Monday 6 May 2024
Αντίβαρο
Γεώργιος Μούρτος Ελληνική πολιτική

Υπόμνημα εφαρμοσμένης (γεω-)πολιτικής προς την Ηγεσία της Ν.Δ. και τον Πρόεδρό της κον Κυριάκο Μητσοτάκη

Ο  ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ  ΤΟΥ  ΑΝΕΦΙΚΤΟΥ  ΚΑΙ  Η  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Γράφει ο Δρ Γεώργιος Μούρτος

 

Ο κόσμος βρίσκεται στη δίνη επαναστατικών εξελίξεων. Τα πάντα δοκιμάζονται και αμφισβητούνται: αρχές, αξίες, ηγεσίες, πολιτικοί φορείς, πολιτεύματα, κράτη και συμμαχίες. Οι χώρες δεν απολαμβάνουν τη θαλπωρή που τους παρείχε παλαιότερα η συμμετοχή σε συμμαχίες αλλά αναβαθμολογούνται στο παγκόσμιο χρηματιστήριο ισχύος στη βάση μιας νέας μορφής ισχύος, της «έξυπνης», που αποδίδεται με τον ακόλουθο εξισωτικό τύπο:

έξυπνη ισχύς = σκληρή + ήπια ισχύς

Τα κύρια συστατικά γνωρίσματα της σκληρής ισχύος είναι τα στρατιωτικά μέσα -η αποτροπή, η προβολή ισχύος, η πολεμική βιομηχανία· της ήπιας, η επιρροή, η παιδεία, οι καινοτομίες (R&D), η θρησκεία, η ποιότητα ζωής, η θεσμική αποτελεσματικότητα, το πολίτευμα και όλα εκείνα τα στοιχεία που κάνουν μια χώρα ελκυστική, να ακτινοβολεί και να ξεχωρίζει. Η ήπια ισχύς πρωτοεισήχθη στο διεθνολογικό λεξιλόγιο τη δεκαετία του 1990 και ανέπτυξε μια δαιμονιώδη επιτάχυνση στη διανυόμενη ψηφιακή εποχή.

 

Ιστορικό χαμηλό για την Ελλάδα

Με κριτήρια ψυχρής αντικειμενικότητας, η χώρα μας βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό, καθότι έχει παγιωθεί σημαντική υστέρηση στους δείκτες της έξυπνης ισχύος. Σύμφωνα με τη διεθνή Έκθεση “Smart Power Index” για το 2018, που κωδικοποιεί τα ευρήματα από τις απαντήσεις 21.000 ανθρώπων του επιχειρηματικού, ακαδημαϊκού, μιντιακού κόσμου και απλών πολιτών, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 52η θέση σε σύνολο ογδόντα χωρών, στην κλίμακα ισχύος, ενώ η Τουρκία την 14η και το Ισραήλ την 8η.

Η διαπίστωση αυτής της δραματικής υστέρησης είναι, εκτός από επιστημονική, βιωματική και βασίζεται σε εμπειρία τριών και πλέον δεκαετιών στον χώρο της ακαδημαϊκής έρευνας, της διδασκαλίας και της τεχνοκρατίας που μου έφερε κοντά σε ποικίλες ηγεσίες της πολιτικής, των Ενόπλων Δυνάμεων και της Εκκλησίας. Αυτή η βιωματική εμπειρία με γέμισε με ανησυχίες για την πορεία της χώρα μας, η οποία διαθέτει απίστευτα συγκριτικά πλεονεκτήματα που παραμένουν αναξιοποίητα, ίσως και άγνωστα.

Γι΄ αυτό, παρακάλεσα ……………………..να γίνει κομιστής του παρόντος, το οποίο είναι μια προσαρμοσμένη σύνοψη ενός γεωπολιτικού δοκιμίου μου με πλούσια διεθνή βιβλιογραφία και πληθώρα παραπομπών.

Σε περίπτωση που κριθεί σκόπιμη η παρουσίαση και περαιτέρω επεξήγηση των επιστημονικών ευρημάτων ενώπιον συνεργατών σας ή/και για μια σύνοδο «καταιγισμού ιδεών», ώστε να εξαχθούν χρήσιμα διδάγματα εφαρμοσμένης πολιτικής, θα ανταποκριθώ ανιδιοτελώς.

 

Ο μεταλλαγμένος και ο μεταλλασσόμενος κόσμος

Από τον δημοκρατικό καπιταλισμό στην τεχνοκρατία

Το διεθνές σύστημα, από τον 19ο αιώνα, κυριαρχείται από το δυτικό πρόταγμα που έχει δύο κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα: τη φιλελεύθερη δημοκρατία και τον καπιταλισμό. Τα δύο αυτά γνωρίσματα είναι σχετικά πρόσφατα στον μακρόσυρτο ρου της ιστορίας, γι΄ αυτό και παραμένουν εύπλαστα και ευάλωτα. Αμφότερα, γνώρισαν παγκόσμια αποδοχή στο πρώιμο στάδιο της μεταψυχροπολεμικής εποχής που υπήρξε βραχύβιο και, έκτοτε, άρχισε η φθίνουσα πορεία. Τα αίτια της φθοράς είναι δομικά και ομαδοποιούνται σε τέσσερις κατηγορίες.

Ο Αυστραλός πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος του αμερικανικού “Asia Society Policy Institute”, Kevin Rudd, σε ένα φωτισμένο άρθρο του στην εφ. The New York Times (16-09-2018), τιτλοφορούμενο “The Rise Of Authoritarian Capitalism”, μας τις απαριθμεί:

α. Νομισματική αστάθεια που οδήγησε στην κρίση του 2008. Έκτοτε, η πολιτική υποκαταστάθηκε από τις Αγορές, οι οποίες ιδιωτικοποίησαν τα κέρδη και κοινωνικοποίησαν τις απώλειες.

β. Ψηφιακή επανάσταση με απροσδιόριστες κοινωνικές συνέπειες.

γ. Διεύρυνση της κοινωνικής και οικονομικής ανισότητας που οδήγησε στην κοινωνία του 1%. Και όσο ο δημοκρατικός καπιταλισμός αδυνατεί να προσφέρει προοπτικές στον πολίτη, αυτός επιλέγει εναλλακτικές που τον αμφισβητούν. Η πρόσφατη και εμπνευσμένη ομιλία του Γάλλου Προέδρου, Εμμανουέλ Μακρόν, στον ΟΗΕ ήταν άκρως διαφωτιστική για το συγκεκριμένο ζήτημα, γεγονός που τον αναδεικνύει σε  ηγέτη που ξεχωρίζει (βλ. Carla Stea, “France’s President Emmanuel Macron Denounces Inequality as Root Cause of Current Global Crisis. UN General Assembly”, στον καναδικό ιστότοπο Global Research, 22-10-2018).

δ. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία ξεφτίζει, καθότι μεταλλάχθηκε σε τεχνοκρατία ή, άλλως, στις “Hillarylands”, κατά τον ευφυή χαρακτηρισμό του Γιάσα Μουνκ του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, και επισκιάστηκε από την πλουτοκρατία. Αυτή η εξέλιξη  αποτελεί τη φυσιολογική κατάληξη της υπερδιόγκωσης της γραφειοκρατίας που μετέτρεψε τις χώρες σε «κράτη διαχειριστών» (managerial states). Από αυτή τη μετάλλαξη αναδείχθηκε μια νέα κυβερνώσα τάξη, των διαχειριστών/μάνατζερ που εμφανίζονται ως γραφειοκράτες αλλά ενεργούν ως ιερείς. Πρόκειται για ένα τεχνοκρατικό ιερατείο, επιφορτισμένο με την εφαρμογή εντολών της νέας θρησκείας, της «Προόδου», που έχει ως κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα τον πολυπολιτισμό, το πολιτικώς ορθό, την εργασιακή κινητικότητα και τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης.

Από τον εν λόγω κανόνα του διαχειριστή, δεν έχει ξεφύγει ούτε ο πανεπιστημιακός χώρος, όπου ενισχύεται ο ρόλος του μάνατζερ και υποβαθμίζεται ο ρόλος του ακαδημαϊκού με την εισαγωγή του θεσμού της μερικής απασχόλησης με εξαμηνιαίες ανανεώσεις εις το διηνεκές. Έτσι, η προσωρινότητα της πλειονοψηφίας του ακαδημαϊκού προσωπικού υποβαθμίζει την ακαδημαϊκή ζωή σε απλή διεκπεραίωση τυποποιημένης γνώσης. Το φαινόμενο παρουσιάζει έξαρση στον αγγλοσαξονικό κόσμο (βλ. άποψη ενός “insider”, του πανεπιστημιακού Binoy Kampmark, “The Sessional Curse: Universities and the Casual Work Force”, Global Research, 10-10-2018).

Η νόσος του διαχειριστή/μάνατζερ έχει προσβάλλει και την Ελλαδική Διοικούσα Εκκλησία. Απόδειξη αποτελεί το βασικό κριτήριο για την επιλογή των νέων Μητροπολιτών που είναι η γραφειοκρατική εμπειρία τους –πρωτοσύγκελοι Μητροπόλεων, γραφειοκρατία Κεντρικών Υπηρεσιών και της Αρχιεπισκοπής. Το παράδειγμα της καταγωγικής μου περιοχής είναι ενδεικτικό. Και οι πέντε Μητροπολίτες της Θεσσαλίας εντάσσονται στην κατηγορία του διαχειριστή/μάνατζερ. Ο ένας εξ αυτών είναι απόφοιτος λογιστικής· ελλείψει πνευματικών περγαμηνών, κέρδισε την προσωνυμία ο «λογιστής». Έτερος, με φιλοδοξίες για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, έχει απορροφηθεί με τα χρηματικά και έχει κατηγορηθεί δημοσίως για κακοδιαχείριση.

Η μετάλλαξη αυτή του δημοκρατικού/κοινωνικού κράτους σε τεχνοκρατία (με την παραφυάδα της, την εκκλησιαστική τεχνοκρατία) περιθωριοποίησε τον πολίτη (δήμος), ο οποίος δεν είναι πλέον «κραταιός» και απίσχνανε τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Εκ του λόγου τούτου, ο δημοκρατικός καπιταλισμός που κατέστη κυρίαρχος πλανητικά μετά το 1990, υποχωρεί μπροστά στον δυναμισμό και την αυξανόμενη απήχηση που έχει ο αποκαλούμενος κρατικός ή αυταρχικός καπιταλισμός που αντιπροσωπεύεται από χώρες όπως η Κίνα, η Σιγκαπούρη, η Ρωσία. Ο κρατικός καπιταλισμός δεν έχει προσβληθεί από τις παθογένειες της «Προόδου» που διαγράφουν το παρελθόν και ξεριζώνουν πολιτισμικά τον λαό αλλά εμμένει στις διαχρονικές αξίες με διαπολιτισμική απήχηση: παράδοση, οικογένεια, συλλογικότητα, πατρίδα.

 

Ευρωπαϊσμός, Αμερικανισμός, Ασιατισμός

Η αμφισβήτηση του δημοκρατικού καπιταλισμού προκαλεί την αμφισβήτηση και της Φιλελεύθερης Τάξης Πραγμάτων που καθιερώθηκε από τους Αγγλοσάξονες μετά τον Πόλεμο με σειρά διεθνών οργανισμών (ΟΗΕ, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, κ.ά.), στη βάση συγκεκριμένων αρχών και κανόνων. Η εν λόγω αμφισβήτηση είναι συστημική και πηγάζει, κατά κύριο λόγο, από τις ΗΠΑ, οι οποίες διαπιστώνουν ότι οι κανόνες που οι ίδιες πρωτοεισήγαγαν δεν τις ευνοούν. Ως εκ τούτου, η «συναίνεση του Πεκίνου» αποδεικνύεται δελεαστική ως η νέα μορφή (δια)κυβέρνησης σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, σε βαθμό που θεωρείται καλοδεχούμενο υποκατάστατο της «συναίνεσης της Ουάσιγκτον» που κυριαρχεί την τελευταία τριακονταετία και αποτελεί τη «Βίβλο» του νεοφιλελευθερισμού.

Η εικόνα που σχηματοποιείται αποδίδεται με κάθε δυνατή λεπτομέρεια από πληθώρα αναλύσεων διακεκριμένων ακαδημαϊκών των δυτικών χωρών που συγκλίνουν στην άποψη ότι, όπως ο 19ος αιώνας χαρακτηρίστηκε ευρωπαϊκός και ο 20ος αμερικανικός, ο 21ος μέλει να είναι ασιατικός. Ήδη, το ασιατικό ταλέντο κυριαρχεί στις ΗΠΑ, ενώ ο δυναμισμός των ασιατικών πόλεων και η αποτελεσματικότητα των ασιατικών κυβερνήσεων προδιαγράφουν την κυρίαρχη δύναμη του μέλλοντος. Τα στατιστικά αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Από το ένα εκατομμύριο αλλοδαπών φοιτητών σε αμερικανικά πανεπιστήμια, οι μισοί και διαπρεπέστεροι προέρχονται από την Κίνα και την Ινδία.

Ο σημερινός κόσμος, εκτός από τους νέους και ανερχόμενους, έχει τους γερασμένους και καθεύδοντες, την Ευρώπη, που καταναλίσκει υπέρμετρη ενέργεια και χρόνο για τη θεσμοθέτηση μέτρων άνωθεν επιβολής μέσω διατάξεων, κανονισμών και ρυθμίσεων άσχετων εν πολλοίς με τις ανάγκες και τις επιθυμίες των πολιτών της. Πρόκειται για την αποθέωση της τεχνοκρατίας ως του νέου ιερατείου της κάντειας «θεολογίας». Της πολιτικής θεολογίας που ανέπτυξε τον 18ο αιώνα ο Γερμανο-πρώσος Ιμμανουέλ Καντ περί παγκόσμιας ειρήνης ότι, δηλαδή, αυτή θα επικρατήσει όταν οι πολίτες και τα κράτη υποτάξουν εαυτούς σε υπερεθνικά σχήματα που θα δημιουργηθούν από τους ειδικούς και τους ισχυρούς.

Σήμερα, η κάντεια θεολογία εφαρμόζεται από τις ελίτ της γενέτειρας του Καντ στην εντονότατα αμφισβητούμενη γερμανική Ευρώπη. Το Βερολίνο επιβάλλει το αυτοείδωλό του στη Γηραιά Ήπειρο με τη γνωστή απαρέγκλιτη πειθαρχία και με κυνική υπεροψία. Αυτή η χωρίς επιείκεια και ευελιξία στάση του αποξενώνει τους ευρωπαίους πολίτες από το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι με συνέπεια να ξεθωριάζει ο δημοκρατικός καπιταλισμός, ανοίγοντας τον δρόμο σε εναλλακτικές μορφές. Οι πυλώνες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος –Αθήνα, Ρώμη, Ιερουσαλήμ- έχουν υποχωρήσει και το οικοδόμημα είναι επισφαλές.

