus’u bedensiz bir varlık olarak, vücudun hem içinde hem dışındadır. Her tarafa eşit bir biçimde dağılmıştır. İlk organ olarak kalbi kullanmıştır” demektedir. St. Maksimus’a göre, “Ruh bilgisinin ışığı, nus’un (aklın) yaşamasından ileri gelir ve bu ışık Allah sevgisini geliştirdiğinden dolayı ilâhî Aşk’tan daha büyük birşey olamaz”. Nikitas Stethatos’a göre, “Nus’un 4 kuvveti vardır: anlama, keskinlik, kavrama ve sür’at. Nus’un bu 4 kuvveti ruhun 4 genel faziletiyle birleşmek zorundadır: özgüven, yargı, adâlet ve cesaret. Anlama, özgüvenle, keskinlik yargıyla, kavrama adaletle ve sür’at cesaretle birleşmelidir. Bu, ‘Ateş Arabaları’nı ‘Cennetler’den geçirmeye yeter”.
Anaksagoras’a göre, “nous”, hareket ettirici ve amaca erdirici ilkedir ve “nous” maddîdir (madde kökenlidir). Ancak, bu, “pek ince, pek seçkin” bir maddedir. Bütün nesnelerin en arınmışı, en lâtifidir. Yalnız başına olduğunda, yalınç ve hiçbirşeyle karışmamış durumdadır. Hep kendi kendisine eşittir, kendi kendine hareket edebilen biricik maddedir. Bütün diğer varlıkların hareket ilkesidir. Evren’e egemen olan kuvvettir. Evreni harekete geçirip, oluşturması bakımından, Herakleitos’un “ateş”inin gördüğü işlevi görür. Kendi başınadır. İlk hareketi sağlayan (ilk devindirici) “nous”tur. Oluşlar, “nous”un istediği doğrultuda gerçekleşir. “nous”, başlangıçta bir karmaşa (kaos) içinde bulunan “spora-spermata” (tohumlar) yığınının bir noktasında, bir çevrinti (çevirme, girdap) hareketi yaratmış ve bu hareket yavaş yavaş bütün yığını sarıp devinmelerine yol açmıştır. “nous”, bilinçli ve akıllı ilkedir.
Platon’a göre, düşünme ve akıl edimleri.
Aristoteles’e göre, Teorik (Kuramsal) ve pratik (Kılgısal) düşünme gücü. Ruh neyse nous da odur.
Düşünmenin ilkesi ve gelip geçici olmayan tözü.
Plotinos’a göre, Akılla kavranan dünyanın, idealar alanının ilkesi.
Oluşu gerçekleştiren tabiî devim.
Britanyalı düşünür Bertrand Russell’a göre Nous’un ingilizce karşılığı yoktur. Belki “Logos” kavramı onun yerine kullanılabilir.
Macit Gökberk’e göre, Anaxagoras, oluşu meydana getiren ilkeye, gördüğü iş düşünce yetisininkine benzediği için nous adını verir.
Fransız filozof Georges Cogniot şöyle der: “Önceleri, Anaxagoras’ı şeylerin düzenleyicisi bir gücü kabul eder görmekle hayranlık duyan Sokrates bile, nous kuramının, gerçeğin madde dışı bir ilkeyle açıklanması olmadığını anlayınca Anaxagoras’ı reddetti”.
Demokritos’a göre nous ateşten bir topraktır ve duyumların karışıklığını düzenler.
Hegel şöyle der: “Nesnel düşünce, dünyadaki us ve elbette doğal; evrensel olan işte bunlardır. Bu usun bizzat kendisi, nasıl köpek bir hayvansa ve onun tözsel yanı buysa, öylece doğada içkindir, doğanın özüdür. Böylesine bir usu içkin bulunmasaydı doğa, insanların bir sandalyeyi biçimlendirdikleri gibi, dışarıdan biçimlendirilemezdi”.
Nümizmatik: Nόμισματικη (Nômismatiki): Nόμισμα (Nômisma): Akçe, para. Paraya değgin, paraya ilişkin. Parabilim.

 

 

-O-

Oksijen: Oξυγόνο (Oksigôno). Οξυ (Oksi): Asit- Γονο (Gono): Oluş, tekvin. Asit oluşlu. Bir kimyevî element. Simgesi O.
Oksimoron: Οξιμορον (Oksimoron). Çelişkili / uyumsuz terimlerin birlikte kullanılmasıyla yaratılan bir etki. Οξυ (Oksi): Keskin, asid-Μορο (Moro): Bebek, bebeğe değgin. Örn. Öldürücü güzellik.
Oktavus: Oκτάβα (Oktâva).
Okyanus: Ωκεανός (Okeanôs). Kelime buradan mülhem. Okyanus, “O Κύανος” (O Kîanos: Mavi) anlamındadır. Kökenini ise Arapça, “Kün” (Ol) kelimesinden aldığı savı vardır. “Okyanus” kelimesinin içindeki, “kean-kian” bölümünün Arapça “Kün” (Ol) emrinden köken olduğu iddiası da ciddi bir iddiadır. Bu mânâda “Okyanus”, “Ol” emriyle “varolan” mânâsını üstleniyor yani Yaratıcı’ya cevab veriyor.
Okyanusla ilgili diğer tezler:”Ωκεια-Ναύς” (Okia-Navs). Eski Yunanca, “Ωκεια” (Okia) kelimesi “Hızlı, Sür’atli” mânâlarını yüklenmiştir. “Ναύς” (Navs) ise “Gemi” anlamına gelir. Böyle bakıldığında, Okyanus’un karşılığı “Hızlı Gemi” olmaktadır.
“Ω-Γή-ανός” (O-yî-anôs veya O-gî-anôs). “Γή” (Yî veya Gî) modern Yunanca’da “Toprak, yeryüzü” anlamlarına gelir. Kelimenin kökeni ise “Γαια” (Gea, Gaya veya Yea) olup, mitolojide “Toprak Ana, Yeryüzü, Anaların Anası” mânâlarını yüklenmiştir. “Ουρανός” (Uranôs) ise, mitolojide “Gök tanrı” mânâsını yüklenmiş olup, günümüzde de “Gökyüzü, Asuman, Uzay” anlamlarında kullanılmaktadır. Bu kelimelerin hepsini birarada yazdığımızda, “O-gî-anôs” veya “O-yî-anôs” kelimesine ulaşırız ki, “Göğü, yeri birarada barındıran” mânâsına ulaşılır.
“Ω-κύανος-νησος”. (O-kîanos-nisos). “Νησος” (Nisos) kelimesi yunanca “Ada” anlamındadır. Bu bağlamda “Okyanus” kelimesi “Mavi Ada” mânâsını yüklenebilmektedir.
Nihâyet, Arapça “Künnes” (Karadelik) kelimesiyle de ilişkisi olduğu söyleniyor.

Oligarşi: Oλιγαρχία (Oligarhîa). Όλιγον (Ôligon): Az-Άρχη (Arhi): Âρχη (Arhi): İlk, başlangıca ait, düzen, idâre. Azınlık idâresi.
Olimpiyat: Oλυμπιάδα (Olimpiâda).
Omuz: Ώμος (Ômos). Çiğin.
Onomatoloji: Oνοματολογία (Onomatologîa). Ονομα (Onoma): İsim-Λόγος (Lôgos): Bilim, bilgi, kelam. İsimbilim.
Ontogenesis: Οντογενέσις (Ondoyenêsis). Ον (On) veya Οντος (Ondos): Varlık-Γενέσις (Yenêsis): Oluş, tekvin. Varlıkoluş.
Ontogenetik: Οντογενετικη (Ondoyenetiki). Ον (On) veya Οντος (Ondos): Varlık-Γενέσις (Yenêsis): Oluş, tekvin. Varlıkoluşsal.
Ontolog: Οντολογος (Ondologos). Ον (On) veya Οντος (Ondos): Varlık- Λόγος (Lôgos): Bilgi, bilim, kelam.Varlıkbilimci.
Ontoloji: Οντολογία (Ondologîa). Ον (On) veya Οντος (Ondos): Varlık- Λόγος (Lôgos): Bilgi, bilim, kelam. Varlıkbilim.
Optik: Οπτική (Optikî). Οψις (Opsis): Görme. Görmeye değgin, görmeyle ilgili. Fizik bilimin bir dalı.
Organ: Οργανων (Organon).
Orion: Οριον (Orion). Οριον (Orion): Sınır, hudut, had. Bir yıldız kümesi.
Orkide: Ορχιδέα (Οrxidêa). Bir çiçek. Biçimi erbezine (testis) benzediği için bu adı almıştır.
Orkinos: Ορκυνος (Orkinos). Bir balık türü, büyük lüfer.
Ortanca: Oρτανσία (Ortansîa). Su meleği. Bir bitki (çiçek) ismi. Lâtincesi “Ortencia”. Hristiyanlarda bir bayan ismi.
Ortodoks: Όρθοδοξία (Ôrthodoksîa). Ορθος (Orthos): Doğru, dosdoğru-Δοξα (Doksa): Kanı, kanâat. Dosdoğru kanı. Örn. Orthodoks Marksizm: Dosdoğru Marksizm veyâ Orthodoks Hristiyanlık: Dosdoğru hristiyanlık. Heterodoks’un zıddı.
Ortopedi: Όρθοπεδία (Ôrthopedîa). Όρθος (Ôrthos): Doğru, dosdoğru-Πεδίον (Pedîon): Meydan, saha, alan, düzlük. Kas-iskelet sisteminin hastalıklarıyla ilgilenen Tıp dalı.
Osmiyum: Οσμιο (Osmio). Οσμία (Osmîa): Koku. Bir kimyevî element. Os.
Oşinografi: Ωκεανογραφία (Okeanografîa). Ωκεανός (Okeanôs): Okyanus, “O Κύανος” (O Kîanos: Mavi) anlamındadır-Γραφω (Grafo): Yazmak. Okyanusbilim.
Otarşi: Aύτάρκεια (Aftârkia). Kanaat etme, kanaatkâr yönetim.
Otokrasi: Aύτοκρατορία (Aftokratorîa). İmparatorluk.
Otokratik: Aυτοκρατορικός-ή-ό (Aftokratorikôs). Emperyal, imparatorluğa değgin.
Otokton: Αύτόχθων (Aftôhthon). Yerli ahâli. Anlam genişlemesiyle, Tıp dilinde, tekâmül sıralamasına göre vücudun en eski kırmızı kas grubu. Omuriliğin her iki yanında bulunan ve derinde yer alan kaslar için kullanılan sıfat.
Otopsi: Αύτοψία (Aftopsîa).

