Sunday 21 April 2024
Αντίβαρο
Πολίτες - πολιτεία

Μετανθρωπισμός ή Δημοκρατία. Η κρίσιμη φαντασιακή αναδόμηση στο θεμελιώδες πρόβλημα της Ιστορίας.

του Οδυσσέα Ελληνιάδη

Για τον μοντέρνο άνθρωπο ο πολιτισμός – ειδικά ο δυτικός – ορίζει ακράδαντα το απόγειο της Ιστορίας, ταυτίζεται απόλυτα με τον δρόμο διαφυγής του ανθρώπου από την πρωτόγονη, άξεστη, κατάσταση του προς ένα μέλλον υλικής ασφάλειας. Εντούτοις, η ανθρωπολογία, δηλαδή, η μελέτη του ανθρώπινου είναι εντός του Σύμπαντος Κόσμου ως ένα ex-nihilo είδος/ον του που δημιουργεί μια εκ του τίποτε δική του Ιστορία στον πλανήτη και στον Κόσμο, είναι σαφής για τον πολιτισμό. Ο πολιτισμός, αποτελεί η στιγμή της Ιστορίας στην οποία αναδύεται από την ανώνυμη συλλογικότητα των ανθρώπων μια ξεχωριστή αφρόκρεμα εκλεκτών εγκαθιστώντας συγκεντρωτική εξουσία και ενσπείροντας βία στον μέχρι τότε γαλήνιο ανθρώπινο τρόπο ζωής.

Για την ανθρωπολογία λοιπόν, μια συντελεσθείσα αλλαγή του κοινωνικού καταμερισμού πριν 9000 περίπου χρόνια οδηγεί στην εμφάνιση της κοινωνικής ανισότητας και κοινωνικών διαχωρισμών, και σταδιακά, μέσα από συγκρούσεις στην εδραίωση της συγκεντρωτικής εξουσίας και του κράτους. Είναι λοιπόν, το συμβεβηκός της διαφοροποίησης της κοινωνικής θέσης μιας ανθρώπινης ομάδας στην Ιστορία, που πλημμυρίζοντας το φαντασιακό της χρησιμοποιεί αυτή τη διαφοροποίηση για τη διαχείριση και τον έλεγχο των κοινωνικών σχέσεων. Ένα αναδυόμενο φαντασιακό που πιστά αφοσιωμένο στη διαίρεση του όμοιου ανθρώπινου όντος καθοδηγεί «αναγκαία» στη βαθμιαία εμφάνιση της ελίτ που συγκροτεί κράτος και εξουσία (Σ. Δημητρίου, «Κοινωνική εξέλιξη και σχέσεις δύναμης», σ. 70-73). Κράτος και εξουσία τα οποία αναπαράγουν συνεχώς στις θεσμίσεις τους και στην πολιτισμένη ανθρώπινη συνείδηση αυτήν την καινοφανή κοινωνικοϊστορική πραγματικότητα διαχείρισης και ελέγχου των κοινωνικών σχέσεων, τον διαρκή αποκλεισμό των ανθρώπων από τις αποφάσεις, επικυρώνοντας κράτος και εξουσία ως μοναδική, αναπόφευκτη και νομιμοποιημένη αλήθεια. Είναι, επομένως, αυτή η ιστορική πιθανότητα, δηλαδή ένα φαντασιακό διακρίσεων που θεσμίζει πολιτισμό, και είναι μία άλλη ιστορική πιθανότητα, ένα άλλο φαντασιακό συμμετοχής που ξεπροβάλλει στην κλασσική Ελλάδα και μιλά για δημοκρατία, εντός του πολιτισμού, υπενθυμίζοντας ξανά αυτό που είναι ο άνθρωπος, «Είμαι επειδή Είμαστε», «Είμαι για την πόλη».

Κοντολογίς, το κοινωνικοϊστορικό φαινόμενο που  ονομάζεται πολιτισμός αποτελεί μια πιθανότητα της Ιστορίας και όχι μια γενική, μοναδική και αναπόφευκτη κατάσταση του ανθρώπινου είδους. Η κοινωνική ασυμμετρία και η εξουσία αποτελεί μία πιθανότητα της Ιστορίας, καθώς δεν ακολουθούν όλες οι κοινωνίες αυτόν τον δρόμο. Η πεμπτουσία αυτής της ανθρώπινης κατάστασης έγκειται ότι στηρίζεται αποκλειστικά στην απάτη του ανόμοιου, διαφορετικού, ανθρώπου κατακλύζοντας αυτή η απάτη κάθε απειροστή πτυχή του είναι του και του τρόπου ζωής του. Και αυτή η πολιτισμική θεμελιώδης απάτη έχει επισημανθεί ιστορικά από σπουδαίους στοχαστές και φιλοσόφους, όπως, ο Λάο Τσε στο «Δρόμος και Αρετή», οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι (π.χ. Ηράκλειτος, «Γι᾽ αυτό είναι αναγκαίο να ακολουθούμε το κοινό· αλλά, παρόλο που ο Λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να είχαν δική τους αντίληψη», Περί Φύσεως), ο Κορνήλιος Καστοριάδης στον  ετερόνομο και αυτόνομο άνθρωπο, ενώ ο Paulo Freire επίσης την ονομάζει  κατάσταση απανθρωποίησης, για να αναφέρω μόνο μερικούς εξέχοντες. Τέτοια προσπάθεια υπέρβασης της σε κοινωνικό επίπεδο επιχειρείται να ξεπερασθεί ιστορικά με τον Χριστιανισμό (ο αμαρτωλός – απανθρωποιημένος άνθρωπος και η χριστιανική εκκλησία), και στην κομμουνιστική κοινωνία από τους Μαρξ και Ένγκελς με όλες τις ιστορικές «αστοχίες» τους.

Μια ανθρώπινη ομάδα, λοιπόν, για κοινωνικούς λόγους και όχι οικονομικούς, αποξενώνεται από την Ιστορία, δηλαδή τη Θέαση του Σύμπαντος Κόσμου και του Ανθρώπου ως Ένα αδιαίρετο, κατασκευάζοντας το δικό της ξεχωριστό λόγο (ύπαρξης) στον κόσμο, το δικό της raison d΄ être, γράφοντας τους νόμους της. Ο γραπτός Νόμος της αποτελεί τον ορατό λόγο της βούλησης της αποξενωμένης εξουσίας, συγκροτώντας τα πρώτα κράτη της στην ευρύτερη περιοχή της Μεσοποταμίας, διασκορπίζοντας τη βία της στη συλλογική συνείδηση και καθημερινότητα παρά την αντίδραση της κοινωνίας. Η εμφάνιση του γραπτού νόμου στον ελληνικό χώρο αποτυπώνεται στη συλλογική συνείδηση ως «δρακόντειος», δηλαδή αυστηρός και αμείλικτος, ενώ παρόμοια αντανακλάται στην ιουδαϊκή ιστορία η αντίδραση της κοινωνίας στη εφαρμογή του: οι πρώτες γραπτές πλάκες των εντολών του Μωυσή καταστρέφονται, οπότε χρειάζεται δεύτερη προσπάθεια για να καταστεί δυνατή η εγκατάσταση τους. Οι αποξενωμένες αυτές ομάδες, η ολιγαρχία, ως κοινό χαρακτηριστικό όλων των κοινωικοϊστορικών εκφάνσεων της, στα 5000 χρόνια εμφάνισης της (από τα 200000 χρόνια τουλάχιστον του Homo Sapiens Sapiens) υποδουλώνει την Ιστορία, τον Άνθρωπο, στη δική της θέληση· από ελεύθερο ον η μοίρα του ανθρώπου υποκύπτει στο «Εγώ είμαι ο Νόμος» του άτομου – φύλαρχου, του άτομου – βασιλιά, στα άτομα – αριστοκρατία, στο άτομο – πρωθυπουργό, στον ιδιώτη (ο ανόητος, που ζει ιδιοτελώς σε αντίθεση της κοινωνίας) ο οποίος βρίσκεται παραπάνω στην κοινωνική κλίμακα. Η ελίτ θεσμίζει μια πυραμοειδή ιεραρχική μέθοδο κοινωνίας. Ο Κόσμος και η ποικιλία της ανώνυμης συλλογικότητας του ανθρώπινου είδους διαχωρίζεται, σε Εγώ και ο Άλλος, σε επηρμένη επωνυμία και αντικείμενος Κόσμος.