 

Η νέα πολιτική γεωγραφία

Η ελληνική χρεωκοπία δεν είναι οικονομική

Η λαϊκή αμφισβήτηση προς τις ελίτ δεν εξαντλείται στην τεχνοκρατία των Βρυξελλών αλλά διαχέεται και στις εθνικές ελίτ. Στη χώρα μας έχει χτυπήσει κόκκινο. Τα στοιχεία που την επιβεβαιώνουν είναι αδιαμφισβήτητα. Σύμφωνα με μελέτη του έγκυρου αμερικανικού Pew Research Center, που καλύπτει το χρονικό διάστημα 1994-2016, η Ελλάδα βρίσκεται τελευταία μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών και της Βόρειας Αμερικής στην κλίμακα ικανοποίησης των πολιτών τους από το δημοκρατικό πολίτευμα, με ποσοστό 21%. Τα ευρήματα μιας άλλης μελέτης που έγινε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δημοσιεύτηκαν στο «Ευρωβαρόμετρο» και αφορούν στο χρονικό διάστημα 2000-2017, είναι συγκλονιστικότερα, καθότι δείχνουν ότι η εμπιστοσύνη των Ελλήνων προς τα κόμματα είναι η χαμηλότερη στην Ευρώπη, σχεδόν ανύπαρκτη, μόλις 5%. Ελληνική αρνητική πρωτιά μεταξύ των χωρών της ΕΕ σημειώνεται και ως προς την εμπιστοσύνη των πολιτών στα ΜΜΕ, μόλις 15% (Ευρωβαρόμετρο 461, Απρ. 2017). Πλήρης ανάλυση των προαναφερομένων γίνεται στο αμερικανικό Carnegie Endowment (βλ. Saskia Brechenmacher, “Comparing Democratic Distress in the United States and Europe”, 21-06-2018).

Τα προαναφερόμενα στοιχεία επιβεβαιώνονται και από την τελευταία (2017) έκθεση της “WVS” (World Values Survey), που για πρώτη φορά συμπεριέλαβε στην έρευνά της την Ελλάδα. Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, μόνο το 7% των Ελλήνων εμπιστεύονται τα κόμματα, το 13% εμπιστεύεται την κυβέρνηση, το 14% έχει εμπιστοσύνη στο Κοινοβούλιο, ενώ λίγο υψηλότερη, στο 18%, είναι η εμπιστοσύνη τους προς τα συνδικάτα. Δηλαδή, η λαϊκή απαξίωση προς τις πολιτικές ελίτ είναι σχεδόν καθολική.

Εν αντιθέσει, σύμφωνα με την ως άνω έρευνα της “WVS”, παρατηρείται μια μετατόπιση των αξιών του λαού μας προς πιο παραδοσιακές, συντηρητικές αξίες. Για παράδειγμα, το 81,4% των Ελλήνων δηλώνουν θρησκευόμενοι.

Τα αποτελέσματα των ως άνω ερευνών αποκαλύπτουν την ελληνική τραγωδία. Η Ελλάδα είναι μια βαθιά διχασμένη χώρα. Από τη μια πλευρά, η «θεσμική» Ελλάδα –πολιτικό και μιντιακό σύστημα, ολιγάρχες, διανόηση, ακαδημαϊκή κοινότητα- με την έντονη πολυπολιτισμική και παγκοσμιοποιημένη νοοτροπία· η κρατική Ελλάδα που «ντροπιάζει». Και από την άλλη, η «λαϊκή» Ελλάδα των αξιών και της παράδοσης με αίσθηση της αριστοκρατικής καταγωγής, που διαπρέπει όπου γης και παραμένει αφανής εγχωρίως, με μια εντελώς διαφορετική αντίληψη από την πρώτη για το γεωπολιτικό παρόν και μέλλον της χώρας. Βεβαίως, υπάρχουν  οι εξαιρέσεις αλλά αυτές επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Είναι φανερό ότι, στην ευρωενωσιακή Ελλάδα που περιγράφω, έχει αποκοπεί ο λώρος κοινωνίας των πολιτών και κομμάτων. Συνεχείς δημοσκοπικές ενδείξεις φέρουν το πρώτο κόμμα καθηλωμένο στο όριο του 30%, όταν στις τελευταίες εκλογές είχε πετύχει 28%. Εάν εξαιρεθούν οι ηλικίες των μη εχόντων δικαίωμα ψήφου, της μαζικής αποχής, των αποδημησάντων κατά τα χρόνια της κρίσης, η απήχηση σε πραγματικούς αριθμούς επί του συνόλου του πληθυσμού μετά βίας υπερβαίνει το διψήφιο αριθμό. Αυτό αποτελεί τρανή απόδειξη της λαϊκής αμφισβήτησης του ευρωπαϊσμού με γερμανικό πρόσωπο και της κακοποιημένης φιλελεύθερης δημοκρατίας που αντιπροσωπεύονται από τα παραδοσιακά κόμματα, η οποία είναι κοχλάζουσα αλλά, προς το παρόν, παραμένει βουβή.

 

Η εκλειπτική τροχιά της αριστεράς

Η αμφισβήτηση αυτή, όπως προειπώθηκε, δεν περιορίζεται στην Ελλάδα αλλά είναι γενικευμένη και καλύπτει το σύνολο σχεδόν των χωρών της Ευρώπης. Και τούτο, διότι τα κυβερνητικά κόμματα αδυνατούν να αναγνώσουν τη νέα πολιτική γεωγραφία. Οι ευρωπαϊκές ελίτ εξελίχθησαν σε ζηλωτές της κάντειας θεολογίας –παγκοσμιοποίηση, πολυπολιτισμός, τεχνοκρατία- και οι πολίτες οι αρνητές της. Το πρώτο θύμα του αντι-κάντειου λαϊκού κύματος είναι η κυβερνώσα αριστερά. Από τα δεκαπέντε κυβερνητικά κόμματα της (κεντρο)αριστεράς σε χώρες της ΕΕ το 2000, εναπέμειναν τέσσερα το 2018 και αυτά υποστηριζόμενα από την (κεντρο)δεξιά. Σε χώρες που ήταν τα προπύργιά της, όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Ολλανδία, η Σουηδία, η Γερμανία, η Αυστρία και η Τσεχία, η κατάρρευση είναι ισοπεδωτική. Εκλογικές απώλειες, μικρότερης έκτασης, έχουν και τα κατεστημένα συντηρητικά κόμματα.

Η νέα πολιτική γεωγραφία άρχισε να σχηματοποιείται στην Ευρώπη από τη δεκαετία του ΄80 με τη μετατόπιση των δεικτών του πολιτικού εκκρεμούς προς τα δεξιά. Η αριστερά άρχισε να βιώνει μια υπαρξιακή κρίση μετά το 1978, όταν η Κίνα υιοθέτησε την καπιταλιστική οικονομία και, φυσικά, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, το 1991. Συνέπεια αυτών των επαναστατικών αλλαγών ήταν να καταποντιστεί η μαρξιστική αριστερά και οι σοσιαλδημοκράτες να επιβιβαστούν συνωστισμένοι στο τρένο του νεοφιλελευθερισμού. Η προσαρμογή των τελευταίων στον νεοφιλελευθερισμό ήταν τέτοια που σχεδόν αμέσως ανέλαβαν τα πολιτικά ηνία του, επιταχύνοντας με δαιμονιώδη ρυθμό την ταχύτητά του (Μπιλ Κλίντον, Τόνυ Μπλερ, Γκέρχαρντ Σρέντερ, μεταξύ των άλλων προσήλυτων σοσιαλδημοκρατών στον νεοφιλελευθερισμό).

Αυτή η επικίνδυνη πορεία προκάλεσε τον εκτροχιασμό του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή την οικονομική κρίση του 2008, που συνοδεύτηκε με τεκτονικές πολιτικές αλλαγές. Ο κλασικός διαχωρισμός «δεξιά-αριστερά» αντικαταστάθηκε από το δίπολο «συντηρητικοί πολιτισμικά, αριστεροί οικονομικά και αν(φιλ)ελεύθεροι (illiberal) πολιτικά» vs «νεοφιλελεύθεροι πολυπολιτισμικοί». Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από ένα μείγμα τεχνοκρατών αριστερών καταβολών ή/και πεποιθήσεων που ευαγγελίζονται διεθνισμό, χωρίς έθνος, και «φιλελευθεροκρατία» (“liberalocracy”), ήτοι την επικυριαρχία του οικονομικού επί του κοινωνικού.

Μεταξύ των πολιτικών συνεπειών της κρίσης του 2008 είναι η θεαματική έξαρση του συντηρητικού ακτιβισμού που κινείται εκτός γραμμής των κατεστημένων κεντροδεξιών κομμάτων. Στην περίπτωση των ΗΠΑ, ο ακτιβισμός αυτός ενεργοποιήθηκε εντός του Ρεπουμπλικανικού κόμματος ως μειοψηφικό ρεύμα, γνωστό ως “Tea Party” που, ωστόσο, γιγαντώθηκε με την εκλογή του Τραμπ. Ο συντηρητικός ακτιβισμός εξισορροπεί τρόπον τινά τον αριστεροπροοδευτικό ακτιβισμό που, από τη δεκαετία του ΄90, μονοπωλεί αυτό που αγγλιστί αποδίδεται “civil society”, στην οποία ευνοούνται ανισομερώς οι περιθωριακές ομάδες, οι  ζηλωτές της αποχριστιανοποίησης και απεθνοποίησης, οι μεταμοντέρνοι φεμινιστές και οι θιασώτες της «πολιτισμικής κατασκευής του φύλου».

Στον αντίποδα του αριστεροπροοδευτικού είναι ο συντηρητικός ακτιβισμός που προτάσσει τις εθνικές και θρησκευτικές αξίες, την παράδοση της τοπικότητας, ενώ αμφισβητεί τη σημερινή μορφή της φιλελεύθερης δημοκρατίας ως ελιτίστικη και πλουτοκρατική, τουτέστιν ακραιφνώς αντιδημοκρατική, και στέκεται κριτικά στην ισοπεδωτική πορεία της παγκοσμιοποίησης, του νεοφιλελευθερισμού και του πολυπολιτισμού. Οι ομάδες και τα κόμματα του συντηρητικού ακτιβισμού προτάσσουν το ισχυρό κράτος και υποστηρίζουν την παρεμβατική πολιτική των κυβερνήσεων για την προάσπιση των αρχών τους. Δηλαδή, πιστεύουν σε περισσότερο κράτος.

Ο συντηρητικός ακτιβισμός πολιτογραφήθηκε από τους υποστηρικτές του πολιτικώς ορθού με τον υποτιμητικό όρο «λαϊκισμός» και ταυτίστηκε με την άκρα δεξιά και τον νεο-ναζισμό. Μια προσεκτικότερη μελέτη του φαινομένου που εξαπλώνεται με μεγάλη ταχύτητα, αλλάζοντας τον πολιτικό χάρτη της Γηραιάς Ηπείρου αφού επηρεάζει όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες, αναδεικνύει την πραγματική ταυτότητά του που είναι πολιτισμική και όχι πολιτική. Γι΄ αυτό, ο πρόεδρος του αμερικανικού “Middle East Forum”, Daniel Pipes, μετά ετήσια επιτόπια μελέτη σε δέκα ευρωπαϊκά κράτη, χαρακτηρίζει το κόμματα που ευαγγελίζονται αυτή τη μορφή πολιτικού ακτιβισμού ως «civilizationist” και όχι λαϊκιστικά. Και τούτο, διότι, με εξαίρεση την ελληνική Χρυσή Αυγή, όλα τα υπόλοιπα προτάσσουν την υπεράσπιση του ευρωπαϊκού πολιτισμού και των αξιών που απειλούνται από την ισλαμική μετανάστευση και την ευρωπαϊκή καθεστηκυία τάξη που έχει προσβληθεί από τον πολιτισμικό μαρξισμό.

Το κυρίαρχο ιδεολογικό στοιχείο των λαϊκιστών είναι ο αντι-ισλαμισμός, για τους εξής λόγους. Πρώτον, διότι ο ισλαμικός νόμος (Σαρία) που διέπει τη ζωή κάθε μουσουλμάνου, τους καθιστά όχι μόνο αναφομοίωτους στις δυτικές κοινωνίας αλλά αξιώνουν την προσαρμογή των χωρών υποδοχής στον δικό τους τρόπο ζωής. Δεύτερον, η Χριστοφοβία και η Ιουδαιοφοβία, η τζιχαντική βία, καθώς και η πίστη τους ότι το Ισλάμ είναι η ανώτερη θρησκεία έναντι όλων των άλλων, τους καθιστά και επικίνδυνους, σύμφωνα με τους «civilizationists”. Τρίτον, οι μουσουλμάνοι ευνοούνται από τη γεωγραφία έναντι των Ευρωπαίων, αφού σχηματίζουν μια γεωγραφική μεμβράνη γύρω από τη Γηραιά Ήπειρο που εκτείνεται από τη Σενεγάλη, το Μαρόκο, την Αίγυπτο, την Τουρκία μέχρι την Τσετσενία, που εύκολα διαρρηγνύεται από τις στρατιές παράνομων νέων και τα 20 εκ., κατά τον Ευρωπαίο Επίτροπο Johannes Hahn, σε αναμονή μετανάστευσης. Τέταρτον, τόσο η ελίτ των Βρυξελλών όσο και οι εθνικές, θεωρούν το φαινόμενο της μετανάστευσης ως τη νέα πραγματικότητα που τα κράτη-μέλη πρέπει να αποδεχθούν (βλ. αναλυτικό άρθρο Daniel Pipes, “Europe’s Civilizationist Parties”, Middle East Forum, 31-10-2018).

Το φαινόμενο του συντηρητικού ακτιβισμού είναι παγκόσμιο. Ενδεικτικές χώρες, στις οποίες παρουσιάζει ιδιαίτερη έξαρση, είναι η Βραζιλία, η Ινδία, η Τουρκία, η Πολωνία, η Ουγγαρία και, φυσικά, οι ΗΠΑ όπου πρωτοεκδηλώθηκε στη δεκαετία του ΄80. Το φαινόμενο μόλις τώρα ιχνηλατείται ακαδημαϊκά. Ενδεικτικά αναφέρω τη συλλογική έκδοση του αμερικανικού Carnegie, που δημοσιεύτηκε στις 04-10-2018, τιτλοφορούμενη, “The Mobilization of Conservative Civil Society. What conservative civic activism portends for global civil society”, με συγγραφείς τους Richard Youngs,  Gareth Fowler,  Arthur Larok,  Paweł Marczewski,  Vijayan MJ,  Ghia Nodia,  Natalia Shapovalova,  Janjira Sombatpoonsiri,  Marisa von Bülow,  Özge Zihnioğlu.

