Wednesday 24 April 2024
Αντίβαρο
Ανδρέας Σταλίδης Ελληνική πολιτική Οικονομία

Ο δημόσιος διάλογος που ΔΕΝ γίνεται για την οικονομική κρίση και για ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο για τη χώρα

Γράφει ο Ανδρέας Σταλίδης

economy-production-structure

Η οικονομική κρίση έχει επαναδιαμορφώσει την πολιτική ατζέντα στην Ελλάδα. Την άλλαξε ριζικά. Έφερε στο κέντρο την οικονομία. Προσωπική μου άποψη είναι ότι το έκανε στρεβλά. Δηλαδή: και οι τρεις άξονες κριτικής πάνω στην κρίση είναι λειψοί ή μάλλον κουτσοί. Στερούνται συγκρότησης. Ποιοι είναι αυτοί;

1ον, η εμμονή στους αριθμούς, για παράδειγμα ότι πρόκειται για κρίση χρέους και αν αυτό περιοριστεί (πχ μας χαριστεί γενναία), το πρόβλημα λύθηκε. Το δεύτερο επίπεδο εμβάθυνσης αυτού του άξονα περιστρέφεται επίσης γύρω από αριθμούς της μακροοικονομίας: έλλειμα, ανεργία κλπ. Ως εκεί.

2ον, η εμμονή στην ιδεολογία, για παράδειγμα ότι η κρίση είναι αποτέλεσμα του καπιταλισμού, του νεοφιλελευθερισμού, του μεγάλου κεφαλαίου. Δεύτερο επίπεδο η ιδεολογική ανάγνωση της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, δηλαδή η Γερμανική ισχυροποίηση, η εξάρτηση, το καθεστώς προτεκτοράτων στο νότο κλπ. Ως εκεί.

3ον, η εμμονή στη μιζέρια, για παράδειγμα το ρουσφέτι, η διαφθορά, οι πολιτικοί της μεταπολίτευσης, τα σκάνδαλα. Αν αυτά εκλείψουν, θα δούμε άσπρη μέρα. Βέβαια, δεν κάνουμε κάτι γι’ αυτό, παρά μόνο μένουμε στη διαπίστωση. Δύο υποκατηγορίες αυτού του άξονα είναι πρώτον το «μαζί τα φάγαμε» και δεύτερον ότι «ο λαός ήταν πάντα στην απ’ έξω». Δεν διαφέρουν και πολύ επί της ουσίας, διότι σε καμία από τις δύο η σκέψη δεν προχωρά περισσότερο. Ως εκεί.

Ενώ λοιπόν η οικονομική κρίση δεν έχει αφήσει Έλληνα που να μην τον ακουμπήσει, η ανάγνωσή της εξαντλείται στην επιφάνεια, με αρκετά μεγάλη δόση ποικίλλων θεωρών συνομωσίας, η έξαρση των οποίων -κατά την προσωπική μου πάντα άποψη- αντικατοπτρίζει απλώς την απουσία τριβής με τη μεθοδολογική σκέψη και την οργανωτικότητα.

Τον ρόλο του καταλύτη σ’ αυτόν τον συλλογικό εθισμό στον ανορθολογισμό, τον παίζουν οι εκφέροντες δημόσιο λόγο: πολιτικοί, δημοσιογράφοι, αλλά και διάφοροι «ειδικοί» δημοσιολογούντες. Απουσιάζει η παραπομπή στα δεδομένα, ακόμα και η απλή αναφορά στα δεδομένα, η οργανωμένη, αναλυτική σκέψη, η σταδιακή εξαγωγή συμπερασμάτων. Η ερμηνεία των γεγονότων, η προώθηση απόψεων και η μετάδοση ειδήσεων γίνεται με στερεοτυπικές εκφράσεις, συνθήματα και συναισθηματισμό.

Και οι τρεις άξονες είναι στείροι.

1. Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι το υψηλό χρέος. Είναι ο μηχανισμός παραγωγής ελλειμάτων, δηλαδή χρέους. Αν με μαγικό τρόπο μηδενίζονταν το δημόσιο χρέος, ποιος αμφισβητεί ότι σε πολύ λίγο χρόνο θα το ξαναχτίζαμε; Το γεγονός ότι έπρεπε να καταφύγουμε σε τόσο δυσβάσταχτη και μακρόχρονη υπερ-φορολόγηση για να ανακάμψουμε από το -15% έλλειμα του 2009 στο +1% πρωτογενές πλεόνασμα του 2013 και του 2014, μας δείχνει πόσο δύσκολα μπορούμε να τα βγάζουμε πέρα μόνοι μας. Ακριβώς επειδή το πρόβλημα δεν είναι το χρέος, αλλά το γεγονός ότι η χώρα δεν παράγει.