Περιγράφοντας λοιπόν, τη μεγάλη εικόνα της Ιστορίας, το καθοριστικό πρόβλημα της είναι η ανάδυση της ελίτ και της εξουσίας της επί των ανθρώπων, και συνακόλουθα της αποξένωσης του ανθρώπου από το Είναι του, της απανθρωποποίησης του λόγω της ανισότητας στις αποφάσεις για τη ζωή του και την κοινότητα του. Το κρίσιμο ζήτημα – η πτώση του ανθρώπου από τον παράδεισο, της communitas του με τον Σύμπαντα Κόσμο κατά την ανθρωπολογία – εντοπίζεται νωρίς από τον ανθρώπινο λόγο. Ο πολιτισμός αποτελεί ήδη κοσμοϊστορικό γεγονός, το κεντρικό ζήτημα συζήτησης για γενιές ανθρώπων καθώς το εγώ εισβάλλει βίαια στην ανθρώπινη υπόσταση τους και στις κοινωνικές τους σχέσεις, και ο κοινός Ανθρώπινος Λόγος δεν μπορεί να το αγνοήσει. Αντίθετα, η εμπειρία του προειδοποιεί εξιστορώντας πλήθος συμβολικών ιστοριών. Αρχικά, στη μυθολογική διατύπωση της πραγματικότητας. Για παράδειγμα, τα έπη του Γιλγαμές στη Μεσοποταμία και της Οδύσσειας, όπου παρόμοια οι δύο πρωταγωνιστές άρχοντες – φύλαρχοι (Γιλγαμές και Οδυσσέας) διαγράφουν ένα ταξίδι έπαρσης για να επιστρέψουν στις ρίζες τους. Ιδιαίτερα, στην οικεία μας Οδύσσεια, η διήγηση υπενθυμίζει ότι η απομάκρυνση από την εστία μας, την πατρογονική, αρχέγονη, καταγωγή μας, προξενούν πόνο (άλγος), βαθύ καημό για επιστροφή (νόστος) εξαιτίας της παντοτινής μνήμης τους, καθότι χωρίς αυτό το ανθρώπινο ρίζωμα, το γλέντι με τις όμορφες θεές και τις χάρες τους, είναι ανούσιο. Ο καθαυτός δρόμος του Οδυσσέα – το ταξίδι επιστροφής στην εστία του – δεν εξιστορεί παρά, τη μακροχρόνια πορεία συντριβής του Εγώ ενός επηρμένου φύλαρχου, νικητή της Τροίας, σε άσημο ζητιάνο προκειμένου να ανακτήσει τις ρίζες του, την παλαιά σχέση του με την κοινωνία.

Παρόμοια, ο μύθος του Κύκλωπα, ως ιδιαίτερος μύθος της Οδύσσειας, αφηγείται το μέσο ανάδειξης αυτού του φαντασιακού. Εξιστορεί, την πορεία έπαρσης του ανθρώπου που, από «Κανένας», ανώνυμος δηλαδή, μεταβάλλεται σε επώνυμο, «Εγώ ο Οδυσσέας, καθώς αυτό το Εγώ, και η αυθεντία του, έχει προηγούμενα καταβάλλει, ή τουλάχιστον προσπαθεί να τιθασεύσει, μέσω της τεχνολογίας (το επεξεργασμένο ξύλο) τον Κύκλωπα – φύση (και παρόμοια είναι η προσέγγιση του Ευριπίδη στο «Κύκλωψ»). Ακόμη, πάλι ως ιδιαίτερος μύθος της, οι Σειρήνες, δηλαδή, ο πολιτισμός που καταστρέφει αδηφάγα θέλγοντας με το γλυκό τραγούδι (ο πλάνος λόγος του) τον άνθρωπο προς αυτόν και μόνο όταν θα προσπεραστούν (Σειρήνες/πολιτισμός), είτε κωφεύοντας (σύντροφοι – λαός), είτε συνειδητά (Οδυσσέας – εξουσία), θα ζήσει, και ο ίδιος ο πολιτισμός/Σειρήνες θα χάσει κάθε έννοια και νόημα ζωής (οι Σειρήνες πεθαίνουν).

Επιπλέον, η Λερναία Ύδρα (πολιτισμός) με τα εννέα κεφάλια της που μόνο το πυρ (πηγή γέννησης και θανάτου) μπορεί να την/τον αποτελειώσει. Στη Εβραϊκή μυθολογία, επίσης, ο κατακλυσμός του Νώε (Σόδομα και Γόμορρα βυθισμένα στην έκλυτη απόλαυση των ανέσεων του πολιτισμού, τον οποίο ο Νώε αποστρέφεται, καθώς ο πολιτισμός, εφόσον εστιάζει στην ύλη, συνιστά αποκοπή [αμαρτία στον Χριστιανισμό] από τον Θεό/Κόσμο), ο Πύργος της Βαβέλ (η ανθρώπινη έπαρση που απομακρύνει από τον κοινό λόγο και οδηγεί ο καθένας να μιλά τη δική του, ιδιωτική, γλώσσα). Αργότερα, όταν ο πολιτισμός είναι πια πραγματικότητα, όπως ήδη αναφέρθηκε, στη φιλοσοφική της διατύπωση, ο Λάο Τσε (Δάσκαλος) της Κίνας του 6αι., και στο Ελληνικό φιλοσοφικό λόγο από την κλασσική αρχαιότητα και έκτοτε, θεσμίζοντας Δημοκρατία (έστω και μη ολοκληρωμένη) την ορατή – «υλική» ισότιμη συμμετοχή στις αποφάσεις της πόλης και τον Χριστιανικό Λόγο, την ηθική – πνευματικά ισότιμη συμμετοχή όμοιων ανθρώπων, χριστιανών, στον ενιαίο αισθητό [κτιστό] και μη αισθητό [άκτιστο] Κόσμο. Ακόμη πιο πρόσφατα, στοχαστές όπως ο Μαρξ, ο Paulo Freire και ο Κορνήλιος Καστοριάδης για να αναφέρω μόνο ελάχιστους.