– Ö –

Öfemizm: Εύφημισμός (Evhemismôs). Εύ (Ef, ev): Hoş, güzel-Φήμη (Fîmi): Şan, şöhret, nâm, ün, san, tevâtür. Güzel bir şöhrete, isme, tevâtüre sahib olmak.
Öjenik: Ευγενικός (Evgenikôs). Öjenizm’e değgin.
Öjenizm: Ευγενισμος (Evgenismos). Εύ (Ef, ev): Hoş, güzel-Γονία (Oluş, tekvin). Εύγονία (Evgonia): Seçmeye dayalı yetiştirme yöntemi yoluyla insan soyunun / ırkının kalitesini yükseltme kuramı.
Ökaliptüs: Εύκάλυπτος (Efkâliptos). Ευ (Ef, Ev): Hoş, güzel- Kάλυψ (Kâlips): Gonca. Tıp’ta ve Eczacılık’ta da kullanılan bir tür bitki / ağaç.
Ökse: Οξος (Oksos). Macar üzümü. Anlam genişlemesiyle bir bitkiye verilen ad, Ökseotu.
Öreke: Ρόκα (Rôka). İplik eğirme aracı, yün veyâ pamuk eğirmede kullanılan araç. Anlam değişimiyle, argoda, “Ananın örekesi” biçiminde ağır hakaret hitâbı olarak kullanılır. Türkçe’deki “örmek” kelimesiyle bir ilgisi yoktur. Anadolu’da, Röke, Röka, Refka, Reka biçiminde söylenişleri de vardır.
Örgüt: Οργανωσις (Organosis).
Öritm: Ευρυθμος (Evrithmos). Ευ (Ev): Hoş, güzel-Ρυθμος (Rithmos): Ritm. Hoş ritm. Müziğe uygun olarak yapılan ahenkli hareketler.
Ötanazi: Ευθανατος (Evthanatos). Ευ (Ev): Hoş, güzel- Θαναθος (Thanatos): Ölüm. Tatlı ölüm, Hoş ölüm. Tıp terimi olarak, kişinin kendi irâdesiyle ölüme terkedilmesi.
Öz: Ουσία (Usia). Varlığın ilk maddesi. Ana tin.

– P –

Paçavra: Πατσαβουρα (Paçavura).
Palamar: Παλαμάρη (Palamâri). İp, urgan, halat. Gemi halatı.
Palamut: Παλαμηδα (Palamida). Bir tür balık, piçuta.
Palamut: Βαλανηδη (Valanidi). Meşe kozalağı, pelit. Tıp terimi olarak kullanılan lâtince “glans” da bu anlamdadır.
Palaz: Πολος (Polos). Yavru, küçük kuş. Piliç.
Palikarya: Παλικαρη (Palikari). Yiğit, delikanlı, atılgan, korkusuz, civanmert. Kabadayı Yunan delikanlılarına eskiden bu ad verilirdi. Hâl-i hazırda “genç”, “delikanlı” anlamlarında kullanılmaktadır.
Paleoantoloji: Παλαιοανθολογία (Paleoanthologîa). Παλαιός (Paleôs): Eski, kadim-
Paleoantropoloji: Παλαιοανθρωπολογία (Paleoanthropologîa). Παλαιός (Paleôs): Eski, kadim-Ανθρωπος (Anthropos): İnsan-Λόγος (Lôgos): Bilim, bilgi, kelam. Kadim insanlık bilgisi, insanlık tarihi bilimi.
Paleozoik: Παλαιζωίκόν (Paleozoîkôn). Παλαιός (Paleôs): Eski, kadim-Ζώή (Zôî): Hayat, yaşam. İnsanlığın bir dönemi.
Palladiyum: Παλλαδίο (Paladîo). Παλλας (Palas): Eski Yunanca’da mızrak anlamında. Aynı zamanda bir asteroid’e (yıldızsı) verilen ad. Bir kimyevî element. Pd
Pamuk: βαμβάκι (Vamvâki).
Pananteizm: Πανανθεισμος (Panantheısmos). “Herşey tanrıdadır” anlamında bir felsefe terimi.
Panayır: Πανήγυρις (Panîgiris). Παν (Pan): Her, bütün, hepsi-Aγυρη (Agiri): Toplanma. Toplanma yeri, dernek.
Pandispanya: Πανδτεσπάνι (Pa-n-despâni). Bir tür çörek.
Pandodinamîa: Παντοδυναμία (Pa-n-dodinamîa). Kudret-i İlâhî.
Pandomim: Παντομίμα (Pa-n-domîma). Herşeyi taklid etme.
Panhelenizm: Πανελλινισμος (Panelinismos). Παν (Pan): Her, bütün. Ελλινισμος (Elinismos): Yunancılık. Bütün Yunanlar’ın biraraya getirilmesini, bir çatı altında toplanmasını öngören ideoloji.
Pankart: Πανχαρτία (Panhartîa). Παν (Pan): Her, bütün, tek bir, tüm-Χαρτία (Hartîa): Kâğıt. Halka (kitleye) bir mesajın duyurulması amacıyla elde taşınan veyâ duvara asılan üzeri yazılı büyük kâğıt veyâ karton. Yeni Türkçe’si, “duyurmalık”.
Pankreas: Πανκρατίον (Pankratîon). Παν (Pan): Her, bütün, tüm, tek bir-Kρατος (Kratos): İdâre, yönetim, devlet, kudret-kuvvet. Eski Yunan’da, güreşle yumruk döğüşünün karışımdan oluşan bir spor türü. Günümüzde, özellikle Amerika ve Avrupa’da halkı uyuşturma ve yanıltma amacıyla uygulanan bir gösteri sporu.
Pankreas: Πανκρεας (Pankreas). Παν (Pan): Her, bütün, tüm-Kρεας (Kreas): Et. Tamamı etten oluşan anlamında. Tıp ter. Endokrin (İçsalgı) ve Sindirim (Digestion) sistemine ait bir organ. Uykuluk, tümet.
Panorama: Πανόραμα (Panôrama). Παν (Pan): Her, bütün, tüm-Oραμα (Orama): Ufuk. Bütün, topyekûn ufuk.
Panoromik: Πανοραμικη (Panoramiki). Afakî, Ufkî.
Panteist: Πανθεος (Pantheos). Kamutanrıcı.
Panteizm: Πανθεïσμός (Pantheismôs). Παν (Pan): Bütün, her, tüm- Θεος (Theos): İlâh. İlâh’ın her yerde ve bütün parçalarda (zerrelerde) mevcut olduğunu ve bunların birleşmesiyle oluştuğunu ileri süren felsefî öğreti. Kamutanrıcılık. Örneğin Platon (Eflâtun) kamutanrıcı bir filozoftur. Felsefe terimi.
Panteon: Πανθεον (Pantheon). Bütün tanrıların makamı.
Papara: Παπαρα (Papara). Lâpa.
Papatya: Παπαδια (Papadia). Παπας (Papas): Papaz. Παπαδια (Papadia): Papaz’ın karısı. Bir tür çiçek. Türkçe’ye bir yanlış anlama sonucu girmiş olan bir kelimedir. Öyküsü şöyle: İki Osmanlı askeri papazın evini ziyârete gider. Kapıda papazın karısııyla karşılaşırlar. Papaz’ın evde olmadığını öğrenince, karısıyla sohbet etmeye başlarlar. Onun adını sorarlar. O da yerdeki çiçekleri işâret ederek kendisinin isminin o çiçeklerle aynı olduğunu ifâde etmeye çalışır. Yerdeki çiçeğin adı Margarita’dır. Fakat askerler bu çiçeğin ismini bilmediklerinden dolayı, o çiçeğe, “papazın karısı” anlamına gelen “Papadia” derler ve günümüze kadar böyle gelir. Koyungözü, Akbabaç.
Papaz: Παπoυς (Papus). Dede, ata. Hristiyan din adamı, rahip.
Papirus: Παπυρος (Papiros). Üzerine yazı yazılan yaprak. Aslı Koptça’dır (Kıptîce). Lât: Papirus, Fr: Papier (Papiye), İng: Paper (Peypır), Macarca: Papir (Papir), Alm: Papier (Papiyer), İtl: Papiro, İsp: Papel. Argo’da, “kâğıt para” ya da “para” olarak kullanılan “papel” kelimesi de bu kelimeden mülhemdir.
Parabol: Παραβολή (Paravolî). Παρα (Para): Etrafında, ilerisinde, ötesinde, yanında, cıvarında- Βολή (Volî): Atış, menzil. Tatbik, mukâyese, mukâbele. Bir Matematik terimi.
Parabolik: Παραβολικός (Paravolikôs). Tatbikî, mukayeseli, teşbih, temsil kâbilinden (comparatif).
Paradigma: Παραδειγμα (Paradigma). Παρα (Para): Etrafında, ilerisinde, ötesinde, yanında, cıvarında- Δείγμα (Digma): Nümûne, örnek. Örnek, model, emsal.
Paradoks: Παραδοξία (Paradoksia). Παρα (Para): Etrafında, ötesinde, ilerisinde, yanında-Δοξα (Doksa): Kanı, kanâat: Farklı kanı, alternatif kanı anlamında. Çelişirlik.
Paragraf: Παράγραφος (Parâgrafos). Παρα (Para): Etrafında, ötesinde, ilerisinde, yanında-Γραφω (Grafo): Yazmak. Yana yazma, öteye yazma anlamında.
Parakete: Παραγάδι (Paragâdi) veya Παρήστα (Parîsta). Hızölçer.
Paralaks: Παραλλαξία (Paralaksîa). Münâvebe, tahvil.
Paralel: Παραλληλία (Paralilîa). Birbirinin yanında, yanyana, koşut.
Paraloji: Παραλογία (Paralogîa). Mâkul olmayan, saçma, yanlış düşünüş.
Paralojizm: Παραλογισμός (Paralogismôs). Yanlış düşünce, herze.
Parametre: Παραμετρον (Parametron). Παρα (Para): etrafında, ötesinde, ilerisinde, yanında-Μετρον (Metron): Ölçü. Değer ölçüleri, değerlendirme ölçüleri.
Paranoya: Παρανοία (Paranoya). Παρα (Para): Etrafında, ötesinde, ilerisinde, yanında- Νόησις (Nôisis): Anlayış, idrak. Παρεννοώ (Parenoô: Yanlış anlamak) fiiliyle de ilişkilidir.
Parantez: Παρένθεση (Parênthesi). Araya alınma, idhal anlamında. Παρενθέτω (Parenthêto): Araya yere koymak, idhal etmek fiilinden mülhem.
Parapraksis: Παραπραξις (Parapraksis). Παρα (Para): Etrafında, ötesinde, ilerisinde, yanında-Πράξις (Prâksis): İş, hareket, sahne, perde, senet, tecrübe. Psikanaliz biliminin kurucusu olarak kabul edilen Sigmund Freud’ün güncelleştirdiği bir kavram. İzlerini bilinçdışı istek ve amaçlarda arayabileceğimiz açıklanamayan dil sürçmeleri, hafıza boşlukları, beceriksizlikler, yanlış okumalar.
Parapsikoloji: Παραψυχολογία (Parapsihologîa). Παρα (Para): Etrafında, ötesinde, ilerisinde, yanında-Ψυχή (Psihî): Ruh-Λόγος (Lôgos): Kelam, bilim, bilgi. Pozitif psikoloji biliminin izah edemediği, onun ötesinde bulunan Ruh hâllerini ve tezâhürlerini konu edinen bilim dalı.
Parazit: Παρασιτος (Parasitos). Παρα (Para): Yanında, kenarında, civarında- Σιτος (Sitos):Yiyen, yiyici. Birlikte yiyen, yanından, kenarından, üstünden yiyen, Ekti.
Parşömen: Περγαμος (Pergamos) veyâ Περγαμηνή (Pergaminî): Bergama. Bergama derisi. Eskiden Bergama’nın, üzerine yazı yazma amaçlı kullanılan derileri ünlü olduğu için bu adı almıştır. Arapçaya parğamun veyâ pergamun olarak geçen kelime daha sonra diğer dillere yayılmıştır. Akderi.
Pasal: Πασσαλος (Pasalos). Eski Yun. Kazık. Hayvanları bağlamak için yere çakılan direk, kazık. Pasaliskos: Küçük kazık, mıh. Süğen.
Paskalya: Πασχα (Pasha). İlkbahar’da kutlanan bir Hristiyan bayramı. İbranîce Pesaşi (geçiş) kelimesinden köken aldığı sanılıyor.
Patak: Παταγει (Patagi). Eski Yun. Dövmek.
Patetik: Παθητικός (Pathitikôs). Tesirli-müessir, zimmet, edilgen-pasif, duy(gu)sal.

