Sunday 21 April 2024
Αντίβαρο
1821-Επανάσταση Γιώργος Καραμπελιάς

13. Επανάσταση του ’21. Γ΄:  Ένας απολογισμός

Γράφει ο Γιώργος Καραμπελιάς

Ευγένιος Ντελακρουά, Η μάχη του Γκιαούρη και του Χασάν, 1826

«Στὰ σκοτεινὰ βαδίζουμε, στὰ σκοτεινὰ προχωροῦμε,

οἱ ἥρωες βαδίζουν στὰ σκοτεινά».

Γιώργος Σεφέρης

Μια σειρά κειμένων του Γιώργου Καραμπελιά για την ελληνική ιστορία.

Ξεκινήσαμε την Επανάστασή μας με το διάγγελμα του Αλέξανδρου Υψηλάντη, «Μάχου ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος», και, μετά δέκα χρόνια «θυσιῶν ἀκαταλογίστων», κλείσαμε την πρώτη οδυνηρή φάση της με την αναγνώριση ενός ελλαδικού κράτους, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, τον Σεπτέμβριο του 1831. Παρά τις στρεβλώσεις, τις αδυναμίες, τις απογοητεύσεις, θα δημιουργηθεί και πάλι, μετά το 1453, ένα έστω λιλιπούτειο ελληνικό κράτος, με ηγεμόνες και προστάτες, αλλά παρόλα αυτά πραγματικό, κόλαφος για την οθωμανική Αυτοκρατορία από την οποία και αποσπάστηκε με ποταμούς αίματος και θυσιών.

Γιατί όμως δεν μπορέσαμε να ολοκληρώσουμε τους στόχους μας; Συνοψίζει απαράμιλλα ο Κολοκοτρώνης:

«Εἰς τὸν πρῶτο χρόνο τῆς Ἐπαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια καὶ ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι… καὶ ἐὰν αὐτὴ ἡ ὁμόνοια ἐβαστοῦσε ἀκόμη δυὸ χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καὶ τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Μακεδονία, καὶ ἴσως ἐφθάναμε καὶ ἕως τὴν Κωνσταντινούπολη… Ἀλλὰ δὲν ἐβάσταξεν. Ἦλθαν μερικοὶ καὶ ἠθέλησαν νὰ γένουν μπαρμπέρηδες εἰς τοῦ κασίδη τὸ κεφάλι. Μᾶς πονοῦσε τὸ μπαρμπέρισμά τους. Μὰ τί νὰ κάμωμε; Εἴχαμε καὶ αὐτουνῶν τὴν ἀνάγκη. Ἀπὸ τότε ἤρχισεν ἡ διχόνοια … Καὶ τοῦτο ἐγίνετο, ἐπειδὴ δὲν εἴχαμε ἕναν ἀρχηγὸ καὶ μία κεφαλή … κοντέψαμε να χαθοῦμε, καὶ εἰς τοὺς στερνοὺς ἑπτὰ χρόνους δὲν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα».

Οι Έλληνες δεν νικήθηκαν στα πεδία των μαχών, όπου ήταν όντως ανίκητοι. Και δεν έφθασαν «εἰς τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Μακεδονία, καὶ ἴσως ἕως τὴν Κωνσταντινούπολη» διότι δεν είχαν «ἕναν ἀρχηγὸ καὶ μία κεφαλή»… Και παρότι ευθύνονται πρωταρχικά όσοι «ἠθέλησαν νὰ γένουν μπαρμπέρηδες εἰς τοῦ κασίδη τὸ κεφάλι», εν τούτοις, οι Έλληνες «εἴχαν καὶ αὐτουνῶν τὴν ἀνάγκη». Ο Κολοκοτρώνης, σε μία φράση έχει συλλάβει όλο το «μυστικό» της Επανάστασης, αλλά ίσως και του ελληνισμού συνολικότερα. Παρότι οι «μπαρμπέρηδες», Μαυροκορδάτοι, Ζαΐμηδες, Κωλέττηδες, υπήρξαν οι υποκινητές του διχασμού, εν τούτοις, η επανάσταση χρειαζόταν και πολιτικούς. Το πρόβλημα ήταν όμως ποιοι ήταν αυτοί οι πολιτικοί.