Mε άλλα λόγια λοιπόν, το θεμελιώδες πρόβλημα της ιστορίας συνιστά η ανάδειξη της αυθεντίας (συμβολικής, κοινωνικής και υλικής) που ακριβώς για να πάρει υλική/κοινωνική υπόσταση, δηλαδή να θεσμιστεί κοινωνικοϊστορικά, χρειάζεται αναγκαστικά την επωνυμία, και το συνακόλουθο ορατό πια «δικαίωμα» της αυθεντίας στην επώνυμη επικύρωση της, στην ορατή – επώνυμη – πιστοποίηση/εγκυρότητα της αυθεντίας όποια μορφή και αν παίρνει αυτή η πιστοποίηση/εγκυρότητα. Για να το πούμε ακόμη μια φορά, ο μύθος του Κύκλωπα στο συμβολικό μυθολογικό λόγο, δηλαδή στο λόγο κατά μία κοινωνικοϊστορική διατύπωση, αποκαλύπτει αυτό επακριβώς. Ο μετασχηματισμός της φύσης (το φυσικό ξύλο μετατρέπεται σε εργαλείο ενάντια στον Κύκλωπα – φύση) από τη αυθεντία του Οδυσσέα που κατέχει συμβολική (ειδική) γνώση (τεχνολογία: εργαλείο που κατασκευάζεται από άλλο εργαλείο) βοηθά τον ίδιο να εδραιώσει την αυθεντία του, μετατρέποντας τον από ανώνυμο «Κανένα» της ανθρώπινης ανώνυμης συλλογικότητας (κοινωνίας) σε επώνυμο «Οδυσσέα». Η αυθεντία χρειάζεται μια ορισμένη στιγμή την επωνυμία, ένα όνομα, για να ξεχωρίσει από την ανώνυμη συλλογικότητα της Ιστορίας, αλλάζοντας τον άνθρωπο, την εικόνα του, την οντολογική του πιθανότητα, κατασκευάζοντας έκτοτε επηρμένες επωνυμίες με διαφορετικά δικαιώματα εντός μιας ασύμμετρης (άνισης) κοινωνίας, κατασκευάζοντας δηλαδή πολιτισμό.

Αν δεις την Ιστορία λοιπόν ενιαία, ως τη στιγμή γέννησης και ύπαρξης ενός όντος/είδους εντός του Χάους, την Ιστορία ως τον κοινό Λόγο (ύπαρξης) του όντος/είδους αυτού εντός του Σύμπαντος Κόσμου, ως τον κοινό Λόγο (ύπαρξης) ενός αξεχώριστου εν-δεχόμενου δημιουργήματος του Παιχνιδιού του Κόσμου (κατά τον Κώστα Αξελό), όπου δηλαδή, Ανθρωπότητα και Λόγος της είναι αξεχώριστα από το αδιάσπαστο Ένα του Σύμπαντος Κόσμου, και που ταυτόχρονα, το ρίζωμα της Ύπαρξης/εμφάνισης του όντος/είδους, η αφετηρία της Ιστορίας του, έγκειται και αποτελεί μια χωροχρονική δίνη που στροβιλιζόμενη αναδύει αναρίθμητες στιγμιαίες ανθρώπινες εμφανίσεις/μορφές/εικόνες/πιθανότητες ενός αδιαίρετου Όντος/Κόσμου, τότε ο πολιτισμός ενός υπερφίαλου είδους/όντος που ακράδαντα θαυμάζεις ως το απόγειο της Ιστορίας και του Σύμπαντος Κόσμου καταρρέει σε ένα κόσμο ασήμαντο και μια ιστορία ευτελή και μικρόψυχη, ενώ η προσωπική σου ιστορία αναρρίχησης και πλουτισμού δείχνει άνευ νοήματος. Αν δεις, με άλλα λόγια, την Ιστορία ως ένα συνεκτικό συνανήκειν ενός όντος/είδους που ονομάζεται Άνθρωπος (όψη ανδρός, εικόνα όντος) με κοινό λόγο (ύπαρξης) στο Χάος, και που, επομένως, ενδέχεται ποικιλία προσωρινών όψεων/εικόνων/πιθανοτήτων όμοιας οντολογικής ουσίας, τότε δεν χρειάζεται να είσαι Μαρξ για να καταλάβεις ποιο είναι το θεμελιώδες πρόβλημα της κοινωνίας, ποιο είναι το πρωταρχικό πρόβλημα των κοινωνικών σχέσεων σήμερα. Και αν δεις τη ζωή σου ως στιγμιαία αναλαμπή, στιγμιαία πιθανότητα όντος/ανθρώπου, εντός μιας πάλι στιγμιαίας αναλαμπής, στιγμιαίας πιθανότητας ενός όντος/είδους, αποκαλούμενης Ιστορία/Ανθρωπότητα, εντός ενός Παιχνιδιού του Σύμπαντος Κόσμου και του Άπειρου Χάους του, αέναης γέννησης και θανάτου πιθανοτήτων ύπαρξης, δεν χρειάζεται να είσαι Einstein για να καταλάβεις ποιο είναι το ζωτικό πρόβλημα της κοινωνίας και του Ανθρώπου σήμερα.

Και αντίθετα, αν δεις την Ιστορία, όπως κάνει διαρκώς η Δύση, ως ξεκομμένη ιστορία συνονθυλεύματος δικτυωμένων ατόμων, όπως παρατηρεί η Jillian Rose (στο «Hegel contra sociology», 1981), ως ένα κόσμο αλλεπάλληλων, διαδοχικών, καταστάσεων ανόμοιας ποιότητας μεταξύ τους που εξιστορούν μια τεθλασμένη ανοδική γραμμή, αποκαλούμενη πρόοδο (με συνοδευόμενες κρίσεις, στασιμότητας, ή/και οπισθοχώρησης της προόδου), επομένως, ένα θρυμματισμένο κόσμο διαφορετικών ατόμων και εποχών, χαλαρά συνδεδεμένων, ή/και ασύνδετων μεταξύ τους, που συγκροτούν ιεραρχικά διαφορετικές κοινωνίες/κουλτούρες/ιστορίες/ανθρώπους, οι οποίες σήμερα πρέπει να ομογενοποιηθούν βίαια και αυθαίρετα, να μπουν όλες εντός αυτής της ακριβώς καθορισμένης πολιτισμικής προόδου, ήτοι, σε ένα παγκοσμιοποιημένο τεχνολογικό αφήγημα αποεθνικοποιημένης «νέας ιστορίας» αποκλειστικά δεσμευμένο στις επιδιώξεις της ολιγαρχίας, τότε η Ιστορία εγκλωβίζεται σε μια δραματικά άνοστη αναζήτηση, ακριβώς διότι, αυτή η κατακερματισμένη ιστορία προσανατολίζεται αποκλειστικά στην αναζήτηση της στο νόημα ισχύος μιας αλαζονικής, ανώτερης, ολιγαρχίας και ενός πολιτισμένου, ανώτερου, ανθρώπινου γένους εντός του Σύμπαντος Κόσμου, επειδή λείπει από αυτήν, ένα οικουμενικό, αναντίρρητα ηθικό, νόημα ύπαρξης της ανθρωπότητας ως αδιαίρετο, φθαρτό, δημιούργημα του Κόσμου. Είναι αυτή η κυρίαρχη κοινωνικοϊστορική σημασία της επινοημένης «διαφορετικότητας» – ενός θρυμματισμένου σύμπαντος που αναπαράγει διαρκώς νέο συνονθύλευμα «διαφορετικών» ατόμων – και ανοχής του διαφορετικού, που διαστρεβλώνοντας στη συνείδηση την ανθρώπινη ποικιλία του όμοιου είδους, νομιμοποιεί αυτήν την ιστορική διαστροφή της πολιτισμικής σχέσης ισχύος μεταξύ «διαφορετικής» ποιότητας ατόμων – εγγενώς και a priori ανόμοιων και όχι κοινωνικοϊστορικά άνισων – σε πλήρη αντίθεση τουλάχιστον, του ελληνικού χριστιανικού λόγου που διακρίνει μόνο χριστιανούς και μη χριστιανούς (βάρβαροι ονομαζόμενοι παλαιότερα) μόνο ως προς τη γνώση της Αλήθειας του Θεανθρώπου, που εντούτοις, χριστιανοί και μη, συγκροτούν Ένα Κόσμο, εκκλησία Χριστού – μία, καθολική και αδιαίρετη – καθώς ο Λόγος, Θεού και Ανθρώπου, είναι κοινός, αξεχώριστος, θεανθρώπινος.