Patlamak:  πατλαγή, έκρηξη βόμβας Bir yerde bomba mı patladı?
Patojen: Παθογονο (Pathogono). Παθός (Pathôs): Hastalık, maraz, illet, felâket, mûsibet, mihnet, garaz, kin, dert-Γονο (Gono): Oluşlu. Hastalık yapıcı, hastalığa yol açıcı.
Patoloji: Παθολογία (Pathologîa). Παθός (Pathôs): Hastalık, maraz, illet, felâket, mûsibet, mihnet, garaz, kin, dert- Λόγος (Lôgos): Bilim, bilgi, kelam. Sayrılıkbilim, hastalıkbilim, acıbilim, duy(g)ubilim.
Patolojik: Παθολογικός (Pathologikôs). Sayrılıkbilim’e değgin. Acılı, hastalıklı, duy(gu)sal.
Patrik: Πατριάρχης (Patriârhis). Ata, Ced, büyük. Orthodoks Kilisesi’nin başında bulunan en yüksek görevli.
Pavurya: Παγουρος (Paguros) veyâ Παγούρι (Pagûri). Bir tür iri yengeç.
Paydos: Παυω (Pavo). Durdurmak, işi bırakmak.
Pedagog: Παιδαγωγός (Pedagogôs). Çocuk eğiticisi, çocuk terbiyecisi. Παιδι (Pedi): Çocuk-Αγωγω (Agogo): Yol göstermek, yol açmak, ön açmak.
Pedagoji: Παιδαγωγία (Pedagogîa). Çocuk eğitimi, çocuk terbiyesi.
Pedagojik: Παιδαγωγικός (Pedagogikôs). Çocuk terbiyesine değgin.
Pedavra: Πέταυρον (Pêtavron).
Pederast: Παιδεραστής (Pederastîs). Παιδι (Pedi): Çocuk-Αστεία (Astîa): Şaka, latife, oynaşma. Kulampara, çocuklarla cinsî münâsebete giren kişi, Çocuksevici.
Pederasti: Παιδεραστία (Pederastîa). Παιδι (Pedi): Çocuk-Αστεία (Astîa): Şaka, latife, oynaşma. Kulamparalık, çocuklarla cinsî münâsebete girme, çocuksevicilik.
Pedofili: Παιδοφιλια (Pedofilia). Παιδι (Pedi): Çocuk-Φιλια (Filia): Sevgi, dostluk, arkadaşlık. Çocuk sevgisi. (Bu bir kişilik bozukluğu değildir, Türkiye’deki Tıp fakültelerinin kahhar çoğunluğunda gerek öğrencilere gerekse de psikiyatri asistanlarına “Pedofili” kavramı bir kişilik bozukkluğu olarak öğretilmekte / tanımlanmakta olup bu yanlıştır, doğrusu “Pederasti” olmalıdır).
Pediatri: Παιδιατρία (Pediatrîa). Παιδι (Pedi): Çocuk-Γιατρια (İatria): Tıp, hekimlik. Çocuk hekimliği.
Peksimet: Παξιμάδι (Paksimâdi).
Pelte: Πολτός (Poltôs). Ezme veyâ Farsça; Pâlûde (Paluza): Ezme’den.
Pentagram: Πενταγραμμα (Pe-n-dagramma). Πεντε (Pe-n-de): Beş- Γραμμα (Grama): Yazım, betim, harf. Beşli yazım, beşli betim.
Pentagon: Πενταγονο (Pe-n-dagono). Πεντε (Pe-n-de): Beş-Γωνια (Gonia): Köşe. Beşgen, beş köşeli. ABD Savunma Bakanlığı’nın diğer ismi.
Pentatlon: Πενταθλον (Penthatlon). Πεντε (Pe-n-de): Beş- Αθλητισμός (Athlitismôs): Atletizm. Beş değişik atletizm disiplininden oluşan bir yarışma türü. Beşli atletizm.
Pereme: Περαμε (Perame). Küçük kayık. Anlam genişlemesiyle su kabı, sal. Anlam değişimiyle, “korkutucu varlık, hayâlet” anlamında kullanılan, “peremeler tuttu” deyimi buradan türetilmiştir.
Periferik: Περιφερειακός (Periferiakôs). Περιφέρεια (Perifêria): Çevre, etraf, daire, muhit, havali. Tıp terimi olarak Periferiakos: Çevresel, mücâvir, havaliye ait, Örn. Periferik Sinir Sistemi.
Periyod: Περιοδος (Periodos). Döngü, Dönem, devre, dolaşma, âdet görme, nöbet.
Periyodik: Περιοδικός (Periodikôs). Περίοδος (Perîodos): Dolaşma, dönme, devir, nöbet, âdet görme. Döngüsel, devirsel. Yunanca’da dergi anlamında da kullanılmaktadır.