Συχνά αποδίδουμε την αδυναμία ολοκλήρωσης της Επανάστασης σχεδόν αποκλειστικά στις μεγάλες δυνάμεις, ιδιαίτερα στη «δολία Αλβιώνα» και την Αυστρία του Μέττερνιχ. Και όντως, η συγκρότηση ενός ισχυρού ελληνικού κράτους στον χώρο του παλαιού Βυζαντίου συναντούσε την εχθρότητα των μεγάλων δυνάμεων – των Βρετανών για τον «κίνδυνο»  δημιουργίας ενός ισχυρού ναυτικού κράτους στην ανατολική Μεσόγειο, των Αυστριακών που φοβούνταν την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας από τα εθνικά κινήματα. Αλλά και η ομόδοξη Ρωσία δεν επιθυμούσε την αυτονόμηση των Ελλήνων και του πατριαρχείου από την οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι τσάροι ήθελαν τους Έλληνες ως προστατευόμενούς τους στο εσωτερικότης τουρκικής επικράτειας, και όχι ως ισχυρό αυτόνομο παράγοντα. Ήθελαν δική τους την Κωνσταντινούπολη και όχι μια ελληνική πρωτεύουσα που θα αναβίωνε κάποια μορφή «Βυζαντίου», πολιτειακά και εκκλησιαστικά. Άλλωστε, μια εθνική και, δημοκρατική επανάσταση θα συνιστούσε θρυαλλίδα εξελίξεων για την πολυεθνική «φυλακή των λαών», τη ρωσική Αυτοκρατορία. Γι’ αυτό και εν τέλει θα παρέμβουν υπέρ της Επανάστασης μόνον όταν αυτή έπνεε κυριολεκτικώς τα λοίσθια, το 1827, καθώς κινδύνευαν να επικρατήσουν οριστικά οι Εγγλέζοι· θα υποστηρίζουν δε επίμονα τη δημιουργία ενός κράτους φόρου υποτελούς στον Σουλτάνο και όχι ανεξάρτητου.

Παρόλα ταύτα, ο Γέρος του Μοριά επιμένει πρωτογενώς στις εσωτερικές αδυναμίες της Επανάστασης, στη διχόνοια και την έλλειψη ενιαίας ηγεσίας. Άλλωστε, η παρέμβαση των ξένων γινόταν τόσο πιο επίμονη όσο η Επανάσταση αποδυναμωνόταν στο εσωτερικό πεδίο, και κατέστη κυρίαρχη μετά τον Ιμπραήμ και τη δολοφονία του Καποδίστρια. Η εσωτερική αποδυνάμωση ενίσχυε την εξωτερική εξάρτηση. Οι κοτζαμπάσηδες και οι Φαναριώτες εισήγαγαν την Αγγλία στο εσωτερικό προκειμένου να επικρατήσουν έναντι των οπλαρχηγών και της Φιλικής. Σε μια αλληλουχία αιτίου-αιτιατού που μας βύθιζε όλο και βαθύτερα στην εξάρτηση.

Και πάντως, η αδυναμία επέκτασης της Επανάστασης πέρα από τη Στερεά Ελλάδα υπήρξε συνέπεια τόσο της τραγικής εκστρατείας του Μαυροκορδάτου στο Πέτα, όσο και της συστηματικής παρεμπόδισης του Κολοκοτρώνη να απελευθερώσει την Πάτρα, που θα επέτρεπαν στην Επανάσταση να αποσπαστεί από την Πελοπόννησο.

Συνακόλουθα, ο περιορισμός της Επανάστασης θα ψυχράνει δραματικά τον ενθουσιασμό και τις οικονομικές συνεισφορές του παροικιακού ελληνισμού και των φιλελλήνων, κάνοντας αναπόφευκτη την προσφυγή σε εξωτερικό δανεισμό, την «δήλωση υποτέλειας», την αγωνιώδη αναζήτηση ξένου μονάρχη κ.ο.κ. Άλλωστε, εάν η Επανάσταση επεκτεινόταν, πολύ διαφορετική θα ήταν και η στάση των μεγάλων δυνάμεων.

Και όμως, παρά τις αδυναμίες αυτές, θα πραγματοποιηθεί το θαύμα της παλιγγενεσίας, διότι όλοι οι Έλληνες, ακόμα και οι πιο μηχανορράφοι, θα χύσουν το αίμα τους και θα υποβληθούν σε τεράστιες θυσίες γι’ αυτήν.

Εθνική Επανάσταση ή υπερεθνική φενάκη

Η ελληνική Επανάσταση αποτελούσε μια εθνική επανάσταση που στόχευε εμπρόθετα στην ανασύσταση του υστεροβυζαντινού ελληνικού έθνους κράτους: όπως τονίζει ο Κολοκοτρώνης, «Τῆς Εὐρώπης αἱ ἐπαναστάσεις ἐναντίον τῶν διοικήσεών των εἶναι ἐμφύλιος πόλεμος. Ὁ ἐδικός μας πόλεμος ἦτον ὁ πλέον δίκαιος, ἦτον ἔθνος μὲ ἄλλο ἔθνος…».