Ακριβώς επειδή το φαντασιακό της δυτικής ελίτ, ο δρόμος διαφυγής της, άρα και ο λόγος της, είναι το κατακερματισμένο, συρρικνωμένο, άτομο, στηριζόμενο στον φιλοσοφικό νομιναλισμό της, δηλαδή την έλλειψη καθολικών εννοιών (π.χ. Άνθρωπος/Ανθρωπότητα), αναγκαστικά απαιτείται η συνεχής επέκταση του ατόμου προκειμένου να ολοκληρωθεί, να «γεμίσει» τον απέραντο αντι-κείμενο χώρο. Συνακόλουθα, η ελευθερία του ατόμου συνίσταται, και περιορίζεται φαντασιακά, στην απόκτηση του χώρου αυτού ασκώντας ασύμμετρη ισχύ υπό επινοημένους πολιτισμικούς περιορισμούς (π.χ. αειφορία, διεθνές δίκαιο, ανθρώπινα δικαιώματα) δεσμευμένους πάλι στη βούληση της εκάστοτε ηγεμονεύουσας εξουσίας, όπως εξηγεί ο Παναγιώτης Κονδύλης, άρα στην ιστορία της ελίτ. Κατά τον τρόπο αυτό, η Ιστορία και το πρόβλημα της χάνεται καθώς διασκορπίζεται σε απλή εκμάθηση χρονικά περιορισμένων συμβάντων και αντίστοιχων αιτιών τους, ασύνδετων μεταξύ τους, παρά την ευγενή προσπάθεια του Μαρξ να αλλάξει τον κόσμο. Προσπάθεια ωστόσο μάταιη, λόγω του εγκιβωτισμού της στις λανθασμένες σημασίες της Δύσης περί της πρωταρχικότητας της οικονομίας (της ύλης) ως βασικό κίνητρο της Ιστορίας. Παρόμοια, συμβατά με αυτήν την θέαση ιστορίας κάνει και το σχολείο, ακολουθώντας το κοινωνικοϊστορικό, πολιτισμικό, παράδειγμα της Δύσης. Έτσι βέβαια, καθώς το σχολείο, ως θεσμός της μαζικής (βιομηχανικά οργανωμένης) διαβατήριας τελετής στις σημασίες της δύσης και του πολιτισμού της διαμορφώνει κυρίως συνειδήσεις ανταγωνιστικών ιδιωτών, διδάσκοντας αυτή την ιστορία, μόνο Ιστορία δεν διδάσκει, οπότε οι μαθητές δεν καταλαβαίνουν, δικαιολογημένα αναρωτώμενοι, «γιατί μαθαίνουμε ιστορία;».

Συνεπώς, η ιστορία συρρικνώνεται και δεσμεύεται στην εκμάθηση μιας κενής αναζήτησης, αφού λείπει ο συνδετικός ιστός της ποικιλίας του όμοιου όντος, οπότε αυτή η ιστορία δεν μπορεί να απαντήσει σε ένα θεμελιώδες αναδυόμενο ερώτημα κάθε ευφυούς παιδιού που ανήκει στον «ευφυή άνθρωπο» Homo Sapiens: «Ποιος είναι ο προορισμός μου σε αυτόν τον κόσμο; Γιατί υπάρχω;» Οι κεντρικές, άδηλες και μη, απαντήσεις αυτής της ιστορίας, πίσω από το εξωραϊσμένο και εύηχο άλλοθι περί «μόρφωσης» στο σχολείο, είναι τελικά. «Γεννήθηκα σε αυτόν τον κόσμο για να είμαι συνθλιμμένο άτομο, υποχείριο ατόμων που έχουν δύναμη». «Να αποκτήσω δύναμη για να την επιβάλλω σε άλλον, διότι το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό». «Η Ιστορία του είδους μου είναι ιστορία κακού στον άλλον, μια ιστορία κατάκτησης και επίδειξης δύναμης». «Είμαι Έλληνας, είχα κάποιες λαμπρότατες ιδέες κάποτε που μου λένε ότι επηρέασαν τη Δύση, αλλά τώρα επειδή είναι ξεπερασμένες λόγω της προόδου, είμαι φτωχός πνευματικά και υλικά, αναγκασμένος σήμερα να ακολουθώ τους σημερινούς δυνατούς». «Ο ανθρώπινος πολιτισμός, όπως μας λένε συνιστά το απόγειο της ιστορίας του ανθρώπινου είδους, αφού δεν μπορούμε να αναστρέψουμε την αναπόφευκτη, αποκλειστικά υλική, πρόοδο (το αναπόφευκτο ως μοναδική μοιρολατρική πιθανότητα σε πλήρη διένεξη με τη σύγχρονη φυσική, δηλαδή τη μελέτη του Σύμπαντος Κόσμου), αν και έχει αρκετές καλές στιγμές, μάλλον όμως είναι τυχαίες και η μοίρα μου και η μοίρα του είδους που ανήκω εξαρτάται πάντα και τελικά από αυτούς που έχουν δύναμη». «Η μοίρα μου στη ζωή είναι να διαβάζω αυτά που μου λένε, και όπως μου λένε, για να βρω μια δουλειά, που επιθυμητό είναι να αποφέρει αρκετά αλλά ακόμη καλύτερα, πολλά χρήματα, οπότε για αυτό να μπορέσω να γίνω γιατρός, νομικός, ή και ψεύτης γενικά».

Για κάποιον στοιχειωδώς ευφυή, όπως είναι τα παιδιά του Homo S. Sapiens, αυτή η μοιρολατρική θεώρηση της ιστορίας δεν είναι πολύ ελκυστική έτσι ώστε να προκαλέσει αυθόρμητο, γνήσιο, ενδιαφέρον. Ιστορία επαναλαμβανόμενη, ιστορία αδιάφορη. Εκτός μόνο, αν επιβληθεί ως αποτέλεσμα παρατεταμένης συμβολικής βίας (ο Bourdieu έχει κάνει σοβαρότατο έργο για αυτό) αποκαλούμενης «παιδαγωγική», καθόσον το ευφυές παιδί Homo Sapiens εγγενώς διαισθάνεται αυτό, που ο Paulo Freire διαυγέστατα αποκρυσταλλώνει στο «Η παιδαγωγική των καταπιεσμένων». «Η απανθρωποίηση του δεν μπορεί να είναι ο ιστορικός προορισμός του ανθρώπινου όντος», επειδή ακριβώς δεν του προσφέρει ριζωμένο συνεκτικό νόημα ζωής σε κοινωνία. Από την άλλη, κάποιος που διδάσκει αυτή την ιστορία, καυχούμενος ότι γνωρίζει, έχει μάλλον χωνέψει τόσο καλά την οντολογική του διαστροφή, οπότε είναι καθόλα ανειλικρινής, ψεύδεται στον προορισμό του ως ανθρώπινο ον, επειδή τελικά δεν διδάσκει τίποτε αυτοτελώς θετικό για τον Άνθρωπο, παρά μόνο συγκαλυμμένη – με το άλλοθι της «μόρφωσης» – ατελείωτη μοιρολατρία. Μοιρολατρία, που, στη καλύτερη περίπτωση, εξωραΐζεται σε ένα ευχολόγιο για ένα μέλλον ανθρώπινα ευγενέστερο, και που τελικά, πάλι δεν εξαρτάται από τα υποκείμενα της ιστορίας, αλλά άλλους, ισχυρούς. Διδασκόμενη απανθρωποίηση, λοιπόν, από επηρμένους, αλλά αμαθείς, δασκάλους που διακόπτεται από την αναφορά διάσπαρτων εκλάμψεων του ανθρώπινου γένους (τις οποίες θαυμάζει, ως ήρωες και ηρωικές στιγμές, επειδή του υπενθυμίζουν, την Αλήθεια, τι οντολογικά Είναι πραγματικά, ήτοι, ένα πολιτικό ον συμμέτοχο κοινωνίας στο οποίο ο ήρωας εκφράζει την ύψιστη ταπείνωση του Εγώ του, δια της αυτοθυσίας και της ανιδιοτελούς δράσης του, για χάριν του Εμείς). Ευφυής Άνθρωπος που έχει εκ-φυλιστεί σε ιδιώτη, α-νόητο, άτομο. Άπολις φαύλος, υπερόπτης και ως εκ τούτου, ανταγωνιστικός (φιλοπόλεμος στο πρωτότυπο) κατά τον Αριστοτέλη («Πολιτικά», 1253a 1-9).