2. Από την άλλη, είναι σαφές ότι δεν έφερε το Μνημόνιο την κρίση, αλλά η κρίση το Μνημόνιο και τις ρήτρες του. Η αδυναμία κατανόησης αιτίας-αιτιατού είναι αδιέξοδη. Αν υποθέσουμε ότι κάποιος επιθυμεί να μας κάνει προτεκτοράτο, το να ζητάμε από αυτόν τον ίδιον τη διαγραφή του χρέους μας, ακόμα και αν δεχτεί να το κάνει, δεν εμβαθύνει αυτή τη σχέση εξάρτησης; Αυτό που θα έπρεπε να μας απασχολεί είναι το ανάποδο: τι μπορεί να παράγει η χώρα, το οποίο θα καταναλώνει αυτός ο οποίος επιθυμεί να κυριαρχήσει πάνω μας. Τότε μόνο θα αποκτούσαμε μεγαλύτερο μερίδιο ανεξαρτησίας.

3. Τέλος, ενώ είναι ασφαλώς σωστές οι παθογένειες του ελληνικού οικονομικού συστήματος οι οποίες επισημαίνονται, αυτό που επικρατεί στον τρίτο άξονα είναι μία μοιρολατρία σε συνδυασμό με την έλλειψη διάθεσης να γίνει το επόμενο βήμα, δηλαδή συγκροτημένες προτάσεις εξόδου από την κρίση.

Σε όλες τις περιπτώσεις, αυτό που απαιτείται είναι να γίνει το επόμενο βήμα. Πώς θέλουμε τη χώρα σε δέκα χρόνια. Τι θέλουμε να παράγει, πού να καινοτομεί, ποιον ρόλο να παίξει στον ολοένα εξελισσόμενο παγκόσμιο οικονομικό χάρτη. Ευκαιρίες υπάρχουν. Ο χρόνος κυλάει γρήγορα.

Ιδέες μπορούμε να πάρουμε από τα οικονομικά θαύματα των τελευταίων 50 ετών. Ποιος τρόπος σκέψης τα παρήγαγε; ποιες κινήσεις πολιτικών έγιναν; πώς διαμορφώθηκαν οι εσωτερικές συνθήκες εργασίας, επιχειρηματικότητας και τι ρόλο έπαιξε το κράτος; Θέλετε παραδείγματα τέτοιων θαυμάτων; ορίστε μερικά: Σουηδία, Γερμανία, Ιαπωνία, Ιταλία, ακόμη και η Ελλάδα μεταπολεμικά, Βραζιλία, Χιλή, Σιγκαπούρη, Νότια Κορέα, Ρωσία, Κίνα, Τουρκία, Ινδία, Νότια Αφρική.

Ιδέες μπορούμε να πάρουμε από σημερινές αναλύσεις στο πώς αλλάζει ο κόσμος γύρω μας. Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της γεωγραφίας ή των κοινωνικών καταβολών ολοένα και μειώνονται. Ούτε ο κάτοικος μίας ελληνικής πόλης, ούτε ο κάτοικος του Σετσουάν της Κίνας, ούτε ο κάτοικος του Τσενάι της Ινδίας υστερεί σημαντικά σε σχέση με τον κάτοικο της Βοστώνης. Υστερεί, αλλά όχι σημαντικά. Η γνώση σήμερα είναι εύκολα προσβάσιμη, ακόμα και δωρεάν. Η εκπαίδευση στο καλό πανεπιστήμιο δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των πολύ πλουσίων, ακριβώς διότι το υλικό διδασκαλίας έστω και εν μέρει, είναι ευκολότερα προσβάσιμο. Ο χώρος λοιπόν του λογισμικού, για παράδειγμα, ο οποίος προσφέρεται για παραγωγή προϊόντων μεγάλης «υπεραξίας» (ίδιο κόστος για χίλιες ή εκατομμύρια πωλήσεις), είναι ένας τομέας που με γόνιμες συνθήκες νέας επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα, θα μπορούσε να ανθίσει.