Οι Έλληνες επιχειρούσαν μια εθνική επανάσταση που επιθυμούσε να αποκαταστήσει τον ελληνισμό στα όρια του ύστερου Βυζαντίου· έστω και εάν η «υπερεπέκταση» της εμπορικής δραστηριότητας στο σύνολο του οθωμανικού χώρου και των παροικιών, σε συνδυασμό με τον οικουμενικό ρόλο του Πατριαρχείου, εξέτρεφαν την αντίληψη μιας πιθανής υπερεθνικής/διεθνικής εξέλιξης μέσα στην οθωμανική επικράτεια χωρίς να συνειδητοποιείται ο αναπόδραστοςχαρακτήρας του εθνοκρατικού φαινομένου, ως συστατικού στοιχείου της νεωτερικότητας.

Έκφανση ακριβώς αυτού του οικουμενικού/διεθνικού χαρακτήρα αποτέλεσε και το μοιραίο, ως απεδείχθη, εγχείρημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη να εγκαινιάσει την Επανάσταση με το πέρασμα του Προύθου και όχι με την άφιξή του στον Μοριά, όπως είχε ρητά αποφασιστεί τον Οκτώβριο του 1820. Δυστυχώς, ο Υψηλάντης παραβίασε τις αποφάσεις του Ισμαηλίου, στερώντας την Επανάσταση από τον αρχηγό που χρειαζόταν. Και το έκανε διότι αποτελούσε ο ίδιος μέρος αυτού του οικουμενικού ελληνισμού: είχε γεννηθεί στην Πόλη· είχε μεγαλώσει στη Μολδοβλαχία, όπου ο πατέρας του χρημάτισε ηγεμόνας όταν την είχαν καταλάβει οι Ρώσοι μεταξύ 1806 και 1812· θα ενταχθεί στον ρωσικό στρατό και θα χάσει το χέρι του στη μάχη της Δρέσδης· θα πάρει μέρος στο Συνέδριο της Βιέννης, το 1814-1815.

Οι ανάγκες της Επανάστασης τον καλούσαν στον μακρινό και άγνωστο Μοριά. Ωστόσο, η συγκρότησή του τον οδήγησε τελικώς στην πιο συμβατή με την προσωπικότητά του επιλογή: στη Μολδοβλαχία, όπου ο πατέρας του είχε εκθρέψει το όνειρο ενός αυτόνομου ελληνορουμανικού κράτους, στο Ιάσιο, δίπλα στα σύνορα με τη Ρωσία, επικεφαλής ενός μικρού τακτικού στρατού. Τελικώς, καθώς η Ρωσία επέτρεψε την είσοδο των τουρκικών στρατευμάτων στις ηγεμονίες, θα ηττηθεί και θα χαθεί για την Επανάσταση, διότι οι Αυστριακοί θα τον κρατήσουν έγκλειστο μέχρι το 1828. Οι συνέπειες για την Επανάσταση υπήρξαν δραματικές. Και όπως σημειώνει ο Κολοκοτρώνης:

«Ἂν ἤθελε ἔλθει ὁ Ἀλέξανδρος, ἠθέλαμε κάμει δουλειά, διατὶ ἤθελα τὸν ὑποστηρίξει. Ἐγὼ δὲν ἐγύρευα παρὰ ἕναν ν᾿ ἀκουμβήσω τὲς πλάτες μου, ἐγὼ δὲν ἔκαμνα καπούλι τοὺς ἄρχοντας, ἐκεῖνοι ἐμένα, καὶ ἔτζι κανένας τρίτος – δὲν ἐγίνοντο διχόνοιες».

Τελικώς, στην Επανάσταση δεν θα πρωτοστατήσουν οι δυνάμεις του παροικιακού ελληνισμού, που την είχαν διανοηθεί και οργανώσει, αλλά οι ριζωμένες στο έδαφος δυνάμεις της κλεφτουριάς, έστω και αν ένιωθαν την ανάγκη ευρύτερων οριζόντων: «ἕναν ν᾿ ἀκουμβήσω τὲς πλάτες μου». Αλλά δυστυχώς αυτούς τους ευρύτερους ορίζοντες θα τους εκπροσωπεί ο Μαυροκορδάτος, που δεν θα θελήσει να στηριχτεί σε αυτές τις γηγενείς δυνάμεις αλλά να τις εκμηδενίσει.