«Πολιτισμικός μαρξισμός»

Η εκλογική κατάρρευση της αριστεράς που προανέφερα δεν αποδυνάμωσε την επιρροή της στο «θεσμικό» κράτος. Απεναντίας, η ιδεολογική ηγεμονία της στην εκπαίδευση, στην κουλτούρα και στο μιντιακό σύστημα παραμένει ανεπηρέαστη εάν όχι ενισχυμένη. Σύμφωνα με τη μελέτη της Noah Carl, “LACKADEMIA. Why Do Academics Lean Left?” (02-03-2017) στην έγκυρη βρετανική δεξαμενή σκέψης Adam Smith Institute, που αφορά στο Ηνωμένο Βασίλειο, η αναλογία προτίμησης αριστερών και δεξιών κομμάτων είναι 50% – 50% στην κοινωνία αλλά 88% – 12% στους πανεπιστημιακούς. Το 12% των συντηρητικών καθηγητών ήταν 18% το 1989, 29% το 1976 και 35% το 1964. Τα ευρήματα στις ΗΠΑ είναι εξίσου εντυπωσιακά, καθότι μόλις 7.1% των δημοσιογράφων δηλώνουν Ρεπουμπλικάνοι.

Αριστερόφρονες δεν είναι μόνο οι ακαδημαϊκοί και οι δημοσιογράφοι αλλά μεγάλη μερίδα των πλουσίων και όλοι εκείνοι που συγκροτούν τη λεγόμενη «νεοφιλελεύθερη αριστερά» που ταυτίζονται με τους νικητές της κοινωνίας του 1%. Ο Αμερικανός «αριστερός» δημοσιογράφος και συγγραφέας, Τόμας Φρανκ (Thomas Franc), στο δοκίμιό του «Γιατί οι πλούσιοι ψηφίζουν αριστερά;» εξηγεί το φαινόμενο της νεοφιλελεύθερης αριστεράς. Το φαινόμενο αυτό, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, σχηματοποιήθηκε με τους “Clinton & Co”, οι οποίοι ήταν βέβαιοι ότι η εργατική τάξη δεν έχει άλλη επιλογή παρά να συνεχίζει να τους ψηφίζει. Και όσοι δεν τους ψήφιζαν ήταν «αποβράσματα», κατά την έκφραση της Χίλαρι Κλίντον ή φασίστες, θρησκόληπτοι, ομοφοβικοί, ισλαμοφοβικοί, εθνικιστές, συντηρητικοί και τα παρόμοια, σύμφωνα με το πλούσιο λεκτικό οπλοστάσιο των επιχώριων στο εν Ελλάδι παράρτημά τους.

Η πίστη τους αυτή έχει μια ιδεολογική εξήγηση. Οι εν λόγω, ως τέκνα του Διαφωτισμού, λατρεύουν τον εαυτόν τους και κρύβουν τη σκληροκαρδία τους, ανάγοντας το πρόβλημα της φτώχειας αποκλειστικά σε υπόθεση του κράτους. Και αυτοί ως φιλάνθρωποι της ρητορείας και του “προοδευτισμού λιμουζίνας”, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Τόμας Φρανκ, μπορούν χωρίς τύψεις να θησαυρίζουν, να έχουν καταθέσεις σε φορολογικούς παραδείσους, να στέλνουν τα παιδιά τους σε ελίτ σχολεία και να κατοικούν σε “exclusive” αστικές περιοχές.

Η μετάλλαξη αυτή της «προοδευτικής» αριστεράς πήρε το σημερινό διεθνοποιημένο σχήμα, στη δεκαετία του ΄90, με τη λεγόμενη «πολιτισμική στροφή». Η στρατηγική της αριστεράς μετατοπίστηκε, από τη διεκδίκηση της αναδιανομής του πλούτου και την ανάπτυξη αλληλεγγύης στους κόλπους μεγάλων συλλογικοτήτων, όπως η εργατική τάξη, στην υπεράσπιση των αξιών και συμφερόντων κοινωνικών υποσυνόλων. Έτσι, ο ιδεολογικός στόχος έγινε ένας κόσμος «φιλικός στη διαφορά και την ποικιλία».

Το φαινόμενο αυτό δεν είναι ατμοσφαιρικό που έρχεται και παρέρχεται αλλά έχει ιδεολογικό βάθος και βαθιές ιστορικές ρίζες. Πρόκειται για το ιδεολογικό ρεύμα του νεο-μαρξισμού που εξαπλώθηκε τάχιστα στις ελίτ και έγινε γνωστός ως «πολιτισμικός μαρξισμός».

 

Εξαμερικανισμός του πολιτισμικού μαρξισμού

Το ιδεολόγημα του πολιτισμικού μαρξισμού, που απέκτησε δημοφιλία στις ΗΠΑ του αντικομμουνισμού, έχει μέντορες τον Ιταλό κομμουνιστή διανοητή, Αντώνιο Γκράμσι (1891-1937) και διανοούμενους της «Σχολής της Φραγκφούρτης» του Μεσοπολέμου, οι οποίοι ανέπτυξαν μια νέα θεώρηση ως προς το προσφορότερο μέσο που θα οδηγήσει στη δική τους Ιερουσαλήμ, τον δικό τους κομμουνισμό. Σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, το όχημα μετάβασης στη νεο-κομμουνιστική Ιερουσαλήμ δεν είναι οι προλετάριοι αλλά οι διανοούμενοι ως η νέα επαναστατική τάξη. Δηλαδή, οι διανοούμενοι, βγάζοντας το κοστούμι και τη γραβάτα, με ατημέλητη εμφάνιση για να προσομοιάζει αρχέγονο επαναστάτη, ανέλαβαν τον ανατρεπτικό τους ρόλο που είναι η πλήρης διάβρωση των αξιών του χριστιανικού πολιτισμού και της δημόσιας ηθικής που διέπει τις δυτικές κοινωνίες. Με τον τρόπο αυτό οι μάζες, δίχως ηθικό μπούσουλα, θα περιφέρονται ως απολωλότα πρόβατα που εύκολα μπορεί να οδηγηθούν στο μαντρί του κομμουνισμού των διανοουμένων.

Στην Ελλάδα, οι εγχώριοι διανοούμενοι, παράλληλα με την ενδυματολογική τους αλλαγή, ανέπτυξαν το δικό τους κώδικα επικοινωνίας που είναι ακατάληπτος από τους κοινούς και απλούς πολίτες. Πρόκειται για τα «αλαμπουρνέζικα», κατά τον ευφυή νεολογισμό του πολυτάλαντου Ντίνου Χριστιανόπουλου. Η συμβολή αυτών των «ψευτομορφωμένων» στην κρίση που διέρχεται η χώρα μας είναι καθοριστική, καθότι κυριαρχούν στον χώρο της εκπαίδευσης, της τέχνης και των μίντια. Πώς, άραγε, θα βγούμε από την κρίση, όταν έχει θριαμβεύσει η ακατανοησία, η γλώσσα εξαχρειώθηκε και κόπηκε η γέφυρα επικοινωνίας του λαού και της ελίτ μερίδας των πολιτών; (βλ. Ντίνος Χριστιανόπουλος, Τα αλαμπουρνέζικα ή η γλώσσα των σημερινών κουλτουριάρηδων, Παιανία: Μπιλιέτο, 2003)

Παγκοσμίως, οι πολιτισμικοί μαρξιστές βρίσκονται στον ιδεολογικό αντίποδα των ορθόδοξων μαρξιστών, καθότι επιχειρούν μια σύνθεση της μαρξιστικής θεωρίας της πάλης των τάξεων με το φροϋδικό ιδανικό της ερωτικής ελευθεριότητας. Έτσι, μπροστάρηδες για τη μετάλλαξη της κοινωνίας δεν είναι πλέον οι εργάτες αλλά οι μειοψηφίες, όπως: οι μετανάστες, οι εθνικές μειονότητες, οι ομοφυλόφιλοι, οι μεταμοντέρνοι φεμινιστές που δεν περιορίζονται στα ζητήματα σεβασμού και χειραφέτησης της γυναίκας αλλά επιδιώκουν μια νέα «πολιτισμική κατασκευή» με την αποδόμηση του δίπολου άνδρα/γυναίκας. Ωστόσο, στο ραντάρ της οθόνης τους δεν εμφανίζονται άλλες μειοψηφίες, όπως οι άνεργοι, οι άστεγοι, οι ανάπηροι, οι αναξιοπαθούντες γενικότερα.

Ένας σημαντικός αριθμός διανοουμένων της Σχολής της Φραγκφούρτης μετοίκησε στις ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Το αμερικανικό αυτό παράρτημα στελεχώθηκε από εμιγκρέδες διανοούμενους, κυρίως Εβραίους, προσθέτοντας στο ιδεολογικό μενού τον αντιναζιστικό ακτιβισμό. Παράλληλα με τη μέριμνα για την προστασία των Εβραίων, συμπεριελήφθη σειρά άλλων μειοψηφικών ομάδων, όπως οι μαύροι, οι ομοφυλόφιλοι, οι φεμινίστριες στην πάλη τους εναντίον της πατριαρχικής οικογένειας, οι μετανάστες, κυρίως οι ισπανόφωνοι οι οποίοι, έκτοτε, γιγάντωσαν αριθμητικά.

Έτσι, σταδιακά αλλά σταθερά, επήλθε η αμερικανοποίηση του πολιτισμικού μαρξισμού ως μια νέα δημόσια ηθική που κατέστη παγκόσμια ηθική των φιλελεύθερων κοινωνιών και έγινε γνωστή με τον όρο «πολιτικώς ορθό». Πρόκειται εμφανώς για εφεύρημα που επιβλήθηκε άνωθεν με αυστηρές νομικές κυρώσεις για τους αποκλίνοντες. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ανοιχτό και ανελέητο σε ένταση πόλεμο εναντίον όσων αποκλίνουν· έναν πόλεμο με καταιγιστικά πυρά από τα μίντια, την τέχνη, τη διανόηση, την εκπαίδευση. Η στόχευση είναι η επιβολή της «δικτατορίας του πολιτικώς ορθού» στη θέση της αποτυχημένης «δικτατορίας του προλεταριάτου», υπό την καθοδήγηση των πολιτισμικών μαρξιστών και με όπλο τον νόμο. Στις ΗΠΑ, λόγου χάρη, ισχύει ακόμα ο νόμος εκτάκτου ανάγκης από την εποχή των «δίδυμων πύργων» (2001) που άνοιξε τον δρόμο για την “Patriot Act” που, στο όνομα της ασφάλειας, περιορίζει σημαντικά τις ελευθερίες των πολιτών και παγιώνει τη δικτατορία του πολιτικώς ορθού. Σύμφωνα με την κατάταξη “Aggregate Index of Freedom” του αμερικανικού Freedom House, οι ΗΠΑ υποχωρούν συνεχώς στον τομέα των ατομικών ελευθεριών ενώ «πλέουν» στον ωκεανό των ατομικών δικαιωμάτων.

Το τζίνι του πολιτικώς ορθού απεγκλωβίστηκε υπό τη μορφή της μαζικής μετανάστευσης, του ισλαμοεποικισμού με τα χλιδάτα τζαμιά και ισλαμικά κέντρα που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια στον δυτικό κόσμο με ταυτόχρονο περιορισμό έως και εξαφάνιση του χριστιανικού στοιχείου στον ισλαμικό κόσμο, της καθιέρωσης των “parades” προς τιμή μιας συγκεκριμένης ομάδας πολιτών, του γάμου ζευγαριών ιδίου φύλου όχι απλώς ως ατομικό δικαίωμα αλλά ως αξία δημόσιας ηθικής και υποκατάστατο της παραδοσιακής οικογένειας, γι΄ αυτό και η εμμονή στη χρήση του όρου «οικογένεια». Για μια συνοπτική ανάγνωση του φαινομένου που περιγράφω, παραπέμπω σε τρία ιδιαίτερου ενδιαφέροντος άρθρα ισάριθμων πανεπιστημιακών καθηγητών: του Γερμανού Antony P. Mueller, “Is Cultural Marxism America’s New mainline Ideology?”, στο αυστριακό ινστιτούτο MISES, 12-10-2018, του εβραϊκής καταγωγής Αμερικανού συντηρητικού, Paul Gottfried, “The Frankfurt School and Cultural Marxism”, American Thinker, 12-01- 2018 και του Ευάγγελου Κοροβίνη, «Για τις έμφυλες ταυτότητες και τις τροπές τους», Αντίφωνο, 08-10-2018.

Ελλαδικός πολιτισμικός μαρξισμός

Οι διαπιστώσεις των πανεπιστημιακών που προανέφερα, δεν περιορίζονται στον αγγλοσαξονικό κόσμο αλλά αφορούν τη Δύση γενικότερα και την Ελλάδα ειδικότερα. Στη χώρα μας, φαίνεται πως η αριστερή ηγεμονία είναι ακόμα πιο ευρεία σε επίπεδο διανόησης, ανάγνωσης της ιστορίας, αντίληψης περί έθνους και συλλογικής ταυτότητας, που πνίγει κάθε αντίθετη φωνή, γι΄ αυτό υπογράφεται το «Μακεδονικό» με τόση προθυμία έως και άφατο ενθουσιασμό από τους κυβερνώντες αλλά και με απόκρυφη αποδοχή από τους κρυψίφωνους της αντιπολίτευσης. Αυτή η υπογραφή-εκχώρηση δικαιολογείται στη βάση του πολιτικώς ορθού. Δηλαδή, η επιθυμία του αδύναμου και μειοψηφικού –των Σλαβομακεδόνων-, προτάσσεται έναντι του ισχυρού και πλειοψηφούντος –των Ελλήνων. Γι΄ αυτό, απορρίπτεται όχι απλώς κάθε σκέψη δημοψηφίσματος που θα έδινε στην πλειοψηφία τη δυνατότητα να εκφραστεί αλλά οι «πολιτικώς ορθοφρονούντες» επιδίδονται σε πόλεμο επιχειρημάτων εναντίον του δικαιώματος δημοψηφιστικής έκφρασης του πολίτη.

Στη χώρα μας η αριστερά επέβαλε τα τυραννικά ιδεολογήματα πολιτικής ορθότητας. Δηλαδή, επέβαλε την ιδεοληπτική της θεώρηση στην κοινωνία, τον αριστερισμό, που κατέστη η κυρίαρχη ιδεολογική τάση μεταπολιτευτικά με συνέπεια να έχει κάνει μετάσταση στη συντηρητική δεξιά. Οι μεταγραφές από την αριστερά προς την κυβερνώσα δεξιά και αντιστρόφως αποτελούν σύνηθες φαινόμενο. Η πάλαι ποτέ ναυαρχίδα της συντηρητικής παράταξης, η εφημερίδα που υπήρξε εργοτάξιο πολιτισμού της ελληνικής ιδιοπροσωπίας μπολιάστηκε με αριστερό προοδευτισμό, υψώνοντας τη σημαία της χαλαρής εθνικής και κοινωνικής συνείδησης, καθώς και του αντικληρικαλισμού. Σε πολιτικό επίπεδο, οι συναντήσεις με και οι συζητήσεις μεταγραφών δίνουν και παίρνουν για άτομα που το εκλογικό σώμα έδειξε την έξοδο σε μια επίδειξη αμοραλισμού που διαβρώνει έτι περαιτέρω την τρεμοσβήνουσα αξιοπιστία των κομμάτων.