Αυτή λοιπόν η αποξενωμένη ολιγαρχία, όταν ανέλαβε την πολιτισμική ηγεμονία της η Δύση, και ακριβέστερα η Αγγλοσαξονική, επιταχύνει συνεχώς την ατελείωτη επέκταση της στον Κόσμο, την πρόοδο της (αιμοσταγής μέχρι εξολόθρευσης, σταυροφορίες αρχικά αποικιοκρατία αργότερα, σήμερα παγκοσμιοποίηση, επίσης βάναυσα αιμοσταγής) μέσω της τεχνολογίας (ο πολιτισμός της είναι τελικά σχεδόν αποκλειστικά τεχνικός), επιταχύνει συνεχώς την ολοκλήρωση της συγκέντρωσης της σε ένα κέντρο, και συναφώς τον πλανητικό έλεγχο στις «μάζες» (για να χρησιμοποιήσω ένα μαρξιστικό όρο, ωστόσο, περιφρονητικό της Ιστορίας και του ευφυούς ανθρώπου, καθόσον (υπό)δηλώνει διαχειρίσιμο αχταρμά, και όχι το μοναδικό υποκείμενο της Ιστορίας ακόμα και όταν επιλέγει την εθελοδουλία του, και έτσι τον βλέπει η απανθρωποιημένη ολιγαρχία παντού γης, ανάλογα κινούμενη) εκμεταλλευόμενη ασύγγνωστα και αιματηρά τον πλανήτη και ότι περιέχει αυτός μέχρι εξόντωσης του περιεχόμενου του. Η αποξενωμένη ολιγαρχία, και κατ’ επέκταση το κατακερματισμένο άτομο που κατασκευάζει με τις θεσμίσεις της, κατακλύζονται από διάχυτη αίσθηση έλλειψης αφθονίας (η συνεχής αναφορά lack of resources στην αγγλική βιβλιογραφία), οπότε ολιγαρχία και άτομα που έχουν ενστερνισθεί αυτό το φαντασιακό καθοδηγούνται στον φθόνο (χωρίς αφθονία, χωρίς α δηλαδή, απομένει ο φθόνος) και στη ληστρική, ασύστολη εκμετάλλευση της φύσης και ότι εν-δέχεται αυτή, χωρίς εξαιρέσεις. Ένα απέραντο ανηλεές πλιάτσικο. Αποξενωμένη ολιγαρχία και άτομα από την κοινωνία, η πρώτη συνεχώς εφευρίσκει νέους διαφορετικούς τύπους διαίρεσης στον Άλλο, αντι-κειμενικό της Κόσμο για να τους αποκλείσει από τον κόσμο της, ενώ ταυτόχρονα όλοι όσοι ακολουθούν αυτό το φαντασιακό, επειδή καθιστούν το «άλλο» υποδεέστερο τους, και εν δυνάμει εχθρικό, μπορούν στυγνά χωρίς εξαίρεση να ασκούν επιλεκτικά κάθε είδους βία, εφευρίσκοντας κάθε είδους δικαιολογία, όπως για παράδειγμα, παιδαγωγική και σχολείο/μόρφωση, εκπολιτισμό «πρωτόγονων» κοινωνιών, «εκδημοκρατισμό αυταρχικών» κρατών, και τόσα άλλα, αποποιούμενοι ταυτόχρονα της ευθύνης στην εκτέλεση διαταγής. Ο Milgram και το πείραμα του ερμηνεύει διαυγώς αυτήν την εκχώρηση της ευθύνης του ετερόνομου ατόμου.

Αφού φτάσαμε μέχρι εδώ, ας συνοψίσουμε πάλι τη μεγάλη εικόνα ενός θρυμματισμένου Κόσμου. Μια πρόσφατη ιστορική στιγμή, για κοινωνικούς λόγους, μια ανθρώπινη ομάδα φαντασιώνεται ότι είναι κάτι περισσότερο από το «Εμείς» της κοινωνίας, αποκόπτεται έτσι από τη φύση και ότι εμπεριέχει αυτή, οικοδομώντας μετά από αυτό σταδιακά θεσμούς που επαληθεύουν διαρκώς αυτή τη φαντασιακή ιστορία. Η ιεραρχικά διαιρεμένη φύση καθίσταται απόμακρη, ξένη, εχθρική, «άλλη», άγνωστη, μη άφθονη, οπότε πλημμυρίζει από φθόνο, και φόβο, για το «αντικειμενικό» που δεν ελέγχει. Ο άνθρωπος απομακρύνεται από τον παράδεισο. Παύει να «Είναι» μέσα στον Κόσμο, επιδιώκοντας το «Έχειν» από τον Κόσμο. Ο φαντασιακός κόσμος της ξεκομμένης κοινωνικά ολιγαρχίας, ως ομάδα και ως άτομα πια, αφού απομακρύνεται από το «Εμείς» στο «Εγώ», κατακλύζεται από φόβο και εχθρότητα για τον αντικειμενικό κόσμο, που προκειμένου να διατηρήσει το αποκτηθέν «έχειν» πρέπει να κυριαρχήσει σε αυτόν, οπότε αναγκαστικά ως μονόδρομο (εφόσον αυτό επέλεξε) εγκαθιστά αυθεντία (συμβολική αρχικά, κοινωνική και υλική) και συγκεντρωτική εξουσία έτσι ώστε να διευκολυνθεί στην αντίσταση της στον φόβο της για τον απέραντο κόσμο που την περιτριγυρίζει. Αυτός είναι ο τελολογικός λόγος ύπαρξης της στον Κόσμο, ο μοναδικός της δρόμος. Γιατί υπάρχει. Η πλήρης κατάκτηση, ο ολοκληρωτικός έλεγχος, του διαιρεμένου, κατακερματισμένου, κόσμου της συνιστά τον ιδιοτελή σκοπό ύπαρξης της, την εσχατολογική φαντασιακή αυτοπραγμάτωση της, την λυσσαλέα αντίσταση της να διατηρήσει το επηρμένο Εγώ αλώβητο εκτός του Κόσμου. Η εσχατολογική φαντασιακή της εικόνα, ο καλά κρυμμένος πόθος της είναι, να γίνει θεός στη θέση του Θεού. Ο ανείπωτος, εσωτερικός, φόβος της για τον ξένο και φοβερό Κόσμο, μπορεί να εκμηδενισθεί μόνο αν επιτύχει την αθανασία της. Αυτή τη διακαή αναζήτηση της αθανασίας της αποξενωμένης από την κοινωνία ελίτ προειδοποιεί ήδη η καθαρή ματιά των προγόνων μας στις απαρχές του πολιτισμού στο έπος του θνητού Γιλγαμές. Ένα κοσμοείδωλο που η ανάπαυση του, η ασφάλεια του,  κατευθύνεται και ολοκληρώνεται στην αιώνια αθανασία του, την απτή κατασκευή ενός άφθαρτου, παντοτινού, υλικού Εγώ.