Τελικώς, η αδυναμία της Επανάστασης να συμπεριλάβει στο νέο ελληνικό κράτος ένα σημαντικό μέρος του ελληνικού κόσμου, που θα έλυνε την αντίφαση μεταξύ τοπικότητας και οικουμενικότητας –εξ ου και η επιμονή στην απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης–, θα διαιωνίζει μια αντίφαση που θα μεταβάλλεται πολύ συχνά και σε αντίθεση.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αι., ακόμα και στις αρχές του 20ού, θα παραμένει βαθύτατη η διαίρεση μεταξύ της στρατηγικής της Μεγάλης Ιδέας και μιας τουρκο-βυζαντινής σύνθεσης. Ήταν το βασικότερο αίτιο για την ατελή έκβαση του εγχειρήματος της παλιγγενεσίας: Αντί για την ενίσχυση του έθνους-κράτους, με την ενσωμάτωση του αλύτρωτου ελληνισμού, αρκετοί μεγαλέμποροι-τραπεζίτες της Διασποράς, το Πατριαρχείο εν μέρει, καθώς και πολιτικοί του ίδιου του ελλαδικού κράτους, θα επενδύουν στην ενίσχυση του ελληνισμού μέσα στο οθωμανικό κράτος· όπως θα κάνει ο Ίωνας Δραγούμης στην αντιπαράθεσή του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο· και έτσι, παρά το πραγματικό επίτευγμα της απελευθέρωσης μεγάλου μέρους του έθνους, η Επανάσταση δεν θα ολοκληρωθεί.

Η Τουρκία και οι λοιπές βαλκανικές χώρες θα εκμεταλλευτούν αυτό το οικουμενιστικό κενό των Ελλήνων προωθώντας την εθνοκρατική τους συγκρότηση, σε βάρος τής, πρωτοπόρας αρχικώς αλλά βραδυπορούσας εν συνεχεία, Ελλάδας.

Ο Δημήτριος Βικέλας, το 1884, σε ένα εξαιρετικά διεισδυτικό δοκίμιό του (Η Ελλάς προ του 1821), θα περιγράψει με ενάργεια τη «βυζαντινή» στρατηγική ενός σημαντικού μέρους των ελληνικών ηγετιδών τάξεων:

«Τινὲς τῶν συγχρόνων, καὶ τῶν μεταγενεστέρων ἔτι, ἀπεδοκίμασαν ὡς πρόωρον τὴν Ἑλληνικὴν ἐπανάστασιν… διατείνονται, ὅτι ἐὰν οἱ Ἕλληνες ἐξηκολούθουν ἐν εἰρήνῃ συμβιοῦντες μετὰ τῶν Τούρκων… ἠδύναντο διὰ τῆς φορᾶς αὐτῆς τῶν πραγμάτων νὰ ἀναστήσωσι ἐπὶ τῶν ὀχθῶν τοῦ Βοσπόρου τὴν Χριστιανικὴν αὐτοκρατορίαν».

Εν τούτοις, για τον Βικέλα, μια τέτοια στρατηγική ήταν αδιέξοδη και, μάλιστα, κινδύνευε να επιτρέψει στους «ἐν τῇ ἑλληνικῇ χερσονήσῳ παρεισάκτους ξένιoυς λαούς, προχωροῦντες πρὸς τὰ ἑλληνικὰ παράλια», να «περιορίσωσι τὰς μελλούσας τοῦ Ἑλληνισμοῦ διεκδικήσεις». Ο Βικέλας, ως διεθνής μεγαλέμπορος που γνώριζε καλά τις ελίτ του ευρύτερου ελληνισμού, μετά λόγου γνώσεως, θα απορρίψει διαρρήδην ως καταστροφική τη «βυζαντινή» λογική: «Ἡ ἐλευθερία ἔπρεπε νὰ ἀνακτηθῇ ὡς ἀνεκτήθη, διὰ τῆς σπάθης καὶ διὰ θυσιῶν ἀκαταλογίστων». Και αυτή ήταν η άποψη ενός όντως οικουμενικού –και όχι τουρκομπαρόκ οικουμενιστή– Έλληνα, του ανθρώπου που ανασύστησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες.

*****

Οι επιβιώσεις αυτής της οικουμενιστικής αυταπάτης θα οδηγήσουν πολλούς σήμερα, σε μια εποχή εθνικής κατάθλιψης, να υποστηρίξουν πως αυτός ο αγώνας «προδόθηκε», ή ίσως δεν έπρεπε καν να είχε αρχίσει, διότι η κατάληξη είναι χειρότερη από την αφετηρία. Σύμφωνα με αυτούς τους αρνητές του παρόντος ελληνισμού –ορθόδοξης ή αρχαιολατρικής κοπής–, όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν κάτω από τους Οθωμανούς, αλλά το κρατικό «μόρφωμα» που δημιούργησε μια αποτυχημένη Επανάσταση, κατέστρεψε την ιδιοπροσωπία, τις ενορίες και τις κοινότητές μας.