Αυτά είναι μόνο μερικά παραδείγματα για να αντλήσουμε ιδέες. Η ουσία είναι να ξεκινήσει κάποτε ένας ουσιαστικός δημόσιος διάλογος και να πάψει ο στρουθοκαμηλισμός.

1 comment

Γεώργιος Ἰακ. Γεωργάνας 16 February 2015 at 16:23

Ὀ διάλογος δὲν γίνεται διότι ξέρουμε ἐξ ἀρχῆς τὰ συμπεράσματα. Τὸ 1952 ὁ Κυριάκος Βαρβαρέσσος δημοσίευσε τὴν ἔκθεση γιὰ τὸ οἰκονομικὸ πρόβλημα τῆς Ἑλλάδος πού τοῦ εἶχε ἀναθέσει νὰ συντάξει ὁ τότε πρωθυπουργὸς Νικόλαος Πλαστήρας. Ὁ Πλαστήρας πιεζόταν διότι ἡ Ἀμερικανικὴ βοήθεια, ἀπὸ τὴν ὁποία ψωμιζόταν ἡ χώρα ἀπὸ τὸ 1947, ὡς ἔπαλξη κατὰ τοῦ κομμουνισμοῦ, στέρευε. Οἱ ΗΠΑ χρειάζονταν τὰ χρήματα γιὰ τὸν πόλεμο στὴν Κορέα (1950-1953). Ὁ Βαρβαρέσσος ἔγραψε τὴν ἀλήθεα χωρὶς περιστροφές : «Ἡ Ἑλλὰς εἶναι καὶ θὰ μείνει πτωχὴ χώρα». Διότι οἱ παγκόσμιες ἀγορὲς ἧταν κλειστὲς γιὰ τὰ περισσότερα ἀγροτικὰ προϊόντα της, ἀκόμη καὶ ἂν ὑποθέταμε ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ τὰ παραγάγει μὲ ἐκσυγχρονισμὸ τῆς γεωργίας της. Τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὰ βιομηχανικά, ἀφοῦ ἡ ἐσωτερική της ἀγορὰ ἦταν μικρή γιὰ νὰ προσελκύσει σοβαρὲς ἐπενδύσεις. Ἐν τούτοις, τὰ ἑπόμενα 20 χρόνια πῆγαν ἀνέλπιστα καλά. Πρῶτον, διότι ὁ Πλαστήρας καὶ ὁ Καρτάλης περιέκοψαν δραστικὰ τὶς δημόσιες δαπάνες. Δεύτερον, σὲ συνδυασμὸ με`τὸ πρῶτο, διότι ἡ δραστικὴ ὑποτίμηση, ἡ λεγομένη «τοῦ Μαρκεζίνη», τοῦ 1953 διόρθωσε τὴν ἐξωτερικὴ ἀνταγωνιστικότητα τῆς χώρας καὶ τῆς ἐπέτρεψε, γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ χρόνια νὰ ἔχει ἐθνικὸ νόμισμα (ὄχι γιὰ μεγάλες συναλλαγές, πάντως, πού γίνονταν σὲ χρυσὲς λίρες γιὰ πολλὰ χρόνια ἀκόμη), καί, τρίτον, διότι οἱ Ἕλληνες βρῆκαν τρόπο νὰ μποῦν ἀπὸ τὸ παράθυρο στὴν διεθνῆ ἀγορὰ ἐργασίας, εἴτε μὲ τὴν ναυτιλία, εἴτε μὲ τὴν μετανάστευση, ἀργότερα καὶ μὲ τὸν τουρισμό. Εἶναι τεράστιο λάθος νὰ μιλᾶμε γιὰ ἐπιτυχία τῆς οἰκονομικῆς πολιτικῆς στὴν «Ἑλλάδα μεταπολεμικά». Οἱ Ἕλληνες βελτίωσαν θεαματικῶς τὴν οἰκονομική τους κατάσταση τὴν περίοδο 1955-1972 σὲ πεῖσμα τῆς οἰκονομικῆς πολιτικῆς τύπου Βορείου Κορέας πού εἶχαν θεσμοθετήσει οἱ κυβερνήσεις τῆς δεξιᾶς. Οἱ κυβερνήσεις αὐτές προέκριναν τὴν οἰκονομικὴ πολιτικὴ τύπου Βορείου Κορέας γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἐλέγχουν τοὺς πολίτες καὶ νὰ εύνοοῦν συγκεκριμένες ὁμάδες τοῦ πληθυσμοῦ, οἱ ὁποῖες τὶς στήριζαν πολιτικῶς. Μόνον οὶ διαπλεκόμενοι μποροῦσαν νὰ πάρουν συνάλλαγμα καὶ δάνεια (μὲ ἀρνητικὰ πραγματικὰ ἐπιτόκια), ἐνῶ οἱ καταθέτες ἔχαναν καὶ ἀπὸ τὸ κεφάλαιο πού ἀποταμίευαν. Ἔτσι, ἐπιχειρηματικὴ τάξη καὶ ἐπιχειρηματίες, πλὴν τῶν κρατοδιαίτων, δὲν ἀποκτήσαμε. Μόνον μικρομεσαίους, χωρὶς εὐρυτέρα άποδοχὴ ἢ προοπτικὲς στὴν παγκόσμια ἀγορά, καὶ κρατοδιαίτους. Φυσικά, ἡ πολιτικὴ αὐτή, κατὰ τὸ μέρος της πού ἀπηγόρευε τὴν δημιουργία πλουσίων, ἐτύγχανε τῆς ἐγκρίσεως τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τοῦ πληθυσμοῦ, τῆς ὁποίας τὸν φθόνο, τὴν ἀνασφάλεια καὶ τὴν δυσπιστία ἐκολάκευε καὶ κολακεύει. Πάντως, τὸ τίμημα ἦταν βαρύ : 1,2 ἑκατομμύρια, κυρίως νέοι καὶ ἀνειδίκευτοι, Ἕλληνες ξενιτεύθηκαν μεταξὺ 1955 καὶ 1972. Καὶ αὐτὸ τὸ κόστος ἐξηγεῖ γιατὶ ἡ πολυδιαφημισμένη «χρυσῆ ὀκταετία» (1955-1963) εἶχε τέτοια τραγικὴ τύχη στὶς κάλπες. Δὲν ἦταν ἡ συνηθισμένη ἀγνωμοσύνη τῶν ψηφοφόρων, ἀλλὰ ἡ ἀναγνώριση ὅτι κάτι δὲν γινόταν σωστά. Ἀπὸ τότε ἡ οἰκονομική μας πολιτικὴ συνίσταται στὸ νὰ κλείνουμε τὰ μάτια στὸ πραγματικό μας πρόβλημα, αὐτὸ τῆς παραγωγῆς, καὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ ἀποφύγουμε τὸ πικρὸν ποτήριον ποὺ ἤπιε μέχρι τρυγὸς καὶ ἡ ἴδια ἡ Κομμουνιστικὴ Κἰνα : Δηλαδὴ νὰ ἀναθέσουμε τὴν διαχείριση τοῦ ὅποιου περισσεύματός μας στοὺς λίγους ἀπλήστους, ἀδιστάκτους, ἀναλγήτους ἤ, ἁπλῶς, τυχεροὺς πού μποροῦν νὰ τὸ αὐγατίσουν γρήγορα καί, στὴν πορεία, νὰ δώσουν καὶ σ’ ἐμᾶς ἕνα κόκκαλο. Ἐμεῖς ἐξακολουθοῦμε νὰ ἐμπιστευόμαστε τὸ περίσσευμά μας στοὺς ἐκλεγμένους ἐκπροσώπους μας, καὶ στοὺς ἀξιοκρατικῶς διορισμένους συνεργάτες τους, καὶ εἰς ἡμᾶς αὐτοὺς με τὸν φερετζὲ τοῦ αὐταπασχολουμένου μικροεπιχειρηματίου. Ἀλλοίμονο, μέχρι καὶ σήμερα δὲν ἐννοοῦμε νὰ μελετήσουμε καὶ νὰ μάθουμε ἀπὸ τὰ λάθη μας. Χτυπᾶμε στὰ τυφλὰ ὅποιον τυγχάνει νὰ ἔχουμε ἐκλέξει κυβερνήτη, ἀντὶ νὰ μάθουμε πῶς θὰ ἐκλέξουμε καλύτερον. Ἰδού, λοιπόν, γιατὶ δέν γίνεται συζήτησις γιὰ τὸ πραγματικὸ οἰκονομικὸ πρόβλημα τῆς Ἑλλάδος : διότι δὲν ἀντέχουμε νὰ μάθουμε τὴν ἀλήθεια γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἰδίους.

Reply

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.