Peşrev: Περιστρέφω. Και είδος μουσικής των περιστρεφόμενων δερβίσηδων
Pıhtı: Πικτή (Piktî).
Pırasa: Πρασα(Prasa). Πρασινα (Prasina): Yeşil kelimesinden mülhem. Bir tür bitki (sebze).
Pırnal: Πριναρι (Prinari) veyâ Πουρνάρι (Purnâri). Yeşil meşe. Odunu makbûl bir meşe türü. Yerici deyim olarak, “kaba” anlamında da kullanılır.
Pide: Πιττα (Pita). İtalyanca’ya da Pizza olarak geçmiştir.
Pilâki: Πλαχη (Plahi). Yahni. Kuru fasulye ve soğanla yapılan zeytinyağlı bir yemek, kuru fasulye yahnisi.
Pinti: Πινεδος (Pinedos). Eli sıkı, cimri.
Piramit: Πυραμις (Piramis). Öyük, ehram.
Pirina: Πυρήν (Pirîn). Zeytin çekirdeğinin posası ve bundan elde edilen yağ.
Pisi (balığı): Φεσση (Fesi). Bir tür balık.
Piskopos: Έπισκοπος (Êpiskopos). Επι (Epi): Üst, üstte-Σκοπός (Skopôs): Maksad, niyet, gâye, amaç, nöbetçi, gözlemci, nokta, hedef. Üst gâye, büyük gâye güden, üst noktada duran.
Pistis: Πίστις (Pistis). İmân, inanç.
Piton: Πυθονας (Pithonas). Yunan mitolojisinde, Apollon’un Delfi yakınlarında öldürdüğü yılanın isminden mülhem. Bir yılan türü.
Piyâle: Φυαλε (Fiale). Ayaksız, sapsız kap. Kadeh.
Platin: Πλατίνη (Platîni). Değerli bir metal.
Platonik: Πλατωνικός (Platonikôs). Yunan bilgesi Platon’un isminden mülhem. Düşünsel, düşsel, teorik. Örn. Platonik aşk (düşvârî aşk).
Platonizm: Πλατωνισμός (Platonismôs). Platonculuk, platon ideolojisi. Ünlü Yunan filozofu Platon’un (Aristokles) geliştirdiği felsefe akımıdır. Geniş göğüslü (ya da geniş alınlı) olduğu için kendisine Platon adı verilmiştir. İlk hocası Kratylos. Kratylos, Herakleitosçu. Daha sonra Sokrates ile tanışıyor ve hayatının sonuna kadar Sokratesçi kalıyor. Eserlerinin hemen tamamında Sokrates’i anlatır. Mısır’da matematik, astroloji, yine Kirene’de Theodoros’tan matematik, Atina’da ise müzik dersleri aldı. Sicilya ve Güney İtalya seyâhatleri sırasında Pythagorasçılığa ilgi duymuş ve mistisizm’den etkilenmiştir. İran gezisinde ise Zerdüştîliği inceleme fırsatı olmuştur. Sicilya kralının akrabalarından Dion, Platon’a hayran kalır ve ona siyâsî reformlar yaptırır. Daha sonra, Atina’nın “Akademos Bahçeleri” mevkîinde ünlü okulunu (Akademia) kuruyor.
Gençlik dönemi ya da “Gençlik dialogları” tamâmen Sokrates’i anlatır. Onun düşüncesini ortaya koyar ve savunur. Bu eserlerde, “idea” öğretisine hiç rastlanmaz. Sürekli, “Erdem” ve “Bilgi” sorunlarıyla ilgilenir. “Lahis” (Lakhes) diyaloğunda “cesâret”, “Politia I”de “adâlet”, “Lysis”de “dostluk”, “Karmides”te “ölçülülük” (sofrosini), “Efthyfron”da, “Din”, “Protagoras”ta “erdem” irdelenir ve tümevarım (induction) yöntemi uygulanır. Sokratik diyaloglar olumsuz bir sonuçla biter: Yanlış, yetersiz tanımlar çürütülünce diyalog da sona erer. Araştırmada bir çıkmazla (aporia) karşılaşılmıştır. Ele alınan sorunun doğru yanıtı bulunamamıştır.
“İdea öğretisi”ni ele aldığı yâni Platon’un “Platon” olarak ortaya çıktığı diyaloglar ise şunlardır: Giorgias, Menon, Efthydemos, Kratylos, Meneksenos, Symposion, Fedon, Politia, Fedros, Theetetos, Parmenides, Sofistis, Politikos, Timeos, Kritias. Anti-Sofist mücâdelesinin merkezine “iyi” kavramını koyar. “İyi”, doğru bir yaşayışın kesin ölçüsü, biricik ereğidir. Gerçek, doğrunun düzenine (kosmos) ruh, ancak “iyi” ile erişir.
Sokrates’in anladığı gibi yaşamı felsefeye dayatmak ya da erdemle bilgiyi bir tutmak, “doğru”nun araştırılabilmesini, böyle bir olanağın bulunmasını gerektirir. Sofistler bunun olamayacağını söylüyorlardı. Sofistler’e göre, aradığımız şey ya bilinen bir şeydir ki, bunu aramaya gerek yoktur ya da bilinmeyen bir şeydir, o zaman da bulunan şeyin aranan şey olduğunu nereden bilinebilir? Platon bu sorunu Menon diyaloğunda “Ruh’un Ölümsüzlüğü” düşüncesiyle çözer: Ruh ölümsüzdür ve birçok defalar yeryüzüne gelmiştir. Bu arada yeryüzünde ve Hades’te (Öte Âlem) bulunan herşeyi görmüştür. Yeryüzünde (doğada) herşey birbirine bağlı olduğu için, Ruh bunlardan birini görünce, sürekli bir araştırma ile ötekilerini de bulabilir ve anımsayabilir. Ruhta doğru tasavvurlar, önce bilinçsiz bir hâlde bulunurlar; ilkin, bunlar bir rüya gibi kımıldanırlar; uygun sorular ve araştırmalarla sonunda aydınlık bir bilgi hâline gelirler. Buna göre, öğrenmek, eskiden bilinmiş birşeyi yeniden hatırlamaktan, anımsamaktan (anamnesis) başka birşey değildir. Bu anlayış ile, Platon, felsefesinin iki ana görüşünü de elde etmiş, belirtmiş olur: Ruhta bilinçsiz bir hâlde bulunan “doğuştan tasavvurlar”ın olduğu görüşü, bir de “doğru sanı” (Ortho Doksa) ile “bilgi” (epistimi) arasındaki karşıtlık. Doğru sanı sallantılı ve süreksizdir, bilgi ise bir temele, bir nedene (logos) bağlanmakla, dayatılmakla sağlam ve sürekli olur. Bilinmeyen birşeyi