Ο πολιτισμικός μαρξισμός έχει διαβρώσει τις τάξεις της επιχώριας ελίτ, ακόμα μεταξύ ιεραρχών και θεολόγων με την ανάδειξη μιας ισχυρής περί του Ιερωνύμου μειοψηφίας που αυτοπροβάλλεται ως οι «προοδευτικοί». Οι εν λόγω είναι της μετα-Πατερικής θεολογίας· ήτοι, αυτοί που βρίσκουν τις αξεπέραστες μορφές των Πατέρων ολίγον ντεμοντέ.

Πρόκειται για τη δικαίωση του Αντόνιο Γκράμσι, που διατύπωσε το θεώρημα της πολιτισμικής «Ηγεμονίας». Ότι, δηλαδή, οι αλλαγές των κυβερνήσεων δε συνοδεύονται με άξιες λόγου αλλαγές πολιτικής. Και τούτο, διότι ένα κόμμα μπορεί να μην κυβερνά αλλά να «ηγεμονεύει» πολιτισμικά στην κοινωνία, όπως η αριστερά στην Ελλάδα.

Διά τούτο, εάν η αξιωματική αντιπολίτευση φιλοδοξεί να κυβερνήσει και να μη χαθεί στον λαβύρινθο της διαχείρισης ξεπερασμένων και αντιλαϊκών πολιτικών που έχουν τη σφραγίδα του αριστερισμού, πρέπει να πετύχει πολιτισμική ηγεμονία στη βάση αρχών μιας νέας δημόσιας ηθικής, ενός νέου τρόπου σκέπτεσθαι που απηχεί το λαϊκό αίσθημα. Με άλλα λόγια, άμεσος πολιτικός στόχος πρέπει να καταστεί η αποδέσμευσή της από τη μέγγενη των εγχώριων πολιτισμικών μαρξιστών και η αποκατάσταση της δικής της ιεραρχίας πνευματικών αξιών, διότι έχουμε εισέλθει για τα καλά στην περίοδο των ιδεολογικών ισολογισμών που είναι απαιτητική και προσφέρει συνεχείς εκπλήξεις σε κάθε σχεδόν χώρα του δυτικού κόσμου.

 

Η δολοφονία του Ομήρου και ο θάνατος της στρατηγικής σκέψης

Η «πρόοδος της φθοράς»

Στην Ελλάδα ο πολιτισμικός μαρξισμός απέκτησε βαθιές ρίζες λόγω της παντελούς έλλειψης γεννητριών αυτόχθονης ιδεολογίας και στρατηγικής σκέψης. Ο ελλαδικός πολιτισμικός μαρξισμός έχει ισχυρούς συμμάχους· μεταξύ αυτών και τη Διοικούσα Εκκλησία. Η πατριαρχεία του συγκρουσιακού Βαρθολομαίου χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη ισχυρών διασυνδέσεων του Φαναρίου με το «ιερατείο» του αριστερισμού στην Ελλάδα. Στο στόχαστρο αμφοτέρων βρέθηκαν εθνοπατριωτικές εκκλησιαστικές προσωπικότητες, όπως ο Αθηνών Χριστόδουλος και ο Αμερικής Ιάκωβος. Αλλά και η αρχιεπισκοπία του αντι-χριστοδουλικού Ιερωνύμου χαρακτηρίζεται από ισχνόφωνη εθνική παρουσία, αφού κατέστη θεραπαινίδα του πολιτικώς ορθού. Φανάρι και Αθήνα, ενεπλάκησαν στη δίνη του πολιτισμικού μαρξισμού, όπως και οι φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις, με συνέπεια να αποξενώνονται συνεχώς και περισσότερο από την ευρεία λαϊκή βάση. Ενδεικτικό στοιχείο αυτής της αποξένωσης είναι το γεγονός ότι η δημοφιλία Βαρθολομαίου και Ιερώνυμου δεν αποτελεί αντικείμενο δημοσκοπικών ερευνών σε αντίθεση με αυτή του Χριστόδουλου.

Η αναφορά μου στις ιδεολογικές γεννήτριες έχει διττό περιεχόμενο: πρώτον, την εκπαίδευση σε όλη τη μαθησιακή κλίμακα όπου παράγεται η εθνική ιδεολογία και η κριτική (ή η α-κρισία) και, δεύτερον, τις δεξαμενές σκέψεις που αποτελούν πηγές παραγωγής στρατηγικής σκέψης. Η εκπαίδευση έπαψε να λειτουργεί και να παράγει ιδανικά και αυτόχθονη σκέψη λόγω απαξίωσης της κλασικής και πατερικής  παιδείας. Έτσι άνοιξε ο δρόμος προς μια χρησιμοθηρική κοινωνία εξατομικευμένων πολιτών που κυριαρχείται από τον νόμο της Αγοράς. Πρόκειται για μια νέα μορφή καπιταλισμού χωρίς ανθρώπινο πρόσωπο και, φυσικά, χωρίς δημοκρατία, αφού «κραταιός» δεν είναι ο πολίτης (δήμος) αλλά οι Αγορές και δη οι χρηματοπιστωτικές. Το φαινόμενο είναι παγκόσμιο. Και εξηγώ.

Στη διανυόμενη μεταψυχροπολεμική εποχή, οι Αγορές επέβαλαν την απεριόριστη γεωγραφική κινητικότητα, ήτοι οι άνθρωποι λειτουργούν με τρόπο νομαδικό (άκριτη κατανάλωση, μόδα, ομοιόμορφες συμπεριφορές όπως το τατουάζ, η ατημέλητη εμφάνιση) και ατομικό (συμφέρον, δικαιώματα), χωρίς νεκρούς χρόνους. Ό,τι ορθώνεται εμπόδιο και αποτελεί πρόσκομμα στην κινητικότητα –ήθη, έθιμα, θρησκεία, οικογένεια, γλώσσα, προσωπικές σχέσεις, νόμοι και θεσμοί των ιδιαίτερων κοινωνιών και πατρίδων, προσωπικότητες-, δαιμονοποιείται. Ιδανικός μισθωτός θεωρείται εκείνος που χωρίς αναστολές κόβει όλους τους δεσμούς που συνδέουν έναν άνθρωπο με έναν τόπο, με μια κουλτούρα και με τους αγαπημένους του ανθρώπους. Στο στόχαστρο μπήκαν και τα (συν)αισθήματα, όπως ο έρως προς το θείον, τη φύση, το (συν)έτερον που απαιτεί χρόνο, ανιδιοτέλεια, αφοσίωση.

Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι αντίθετα προς το πνεύμα της Αγοράς που δε θέλει νεκρό χρόνο («ο χρόνος είναι χρήμα» κατά την αγγλοσαξονική ρήση) αλλά συνεχή κινητικότητα των ανθρώπων και ανάπτυξη χωρίς φραγμούς και ηθικούς περιορισμούς· την ανάπτυξη της απορρύθμισης που ελευθερώνει την Αγορά από κάθε περιορισμό (για τη θεοποιημένη μορφή της φιλελεύθερης οικονομίας, δηλαδή την ανάπτυξη, βλ. το αξιοσπούδαστο έργο ενός ειδικού, του Joel Mokyr, A culture of growth. The origins of the modern economy, Princeton: Princeton University Press, 2017).

Η Ελλάδα, χωρίς τον οπλισμό της εθνοκεντρικής εκπαίδευσης και της στρατηγικής σκέψης, υποτάχθηκε αμαχητί σε αυτού του είδους Αγορών, όπως καθυποτάχθηκε και στη δικτατορία του πολιτικώς ορθού, γι΄ αυτό κατακρημνίστηκε στην άβυσσο της ατελεύτητης κρίσης. Το δημογραφικό αποτελεί δείγμα της άνευ όρων παράδοσης. Οι ελληνικές κυβερνήσεις είναι αμείλικτες σε αυστηρότητα προς τα ζευγάρια που τολμούν να τεκνοποιήσουν. Όποιος αποκλίνει από το πολιτικώς ορθό, όπως ο μακαριστός Χριστόδουλος με τη χορήγηση επιδόματος στις τρίτεκνες Ελληνίδες θρακιώτισσες, στιγματίζεται «φασίστας». Σύμφωνα με έκθεση του ΔΝΤ (World Economic Outlook, 2018), ο δείκτης γονιμότητας στην Ελλάδα παραμένει από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη, μόλις 1,3 έναντι 1,6 του μέσου όρου της ΕΕ. Ο δείκτης αυτός, μεταφραζόμενος σε αριθμούς, με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, δείχνει ότι οι γεννήσεις υποχώρησαν κατά 4,7% σε σχέση με το 2016 (που ήταν 92.898), ενώ αντιθέτως οι θάνατοι αυξήθηκαν κατά 4,8%, φθάνοντας τους 124.501.

 

Η «πρόοδος της αμάθειας»

Ιχνηλατώ την πορεία της επιταχυνόμενης προόδου των δυτικών κοινωνιών προς τη φθορά του δημοκρατικού καπιταλισμού. Ο καθηγητής Φράνσις Φουκουγιάμα, στην 1η σελίδα του προοιμίου στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε προ μηνός, περιγράφει επιγραμματικά αυτή την πορεία φθοράς στις ΗΠΑ ως εξής: «Την τελευταία εικοσαετία γράφω ανελλιπώς ότι οι αμερικανικοί θεσμοί φθείρονται, καθώς το κράτος παραδόθηκε σταδιακά σε ισχυρές ομάδες και δημιουργήθηκε μια αγκυλωμένη κρατική δομή που είναι ανίκανη να αυτορυθμιστεί» (Francis Fukuyama, Identity: Contemporary Identity Politics and the Struggle for Recognition, London: Profile Books, 2018, p. i). Όπερ μεθερμηνευόμενο σημαίνει πως η μητρόπολη του δημοκρατικού καπιταλισμού βρίσκεται σε καθοδική τροχιά που ενεργοποιήθηκε πολύ πιο πριν την προεδρία Τραμπ.

Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει πως η φθορά αυτή δεν έχει ευνοούμενους που τη συντηρούν και είναι οι Αγορές, στις οποίες προσχώρησε οικειοθελώς η αριστερά της φροϋδικής  ελευθεριότητας και το «μαζικό σχολείο». Αμφότεροι συνέπραξαν ως αρχιτέκτονες μιας νέας μορφής πολιτικής διακυβέρνησης που ο Φουκουγιάμα αποκαλεί “vetocracy”, δηλαδή η επιβολή της θέλησης οργανωμένων μειοψηφιών έναντι της θέλησης της πλειοψηφίας (Στο ίδιο, σ. x, 177). Γι΄ αυτό και η άρνηση προσφυγής στη δημοψηφισματική ετυμηγορία στην Ελλάδα.

Η “vetocracy” αποτελεί δημιούργημα του μαζικού σχολείου που πρωτοεμφανίστηκε στις ΗΠΑ και υιοθετήθηκε ασμένως από αριστερές κυβερνήσεις στην Ευρώπη, για να ακολουθήσουν και οι συντηρητικές, μεταξύ αυτών και στη χώρα μας, σε ένα «ράλι προόδου». Στο εν λόγω σχολείο παράγονται άτομα που μπορεί να μάθουν τα πάντα και να μην καταλαβαίνουν τίποτε, ούτε καν το προσωπικό τους όφελος. Πρόκειται για την προοδευτική παρακμή της κριτικής διάνοιας και τη θεαματική «πρόοδο της αμάθειας», σύμφωνα με τον ευφυή χαρακτηρισμό του Γάλλου φιλοσόφου και πανεπιστημιακού, Ζαν Κλωντ Μισεά, που έχει καταστεί αναγκαία συνθήκη της ίδιας της οικονομικής ανάπτυξης. Μιας σχιζοφρενικής ανάπτυξης, όπως εξηγεί ο Φουκουγιάμα, που καλλιεργείται ως σύγχρονη οικονομική θεωρία στο μαζικό σχολείο (Στο ίδιο, σ. 11 κ.ε.).

Στον αντίποδα του μαζικού σχολείου και της “vetocracy”, είναι η κλασική παιδεία και το ονομαζόμενο «δημοκρατικό σχολείο» που είχε καθιερώσει μεταπολεμικά η καπιταλιστική τάξη. Η απόφαση για τη διδασκαλία των ελληνικών, των λατινικών και της φιλοσοφίας, ήτοι της κλασικής παιδείας, κυριαρχούμενη και τροφοδοτούμενη από αριστουργήματα της παγκόσμιας κριτικής διάνοιας είχε απείρως περισσότερες πιθανότητες να διαμορφώσει ανθρώπους με πνευματικά ενδιαφέροντα που θα σέβονται τον (συν)άνθρωπο, παρά εγωκεντρικούς καταναλωτές μιας μαζικής κουλτούρας. Αυτό το σχολείο ήταν, εν πολλοίς, βασισμένο στη σοφία των κλασικών. Σημαντική επίδραση είχε το έργο του Πλούταρχου για τους νέους· ένα έργο που αποτελούσε σχολικό εγχειρίδιο για αιώνες και διατηρεί τη διαχρονική του αξία που εκπλήσσει. Ο Βοιωτός φιλόσοφος με την τεράστια επίδραση σε ιστορικές προσωπικότητες όπως ο Ρουσσώ, ο Γκαίτε, ο Σαίξπηρ, ο Καβάφης, γράφει: «Διό δει της άλλης παιδείας ώσπερ κεφάλαιον ποιείν την φιλοσοφίαν… Των δε της ψυχής αρρωστημάτων και παθών η φιλοσοφία μόνη φάρμακόν εστι». Δηλαδή, η φιλοσοφία να είναι το αποκορύφωμα της μόρφωσης… Για τα νοσήματα και τις παθήσεις της ψυχής, η φιλοσοφία είναι το μοναδικό φάρμακο (Πλούταρχος. Περί παίδων αγωγής, μτφ. Κατερίνα Μινέσχου, Αθήνα: Bookstars-Γιωγγαράς, σ. 54-55).

Το δημοκρατικό σχολείο που έδινε «παίδευσιν» στους νέους, προσέδιδε ταυτόχρονα αίγλη και καθιστούσε ελκυστική την ίδια την καπιταλιστική τάξη, μια αναγκαία προϋπόθεση για την επικράτησή της στον οξύ ανταγωνισμό με τον κόσμο του κεντρικού σχεδιασμού και της πολιτικής ανελευθερίας.