Πώς τον εκπληρώνει; Κάνοντας οτιδήποτε όταν το θεωρεί αναγκαίο, με αδίστακτο τρόπο, χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς, ακριβώς διότι, η φύση και ο άνθρωπος για αυτήν είναι «άλλος», υποδεέστερος, αντικείμενο, πράγμα. Πώς τον επιδιώκει; Διαμέσου της επιστήμης – της αναζήτησης της πληροφορίας στα πανεπιστήμια της, τις νέες εκκλησίες της που αντικαθιστούν το υπερβατικό, και της τεχνολογίας της, της υλοποίησης της πληροφορίας κατά ένα τρόπο, δηλαδή στον έλεγχο της φύσης και ότι εν-δέχεται αυτή. Επιστήμη και τεχνολογία, αλληλοσυμπλεκόμενες, για τη Δύση αποτελούν την κοινωνικοϊστορικά νομιμοποιημένη εσχατολογική θρησκεία της, που μέσω αυτών η εκλεκτή αφρόκρεμα επιζητεί να γίνει ο παντοδύναμος θεός δια συνεχούς τεχνικής/υλικής αναβάθμισης/επέκτασης της. Αν και η αδογμάτιστη επιστήμη αμφισβητεί συνεχώς, εντούτοις, τα «δώρα της επιστήμης» αποτελούν το δώρο ενός πολιτισμού – και της θρησκείας του – που φοβάται τη φύση και τον θάνατο (καθώς, έχοντας απωλέσει το πνευματικό, τον αντικρίζει ως ξένο, ως ανυπόφορο τέλος) «χαρίζοντας» στο αποξενωμένο άτομο την υστερόβουλη ψευδαίσθηση μιας εξασφαλισμένης υλικής ζωής, με αντάλλαγμα τη ψυχή του, επειδή αυτό το κατακερματισμένο άτομο αλαζονικά πεπεισμένο για τη «σπουδαιότητα» του εθελοτυφλεί, εμπιστευόμενο την ολιγαρχία ότι νοιάζεται για την «σπουδαιότητα» του. Αντίθετα μάλιστα, η επιστήμη και η τεχνολογία της απανθρωποιημένης ολιγαρχίας είναι διατεθειμένη να αλλάξει τον ίδιο τον άνθρωπο, επιτιθέμενη στην κοινωνία προκειμένου να εκπληρώσει το λόγο ύπαρξης της. Η θρησκεία της δεν έχει ηθικούς φραγμούς προς τον Κόσμο. Η παγκοσμιοποιημένη ελίτ εφαρμόζει πια νέους όρους στην κοινωνία, όπως βιοτεχνολογία, βιοηθική, και βιοπολιτική.

Συνεπώς, εστιάζοντας στην τωρινή συγκυρία, μέχρι τώρα η παγκοσμιοποιημένη ηγεμονία της δυτικής (κύρια αγγλοσαξονικής) πολεμοχαρούς ολιγαρχίας καθοδηγούμενη από το φαντασιακό της και τον πόθο της για πλήρη κυριαρχία επιδίωκε την πλανητική παγκοσμιοποίηση της, ενώ εφεξής επιχειρεί ανοιχτά πια με γυμνή δύναμη και χωρίς εξωραϊσμούς, εγκαταλείποντας δηλαδή οποιουσδήποτε περιορισμούς και τωρινούς καταναγκαστικούς για αυτήν συσχετισμούς ισχύος (π.χ. Σύνταγμα, διεθνείς συνθήκες για τον άνθρωπο, ο λεγόμενος αναθεωρητισμός και το ασταθές γεωπολιτικό πεδίο), την πλήρη ομογενοποίηση του ανθρώπινου είδους σε μία πολιτισμική κουλτούρα, αποεθνικοποιώντας λαούς, ισοπεδώνοντας δηλαδή, τις ιδιαίτερες ρίζες της ποικιλίας του, προκειμένου να χάσουν κάθε μνήμη της ρίζας τους, και άρα να επιτύχουν τον ολοκληρωτικό έλεγχο των «μαζών» διαμέσου της (βίο)τεχνολογίας σε ένα ανάλογο καθεστώς. Έτσι επιτίθεται σε οτιδήποτε θεωρεί εχθρικό της προκειμένου να το ελέγξει υποβιβάζοντας το, είτε, την ίδια την κοινωνία, είτε, άλλα έθνη – κράτη, ειδικά δυτικά. Δεσμευμένη η Δύση πάντα στις ιδιοτελείς, εξαιρετικά επιθετικές, επιδιώξεις της επιχειρεί να κατισχύσει άλλων ανταγωνιστικών ολιγαρχιών, όπως τουλάχιστον τις αντιλαμβάνεται αυτή. Επειδή κάθε φυλαρχία – εξουσία επιδιώκει πάντα την εξόντωση, αφομοίωση ή τουλάχιστον τη δορυφοροποίηση των γειτονικών της, και στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο πλανήτη η Ρωσία και η Κίνα είναι γειτονικές, αλλά ανταγωνιστικά εχθρικές στη Δύση. Η τωρινή ξεκάθαρη ολομέτωπη επίθεση της στην Ρωσία στην πόρτα της την Ουκρανία, αλλά και η οργανική αντιπαράθεση της με την Κίνα τονίζει αυτό ακριβώς.

Εν ολίγοις, η δυτική ολιγαρχία παγκοσμιοποιημένη πια, μέχρι τούδε χρειάζονταν τις «μάζες» για την υλική θησαύριση της ως «αντίδοτο» στην έλλειψη αφθονίας που την διακατέχει και «μοχλό» στην επέκταση της στον χώρο, ενώ τώρα πια νιώθει, όχι μόνο πως δεν τις χρειάζεται, αλλά της είναι βάρος. Στηριζόμενη στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, αλλιώς 4IR, (ο Yuval Noah Harari αποκαλύπτει απροκάλυπτα τους σκοπούς της όσον αφορά τις άχρηστες μάζες, όπως λέγει) στοχεύει σε ένα μετανθρωπισμό, στον trans-human, στον Human 2.0, ως εξελικτικό στάδιο του ατόμου (είπαμε ότι το αποκάλεσε πρόοδο). Καθώς, η ιστορική εγκαθίδρυση του πολιτισμού διευκολύνθηκε από ένα ιερατείο, δήθεν κάτοχο μυστικής (συμβολικής) γνώσης, σκορπίζοντας τρόμο για τρομερούς θεούς και εξευμενισμού τους με εκατόμβες ανθρωποθυσιών από φύλαρχους που δήθεν μπορούσαν να ελέγξουν τους τρομερούς θεούς επικοινωνώντας με αυτούς, ομοίως, η αναδόμηση πολιτισμού, η ιστορική καμπή αλλαγής πολιτισμού που διανύουμε στη παρούσα συγκυρία, όπως ακριβέστατα παρατήρησε ο ανθρωπολόγος Σωτήρης Δημητρίου (και όχι μόνο αυτός), στηρίζεται στη συμβολική αυθεντία, την αυθεντία των «ειδικών», απαιτώντας νέες ανθρωποθυσίες και κοινωνικό τρόμο.