– S –

Safsata: Σοφιστες (Σofistes/ Sufi ). Bilgili, âlim. Türkçe’de asıl anlamından saparak, boş lâf, gereksiz söz anlamında kullanılmaya başlanmıştır.
Sahne: Σκενα (Skena). Alan, boş yer, tiyatroda oyun yeri.
Salya: Σαλια (Salia).
Salyangoz: Σαλίγκαρος (Salîgaros), Σάλιαγκας (Sâliagas). Sümüklü böcek, salyalı.
Sandal: Σανδαλον (Sandalon). Sandal ağacı, sandal ağacından yapılan.
sardalya: Σαρδελα (Sardela). Bir balık türü.
Sargan: Ζαργανα (Zargana). Bir balık türü, zargan, zargana.
Sedir: Kέδρος (Kêdros). Sedir ağacı.
Sekmen: Σκαμνι (Skamni). İskemle, oturak.
Selenyum: Σελινος (Selinos). Ay. Bir kimyevî element. Se.
Semer: Σαμαρι (Samari). Yük hayvanlarının sırtına konan araç, oturmalık, eyer.
Sembol: Συμβολo (Simvolo). Remz, işâret, simge, alâmet, rumuz.
Semender: Σαλαμουντρα (Salamudra). Βir tür keler. Mitolojide Ateş varlığı.
Sempatik: Συμπαθητικός (Simpatitikôs). Merhâmetli, cana yakın, Sargın, yeltek.
Sempozyum: Συνποσιον (Sinposion). Şölen, ziyâfet, cümbüş anlamında. Anlam genişlemesiyle, kapsamlı toplantı, bilimsel toplantı anlamlarını yüklenmiştir.
Semptom: Σύμπτωμα (Sîmptoma): Tıp terimi olarak, Bulgu.
Sendika: Συνδικάτο (Sindikâto). Συν (Sin): Ortak, eş- Δικαιον (Dikeon): Hak, hukuk.
Sendrom: Συνδρομή (Sindromî). Συν (Sin) veya Συμ (Sim): Ortak, eş-Δρόμος (Drômos): Yol. Yardım, eş yol. Tıp terimi olarak, birçok hastalığın birarada görülmesi.
Senfoni: Συμφωνία (Simfonîa). Συν (Sin) veya Συμ (Sim): Ortak, eş-Φωνή (Fonî): Ses. Eşseslilik, ses uyumluluğu, mutabakat, anlaşma, mukâvele, şart.
Senkron: Σύγχπονος (Sîghronos). Συν (Sin) veya Συμ (Sim): Ortak, eş-Χρόνος (Hrônos): Zaman. Eşzamanlı.
Sentaks: Συνταγή (Sintagî). Tertip, tanzim, reçete.
Sentetik: Συνθετoς (Sinthetos). Sentez yoluyla elde edilmiş olan, birleşik, mürekkep.
Sentez: Συνθεση (Sinthesi). Συν (Sin) veya Συμ (Sim): Ortak, eş-Θεσις (Thesis): Sav, tez. Bireşim, terkip, tertip.
Septik: Σκεπτικός (Skeptikôs). Σκέψις (Skêpsis): Düşünce, fikir. Düşünceli. Şüphecilik akımına bağlı olan, şüpheci.
Septisizm: Σκεπτικισμός (Skeptikismôs). Σκέψις (Skêpsis): Düşünce, fikir Şüphecilik. Bir felsefe akımı.
Serpme: Σπειρω  (Spiro). Yere atmak, yere yaymak. Bir tür balık ağı.
Serpmek: Σπειρω (Spiro). Yere yaymak, yere atmak.
Sfenks: Σφίγγα (Sfîgga). İnsan başlı, aslan gövdeli, yılan kuyruklu ve kanatlı bir mitolojik varlık. Yunan sfenksleri Mısır sfenkslerine göre daha küçük olarak inşa edilmişlerdir.
Sınır: Σύνορα (Sînora). Hudut.
Sıra: Σειρα (Sira). Dizi.
Sırma: Σύρμα (Sîrma). Tel, sırma. Aσυρματο (Asirmato): Telsiz.
Siklamen: Κυκλάμινο (Kiklâmino). Bir bitki türü, bu bitkinin rengi de aynı adla anılır.
Siklon: Kυκλώνας (Kiklônas). Döngüsel bir rüzgâr türü.
Siklotron: Kυκλοθρόνος (Kiklothrônos). Κύκλος (Kîklos): Daire, çevre, çevrim-Θρόνος (Thrônos): Taht. Döner taht.

Siktir: Σε οικτίρω (; )
Silindir: Kύλινδρος (Kîlindros). Yuvak.
Simbiyoz: Συμβίωσις (Simvîosis). Συν (Sin) veya Συμ (Sim): Ortak, eş-Βιος (Vios): Hayat, yaşam. Birlikte yaşama, muaşeret.
Simetri: Συμμετρία (Simetrîa). Συν (Sin): Eş, ortak, birarada-Mετρον (Metron): Ölçü, ölçme. Eşölçü, ortak ölçü, bakışım.
Simetrik: Συμμετρικός (Simetrikos). Tenâzür. Συν (Sin): Eş, ortak, birarada-Mετρον (Metron): Ölçme, ölçü. Simetriye değgin, bakışımlı.
Simit: Σεμιδαλιτες (Semidalites). İnce undan, irmikten yapılan (çörek).
Sinagog: Συναγογή (Sinagogî). Συν (Sin): Eş, ortak, birarada- Άγω (Âgo): Yol açmak, ön açmak. Biraraya gelmek, toplanmak, tecemmü. Yahudi mâbedi, havra.
Sinapsis: Συναπσις (Sinapsis). Συνάπτω (Sinâpto): Birleştirmek, raptetmek. Sinir hücreleri arasında bulunan mikroskopik aralıklar, bunlar sinirsel iletiyi sağlarlar.
Sinaptik: Συναπτικός (Sinaptikôs). Συνάπτω (Sinapto): Birleştirmek, raptetmek. Sinaps’a değgin, sinaps’la alâkalı.
Sinarit: Συναβριδη (Sinavridi). Bir tür balık.
Sinerji: Συνεργια (Sinergia). Συν (Sin): Eş, ortak, birarada- Eργα (Erga): İş. Eş çalışma. Ortak iş üretimi, biraraya gelerek iş gücünü arttırma.
Sinestezi: Συναισθησις (Sinesthisis). Συν (Sin): Eş, ortak, birarada- Αισθησις (Esthisis): Duygu, his. Ortak duygu, vicdan.
Sinkretizm: Συνκρετισμός (Sinkretismôs). Συγκρινω (Si-g-krino): Karşılaştırmak, mukâyese etmek, teessüm ettirmek. Değişik din ve öğretilerin belli ilkelerini, uygulamalarını birleştirme. Karıştırmacılık, karşılaştırmacılık.
Sinod: Συνοδός (Sinôdos). Συν (Sin): Eş, ortak, birarada- Οδος (Odos): Yol, sokak, cadde. Yoldaş, arkadaş, aynı yolda yürüyen. Örn, Saint Sinod meclisi.
Sinonim: Συνώνυμος (Sinônimos). Eşanlamlı, adaş. Συν (sin): Eş, ortak-Όνομα (Ônoma): İsim, ad. Eşisim, eş ad, isimdaş.
Sinopsis: Συνοψις (Sinopsis). Συν (Sin): Eş, ortak, birarada-Oψις (Opsis): Görme. Eşgörüş, eşgörme. Özet.
Sinoptik: Συνοπτικώς (Sinoptikôs). Kısaca, muhtasaran.
Siroz: Κίρρωση (Kîrosi). Portakal renginde olan. Bir organın sertleşmesi. Özellikle karaciğerde oluşan ve fibrosis’le (lifleşme) sonuçlanan dejeneratif (bozunumsal) değişiklikleri ifâde etmek için kullanılan bir terim. Kliniğinde; asit, portal dolaşımın sekteye uğraması, hematemez (kan kusma), sarılık (ikter), splenomegali (dalak büyümesi) tablosu görülür.
Sirtaki: Συρτακι (Sirtaki). Küçük sirto. Yunanlar’ın millî danslarından biri.
Sirto: Συρτό (Sirtô). Bir dans ve makam türü. Örn. Sultâniyegâh Sirto.
Sismografi: Σεισμογραφία (Sismografîa). Σεισμος (Sismos): Deprem, zelzele, yer sarsıntısı-Γραφω (Grafo): Yazmak. Depremyazım.
Sismolog: Σεισμολογος (Sismologos). Σεισμος (Sismos): Deprem, zelzele, yer sarsıntısı-Λόγος (Lôgos): Bilim, bilgi, kelam. Deprembilimci.
Sismoloji: Σεισμολογία (Sismologîa). Σεισμος (Sismos): Deprem, zelzele, yer sarsıntısı-Λόγος (Lôgos): Bilim, bilgi, kelam. Deprembilim.
Sistem: Συστημα (Sistima). Düzen, nizâm.
Sistematik: Συστηματικός (Sistimatikôs). Sistemli.
Skandal: Σκανδαλη (Skandali). Tetik. Anlam genişlemesiyle çalkantılara yol açan olay, tetikleyici olay.
Sofist: Σοφιστις (Sofistis). Sofizm öğretisine bağlı olan.
Sofistike: Σοφιστος (Sofistos). Sofizm kavramından mülhem. Anlam genişlemesiyle, karmaşık, zor anlaşılır mânâsını yüklenmiştir.
SOFİZM: Σοφισμος (Sofismos). Felsefe terimi. “Bilgi” anlamına gelen “Sofia” kelimesinden orijin alır. Bilme, bilgili olma hedefi güden daha sonraları ise siyâsette yararlı olmayı amaç edinen İ.Ö. 5. Yy. filozoflarının düşüncelerini tanımlamak için kullanılır. Zamanla, söz söyleme san’atı (Retorik, hitâbet) anlamı kazanmıştır. Sokrates, Platon ve Aristoteles bu felsefeye karşı çıkmış ve onunla savaşmıştır. Ancak, Sofizm felsefesinin kurucusu olarak kabul edilen Protagoras ve ileri gelenlerinden Giorgias, Hippias ve Prodikos gibi ustalar felsefe biliminin zirveleri olarak kabul edilir. Platon’un bunlara karşı çıkmasının en önemli nedeni, para karşılığı bilgi vermeleridir. Ona göre, bu davranış, hiçbir çıkar gözetmeyecek bir araştırma olması gereken felsefenin ve bilimin onuruna aykırıdır. Ancak, yukarıda adı geçenlerin, bu işten gelir elde edip etmediği bilinmiyor, muhtemelen ikinci jenerasyon sofistler bu işi yapmış olmalı.
Sofizm, bilgi anlayışı olarak relativisttir (izâfiyetçi, görelilik taraftarı olan). Bu felsefenin kurucusu sayılan Protagoras, “doğa felsefesi”ni kabul etmez. Kendisinden önce, felsefenin başlıca konusu olan “kosmos” sorunu ile uğraşmayı “boş” kabul eder. Bu felsefede, objektif olarak geçerli bir bilginin olmadığını, Herakleitos’tan yola çıkarak tanıtlamaya çalışır. Bütün olabilirliği kendisinde toplamış olan “Anamadde” sürekli bir akış içindedir; bu nedenle de hiçbir şey “belli” bir “şey” değildir; bir “şey”, her ân, başka “şey”lere göre şöyle veyâ böyle bir “şey” olmaktadır. Salt bir varlık yoktur; nesnelerin nitelikleri, bir ândaki birbirleri üzerindeki etkilerinden doğmaktadır. Bundan dolayı hiçbir nesne için “bu, şudur” diyemeyiz; olsa, olsa, boyuna değişen bağıntıları içinde onun (o şeyin) başka nesnelere göre ne olmakta olduğunu söyleyebiliriz. Duyumlar da, duyumlayanın o ândaki durumuna bağlıdır. Onun için, algı objeyi (nesneyi) bize, ancak algılayanın algılama ânındaki durumuna nasıl görünmüşse, öyle bildirir. Protagoras için, duyu algısı ve bundan doğan kanâat (sanı-doksa) biricik bilgimizdir. Bundan da şu sonuç çıkar: Her sanı doğrudur, hiç kimse yanlış bir şey düşünemez, ya da Protagoras’ın ün salmış sözü ile söylenecek olursa: “İnsan herşeyin ölçüsüdür, varolanların varlıklarının da, varolmayanların varolmadıklarının da!”
Giorgias da “doğa felsefesi”ne karşı çıkar ve daha da ileri giderek, genel olarak varlık üzerine bir bilginin olanağını ortadan kaldırmaya çalışır. Hitâbet’in en büyük ustası olarak da kabul edilen Giorgias, Elea Okulu’nun diyalektiği üzerinde de derin izler taşır. Giorgias’a göre, “varolan bir”dir (Arkhe), başka varlık yoktur. Giorgias, “doğa felsefesi”nin ana sorunu olan “asıl gerçek”i yani “varolan”ı bilemeyeceğimizi şu 3 sav ile tanıtlamaya çalışır:
1-“Bir şey” yoktur. Eğer olsaydı, ya “olmuş” ya da “öncesiz” bir “şey” olurdu; bu “şey”, ne “varolan”dan, ne de “varolmayan”dan olmuş olabilir; “öncesiz” olamaz zira öyle olsa “sonsuz” olurdu, “sonsuz” olan ise “hiçbir yerde” yoktur (bulunmaz).
2-“Bir şey olsaydı da bilemezdik!” çünkü “varolan”ın bilgisi olsaydı, “varolan”, “düşünülmüş olan” olurdu, “varolmayan” da “düşünülemezdi” bile; o zaman da yanılma olmazdı, birisi “deniz üzerinde arabalarla bir savaş oldu dese” bile.
3-“Bilseydik de, başkalarına bildiremezdik”, çünkü bildirme sözlerle olur, söz ise “varolan”dan başka bir şeydir. Bir başkasına, bir renk tasarımını nasıl bildirebiliriz? Çünkü kulak renkleri iştimez, sesleri işitir; birbirinden başka olan iki kişide aynı tasarım nasıl olabilir?
Sofizm öncesi felsefe “objet”ye (şeylere, nesnelere) yani dış dünyaya dönüktü. Başlıca doğa bilgisinin ana kavramlarını kurmaya çalışıyordu. Sofizm ise, “sujet”ye (özne), iç deneye yönelmekle, kendinden önceki felsefenin tekyanlılığını gidermiş oldu.
Protagoras, “Her soruda birbirinin karşıtı iki önerme gösterilebilir” diyor. Tartışma yöntemini ilk geliştiren de kendisi olmuştur. Giorgias ise “duygulanımları” (Pathos) sınıflamış ve en önemli 4 tanesini, “Sevinç”, “Acı”, “Yüreklilik” ve “korku” olarak saymıştır.
Ünlü sofistlerden Efthidemos şöyle der: “Her şey herkesindir. Yanılma diye bir şey yoktur, çünkü söylenen şey, düşünülen bir şey olduğundan ‘varolan’ bir şeydir de”.
Sofistler, “doğadan olan” (Fisi) ile “insanın ortaya koymuş olduğu” (Thesi) kurallar arasındaki karşıtlığı ortaya koymuşlardır.
Bir diğer sofist Antifon, “doğal hukuk” ile “pozitif hukuk” (insanın geliştirdiği hukuk) arasındaki karşıtlığı vurgulayarak yalnız sanılara (kanâatlere-doksa) dayanan “konulmuş” yasaların güçsüz olduğunu söyler ve buradan, insanların “doğadan eşit” oldukları sonucunu çıkarır. Bu nedenle, toplum içindeki sınıf ayrılıkları, ayrıcalıklar, soyluluklar vb., hep insanın oluşturduğu hukuk ve toplum kurallarından orataya çıkmıştır. Oysa toplum, insanoğlunun yararı için kurulmuştur, bundan dolayı herkes ondan eşit olarak yararlanmalıdır.
Yine bir başka Sofist, Thrasymakhos, “Ne tür parlak sözlerle anlatılırsa anlatılsın” diyor ve ekliyor: “Adâlet, güçlüye, egemen olana yarayan, güçsüze zararlı olan şeydir”.
Kallikles ise, “Adâlet, güçsüzlerin kendilerini korumak için güçlülere karşı kurdukları bir tuzaktır” der. Ama ona göre doğa (Fisis) güçlüye, egemen olma hakkını vermiştir. Bundan dolayı ancak, insanın koyduğu düzen bakımından, “adilolmayan” kimse mutlu olabilir. Bu nedenle Sofistler, “pozitif hukuk” normlarıyla sürekli savaşmışlardır.
“Doğal” ile “konulmuş olan” arasındaki bu karşıtlık din mevzuuna da yansımıştır. Bunun başını çeken Kritias’tır. Kritias, tanrıların tümüyle keyfî olan, politik hesaplarla zekî devlet adamlarının uyruklarını (tebâ) itâatli kılmak için bulunmuş birtakım kuruntulardan başka bir şey olmadıklarını ileri sürer.
Sofistler bir yandan, “tek kişinin, yargılarında bağımsız olabileceğini şüpheli hâle getirmişler”, öte yandan da, “tümel olarak geçen hiçbir ölçüyü ayakta bırakmamakla, otorite ve geleneği (yasaları, hukuku, sosyal normları, ahlâk kurallarını) adamakıllı sarsmışlardır”.