Έτσι, ο φιλελεύθερος πολίτης καθίστατο συμμετοχικός σε ένα σύστημα που ο ίδιος είχε συμφέρον να υποστηρίζει. Στην ευρωατλαντική Δύση, αυτή η εποχή επιχειρείται να διαγραφεί από τη συλλογική μνήμη με σειρά επανωτών εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων προς μια εθνοαποδομητική και αντι-ομολογιακή θρησκευτική κατεύθυνση. Ο θάνατος του Ομήρου, σύμφωνα με τον ευρηματικό όρο των Αμερικανών ελληνιστών V.D. Hanson και J. Heath, είναι γεγονός, αφήνοντας τεράστιο κενό στη Δύση (βλ. το βιβλίο πρακτικής σοφίας ως καθημερινό αντίδοτο «στις ανοησίες του ακαδημαϊσμού», σύμφωνα με τους συγγραφείς V.D. Hanson και J. Heath, Ποιος σκότωσε τον Όμηρο; Ο θάνατος της κλασικής παιδείας και η αποκατάσταση της ελληνικής σοφίας, μτφ. Ρ. Καρακατσάνη, Αθήνα: Κάκτος, 1999).

Στη χώρα μας συντελέστηκε κάτι σκληρότερο, η δολοφονία του Ομήρου εν πλήρει ψυχική ηρεμία και χωρίς τύψεις των ενόχων. Πρόκειται για αργό και μαρτυρικό θάνατο που προκλήθηκε με σειρά μέτρων διαδοχικών κυβερνήσεων, όπως: φτωχό λεξιλόγιο, μονοτονικό, greeklish, κατάργηση των γιγάντων της κλασικής διανόησης από την εκπαίδευση και μαζί τους των ηθικών αξιών και της κριτικής σκέψης. Οι ένοχοι απολαμβάνουν τιμών και αξιωμάτων, γι΄ αυτό δεν τηρήθηκαν τα θέσμια, όπως είναι η περίοδος μνήμης, του πένθους, για έναν απολογισμό του τεθνεώτος. Ο πραγματισμός των Αγορών επιβάλλει τη λήθη και όχι το χάσιμο χρόνου.

 

Το άνυδρο ακαδημαϊκό τοπίο

Το τοπίο στη Δύση κατέστη άνυδρο πνευματικά και πολιτικά. Ωστόσο, κάποιες λιγοστές σταγόνες συνεχίζουν να πέφτουν υπό τη μορφή επανεισαγωγής σε περιορισμένη κλίμακα των θεωρούμενων «νεκρών» γλωσσών –αρχαιοελληνικών και λατινικών-, καθώς και της κλασικής γραμματείας. Η φωνή της Βιρτζίνια Γουλφ, από το μακρινό 1905, που όριζε την αρχαιοελληνική ως “the magic language”, ενδυνάμωσε με τις φωνές αμέτρητων σύγχρονων ελληνιστών. Πρόσφατο παράδειγμα, η πολυτάλαντη και κοσμογυρισμένη Ιταλίδα ελληνίστρια Andrea Marcolongo που το βιβλίο της, Η υπέροχη γλώσσα. 9 λόγοι για ν΄ αγαπήσεις τα αρχαία ελληνικά» (μτφ. Α. Παπασταύρου, Αθήνα: Πατάκης, 2016), έγινε παγκόσμιο δημοφιλές ανάγνωσμα, σε πείσμα των ημέτερων ελληνοφοβικών ελίτ, των αυτοαποκαλούμενων προοδευτικών, καθώς και του ελληνοφοβικού σχολείου που καλλιεργεί αυτό που ο Πλούταρχος ονόμαζε «φρενών κενόν» (Πλούταρχος, ό.π., σ. 35), ήτοι την α-μάθεια, με την εργαλειοποίηση της γλώσσας και την παραγκώνιση της σημασιολογικής (ετυμολογικής) και πολιτισμικής αξίας της.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Μπαμπινιώτη, η συνείδηση (συν+είδηση=ειδέναι, απαρέμφατο του ρήματος οίδα=γνωρίζω καλά) της γλώσσας αποτελεί συνείδηση ταυτότητας και άσκηση ιθαγένειας, καθότι ο μαθητής αποκτά συνείδηση της πολιτισμικής του ταυτότητας. Η γλώσσα, εκτός από πολιτισμική ταυτότητα, είναι και ήθος, υποχρεώσεις που πλάθουν κοινωνικούς χαρακτήρες. Διέξοδος από τα «ελληνικά της πίκρας» (Ελύτης) που προσφέρει η υποχρεωτική εκπαίδευση δίνουν πρωτοβουλίες απλών πολιτών, όπως οι Πολιτιστικοί Σύλλογοι στην Ιστιαία και στον Νέο Πύργο Ευβοίας που λειτουργούν παιδικά τμήματα «Λόγου» που θα ζήλευε και το καλύτερο πανεπιστημιακό τμήμα. Ο στόχος τους διττός: η διάπλαση του χαρακτήρα και η διαμόρφωση κριτικής σκέψης (βλ. αξιοσπούδαστη ανάρτηση του Πολιτιστικού Συλλόγου “Αναγέννηση” του Ν. Πύργου-Ευβοίας, «Λόγος και φαντασία με αφορμή την ελληνική γλώσσα», Αντίφωνο, 22-10-2018).

Και ενώ η καλλιέργεια κριτικής σκέψης στη χώρα μας επαφίεται σε μεμονωμένες πρωτοβουλίες πολιτών, σε άλλες χώρες και λαούς επωάζεται και καλλιεργείται ως στρατηγική σκέψη στις λεγόμενες δεξαμενές σκέψεις που παίζουν διττό ρόλο:  πρώτον, αρθρώνονται νέες ιδέες για να εφαρμοστούν ως κυβερνητική πολιτική και, δεύτερον, αξιοποιείται η εμπειρία διακεκριμένων ανθρώπων και το ταλέντο των φερέλπιδων, οι οποίοι χρησιμοποιούνται ως «περιστρεφόμενες πόρτες» από και προς κυβερνητικές θέσεις.

Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των δεξαμενών σκέψης υπερβαίνει τις 6.846 παγκοσμίως. Πρόκειται για πραγματική «βιομηχανία» παραγωγής νέων ιδεών. Οι Αγγλοσάξονες πρωτοτυπούν, με κυρίαρχη δύναμη τις ΗΠΑ που διαθέτουν 1.800 δεξαμενές σκέψεις, εκ των οποίων οι 400 εδρεύουν στην Ουάσιγκτον.

Η αναγκαιότητά τους πασιφανής. Επιλέγω, το παράδειγμα της Θάτσερ στη Μεγάλη Βρετανία. Η νίκη της στην ηγεσία του Συντηρητικού κόμματος, το 1975, δεν προεξοφλούσε επιτυχία στην υλοποίηση της ριζοσπαστικής πολιτικής της. Αυτό κατέστη εφικτό, σε μεγάλο βαθμό, μέσω της ακαδημαϊκής επεξεργασίας και προβολής του αποκαλούμενου θατσερισμού –ιδιωτικοποιήσεις, φορολογική μεταρρύθμιση, συνδικαλισμός κλπ- από δύο δεξαμενές σκέψης, του “Centre for Policy Studies” και του “Adam Smith Institute”, που ιδρύθηκαν το 1974 και το 1977, αντιστοίχως. Θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι η σημερινή δημοφιλία του Εργατικού κόμματος δε θα οδηγήσει σε εκλογική νίκη ή, σε περίπτωση νίκης, δε θα μπορέσει να εφαρμόσει την πολιτική του εάν δε συνοδευτεί με τη δημιουργία αντίστοιχων δεξαμενών σκέψης.

Στην Ελλάδα, όπου η παθογένεια της έλλειψης δεξαμενών σκέψης είναι χρόνια, το τοπίο κατέστη άνυδρο και στείρο από ιδέες. Γι΄ αυτό κυριαρχεί η κομματοκρατία (πρασινοφρουροί, προοδευτικοί, τα παιδιά μας), τουτέστιν η μετριοκρατία και ο νεποτισμός, με συνέπεια η κυβερνητική πολιτική να έχει περιοριστεί σε απλή διαχείριση των χρόνιων και οξύτατων προβλημάτων. Κάποια κόμματα λειτουργούν υβριδικές δεξαμενές σκέψεις σε ρόλο κομματικού ασανσέρ φιλόδοξων στελεχών, γι΄ αυτό το έργο τους παραμένει άγνωστο και δεν εγείρει στοιχειώδες ακαδημαϊκό και μιντιακό ενδιαφέρον.

Στη χώρα μας, η αριστερά ούτε νοιάστηκε να δημιουργήσει ούτε έχει ανάγκη δεξαμενών σκέψης, καθόσον η πολιτισμική κυριαρχία της είναι πλήρης. Ξηλώνει την κλασική, ιστορική και ομολογιακή παιδεία, ισοπεδώνει θέσμια, αποκαθηλώνει εθνικούς φάρους όπως το Μακεδονικό, χωρίς ουσιαστική αντίδραση. Ο οδοστρωτήρας του πολιτισμικού μαρξισμού είναι ασταμάτητος.

Θεωρείται βέβαιο ότι και μια αυτοδύναμη κυβέρνηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις επόμενες εκλογές δε θα μπορέσει να ικανοποιήσει βασικές προσδοκίες και θα βαλτώσει σε ad hoc κινήσεις διαχείρισης αδιέξοδων πολιτικών. Εκτός και αν ο πολιτικός φορέας της κυβέρνησης αυτής αναδειχθεί σε «εργοτάξιο ιδεών» και κατακλυστεί από ΟΡΑΜΑ.

 

Στρατηγική σκέψη ως πολλαπλασιαστής ισχύος

Case studies” στρατηγικής αμάθειας

Η έλλειψη στρατηγικής σκέψης στη χώρα μας είναι πασιφανής και δε χρήζει επιστημονικής εξήγησης. Ο χειρισμός των εθνικών μας θεμάτων αποτελεί τρανή απόδειξη. Το “Τουρκικό” βρίσκεται σταθερά πρώτο στην κλίμακα της στρατηγικής αμάθειας που χαρακτηρίζει διαχρονικά τις ελλαδικές ελίτ. Επί του προκειμένου, στέκομαι σε δύο επισημάνσεις που την επιβεβαιώνουν. Πρώτον, η Αθήνα «ανακάλυψε» την ΑΟΖ σαράντα ολόκληρα χρόνια μετά την υπογραφή της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας (1982) που την καθιέρωσε νομικά και πάνω από είκοσι χρόνια από την κύρωσή της από την Ελληνική Βουλή (1995). Η αναβλητικότητα στην οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Κύπρο, την Αίγυπτο, την Αλβανία και την Ιταλία, εν αντιθέσει με την αποφασιστικότητα και στρατηγική διορατικότητα της κατεχόμενης και άοπλης σχεδόν Κύπρου του Τάσσου Παπαδόπουλου, έχει παγιώσει μια ντε φάκτο κατάσταση που αναδεικνύει σε ρυθμιστή την Άγκυρα, η οποία καθίσταται συμμέτοχος στο ενεργειακό παίγνιο της Ανατολικής Μεσογείου με ό,τι αυτό συνεπάγεται στις γεωπολιτικές ισορροπίες της περιοχής.

Δεύτερον, η Άγκυρα, μέσω της Γραμματείας Θρησκευμάτων (Diyanet), που διαθέτει έναν προϋπολογισμό μαμούθ ο οποίος υπερβαίνει το συνολικό προϋπολογισμό δώδεκα υπουργείων, έχει «κεντήσει» τον πλανήτη με εντυπωσιακά τεμένη και ισλαμικά κέντρα, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής Θράκης. Πραγματικός τουρκικός ισλαμοεποικισμός. Παρόλα αυτά, η ελληνική διπλωματία αδυνατεί να επιτύχει το ελάχιστο ισοδύναμο που είναι το άνοιγμα της Σχολής της Χάλκης. Η Τουρκάλα δημοσιογράφος, Uzay Bulut, με το αποκαλυπτικό άρθρο της “Turkey: Building Mosques, Erasing Christianity”, στο αμερικανικό Gatestone, 02-10-2018, έρχεται να μας διδάξει εφαρμοσμένη στρατηγική σκέψη με έναν εξαιρετικά απλό τρόπο.

Έτερο παράδειγμα της ελλαδικής στρατηγικής αγνωσίας αποτελεί το επίκαιρο ζήτημα του “Μακεδονικού”. Αρκούσε η παρουσία και ο λόγος ενός παπά με έντονη γεωπολιτική διαίσθηση και έμφυτη στρατηγική σκέψη, του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, να αποτρέψει και τη σκέψη ακόμα μιας συμφωνίας των Πρεσπών, σύμφωνα με αποκαλύψεις απόρρητων αμερικανικών εγγράφων. Σήμερα, ο προβαλλόμενος μονόδρομος της κυβερνητικής πολιτικής έχει εγκλωβίσει ολόκληρη την πολιτική τάξη της χώρας, όχι όμως και την κοινωνία των πολιτών.

Οι εμφανιζόμενοι πολιτικοί αμφισβητίες του Σκοπιανού μονόδρομου δεν επιχειρηματολογούν αλλά «ξορκίζουν» το κακό, γι΄ αυτό και δεν πείθουν τους πολίτες. Για παράδειγμα, η αξιωματική αντιπολίτευση τάσσεται σταθερά κατά της συμφωνίας των Πρεσπών ως εθνικά επιζήμια για τη χώρα μας, αλλά δεν επιχειρηματολογεί, τουτέστιν δεν προχωρά στο ΓΙΑΤΙ, γι΄ αυτό και αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό. Ιδού κάποιες σκόρπιες ιδέες συγκρότησης επιχειρημάτων εφαρμοσμένης στρατηγικής σκέψης.

Το “brand name” μιας επιχείρησης προστατεύεται ως κόρη οφθαλμού. Θεωρείται βέβαιον ότι η υποκλοπή επώνυμων εμπορικών ονομάτων -λ.χ. Siemens, Μπουτάρης- και η χρήση τους ως σύνθετων από ανταγωνίστριες εταιρίες, θα προκαλούσε την άμεση νομική παρέμβαση των μητρικών εταιριών. Αυτό φανερώνει τη σπουδαιότητα του ονόματος είτε αυτό είναι εμπορικό είτε, πολλώ δε μάλλον, εθνοκρατικό.

Το όνομα ενός νεόκοπου κράτους δεν αποτελεί αθώα υπόθεση, όταν προϋπάρχει όμορο συνώνυμο κράτος ή περιοχή. Και τούτο, διότι θεωρείται και είναι ζήτημα υψίστης εθνικής ασφαλείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Δυτική Γερμανία, η οποία διέκοπτε τις διπλωματικές σχέσεις με χώρες που αναγνώριζαν την ομοεθνή και συνώνυμη Ανατολική.