Έτσι, για το πέρασμα στο «νέο» πολιτισμό, τον μετανθρωπισμό, για την πολυμήχανη ολιγαρχία η επιμελής κατασκευή ενός τεχνητού προβλήματος, όπως ο κορωνοϊός, η κλιματική αλλαγή ή, μια ενεργειακή και επισιτιστική κρίση επιτρέπει αυτόν τον κοινωνικοϊστορικό μετασχηματισμό, καθώς όπως εξηγεί ο Harari, αποτελεί εκείνη, τη φανταστική ιστορία, το δεύτερο επίπεδο φαντασιακής πραγματικότητας, που πιστεύοντας την οι άνθρωποι γίνονται πρόθυμοι να ακολουθήσουν εκείνες τις θεσμισμένες φαντασιακές «οντότητες», όπως τη Google, το World Economic Forum, κ.ά. στο δρόμο που αποφασίζουν αυτές, στο δρόμο που υποδεικνύουν ως λύση (δες TED talks, «Τι εξηγεί την άνοδο των ανθρώπων;»). Ο κορωνοϊός, και κάθε «νέος» ιός από εδώ και πέρα, γίνεται εκείνος ο «άγνωστος», τρομερός Άλλος, η «εχθρική» φύση στο αποξενωμένο από αυτήν, θρυμματισμένο και ετερόνομο άτομο, που σπέρνει τρόμο σε αυτό υπακούοντας ασύγγνωστα στο σύγχρονο ιερατείο των «ειδικών» στην υπηρεσία της ολιγαρχίας, με ανάλογες ανθρωποθυσίες (απότοκες ενός κατασκευασμένου επικίνδυνου ιατρικού πρωτόκολλου), και με ανάλογους «δούρειους ίππους» – ως «δώρα της επιστήμης» αυτή τη φορά – της πολυμήχανης ολιγαρχίας στο ανθρώπινο γένος καθησυχάζοντας το για τον τεχνητό κίνδυνο, αν και δολιεύονται να το αλώσουν. Αυτοί οι τεχνητοί κίνδυνοι και οι υποδειχθείσες λύσεις της ολιγαρχίας αποδεικνύουν τον ορθό λόγο (ύπαρξης) της, δηλαδή, τον ορθολογισμό της αναγκαιότητας της προόδου και του νέου πολιτισμού, προκειμένου να υπερβούμε την ευαλωτότητα μας, την θνητότητα μας, και έτσι, ο «νέος» πολιτισμός, ο μετανθρωπισμός, να επιφέρει την (βιο)τεχνολογική αθανασία νικώντας δια παντός την άγνωστη εχθρική φύση. Το υπερβατικό για τη Δύση είναι πάντα υλικό, (βιο)τεχνολογικό, στην προκειμένη περίπτωση όμως αφορά τους λίγους εκλεκτούς της ελίτ, και όχι τις άχρηστες «μάζες» των ανθρώπων.

Εντούτοις, ο ανθρώπινος λόγος προειδοποιεί: «Φόβου τους Δαναούς και δώρα φέροντες», μη εισακουόμενος όμως, για να επέλθει η άλωση της ανθρώπινης ουσίας, η απανθρωποίηση του ανθρώπου (αμφότερα, εξανδραποδισμός Τρώων, δηλαδή, απώλεια της ανθρώπινης ουσίας τους, της ελευθερίας, και ύβρις των Αχαιών, δηλαδή, η οίηση τους απέναντι στο Θείο/Κόσμο) που επιφέρει δεινά μέχρι την επιστροφή στις ρίζες τους, είτε περιπλανώμενοι και ταπεινωμένοι (Μενέλαος και Οδυσσέας), είτε δολοφονημένοι (Αγαμέμνων) κατά την επιστροφή στην εστία τους. Όμως ξανά, ο ίδιος ανθρώπινος λόγος μαρτυρά την Σταύρωση του Θεανθρώπου (θεάνθρωπος: ορατή όψη – ύλη, άνθρωπος [ανήρ + όψ= όψη όντος], και άυλη/αθέατη ουσία, θεός, και το ίδιο αποκαλύπτει η κβαντική, η σύγχρονη φυσική για τον άνθρωπο) για να Ανα-στηθεί, δηλαδή, να σταθεί όρθιος νικώντας το θάνατο του, την αμαρτία του, την απανθρωποποίηση του, την απομάκρυνση του από την ανθρώπινη/θεϊκή ουσία του ως δημιουργία του Σύμπαντος Κόσμου. Σταύρωση, αβάσταχτη ταλαιπωρία, για να ξαναγίνει άνθρωπος, καθώς ο χριστιανός, νέος, άνθρωπος επιζητεί και βιώνει την αγνότητα και γαλήνη του ανάμεσα στην εκκλησία του, των όμοιων χριστιανών, και στην πνευματική σύνδεση του με το Όλον του Σύμπαντος Κόσμου – Θεού. Αγνότητα και γαλήνη όμοιου ανθρώπινου είδους, όμοιων ανθρώπινων όντων. Περίτεχνος συμβολικός ελληνικός λόγος που μιλά για τη συντριβή του Εγώ, τη συμφιλίωση με το θάνατο, καθώς «Θάνατος δεν υπάρχει για κανέναν, παρά μόνο φαινομενικά, ούτε γέννηση υπάρχει για κανέναν, παρά μόνο φαινομενικά … Το πιο σημαντικό είναι ότι κλαίμε κάποιον όταν από άνθρωπος γίνεται θεός αλλάζοντας τόπο και όχι φύση» (Απολλώνιος Τυανεύς, «Περί ζωής και θανάτου»), ενώ από την άλλη μεριά, φτωχός αμαθής δυτικός λόγος που μιλά για υλική επέκταση, ζωή υλική αιώνια. Για την Ιστορία, την ανθρωπότητα, κεκτημένο, ή/και ζητούμενο, είναι η ελευθερία και η παιδεία της, για την ελίτ, κεκτημένο είναι η εξ απόστασης εκπαίδευση διά της τεχνολογίας (δες, «ψηφιακή μέριμνα», ακριβέστερα, digital access).

Ειρήσθω εν παρόδω, υπενθυμίζω ότι, για τη Δύση, εφόσον δεν υπάρχουν για αυτήν καθολικές έννοιες, η ελευθερία αφορά το άτομο αποκλειστικά, οπότε, αυτό σε μια ασύμμετρη κοινωνία μπορεί να κάνει ότι θέλει ανάλογα της ισχύος που διαθέτει, υπό περιορισμούς πολιτισμικούς (π.χ. δικαιώματα), οι οποίοι είναι πάντα υπό την αίρεση της θέλησης της ολιγαρχίας και ανάλογα των συσχετισμών δύναμης μεταξύ αυτής και της κοινωνίας. Δικαιώματα, λοιπόν, που εξασθενούν, όπως της παραδοσιακής οικογένειας (δεν αναφέρομαι περαιτέρω) και «νέα» δικαιώματα, όπως γονέα 1 και γονέα 2, ανάλογα του φαντασιακού της ολιγαρχίας και των επιδιώξεων της για την κοινωνία, ονοματισμένα πάντα πρόοδος. Για τον ελληνικό λόγο αντίθετα, η ελευθερία είναι η ανεμπόδιστη συμμετοχή του ανθρώπου στα κοινά της πόλης, στις αποφάσεις της. Ελευθερία που θεσμίζει Δημοκρατία, ειδάλλως ο ιδιώτης θεωρείται άπολις. Και αυτή η ελευθερία ορίζει τον Έλληνα, σε αντίθεση με τον Βάρβαρο ή, τον ελληνώνυμο (τον δυτικά αλληθωρίζοντα), καθώς ο Έλληνας «οὔτινος δοῦλοι κέκληνται φωτὸς οὐδ᾽ ὑπήκοοι» («δεν είναι δούλοι σε κανένα αρχηγό, ούτε υπήκοοι» (Αισχύλος, «Πέρσαι», στ. 238).