Softa: Σοφος (Sofos). Bilgi. Anlam kaymasıyla, cahil, bilgisiz mânâsını yüklenmiştir.
Somun: Πσομι (Psomi). Ekmek. Bu kelimeden mülhem. Somun pehlivan: Yalnız ekmek yiyen fakat iş göremeyen, kof şahıs, beceriksiz kimse.
Spazm: Σπασμός (Spasmôs). Kuvvetli kasılma.
Sperma: Σπέρμα (Spêrma). Men’i hayvancığı, tohum, Çekirdekçik. Eril üretim hücresi.
Stad: Στάδιο (Stâdio). Stadyum.
Stalagmit: Σταλαγμίτης (Stalagmîtis). Dikit.
Stalagtit: Σταλαγτίτης (Stalagtîtis). Sarkıt.
Statik: Στατικός (Statikôs). Dengede duran, sâbit.
Stereo: Στερεός (Stereôs). Katı, sert.
Stereofonik: Στερεοφωνικι (Stereofoniki). Στερεός (Stereôs). Katı, sert-Φωνή (Fonî): Ses. Kuvvetli, sert ses.
Stereometri: Στερεομετρία (Stereometrîa). Στερεός (Stereôs). Katı, sert-Μετρον (Metron): Ölçü, ölçme. Sertlik ölçümü.
Stereoskopi: Στερεοσκοπία (Stereoskopîa). Στερεός (Stereôs). Katı, sert-Σκοπω (Skopo): Bakmak, muâyene etmek. Sertlik tâkibi, muâyenesi.
Stetoskop: Στηθοσκοπώ (Stithoskopô). Στήτος (Stîthos): Göğüs, sine, meme- Σκοπός (Skopôs): Maksad, niyet, gâye, amaç, nöbetçi, gözlemci, nokta, hedef. Vücut seslerini dinlemeye yarayan cihaz.
Stoacılık: Στοηκισμός (Stoikismôs). Στοα (Stoa): Han, Kervansaray, pasaj, geçit, dehliz. Bir felsefe akımı.
Stratosfer: Στρατοσφαιρα (Stratosfer). Στράτα (Strâta): Yol, katman, tabaka-Σφαιρα (Sfera): Küre. Atmosferi oluşturan tabakalardan biri.
Sufî: Σοφιστις (Sofistis). Sofizm akımına bağlı olan. Anlam genişlemesi ve değişimiyle Tasavvuf’la uğraşan insanlara da bu isim takılmıştır.
Sünger: Σφουνγαρι (Sfungari).

– Ş –

Şamandra: Σημαντήρας (Simadîras).
Şapşal: Σαπσαλος (Sapsalos). Gevşek, ufak-tefek. Anlam değişimiyle, beceriksiz, uysal, salak, aptal, anlayışı kıt.
Şayak: Σαγιακι (Sayaki). Yünden dokunmuş kalın giysilik, aba.
Şema: Σκεμα (Skema). Taslak, görünüş, biçim.
Şıra: Συραιον (Sireon). Üzüm suyu.
Şinik: Κοινικας (Kinikas). Yalak, çukur, tekerlek oyuğu, tekerlek demiri.
Şizofreni: Σκυζοφρενια (Skizofrenia). Σκυζω (Skizo): Yırtmak, Yırtılmak, parçalanmak- Φρένα (Frêna): Şuur, bilinç. Şuur parçalanması, düşünce yarılması. Gerçeklikten kopma ve aşırı derecede (fakat az da olsa sistematik olarak) hayal üreterek kendine dönme durumu. Bilinçdışı istek (id), çoğalarak, düşünceler arası duygusal (kavramsal değil) ilişkiler, mantıkdışı, karmaşık düşünce bağlantıları kurarak bilince egemen olur. Şizofrenik dilin bu anlamda, şiirle enteresan bir benzerliği vardır.