Επειδή το όνομα κάθε χώρας ιεραρχείται στην κορυφή των ζητημάτων εθνικής ασφαλείας, τα διπλωματικά τετελεσμένα της διεθνούς κοινότητας έχουν ισχύ μόνον όταν κανείς τα αποδέχεται. Το γεγονός ότι η αναγνώριση της πΓΔΜ με το συνταγματικό της όνομα από δεκάδες χώρες δεν αποτελούσε τετελεσμένο, αποδεικνύεται από τη σταθερή πολιτική αυτών των χωρών που προωθούσαν τον διάλογο Αθηνών-Σκοπίων για την εξεύρεση ενός κοινά αποδεκτού ονόματος. Και όπως διδάσκει η διεθνής εμπειρία, τετελεσμένα καθίστανται από τη στιγμή που τα αποδέχεσαι, ειδάλλως παραμένουν εκκρεμότητες. Για παράδειγμα, η Ταϊβάν, μη αποδεχόμενη τα τετελεσμένα της διεθνούς κοινότητας, παραμένει χωρίς διπλωματική αναγνώριση από το σύνολο των κρατών αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να εξελιχθεί σε μια από τις «ασιατικές τίγρεις»· το Ισραήλ αψηφά τα μυριάδες καταδικαστικά Ψηφίσματα του ΟΗΕ, αναφορικά με το Παλαιστινιακό, χωρίς αυτό να το εμποδίζει να διευρύνει την επιρροή του και μεταξύ του αραβικού κόσμου· η Τουρκία παραμένει η μόνη χώρα που αναγνωρίζει τα Κατεχόμενα ως κράτους, χωρίς διεθνείς συνέπειες. Απεναντίας, συμπαρασύρει την Ε/Κ πλευρά σε συζητήσεις «χαλαρής ομοσπονδίας» με καθοριστικό ρόλο των Τ/Κ στην κεντρική διοίκηση.

Συμπέρασμα Α΄: «Τα πάντα ρει» και στη διπλωματία. Και τούτο, διότι η διπλωματία είναι ένας καταγραφέας συσχετισμών ισχύος, οι οποίοι δε μένουν σταθεροί επί μακρόν.

Το ονοματολογικό, όταν έχει γεωγραφική αναφορά, παραπέμπει στον αλυτρωτισμό, καθότι συντηρεί προοπτικές ενοποίησης. Εάν, φερ΄ ειπείν, η γερμανική Αυστρία ονομαζόταν Νότια Γερμανία, δε θα διατηρούσε την ανεξαρτησία της επί μακρόν. Διά τούτο όχι μόνο διαφοροποιήθηκε ονοματολογικά αλλά και εκκλησιαστικά από τον γερμανικό εθνικό κορμό, παραμένοντας καθολική. Κατά τον ίδιο τρόπο, εάν η Μολδαβία διατηρούσε το όνομα Βεσσαραβία δύσκολα θα απέφευγε την ενσωμάτωσή της στη Ρουμανία.

Σύμφωνα με έναν κατεξοχήν ειδικό της περιοχής μας, τον καθηγητή του πανεπιστημίου της Λειψίας στη Γερμανία –από τα αρχαιότερα και φημισμένα πανεπιστήμια της Ευρώπης-, Stefan Troebst, το προτεινόμενο όνομα της Βόρειας Μακεδονίας είναι σύμφορο από την πΓΔΜ αλλά ακατανόητο από την ελληνική πλευρά. Καθότι, «αν υπάρχει μια Βόρεια Μακεδονία, γίνεται υπόθεση ότι υπάρχει και μια Νότια… και πρέπει κατά κάποιον τρόπο να ενωθούν».

Και μια τεχνοκρατικής φύσεως επισήμανση γνωστή ακόμα και στους μαθητευόμενους της διαπραγματευτικής τέχνης. Κάθε διαπραγμάτευση ακολουθεί τρία στάδια: α) το προκαταρκτικό/προπαρασκευαστικό για την ανίχνευση του κλίματος και τη διαμόρφωση της ατζέντας, β) το κύριο που δοκιμάζονται οι διαπραγματευτικές ικανότητες και γ) της υλοποίησης. Το τελευταίο στάδιο, που θεωρείται το σημαντικότερο, δεν ολοκληρώνεται με την υπογραφή των συμβαλλομένων αλλά τελεί υπό μόνιμη αίρεση εάν και κατά πόσον οι όροι θεωρούνται ή/και παραμένουν αμοιβαία επωφελείς (win-win). Γι΄ αυτό, σε πλείστες όσες περιπτώσεις, τα μέρη προσφεύγουν στο δημοψήφισμα, ώστε να καταγραφεί ο βαθμός λαϊκής αποδοχής μιας συμφωνίας που είναι απαραίτητο στοιχείο για την ολοκλήρωση της διαπραγματευτικής διαδικασίας. Το Σχέδιο Ανάν κρίθηκε από δημοψήφισμα και το ξεκάθαρο αποτέλεσμα έγινε διεθνώς σεβαστό· η αποδοχή του σχεδίου από την Ε/Κ κυβέρνηση, με τέτοιας έκτασης λαϊκή αντίδραση, θα το καθιστούσε ανενεργό. Οι πάνδημες αντιδράσεις εκατέρωθεν για τη συμφωνία των Πρεσπών, την καθιστά a priori ανεφάρμοστη. Άλλωστε, η εθνική μνήμη δε διαγράφεται. Και η σλαβομακεδονική μνήμη θα παραμείνει ανεξίτηλη ως προς τη μεθόδευση επιβολής μιας συμφωνίας που δεν επιθυμεί η πλειοψηφία και το απέδειξε με τη μαζική αποχή της και την en masse συμμετοχή του αλλοεθνούς –ιλλυρικού- σύνοικου στοιχείου, των Αλβανών που δεν κρύβουν την εθνοαλυτρωτική τους ιδιοτέλεια.

Το δημοψήφισμα αποτελεί το βαρόμετρο υλοποίησης ή μη των όρων μιας συμφωνίας. Μια χώρα μπορεί να διαθέτει τους πιο επιδέξιους διαπραγματευτές και το κείμενο μιας συμφωνίας να αποτελεί υπόδειγμα τεχνοκρατικής αρτιότητας εάν, ωστόσο, δε βασίζεται στη σωστή ατζέντα και οι ενδιαφερόμενοι τη θεωρούν άδικη και ελλειμματική, τότε αυτή καταρρέει ακόμα και εν τη γενέσει της.

Συμπέρασμα Β΄: Το ονοματολογικό είναι το πρωτεύον. Τα υπόλοιπα, όπως το σύνταγμα, τα σύμβολα, το erga omnes, είναι τα φτιασιδώματα που γρήγορα ξεφτίζουν.  Και τούτο, διότι όνομα=γεωγραφία. Και η γεωγραφία γεννά Ζητήματα, όπως: Μακεδονικό, Θρακικό, Κυπριακό, Παλαιστινιακό, Συριακό κ.ο.κ. Όταν παρακάμπτουμε τη μοναδικότητα της γεωγραφίας στην πολιτική, τουτέστιν τους νόμους της γεωπολιτικής, πιστοποιούμε τη στρατηγική αμάθειά μας, προκαλώντας εθνικό αυτοτραυματισμό, ενίοτε θανατηφόρο. Η πασιφανής αδυναμία μας ως κράτους να διεισδύσουμε στη σφαίρα της γεωπολιτικής, μας καθηλώνει γειωμένους στη μικρο-πολιτική ad hoc συμπεριφορών και στον ευφάνταστο κόσμο των πρόσκαιρων ωφελημάτων.

Οράματα – ρηξικέλευθες ιδέες

Στο παρόν σημείωμα επιχειρήθηκε μακροσκελής διάγνωση του προβλήματος της ελλαδικής γεωπολιτικής αγνωσίας, διότι το πρόβλημα έχει επεκταθεί και ριζώσει για τα καλά. Διά τούτο, η θεραπεία του δεν είναι ούτε εύκολη ούτε εξασφαλισμένη. Είναι, ωστόσο, εφικτή υπό προϋποθέσεις.

Το μεγάλο ζητούμενο στο άνυδρο ελληνικό τοπίο είναι η στρατηγική σκέψη. Αυτή ενεργοποιεί ρηξικέλευθες ιδέες που γεννούν οράματα. Τα εργαλεία της τέχνης μου είναι αξιόπιστα και η σωρευτική εμπειρία μου ευρεία. Γι΄ αυτό τολμώ να προτείνω ιδέες για τη θεραπεία αυτής της ελλαδικής μειονεξίας, ιδέες που είναι προϊόν πολύχρονης ακαδημαϊκής επεξεργασίας. Το θεωρώ δημοκρατική και εθνική υποχρέωσή μου.

Δύο Προτάσεις Πολιτικής:

Πρώτον, διοικητικές/θεσμικές μεταρρυθμίσεις με μια νέα μορφή κυβερνητικού σχήματος υπό την εξής πυραμοειδή διάταξη.

Υπουργεία

Δραστική μείωση του αριθμού των υπουργείων με χρονικό ορίζοντα υλοποίησης την τετραετία και παράλληλη εισαγωγή του θεσμού των μονίμων υφυπουργών ως την καταληκτική βαθμίδα της δημοσιοϋπαλληλικής κλίμακας. Έκαστο υπουργείο να διαθέτει μονάδες στρατηγικού σχεδιασμού (“strategic unit”) 2-3 ατόμων με γνώση και εμπειρία του αντικειμένου, επιφορτισμένες με παραγωγή υλοποιήσιμων ιδεών με ταυτόχρονη κατάργηση της στρατιάς των συμβούλων. Οι ανάγκες για εξειδικευμένες γνώσεις θα αντιμετωπίζονται με το εν ενεργεία προσοντούχο υπηρεσιακό προσωπικό και ad hoc με την ανάθεση συγκεκριμένων έργων σε εξωτερικούς συνεργάτες. Στη δεύτερη περίπτωση, το κόστος θα αποτιμάται με το προσφερόμενο τελικό προϊόν και τη χρηστικότητά του.

Γραφείο πρωθυπουργού

Παρόμοια με αυτή των υπουργείων μονάδα στρατηγικού σχεδιασμού με διευρυμένη σύνθεση. Ειδικότερα, προτείνεται:

–     Ένας Έλληνας Ντεμπρέ – μια «ξεχωριστή» προσωπικότητα

–     Παιδαγωγός/εκπαιδευτικός

–     Δημογραφικό – οικογενειακής μέριμνας

–     Στρατηγιστής και όχι στρατηγός (το Ισραήλ μπορεί να αποτελέσει φωτεινό οδηγό)

–     Της γεωργοκτηνοτροφικής παραγωγής

–     Αυτοδημιούργητος άνθρωπος της αγοράς

–     Διακεκριμένος ομογενής για τον οικουμενικό Ελληνισμό

–     Αρχιτέκτων (για την αστική ασχήμια)

– Εκκλησιαστική ή/και λαϊκή προσωπικότητα με γεωπολιτική αίσθηση –όχι φαναριώτης- για την Οικουμενικότητα της Ελληνορθοδοξίας

Οι εν λόγω θα λειτουργούν ανεξάρτητα από τη γραφειοκρατία που στελεχώνει το εκάστοτε πρωθυπουργικό Γραφείο. Αποστολή τους η «παραγωγή» ιδεών και όχι η καταγραφή γνώσης με ανούσια ενημερωτικά. Θα λειτουργούν ως μονάδες ή/και, κατά περίπτωση, συλλογικά.

Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας

Η αναγκαιότητα σύστασής του είναι πασιφανής, ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τη θεραπεία του χρόνιου γεωπολιτικού αναλφαβητισμού στην αντιμετώπιση των αποκαλούμενων εθνικών θεμάτων.

Κοινοβούλιο

Η σύνθεσή του παραμένει απαρατήρητη, ο λόγος του φτωχός που δε συγκινεί τους πολίτες, γι΄ αυτό απέχουν μαζικά από την εκλογική διαδικασία με συνέπεια να καθιστά την αντιπροσωπευτικότητά του αμφισβητήσιμη. Αυτή η γκρίζα εικόνα ενισχύεται και με τον αποκλεισμό από το δικαίωμα ψήφου και αντιπροσώπευσης του πλέον δυναμικού και πολυπληθέστερου τμήματος του Ελληνισμού, το «μέγα Πανελλήνιον», όπως το ονόμασε ο Καβάφης: τη Διασπορά και τους ελληνιστές. Για τη θεραπεία αυτού του δημοκρατικού και εθνικού ελλείμματος δεν αρκεί η επιλεκτική χορήγηση ψήφου στους Έλληνες το γένος της Διασποράς αλλά και η ex officio αντιπροσώπευση στο Κοινοβούλιο πέντε εξ αυτών, καθώς και τριών ελληνιστών, ασχέτως καταγωγής, και ενός Κυπρίου. Άλλωστε, Ελληνισμός=Οικουμενισμός, και αυτό πρέπει να αποτυπώνεται στη σύνθεση του Κοινοβουλίου, ειδάλλως το Κοινοβούλιο δεν αντιπροσωπεύει τον Ελληνισμό.

Το Κοινοβούλιο, όπως και οι υπόλοιποι θεσμικοί φορείς του κράτους, βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό, και για να ανατάξει χρειάζεται φρέσκια πνοή και οικουμενική ματιά.

Δεύτερον, ένα νέο όραμα πολιτικής κοσμοθεώρησης που η υλοποίησή του απαιτεί απλότητα και ουσία και μπορεί να συμπτυχθεί στο τρίπτυχο: Πατρίδα, Κίνημα, Εθνοδιανόηση.

ΠΑΤΡΙΔΑ: Η έννοια της πατρίδας έχει μια διαχρονικότητα και βάθος εννοιολογικό. Ετυμολογικά η λέξη σημαίνει «γενέθλια γη», ήτοι γη των πατέρων. Η αναφορά στους πατέρες δεν είναι γεωγραφική ούτε εξ αίματος συγγένεια αλλά κάτι πέραν και εκτός γεωγραφικών ορίων, αφού πατέρες είναι οι πολιτισμικοί πρόγονοί μας, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων μορφών της Ορθοδοξίας. Η διαχρονικότητα συνδυάζεται με το όλον, καθότι οι πατέρες είναι όλων των Ελλήνων, όπου γης. Η λέξη είναι ο ορισμός του “inclusive” και συμπεριλαμβάνει Ελλαδίτες-Κυπρίους-Διασπορά-Ελληνιστές.

Ο χρονισμός υιοθέτησης ενός τέτοιου λογότυπου εθνικής αναφοράς από έναν πολιτικό φορέα που προσβλέπει σε μια διαφορετική μορφή διακυβέρνησης, είναι εξαιρετικά επίκαιρος, αφού τα περί δημοκρατίας, ευρωπαϊσμού, αξιοκρατίας, πράσινης ανάπτυξης, κυβερνοχώρου, πρώτης φοράς αριστερά και τα παρόμοια αποδείχτηκαν πομφόλυγες, σκέτες πυγολαμπίδες αδύναμες να φωτίσουν το δάχτυλό μας.