Σύμφωνα με αυτή την εξωπραγματική αντίληψη, ο ελληνισμός παρέμεινε άτρωτος, παρά τους έξι αιώνες κατοχής, από το 1204 έως το 1821, παρά τις γενοκτονίες, παρά το παιδομάζωμα· παρά τα κρυφά σχολειά και τους νεομάρτυρες. Η εγκατάλειψη της παραγωγής από τους μεγαλεμπόρους –που θα μεταβληθούν σε μεταπράτες ή θα αυτοεξοριστούν– θα εξιδανικεύεται ως έκφραση του «ελληνικού δαιμονίου».

Και η μετά το 1700 ελληνική Αναγέννηση δεν αναιρεί το γεγονός ότι, επί δύο αιώνες, υπήρχαν ελάχιστα σχολεία στην Ελλάδα ούτε το ότι οι λόγιοί μας θα σπουδάζουν στην Εσπερία αποκλειστικά, με όλες τις αναπόφευκτες ιδεολογικές συνέπειες. Τα πολιτικά εργαστήρια του ελληνισμού θα είναι το Φανάρι, ο Αλή πασάς και το προυχοντικό σύστημα, ενώ οι στρατιωτικές Ακαδημίες μας θα είναι το Σούλι, η Μάνη, το αρματολίκι, ο Αλή πασάς…

Ακόμα και η ορθόδοξη Εκκλησία και οι κοινότητες θα φέρουν ανεξίτηλα τα στίγματα της κατοχής. Ο πατριαρχικός θώκος θα εξαγοράζεται με την καταβολή υπέρογκων ποσών στους Οθωμανούς, και το τίμημα θα μετακυλύεται στο ορθόδοξο ποίμνιο· πολλοί ιεράρχες θα είναι παντελώς αγράμματοι, φιλοχρήματοι, κάποιοι ακόμα και τουρκόφιλοι. Όσο για τις κοινοτικές διοικήσεις, ατόφια δημοκρατικά χαρακτηριστικά θα διατηρούν όσες βρίσκονται σχετικά μακριά από την οθωμανική παρουσία, στη Σάμο, στα Ψαρά, στο Σούλι, ενώ πολλές άλλες θα αναδεικνύουν συστηματικά τις εντόπιες ολιγαρχίες, του Ζαΐμη και του Δεληγιάννη, για να μην αναφερθούμε στους Μπέηδες της Μάνης και της Ύδρας.

Προφανώς, αυτές οι διαπιστώσεις δεν αναιρούν τον κομβικό ρόλο της Εκκλησίας απέναντι στους εξισλαμισμούς και στη δημιουργία σχολείων ή την εμμονή των Ελλήνων στην ενορία και τους κοινοτικούς θεσμούς. Δεν αναιρούν το γεγονός πως οι Έλληνες θα δημιουργήσουν μια πρωτοφανή ναυτική παράδοση και θα οικοδομήσουν ένα απαράμιλλο εμπορικό δίκτυο σε όλη τη νοτιοανατολική Ευρώπη. Δεν αναιρούν τον ηρωισμό του Ζαχαριά και του Βλαχάβα ή το καταπληκτικό πολιτικό δαιμόνιο του πρώτου Έλληνα Δραγουμάνου, του Παναγιώτη Νικούσιου. Όμως όλα αυτά θα τα δημιουργήσουν παρά και ενάντια στη φραγκική και προπαντός την καταθλιπτική οθωμανική κατοχή, με όλες τις στρεβλώσεις που συνεπάγονταν.

Αυτός, ο τόσο αντιφατικός και παραμορφωμένος από τη μακραίωνη φραγκική και τουρκική κατάκτηση και διείσδυση, ήταν ο πραγματικός ελληνισμόςΚαι, παρ’ όλα ταύτα, παρά τις τεράστιες «καρβουνοσακούλες» της ξενικής κατοχής, που σύμφωνα με τον Γιώργο Σεφέρη σκοτείνιαζαν τον ορίζοντά μας, η ελληνική Επανάσταση, που απλώς ξεκίνησε το 1821, θα διασώσει ένα σημαντικό μέρος του ελληνικού ιστορικού χώρου, μέσα από μια αδιάκοπη απελευθερωτική προσπάθεια που συνεχίστηκε για εκατό χρόνια, τουλάχιστον μέχρι το 1920.

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.