– T –

Taflan: Δαφνι (Dafni). Defne.
Taklit: Κλειδι (Klidi). Kilit. Bu kelimeden gelişmiştir. Önce Arapça’ya oradan da Türkçe’ye geçmiştir. Kalîd: Devenin burnuna takılan araç, burunluk.
Takograf: Ταχυγράφος (Tahigrâfos). Ταχύς (Tahîs): Çabuk, sür’atli, hızlı-Γραφω (Grafo): Yazmak. Hızyazar.
Takoz: Θακος (Thakos). Kama, kıskı, üzerine ağırlık konan araç.
Takunya: Τακουνι (Takuni). Tiyatrolarda giyilen üstten bağlı tahta ayakkabı, futbol terimi olarak çalım atmak.
Takyon: Ταχυονι (Tahioni). Hızlı parçacık. Nükleer fizik terimi, bir partikül (parçacık) türü.
Talyum: Θαλλος (Thalos). Filiz, ağacın kenarından fışkımakta olan küçük dalcık. Dalgaboyu. Bir kimyevî element.

Tanbūr: Ταμπουράς/ θαμπούρα/ Πανδούρα
Tantal: Τανταλος (Ta-n-dalos). Yunan mitolojisinde bir varlık. Bir kimyevî element. Ta.
Tarhana: Τραχανα (Trahana). İrmik ezmesi. Bir diğer iddiaya göre, Farsça, “terhüvâne” veyâ “terhîne” (buğday yarması-süt karışımı çorba) kelimesinden gelmekte.
Tasma: Δεσμος (Desmos). Bağ, bağlantı.
Tavus: Ταος (Taos). Bir kuş türü.
Tayfun: Τυφονας (Tifonas). Yunan mitolojisinde Hera’nın (İra) dev çocuğu. Canavar. Çince, “Thei-fung” kelimesinden geldiği de iddia edilmektedir.
Tekir: Τιγρις (Tigris). Kaplan. Sırtı kaplan gibi çizgili olan.
Tekne: Τέχνη (Têhni). İş, beceri, uğraş, maharet, mârifet.
Teknetyum: Τεχνετος (Tehnetos). Yapay. Bir kimyevî element. Tc.
Teknik: Τέχνη (Têhni) veya Τεχνικός (Tehnikôs). İş, beceri, uğraş, maharet, mârifet, bunlarla ilgili olan.
Teknokrasi: Τεχνοκρατία (Tehnokratîa). Tέχνη (Têhni): Sanat, iş, beceri, uğraş, teknik-Kραττω (Krato): Düzene koymak, idâre etmek. Teknik idâre.
Teknokrat: Τεχνοκρατός (Tehnokratôs). Τέχνη (Têhni): Sanat, iş, beceri, uğraş, teknik-Kραττω (Krato): Düzene koymak, idâre etmek. Teknik bürokrat.
Teknoloji: Τεχνολογία (Tehnologîa). Τέχνη (Têhni). İş, beceri, uğraş, maharet, mârifet-Λόγος (Lôgos): Bilim, bilgi, kelam.
Teknolojik: Τεχνολογίκός (Tehnologîkôs). Τέχνη (Têhni): Teknik, sanat, iş, beceri, uğraş, mârifet, maharet-Λόγος (Lôgos): Bilim, bilgi, kelam. Teknolojiye değgin
Telefon: Τηλέφωνο (Tilêfono). Τηλε (Tile): Uzak- Φωνι (Foni): Ses.
Telekinezi: Τηλεκινησία (Tilekinisîa). Τηλε (Tile): Uzak-Kινηση (Kinisi): Hareket. Cisimleri uzaktan (dokunmaksızın) hareket ettirme.
Teleoloji (Teloloji): Τελολογία (Telologîa). Tελος (Telos): Son, nihâyet, âkibet, nihâî amaç, erek, gâye- Λόγος (Lôgos): Bilim, bilgi, kelam. Evren’in bir amaca göre kurulup, işlediği (işletildiği) öğretisi. Yaşamı, dili ve tarihi bir amaca yönelmesi açısından ele alma, erekselcilik.
Telepati: Τηλεπαθεια (Tilepathia). Τηλε (Tile): Uzak-Παθος (Pathos): Duyu, duygu, his, dert, acı, hastalık. Uzaduyum.
Teleskop: Τηλεσκοπιο(Tileskopio). Τηλε (Uzak)-Σκοπω (Skopo): Bakmak. Uzağı görmeye yarayan araç.
Telgraf: Τηλέγραφος (Tilêgrafos). Τηλε (Tile): Uzak-Γραφω (Grafo): Yazmak.
Tema: θεμα (Thema). Κonu, mevzu.
Temel: Θεμαλιον (Themalion). Koyma, yerleştirme.
Teneke: Τενεκε (Teneke). İnce sac.
Tente: Τεντα (Te-n-da, Tenta). Örtü, çadır. Lât: tente(a), Fr; Tente.
Tenya: Ταινία (Tenîa): Şerit.
Teodezi: Θεοδησια (Theodisia). Θεος (Theos): İlâh, Allah- Δικαιον (Dikeon): Hak, hukuk. Fizikî ve ahlâkî çöküntüden doğan karşı çıkışlar önünde Allah’ın, iyilik, yaratıcılık ve sorumluluk özelliklerini irdeleyen öğreti. Leibniz tarafından geliştirilmiştir. Felsefe terimi.
Teogoni: Θεογoνια (Theogonia). Θεος (Theos): İlâh-Γoνia (Gonia): Oluş, tekvin. Çok tanrılı dinlerdeki ve mitolojilerdeki tanrıların kökenlerinin ve doğuşlarının incelenmesi.
Teokrasi: Θεοκρατία (Theokratia). Θεος (Theos): İlâh, Allah- Κραττω (Krato): Düzene koymak, İdâre etmek, yönetmek: İlâhî düzen, ilâhî yönetim. Devletin ilâhî naslar ve hükümler doğrultusunda yönetilmesi.
Teokratik: Θεοκρατικός(Theokratikôs). Teokrasi’ye değgin.
Teoloji: Θεολογία (Theologia). Θεος (Theos): İlâh-Λόγος (Lôgos): Bilgi, bilim, kelam. İlâhiyat. Tanrıbilim.
Teomitor: Θεομήτωρ (Theomîtor). Θεος (Theos): İlâh-Μητερα (Mitera): Anne. İlâh’ın annesi anlamında. Hz. Meryem’e Orthodoks Hristiyanlar tarafından verilen bir isim.
Teori: Θεωρια (Theoria). Θεωμαι (Theome): Gözlemek, gözlemlemek. Kuram, nazariyye.
Teos ek mekhanes: Θεος εκ Μιχανις (Theos ek mihanis). Θεος (Theos): İlâh- Μιχανις (Mihanis): Mekanik. Mekanik Tanrı, Makina’dan tanrı. Yunan tiyatrosunda konuyu çözüme getirmek (taşımak) için oyuna katılan bir ilâh.
Teotôkos: Θεοτόκος (Theotôkos). Θεος (Theos): İlâh-Τόκος (Tôkos): Doğurma, doğum. Hz. Meryem’e Orthodoks Hristiyanlar tarafından verilen bir isim.
Teozofi: Θεοσοφία (Theosofîa). Θεος (Theos): İlâh-Σοφια (Sofia): Hikmet. İlâhî tabiata sezgisel bilgi ile ulaşmayı öngören öğreti.
Terapi: Θεραπεια (Therapia). Tedâvi.
Terelelli: Τρελος (Trelos). Deli, aklî dengesi yerinde olmayan.
Termik: Θερμικός (Thermikôs). Isıya değgin, ısıyla alâkalı.
Termodinamik: Θερμοδυναμικος (Thermodinamikos). Θερμότητα (Thermôtita): Isı-Δυναμη (Dinami): Kuvvet, güç. Isı gücüne ilişkin.
Termoelektrik: Θερμοηλεκτρικός (Thermoilektrikôs). Θερμότητα (Thermôtita): Isı-Hλεκτρικό (İlektrikô): Elektrik. Elektrikten ısı elde edilmesiyle ilgili.
Termometre: Θερμομετρο (Thermometro). Θερμότητα (Thermôtita): Isı-Mετρον (Metron): Ölçü, ölçüm. Isıölçer.
Termos: Θερμοφόρο (Thermofôro). Isıtan, ısıtıcı, ısı verici, .
Termostat: Θερμοστατ (Termostat).
Tetrafoni: Τετραφωνία (Tetrafonîa). Τετρα (Tetra): Dörtlü-Φωνή (Fonî): Ses. Dört sesli şarkı veya müzik parçası.
Tetragon: Τετραγωνος (Tetragonos). Τετρα (Tetra): Dört-Γωνιά (Goniâ): Köşe. Kare, Dörtgen. Dört-Gen: Gen kelimesi, Yunanca “köşe” anlamına gelen “γωνιά” (goniâ) kelimesinden alınmıştır.
Teürji: Θεουργια (Theurgia). Θεος (Teos): İlâh-Ουργια (Urgia): İmâlat, yapım. Neo-Platonien düşüncede ilâhın yönetiminin irdelenmesi.
Tez: θεσις (Thesis). Sav.
Tırpan: Δρεπανι (Drepani). Orak, tırpan.
Tifo: Τυφος (Tifos). Buğulanma, sis, şaşırma, kendinden geçme. Bakteriyel bir hastalık. (Salmonella Tifi adlı bakteri tarfından oluşturulur). Sökel, yatalgı.
Tifüs: Τυφος (Tifos). Buğulanma, sis, şaşırma. Bir tür salgın hastalık.
Tipografi: Τυπογραφια (Tipografia). Τυπος (Tipos): Baskı, basım-Γραφω (Grafo): Yazmak. Baskıyazım.
Tiran: Τυρανος (Tiranos). Yönetici, önder, kral. Anlam genişlemesiyle, toplumu baskı altında tutan, topluma zulmeden.
Tiryak: Θεριακος (Theriakos). Θερας (Theras): Hilkat garibesi, garip yaratık, Ucube, Vahşî hayvan-Iακος (İakos): Özgü. Yabanıl, kırsal. Anlam genişlemesiyle, yabana karşı koruma gereci, em, ilâç, çâre. Pontus kralı Mitridatis, Kafkas dağlarında yaşadığı dönemlerde birçok panzehir ve ilâç geliştirmiştir. Onun geliştirdiği bu ilâçlara “Θειριακος” (Thiriakos) adı verilirdi.
Tiryâkî: Θεριακλής (Theriaklîs). Tiryak kullanan kimse. Anlam genişlemesiyle, herhangi bir madde alışkanlığı edinen, örn. Sigara tiryâkîsi.
Titan: Τιτανος (Titanos). Yunan mitolojisinde ilk nesil (Primordial) ilâh ve ilâheler.
Titanyum: Τιτανιον (Titanion). Τιτανος (Titanos). Yunan mitolojisinde ilk nesil ilâh ve ilâheler. Τιταινω (Titeno): Eski Yun. Germek. Bir kimyevî element. Ti.
Tiyatro: Θεατρο (Theatro).
Tomar: Τομαριον (Tomarion). Bir avuç, bir tutam.
Tomografi: Τομογραφία (Tomografîa). Τομος (Tomos): Kesi, kesit-Γραφω (Grafo): Yazmak. Vücudu kesitler hâlinde görüntüleme.
Topografya: Τοπογραφία (Topografîa). Τοπος (Topos): Yer, yüzey-Γραφω (Grafo): Yazmak. Yüzeyleri inceleyen bilim.
Trajedi: Τραγουδια (Tragudia). Türkü, şarkı. Sığırtmaç türküsü, çoban türküsü. Ağlatı.
Travma: Tραυμα (Travma): Kaza.
Travmatoloji: Τραυματολογία (Travmatologîa). Τραυμα (Travma): Kaza, yaralanma-Λόγος (Lôgos): Bilim, bilgi, kelam. Kazabilim.
Trigonometri: Τριγονο (Trigono): Üçgen-Μετρο (Metro): Ölçü. Üçgenlerle ilgili bilim.
Triloji: Τριλογία (Trilogîa). Τρια (Tria): Üç- Λόγος (Lôgos): Bilim, bilgi, kelam. Üçleme, teslis. Hristiyan ilâhiyatının önemli tartışma konularından biri olan “Baba-Oğul-Ruh-ül Kuds” teslisi için kullanılır.
Tripod: Τριποδι (Tripodi). Τρια (Tria): Üç- Ποδι (Podi): Ayak. Üçayak. Bazı materyelleri desteklemek ya da taşımak amacıyla kullanılan üçayaklı bir araç.