Η έννοια της πατρίδας δεν είναι μετρήσιμο μέγεθος, γι΄ αυτό εσκεμμένως κακοποιήθηκε, δαιμονοποιήθηκε και απαξιώθηκε στη μεταπολιτευτική Ελλάδα της «προόδου» και του πολιτικώς ορθού, που είναι καμωμένη για μεταπράτες ιδεών, για μικρούς. Γι΄ αυτό, εάν πράγματι επιθυμούμε να απεγκλωβιστούμε από τη μέγγενη της «προόδου» που μας καθήλωσε ως κράτος και ως κοινωνία, θα πρέπει να επανεξετάσουμε καθετί που απαξιώθηκε μεταπολιτευτικά και μας περιέπλεξε στη δίνη της ατελεύτητης κρίσης. Η έννοια της πατρίδας είναι αναγεννησιακή, καθότι νοηματοδοτεί τη ζωή του πολίτη και δίνει υπόσταση σε πολιτικές που φωτίζονται από όραμα.

Προτείνω όπως η «πατρίς», λόγω του εννοιολογικού βάθους της, βρει περίοπτη θέση στο πολιτικό λεξιλόγιο του κόμματος που υπόσχεται ελπίδα ανάτασης, καθότι εκπέμπει ενότητα, συνοχή, δύναμη και σαφές πολιτικό μήνυμα.

ΚΙΝΗΜΑ: Η γενικευμένη λαϊκή απαξίωση των κομμάτων είναι δεδομένη. Ο μόνος τρόπος που απομένει για την κινητοποίηση του απλού πολίτη είναι αυτός του Κινήματος. Και η ενεργοποίηση του πολίτη επιτυγχάνεται με την υιοθέτηση μέτρων πρακτικής εφαρμογής. Ιδού κάποιες πρακτικές ιδέες:

Σύσταση υπουργείου Καθημερινότητας του Πολίτη ως πρώτο τη τάξει. Συμπληρωματικό ρόλο στην αποστολή του εν λόγω υπουργείου να παίξει η θεσμοθέτηση του σουηδικού μοντέλου Συνηγόρου του Πολίτη με επικεφαλής ανώτατο δικαστή ανεγνωρισμένης αξίας και ήθους, ο οποίος θα έχει δικαίωμα πρόσβασης σε απόρρητα έγγραφα, επιβολής διοικητικών κυρώσεων, υποβολής προτάσεων απαλλαγής από την κακονομία και κατάργηση ανώφελων γραφειοκρατικών διαδικασιών. Προτείνω το σουηδικό μοντέλο, καθότι στη Σουηδία γεννήθηκε ο θεσμός, το 1809, και ταιριάζει στα καθ΄ ημάς. Συνίσταται δε από δύο Συνηγόρους για ισάριθμους τομείς: Δημόσια Διοίκηση (Justitieombudsmannen) και Ένοπλες Δυνάμεις (Militieombudsmannen). Στην αρμοδιότητα του πρώτου υπάγεται και η κρατική Λουθηριανή Εκκλησία. Στην Ελλάδα, η αναγκαιότητα υπαγωγής της Εκκλησίας στην αρμοδιότητα του Συνηγόρου είναι μεγαλύτερη, λόγω της μονιμότητας των Ιεραρχών και της σημερινής διοικητικής αυτονομίας τους που τους καθιστά ευεπίφορους σε παντοειδείς αυθαιρεσίες. Με τη σουηδοποίηση του θεσμού στη χώρα μας, θα ενισχυθεί το αίσθημα δικαιοσύνης μεταξύ των πολιτών, θα ελεγχθούν σε μεγάλο βαθμό οι καθημερινές διοικητικές αυθαιρεσίες και οι παράλογες γραφειοκρατικές διαδικασίες που συντηρούν τους πολυπληθείς δικτατορίσκους της γραφειοκρατίας και, επίσης, θα αποφεύγονται οι χρονοβόρες διαδικασίες των διοικητικών ή/και ποινικών δικαστηρίων.

Επέκταση του αρχαιοελληνικού θεσμού των ενόρκων, που ισχύει στα ποινικά δικαστήρια, σε άλλους τομείς και με άλλο περιεχόμενο, όπως για την εκλογή των πανεπιστημιακών και των προέδρων δημόσιων οργανισμών. Δηλαδή, για τις υπηρεσίες και τους οργανισμούς που χρηματοδοτούνται από το δημόσιο ταμείο, τουτέστιν από τον λαό, στους οποίους και ευδοκιμεί ο νεποτισμός, η οικογενειοκρατία και η μετριοκρατία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι πανεπιστημιακοί πολλών τμημάτων, όπου σε ποσοστό άνω του 50% συνδέονται συγγενικά, σύμφωνα με στοιχεία του ίδιου του υπουργείου.

Επικύρωση από την αρμόδια Επιτροπή της Βουλής της επιλογής των Διοικητών κρίσιμων κρατικών υπηρεσιών, όπως αυτή του Αγίου Όρους.

Επικύρωση διορισμών ανωτάτων δικαστικών, πρέσβεων και αξιωματικών για θέσεις ακολούθων άμυνας από τις αρμόδιες Επιτροπές της Βουλής μετά τεκμηριωμένων εισηγήσεων που να τους δικαιολογούν.

Όλες οι ακροάσεις επικύρωσης να είναι ανοικτές και να καλύπτονται τηλεοπτικά από το κανάλι της Βουλής.

Ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί (δικαστές, διπλωμάτες, ε.τ. αρχηγοί Επιτελείων και μεγάλων σχηματισμών) να στερούνται του δικαιώματος του πολιτεύεσθαι πριν την παρέλευση δεκαετίας από την ενεργό υπηρεσία. Έτσι θα ενισχυθεί το κύρος των θεσμών από τους οποίους προέρχονται και οι ίδιοι θα απαλλαγούν από πειρασμούς και πιέσεις που τους αποπροσανατολίζουν από τον σκοπό της αποστολής τους.

Επιλογή υποψηφίων για την Τοπική Αυτοδιοίκηση και το Κοινοβούλιο με το σύστημα των προκριματικών μεταξύ ευρέως φάσματος αυτοπροτεινόμενων υποψηφιοτήτων.

ΕΘΝΟΔΙΑΝΟΗΣΗ: Το τρίτο σκέλος του τρίπτυχου το αποδίδω με τον αδόκιμο όρο «εθνο-διανόηση». Και τούτο, διότι η όποια κυβερνητική πολιτική, για να έχει πιθανότητα ουσιαστικής συμβολής στην ανάταξη της χώρας, πρέπει να αποδεσμευτεί από την «ξερή» τεχνοκρατική λογική. Και για να επιτευχθεί αυτό απαιτείται η ενεργοποίηση του απαξιωμένου έμψυχου εθνικού μας κεφαλαίου. Συγκεκριμένα:

Προτείνεται η σύσταση τριών Επιτροπών, ευθύς αμέσως με την ανάληψη της διοίκησης από τη νέα κυβέρνηση, στελεχωμένες από προσωπικότητες κύρους και ευρείας αποδοχής που θα αντιπροσωπεύουν την εθνική μας συγκρότηση: Ελλαδίτες, Κύπριοι, Διασπορά, Ελληνιστές.

1η Επιτροπή Παιδείας: Η μεταπολιτευτική Ελλάδα έχει φθάσει στο έσχατο σημείο α-παιδείας. Η εκπαίδευση ποδηγετήθηκε από το ελληνοφοβικό και θεοφοβικό κράτος, αποκαθηλώνοντας τον Ελληνισμό από τον οικουμενικό θρόνο του. Η εκπαίδευση κατέστη απλό εργαστήρι παραγωγής ατόμων για το πανδοχείο της μαζικοποιημένης υλιστικής κοινωνίας.

Τα σημερινά εκπαιδευτήρια του αυριανού καλού καταναλωτή, τα οποία από αδράνεια και μόνο συνεχίζουμε να τα αποκαλούμε σχολεία, σύμφωνα με τον Λάκη Προγκίδη, μια ξεχωριστή προσωπικότητα της διασποράς που συνέργησε ώστε ο Παπαδιαμάντης να ανήκει πλέον στη χορεία των κλασικών της παγκόσμιας λογοτεχνίας, δηλαδή τα εκπαιδευτήρια της μαζικής παραγωγής ατομοκεντρικών ανθρώπων, αποξενώνουν τους νέους από τη μαγεία των κλασικών και νεοελληνικών έργων με οικουμενική απήχηση, αφού δεν αγγίζουν πλέον τις ψυχές τους. Το κακό σε αυτή την περίπτωση, δεν είναι η ακαδημαϊκή υστέρηση αλλά η εθνική υποχώρηση. Ο Οδυσσέας Ελύτης, ο πιο ένθερμος από τους ανθρώπους των γραμμάτων θαυμαστής του παπαδιαμαντικού έργου, μας άφησε μια συμβουλή ως εθνική παρακαταθήκη. Κάθε φορά που θα μας έβρισκε το κακό, θα έπρεπε να προσφεύγουμε στον Παπαδιαμάντη για να αντλούμε «θάρρος και αισιοδοξία» (για τους πνευματικά υψιπετείς, βλ. Λάκης Προγκίδης, Υπό την παπαδιαντικήν δρυν, Αθήνα: Εστία, 2017, ειδικά σ. 68 κ.ε. που αναφέρεται στο «σχολείο»).

Όταν το παρόν θεωρείται ισχυρότερο από το παρελθόν και υποκύπτει κανείς στη βούληση της θεότητας της «προόδου» που μικραίνει τον άνθρωπο, αφού τον απομονώνει από το σύνολο των παρόντων και των τεθνεώτων ως μια ατομοκεντρική μονάδα, τότε η κρίση γίνεται παρακμή (για τη θεώρηση της «προόδου», βλ. στο ίδιο, σ. 81-88, 100 κ.ε.)

Για να αντιστραφεί αυτή η καθοδική πορεία, θα πρέπει η εκπαίδευση να αναπροσανατολιστεί στη βάση της κλασικής παιδείας, ώστε να αναπτύσσονται άνθρωποι με κριτική σκέψη και ηθικές αρχές, και όχι ψυχροί τεχνοκράτες και άβουλοι καταναλωτές. Με τον τρόπο αυτό δε θα πρωτοτυπήσουμε αλλά θα ακολουθήσουμε το παράδειγμα τρίτων, των προηγμένων, αυτών που τολμούν να αντλήσουν από την αρχαιοελληνική σοφία χωρίς το φόβο στιγματισμού. Θα αναφέρω τρεις ενδεικτικές περιπτώσεις. Η πρώτη αφορά στον καθηγητή του Χάρβαρντ και μέχρι πρότινος διευθυντή του “Belfer Center” του εν λόγω πανεπιστημίου που για τρίτη συνεχόμενη χρονιά ιεραρχήθηκε η εγκυρότερη δεξαμενή σκέψης στον κόσμο, Γκράχαμ Άλλισον, ο οποίος για να εκτιμήσει μακροδυναμικά τις αμερικανο-κινεζικές σχέσεις, προσέφυγε στον Θουκυδίδη, αναπτύσσοντας τη θεωρία της «θουκυδίδειας παγίδας».

Τη σκυτάλη της θουκυδίδειας σκέψης πήρε ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, ο οποίος μιλώντας ενώπιον των αρχηγών κρατών-μελών του Οργανισμού, τον περασμένο μήνα, έκανε έκκληση προς τους ηγέτες να αντλήσουν από τη σοφία του Θουκυδίδη ώστε να αποφευχθούν τα δυσάρεστα για την παγκόσμια ειρήνη. Ο Γκουτέρες έκανε κάτι που ουδείς στο Κοινοβούλιο της γενέτειρας γης του Θουκυδίδη τολμά, για να μη θεωρηθεί ότι αποκλίνει από το πολιτικώς ορθό· να τεκμηριώσει, δηλαδή, με την πλέον έγκυρη αναφορά την επιχειρηματολογία του, αντλώντας από τη σοφία των κλασικών.

Η τρίτη περίπτωση σχετίζεται με έναν από τους πιο προβεβλημένους στρατηγικούς νόες, τον Αμερικανό καθηγητή Φράνσις Φουκουγιάμα, ο οποίος, για να ερμηνεύσει το φαινόμενο της λαϊκής δυσφορίας εναντίον της παγκόσμιας και εθνικής κυβερνώσας ελίτ (λαϊκισμός, μεταναστευτικό, ισλαμική βία), προσέφυγε στον Πλάτωνα, και δη στην πλατωνική θεώρηση περί του «θυμοειδούς» ως την τρίτη συνιστώσα της ψυχής που επικοινωνεί με τις ιδέες. Οι άλλες δύο είναι το «λογιστικό» (η λογική) και το «επιθυμητό» (η επιθυμία, ο πόθος). Το θυμοειδές, που ο Πλάτων το αποδίδει και με τους όρους «θυμός» και «θυμικόν», είναι το συναίσθημα, η απόκρυφη πλευρά του ανθρώπου που δεν επηρεάζεται από το υλικό· είναι αυτό που ταυτίζεται με την ταυτότητα του καθενός, που για την υπεράσπισή της κάποιος θυσιάζεται. Το στοιχείο αυτό είναι ταυτισμένο με την ανδρεία (βλ. Φρ. Φουκουγιάμα, ό.π., σ. xiii, 17-24, 81, 92, 131). Είναι το στοιχείο που η λογικοκρατική Δύση και η ελληνική παραφυάδα της αδυνατεί να κατανοήσει.

Αναφέρθηκα στους κλασικούς, όχι από μια ρομαντική διάθεση αλλά ως γεωπολιτική αναγκαιότητα. Με άλλα λόγια, η κατάργηση των κλασικών δε δημιουργεί απλώς ένα τεράστιο έλλειμμα παιδείας αλλά και εθνικής ασφάλειας για τη χώρα μας. Όταν το κράτος ακυρώνει τους κλασικούς στα σχολεία ακυρώνει ταυτόχρονα και τη διπλωματία, αφού την αποστερεί από τα εργαλεία να ερμηνεύει τα διεθνολογικά τεκταινόμενα και να πολλαπλασιάζει τις διπλωματικές επιλογές του. Γι΄ αυτό η εικόνα της θεσμικής Ελλάδας είναι εικόνα που ντροπιάζει και οι χειρισμοί αυτής της Ελλάδας επί όλων των εθνικών ζητημάτων οδηγούν σε αδιέξοδα και υποχωρήσεις.

Βεβαίως, η αναστροφή της καθοδικής πορείας δε γίνεται αποκλειστικά και μόνο μέσω εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων και αλλαγών προσώπων. Προϋποθέτει παράλληλες βαθιές τομές που τις συνοψίζω ενδεικτικά με τις ακόλουθες δύο Επιτροπές.

2η Επιτροπή Νέας Διοικητικής Πρωτεύουσας: Το ζήτημα του καρκινογόνου υδροκεφαλισμού που πνίγει τη χώρα και νεκρώνει έναν από τους πνεύμονές της, τη θεσπέσια αττική γη, δεν είναι τωρινό. Ο Γ(έρος) Παπανδρέου το απέδωσε με τη φράση «Αι Αθήναι δεν είναι πόλις, είναι νόσος». Το πρόβλημα έχει υπερδιογκωθεί και έχει καταστεί ύψιστο πρόβλημα εθνικής ασφάλειας, για δύο λόγους: Πρώτον, ο πληθυσμιακός υπερσυγκεντρωτισμός στην Αττική νεκρώνει την υπόλοιπη Ελλάδα και καθιστά ευάλωτη στρατιωτικά και οικονομικά τη χώρα.