-U-

Uranüs: Ουρανος (Uranos). Yunan mitolojisinde gök tanrı. Bir gezegen. Modern Yunanca’da gökyüzü anlamına gelmektedir.
Uranyum: Ουρανίο (Uranîo). Ουρανος (Uranos): Yunan mitolojisinde gök tanrı. Bu isimden mülhem olarak bir kimyevî element. U.
Uskumru: Σκομβρι (Skombri). Bir tür balık. Yunan argosunda kadın pazarlayıcısı.
Usturlab: Αστρολαβο (Astrolavo).
Ülser: Ελχος (Elhos). Yara, çıban, irinlenme. Buradan Lâtince’ye “ulcus”, oradan fransızca’ya “ulcere” (Ülser) ve oradan da Türkçe’ye “Ülser” olarak geçmiştir. Örn, Mide ülseri. Halk arasında sadece Mide ülseri olarak bilinir ancak bütün “yaralar” için genel bir kullanımı vardır.
Üre: Oυρo (Uro). Toksik bir madde.
Üroloji: Ουρολογία (Urologîa). Ουρο (Uro): İdrar-Λόγος (Lôgos): Bilim, bilgi, kelam. Boşaltım ve Genital sistem bilimi.
Üstübeç: Στουμπετσι (Stubeçi).
Ütopya: Ουτοπία (Utopîa). Ου (U): Yok-Τοπος (Topos): Yer. “Yer yok” anlamında. Ulaşılması âdeta hayal olan büyük düşünce, büyük ideal.

– V –

Varil: Βαρελα (Varela).
Vatoz: Βαθος (Vatos). Βαθος (Vathos): Derinlik. Bu kelimeden mülhem. Diplerde yaşayan bir tür balık.
Vantuz: Βεντουζα (Ve-n-duza).
Veranda: Βεραντα (Vera-n-da).
Vişne: Βυσσινε (Visine).
Voli: Βολή (Vole). Balıkağını denize

– Y –

Yakamoz: Γιαγκαμος (Yakamos). Parlaklık. Deniz yüzeyinde ortaya çıkan ışık oyunları, parlaklıklar.
Yalı: Γιαλος (Yalos) veyâ Αιγιαλος (Eyalos). Kıyı. Anlam genişlemesiyle, kıyıda yapılan ev.
Yelek: Γελέκι (Yelêki) γιλέκο
yortu: Γιορτή (Yorti). Bayram.

– Z –

Zağar: Σαγρευς (Sagrevs). Eski Yun. Av köpeği.
Zar: Τεσερα (Tesera). Dört. Anlam genişlemesiyle, 6 yüzlü araç, zar.
Zır: Ζουρλός (Zurlôs). Deli, dîvâne. “Zır deli” deyiminde kullanılır.
Zifir: Ζοφος (Zofos). Karanlık.
Zoka: Ζογρω (Zogro). Tutmak, yakalamak. Balık tutmaya yarayan araç.
Zoofili: Ζοωφιλια (Zoofilia). Ζώο (Zôo): Hayvan- Φιλια (Filia): Sevgi, dostluk. Hayvan sevgisi.
Zoolog: Ζοωλογος (Zoologos). Ζώο (Zôo): Hayvan-Λόγος (Lôgos): Bilim, kelâm, bilgi. Hayvanbilimci.
Zooloji: Ζοωλογία (Zoologîa). Ζώο (Zôo): Hayvan-Λόγος (Lôgos): Bilim, bilgi, kelam. Hayvanbilim.
Zootekni: Ζοωτεχνια (Zootehnia). Ζώο (Zôo): Hayvan- Τέχνη (Têhni): İş, uğraş, san’at, beceri, mârifet, maharet. Hayvan teknolojisi.

 

Και για να μην σας κουράζω περισσότερο, ούτε ενδεχομένως να σας εκνευρίζω διότι κάποιοι μπορεί να θεωρείτε το  παρόν υπερβολικό και αυθαίρετο είτε από την μία πλευρά ( όλα ελληνικά πιά ; αφήστε μας ) , είτε από την άλλη ( δεν θέλουμε τους τούρκους ), παρότι είπα πως δίδεται με πάσα επιφύλαξη και χωρίς να αναζητά δάφνες πρωτοτυπίας ή ελληνοτουρκικού λεξικού, αφού σίγουρα υπάρχουν πολλές ελλείψεις  και προφανώς αυθαίρετες (;) παρετυμολογήσεις, σας δίνω και ένα site , που δείχνει τουρκο/περσο/αραβικές λέξεις που έχουν επηρεάσει το καθημερινό ελληνικό λεξιλόγιο, που ομοίως είναι κοινές εκφράσεις και πλήρως αντιληπτές και από τους δύο λαούς.

         Εδώ:     http://www.geo.unizh.ch/~arzu/GreekTurkish.html

 

Παρόμοια άρθρα που θα μας έβαζαν σε πορείες αναζήτησης θα μπορούσαν να γραφούν και για τις κοινές σλάβικες, ιταλικές, αρβανίτικες κ.λ.π λέξεις .

 

Καλή  αναζήτηση και ταξίδι στις ιστορικο/λαογραφικές,μουσικές και γλωσσολογικές αναζητήσεις σας. Σας έδωσα πάντως θέματα για συζήτηση ……!!!!!

 

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.