Δεύτερον, έχουν αναπτυχθεί ισχυρές φυγόκεντρες τάσεις που το αθηναιοκεντρικό κράτος όχι απλώς αδυνατεί να τις αντιμετωπίσει αλλά τις ευνοεί. Και τούτο, διότι το κράτος των Αθηνών έχει διαμορφώσει ένα νέο συλλογικό χαρακτήρα και έναν ιδιότυπο «πατριωτισμό», αυτόν του Κολωνακίου. Ο κολωνακιώτικος πατριωτισμός αντιπροσωπεύει μια άλλη Ελλάδα, αυτή του ανάλαφρου που αναπαράγει μια τάξη αστών χωρίς εθνική συνείδηση, με εύπλαστη ηθική και χαμηλή καλλιέργεια αφού εκφράζει το χυδαίο, το προκλητικό και άγευστο και μια «επιχειρηματικότητα» που στηρίζεται εν πολλοίς στη διαπλοκή και τη λαμογιά. Τα πλοκάμια της κολωνακιώτικης επιβολής έχουν απλωθεί σε ολόκληρη τη χώρα και πνίγουν το κράτος.

Το κράτος αυτοκαταργείται και ψάχνει υποκατάστατα στις Βρυξέλλες, στην Ουάσιγκτον, στη Φραγκφούρτη, την έδρα του ευρώ, και, παλαιότερα, στην Άγκυρα για την προώθηση σχημάτων ελληνοτουρκικής συνομοσπονδοποίησης. Η αιτία της εθνικής απίσχνανσης βρίσκεται στον διοικητικό υδροκεφαλισμό, εν αντιθέσει με τη διεθνή πρακτική του διοικητικού αποκεντρωτισμού. Προς επίρρωση αναφέρω τις ακόλουθες ενδεικτικές περιπτώσεις: ΗΠΑ (Ουάσιγκτον διοικητική, Νέα Υόρκη οικονομική, Λος Άντζελες πολιτιστική πρωτεύουσα), Καναδάς (Οτάβα διοικητική, Τορόντο οικονομική), Αυστραλία (Καμπέρα διοικητική, Μελβούρνη οικονομική, Σύδνεϋ πολιτιστική), Ελβετία (Βέρνη διοικητική, Ζυρίχη οικονομική), Γερμανία (Βερολίνο διοικητική, Φραγκφούρτη οικονομική), Τουρκία (Άγκυρα διοικητική, Κωνσταντινούπολη οικονομική και πολιτιστική), Καζακστάν (Αστάνα διοικητική, Άλμα Άτα οικονομική).

Στην Ελλάδα ο υδροκεφαλισμός έχει προσβάλλει και την Τοπική Αυτοδιοίκηση με τον «Καποδίστρια» και τον «Καλλικράτη» με συνέπεια να σωρεύονται τα δεινά και να πολλαπλασιάζονται τα αδιέξοδά της. Το κράτος αδυνατεί να ορθοποδήσει και η χώρα είναι τύποις ευρωενωσιακή με συνεχή και εντεινόμενο ρυθμό απόκλισης από τους «εταίρους» της. Η λύση της αδιέξοδης αυτής πορείας έχει βρεθεί προ καιρού διεθνώς. Ομιλώ για αλλαγή της διοικητικής έδρας –συμπεριλαμβανομένης της Αρχιεπισκοπής που ηγείται μιας αθηναιοκεντρικής Εκκλησίας-, με την Αθήνα να παραμένει το πολιτιστικό και οικονομικό κέντρο της χώρας. Συγκεκριμένα, ομιλώ για μια πρωτεύουσα 15-20 χιλιάδων κατοίκων. Η υλοποίηση αυτής της πρότασης θα ενεργοποιήσει θεαματικούς ρυθμούς ανάπτυξης για μια δεκαετία τουλάχιστον, και θα αποτελέσει καταλύτη διοικητικού εκσυγχρονισμού με την εκ βάθρων στελεχιακή ανασυγκρότηση των κεντρικών υπηρεσιών των υπουργείων από την αφρόκρεμα των νοών. Επιπροσθέτως, η διοίκηση θα γίνει ψηφιακή τόσο σε επίπεδο ενδοϋπηρεσιακής συνεργασίας όσο και εξυπηρέτησης των πολιτών, καταργώντας την προσωπική επαφή που δημιουργεί τη συναλλαγή. Η Θεσσαλία προσφέρεται να καταστεί η έδρα της νέας πρωτεύουσας, ώστε να μπολιαστούν τα δύο αποκλίνοντα μέρη• ο Βορράς και ο Νότος.

Το κόστος της δαπάνης θα είναι ανάλογο των Ολυμπιακών Αγώνων και η παγκόσμια τεχνολογική και κατασκευαστική πρόκληση θα είναι τέτοια, που θα βρει ευνοϊκό το διεθνές και κυρίως ασιατικό κεφάλαιο (βλ. σχετικά αναλυτικό άρθρο μου, «Το “αθηναιοκεντρικό” κράτος, απειλή για την εθνική ασφάλεια;», Στρατηγική, Δεκ. 2010, σ. 118-125).

Η πρόταση ηχεί ευφάνταστη και ουτοπική, αφού ξεφεύγει από το πνεύμα του κολωνακιώτικου μονόδρομου. Είναι, ωστόσο, ρεαλιστική, σύμφωνα με τον πραγματισμό του Μπρεχτ που είναι αποτυπωμένος στη ρήση του:

«Είμαι ρεαλιστής. Επιδιώκω το ανέφικτο»

Η πρόταση αυτή είναι θουκυδίδεια και όχι ενός αιθεροβάμονα. Τα καλαίσθητα ιερά της Αθήνας, λέει ο Θουκυδίδης, ήταν αυτά που την εξύψωναν γεωπολιτικά, δημιουργώντας δέος στους τρίτους. Τη θουκυδίδεια αυτή προτροπή υιοθέτησε η Τουρκία με την εξής, ωστόσο, βασική απόκλιση. Η επιλογή δεν είναι το κάλλος αλλά ο όγκος με τα “mega-projects”, λόγω του αυτοκρατορικού της συνδρόμου. Στην Τουρκία –όπως και στο Ιράν- καθετί δημόσιο έχει μεγαλοπρέπεια. Ο κατάλογος είναι μακρύς: το τεράστιο Φράγμα Ατατούρκ, το νέο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης που είναι το μεγαλύτερο στον κόσμο, το σχεδιαζόμενο θαλάσσιο Κανάλι της Κωνσταντινούπολης μήκους 43 χλμ που θα παρακάμπτει τον Βόσπορο, οι εντυπωσιακές γέφυρες Βοσπόρου, το μεγαλοπρεπές προεδρικό μέγαρο, ένα από τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά στούντιο στον κόσμο, το γιγαντιαίο πρόγραμμα αναβάθμισης του σιδηροδρομικού δικτύου που θα ενώνει την Ευρώπη με τη Μέση Ανατολή, τα φαραωνικών διαστάσεων τζαμιά όταν η ερωενωσιακή Ελλάδα δεν τολμά να εκπληρώσει το Τάμα του Έθνους και διατηρεί των επαρχιακών διαστάσεων καθεδρικό ναό των Αθηνών, δείγμα της μικρής Ελλάδας.

Η τουρκική μεγαλομανία δεν έχει όρια. Η υλοποίηση του εθνικού στόχου, όπως αυτός τέθηκε από τον Πρόεδρο Ερντογάν, βαίνει κλιμακούμενη ως εξής: ολοκλήρωση των “mega-projects” μέχρι το 2023, περίοπτη θέση στο διαμορφούμενο πολυπολικό διεθνές σύστημα μέχρι το 2053 και, μέχρι το 2071, ανάδειξη της χώρας σε παγκόσμια δύναμη σε κάθε επίπεδο ισχύος (βλ. αποκαλυπτικό άρθρο Τούρκου πρέσβη στο Πεκίνο, Abdulkadir Emin Onen, “Turkey and China: Building a common future”, στην κινεζική αγγλόφωνη ηλεκτρονική εφημερίδα Global Times, 28-10-2018).

Η τουρκική μεγαλομανία είναι εν πολλοίς βασισμένη στην αναβίωση μιας ζηλωτικής ισλαμοεθνικιστικής ιδεολογίας, στην οποία κυρίαρχο στοιχείο είναι το πολιτικό ισλάμ. Η ιδεολογική αυτή σύνθεση κοσμικής μεγαλομανίας και θρησκευτικού φανατισμού έχει επιταχυνθεί μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 σε ένα εκρηκτικό μείγμα επιθετικής εξωτερικής πολιτικής.

Και ενώ ο περίγυρος της Ελλάδας ριζοσπαστικοποιείται, η χώρα μας αποθρησκειοποιείται και απεθνοποιείται. Και όσο η χώρα μας στερεύει από ιδέες, τόσο οι ελίτ καταφεύγουν στη θεολογία του πολιτικώς ορθού με φανατισμό εκκοσμικευμένου ζηλωτή. Γι΄ αυτό, καιρός είναι όπως αρχίσουμε να κοιτάζουμε ψηλά. Ας ανιχνεύσουμε τις δυνατότητες μιας νέας πρωτεύουσας, ας καλλιεργήσουμε τη σκέψη με κάτι ουσιαστικό, ώστε η εξουσία να αναχθεί σε ηγεσία με όραμα και αποφασιστικότητα.

Καταφεύγω στη σοφία των κλασικών, αναζητώντας τον φάρο που θα φωτίσει τη σκέψη. Ο θεμελιωτής της σύγχρονης Διοίκησης, ο Ξενοφώντας (431-355 π.Χ.), αναγνωρίζει τη δυσκολία, αλλά όχι το ακατόρθωτο, να αναχθεί κανείς σε ηγέτη, επισημαίνοντας: «Καίτοι γε τοσούτω ταύτα εκείνων δυσκατεργαστότερα φαίνεται, όσωπερ πλειόνων περί ταύτα πραγματευομένων ελάττους οι κατεργαζόμενοι γίγνονται», δηλαδή, η πολιτική φαίνεται πως είναι πιο δύσκολο να μαθευτεί συγκρινόμενη με άλλες δραστηριότητες, αν κρίνει κανείς από πόσο λιγότεροι είναι αυτοί που τα καταφέρνουν, αν και περισσότεροι ασχολούνται με αυτήν (άντλησα το παράθεμα από Αντώνης Κονταράτος, Ξενοφών. Αρχαίος θεμελιωτής της σύγχρονης διοίκησης, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1996, σ. 72).

3η Επιτροπή Σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους: Δεν αναφέρομαι σε διαχωρισμό αλλά σύνθεση των δύο κορυφαίων μεγεθών του Ελληνισμού. Δεν αναφέρομαι στα διακοσμητικά στοιχεία μιας διμερούς σχέσης, όπως είναι η μισθοδοσία και η περιουσία αλλά σε μια εθνική αναγκαιότητα για την επιβίωση του Ελληνισμού. Η σπουδαιότητα της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας είναι υψίστη, καθότι στον σύγχρονο κόσμο εξακολουθούν να πρωταγωνιστούν τα εθνικά κράτη. Η σπουδαιότητά της είναι τριπλή. Πρώτον, ενεργεί ως συγκολλητική δύναμη μεταξύ έθνους και κράτους, καθώς και ως ενοποιητικός φορέας που συνενώνει τα επιμέρους εθνικά συστατικά: ελλαδικός και κυπριακός ελληνισμός, διασπορά. Γι΄ αυτό, η Εκκλησία θεωρείται και είναι εθνική (όχι εθνικιστική).

Δεύτερον, είναι σαφές ότι Ελλάδα δεν αποτελεί πλέον χώρα διέλευσης αλλά χώρα προορισμού προσφύγων και μεταναστών χωρίς κοινά πολιτισμικά στοιχεία, γι΄ αυτό και δύσκολα ενσωματώνονται. Σε μια χώρα που οι γηγενείς δε γεννούν πια, η ελληνική κοινωνία με αυτές τις ανθρώπινες εισροές αποδομείται και δη με ταχύτατους ρυθμούς, αφού το ίδιο κράτος αποκόπτει μέσω της εκπαίδευσης τους εθνικούς και θρησκευτικούς δεσμούς που προσδίδουν τον ξεχωριστό εθνικό χαρακτήρα. Η εναπομείνασα ανασχετική δύναμη στον εθνικό αποχρωματισμό είναι η Ελληνορθοδοξία.

Η τρίτη ιδιότητα της Εκκλησίας είναι γεωπολιτική. Μετουσιώνει την οικουμενικότητα του Ελληνισμού μέσω της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας και πολιτισμικής απήχησης. Με την Εκκλησία το μικρό ελλαδικό κράτος αποκτά πνευματικό και πολιτισμικό βάρος με οικουμενική απήχηση· χωρίς την Εκκλησία σέρνεται ως ουραγός και ως ανυπόληπτος του διεθνούς συστήματος. Προϋπόθεση τούτου είναι η αναδιάταξη της Ιεραρχίας με εκκλησιαστικούς ηγήτορες και όχι διαχειριστές· είναι το ελάχιστο που μπορεί να προσφέρει στο έθνος, κατά την παρούσα συγκυρία.

*   *   *

Θεωρώ περισσότερο από βέβαιο ότι εάν η ΝΔ δεν εντάξει ρηξικέλευθες ΙΔΕΕΣ στο πρόγραμμά της, που θα αγγίζουν τον πολίτη, ιδέες διαποτισμένες με ΟΡΑΜΑ, και εάν δεν απαλλαγεί από το τεχνοκρατικό περιεχόμενο της πολιτικής και του λόγου της θα εκπνεύσει πριν την έναρξη του εκλογικού μαραθωνίου. Ακόμα και στην περίπτωση εκλογικής αυτοδυναμίας, θα καθηλωθεί ως απλός διαχειριστής των αδιεξόδων, περιστοιχιζόμενη από ιδιοτελείς τεχνοκράτες μιας “exclusive” “Hillaryland”.

Και φυσικά ο καιρός δεν είναι απεριόριστος. Ο Ξενοφών μας προτρέπει: «…κρείττον ουν εν τη ορμή σπεύδειν ή εν τη οδώ», δηλαδή, είναι καλύτερα να βιάζεται κανείς να ξεκινήσει παρά να βιάζεται κατά την πορεία (Στο ίδιο, σ. 82). Και η δραματικότερη συνέπεια μιας ΝΔ-“Hillaryland” θα είναι το ξεθώριασμα του πολιτικού συστήματος και των δημοκρατικών θεσμών όχι μόνο από αξιοπιστία αλλά από νομιμοποίηση. Διά τούτο, η ΝΔ έχει εθνική υποχρέωση έναντι της Ιστορίας του Γένους, της Ιστορίας του Ελληνισμού. Οψόμεθα!

Αθήνα, 8 Νοεμβρίου 2018

 

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.