Ουσιαστικά, αυτή η αναδόμηση, ο πολιτισμικός μετασχηματισμός, με όλες τις μικρές και μεγάλες τραγωδίες της που θα βιώσει η τωρινή ιστορία, επιχειρεί να επιλύσει το κύριο πρόβλημα της κατασκευασμένης ιστορίας της ελίτ, αυτό που περιέγραψε με διαύγεια ο Κορνήλιος Καστοριάδης: «Σε αυτή τη θεμελιώδη κοινωνική δραστηριότητα, την εργασία, (η εργασία, ως πράξη που ουσιωδώς μεταβάλλει την πραγματικότητα και τη συνείδηση του ανθρώπινου όντος) και μέσα στις παραγωγικές σχέσεις, στις οποίες αυτή η εργασία πραγματοποιείται, βλέπουμε την καπιταλιστική οργάνωση… να κυριαρχείται από μια κεντρική σύγκρουση… Οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να συμμετέχουν πραγματικά στην παραγωγή  και δεν μπορούν να μην συμμετέχουν. Η διεύθυνση δεν μπορεί να μην (σ.σ. είναι αναγκασμένη να) αποκλείει τους εργαζόμενους από την παραγωγή, και δεν μπορεί  να τους αποκλείει» («Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας», σ. 121). Ο μετανθρωπισμός, η μετατροπή του ευφυούς, σοφού, ανθρώπου σε ευφυή μηχανή απόλυτα ελεγχόμενη από την ελίτ, προσπαθεί να επιλύσει οριστικά για αυτήν, την ουσιαστική σύγκρουση που δημιούργησε στην Ιστορία η ανάδυση της, μεταξύ, του εγγενούς ενδιαφέροντος του ανθρώπινου όντος/είδους για την φαινόμενη/υλική και υπερβατική/πνευματική πραγματικότητα του, και επομένως της συμμετοχής σε αυτήν (ονομάζεται πολιτική), συμμετοχή που ορίζει το ελεύθερο ανθρώπινο ον, και από την άλλη μεριά, της αποξένωσης του από αυτό το πηγαίο ενδιαφέρον, την ελευθερία του, δια του αποκλεισμού του από τις αποφάσεις στην πραγματικότητα του μέσω κάθε λογής «ειδικών», δηλαδή ατόμων που κατέχουν εξουσία, αυθεντία: είτε, συμβολική (κάθε είδους ειδική γνώση: πολιτική, επιστημονική, τεχνολογική, κ.ο.κ.), είτε, κοινωνική (κοινωνικό κύρος), είτε υλική (θησαύριση πλούτου).

Σε αυτό το μείζων πρόβλημα της Ιστορίας, η αποξενωμένη από τον Σύμπαντα Κόσμο ελίτ έχει επιλέξει αμετάκλητα, την απανθρωποποίηση της, τον αποκλεισμό του ανθρώπινου είδους από τον Σύμπαντα Κόσμο ως πιθανότητα του, μέχρι καταστροφής του. Η αποξένωση της δε από τη φύση, προϋποθέτει και επιτάσσει πάντα την «ξαναανακάλυψη» της χαμένης, «άγνωστης», πληροφορίας, του χαμένου παράδεισου, (ακόμα και ο Θεός για τους προτεστάντες, τους είναι άγνωστος, μη «εικονιζόμενος», και φοβερός, σε αντίθεση με τους Έλληνες που τους είναι τόσο οικείος, έτσι ώστε να τον «απεικονίζουν», ακόμα και να του τα «ψέλνουν» όταν βλέπουν το άδικο), καθώς αυτή η «άγνωστη» πληροφορία αποκτά μέγιστη σημασία, ως το πολύτιμο δεδομένο που είναι αναγκαίο να εξαχθεί με κάθε μέσον από τον υπάρχοντα άνθρωπο για την πρόοδο του, τη μετεξέλιξη του σε ανθρωπομηχανή στη τέταρτη βιομηχανική επανάσταση.

Συνοπτικά επομένως, δύο κοσμοθεάσεις, δύο κοσμοείδωλα συγκρούονται στον πολιτισμό μας. Η Ιστορία, η Αλήθεια της, συγκροτεί συνεκτικές ανώνυμες συλλογικότητες για να χρησιμοποιήσω ένα Καστοριαδιακό όρο, μπορεί να θεσμίσει Δημοκρατία. Αντίθετα, η ιστορία της ολιγαρχίας κατασκευάζει societas, εταιρείες ατόμων, μπορώντας να θεσμίσει μόνο ασύμμετρες κοινωνίες. Η πρώτη Ιστορία λέγει, πράττει και παριστάνει το ανθρώπινο ον ως Θεάνθρωπο, αδιαίρετο και ομοούσιο του Σύμπαντος Κόσμου, εφόσον είναι όψη του, πιθανότητα του. Η δεύτερη ιστορία καταρρέει τον άνθρωπο από «Κανέναν», όμοιο ον εντός του συλλογικού «Εμείς», σε αλαζονικό, και άρα ξεκομμένο, άτομο «Εγώ, ο Οδυσσέας». Ωστόσο, εγώ μικρό σε ένα θρυμματισμένο κόσμο που ο προορισμός του φυλακίζεται στην κοινωνική κινητικότητα του (social mobility), στην ανύψωση του σε μια κατασκευασμένη κοινωνική κλίμακα. «Slave never dreams to be free. Slave only dreams to be king» ερμηνεύει εύστοχα ο Marylyn Manson. Δούλος ή βασιλιάς, όψεις του ίδιου απανθρωποιημένου φαντασιακού, που ποθεί υλική ευημερία και αθανασία για να χαίρεται το «έχειν». Ο ορθός λόγος της Δύσης βλέπει την ιστορία, πρόοδο επέκτασης και υλικής εκμετάλλευσης. Ο ανθρώπινος λόγος βλέπει την Ιστορία, ταξίδι (Οδύσσεια, Καβάφης), δρόμο αρετής (Ηρακλής, Λάο Τσε, «Εγώ ειμί η Οδός»), πνευματική αθανασία, Είναι όμοιας ουσίας.

Η ιστορικότητα της συγκυρίας έγκειται ακριβώς στη σύλληψη της κρισιμότητας της στιγμής. Μια στιγμή που επαναφέρει στο προσκήνιο, με δραματικό τρόπο για μια ακόμη φορά, την ανάδυση του κεντρικού φιλοσοφικού προβλήματος της κοινωνίας, εξαιτίας «της λυσσαλέας και μέχρι τώρα νικηφόρας αντίστασης που προβάλλουν οι κυρίαρχες ομάδες … (η οποία) δεν μπορεί να λυθεί χωρίς να σείσουν μέχρι τα θεμέλια το σημερινό κοινωνικό οικοδόμημα» (Καστοριάδης, «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας», σ. 126 -127). Η στιγμή, όθεν, συνιστά τη μεγαλειώδη, αλλά και αποφασιστική σύγκρουση μεταξύ Ιστορίας και ιστορίας, μεταξύ του ανθρώπινου γένους και των εχθρών του. Το ποιος δίνει το παρών σε αυτήν την κομβική ιστορική στιγμή συγκροτεί την ηθική λογοδοσία του στον Σύμπαντα Κόσμο, την ανυπέρβλητη κρίση της ψυχής για αυτά που έκανε και για αυτά που δεν έκανε. Η ιστορικότητα της στιγμής συμπυκνώνει με ένα τραγικό ή, ένα καθαρτήριο τρόπο για την Ιστορία το μέγιστο πρόβλημα της, κατά την οποία ανοίγει το κουτί του Schrödinger για όλη την ενιαία ανώνυμη συλλογικότητα/πιθανότητα του ανθρώπινου είδους, αλλά και για τα ανθρώπινα όντα/πιθανότητες, αποκαλύπτοντας πλήρως όλες τις έωλες ή, αντίθετα, τις οικουμενικές σημασίες που στήριξαν και οικοδόμησαν το παρελθόν τους, αναδεικνύοντας τεράστια διλήμματα στον καθένα, που αναγκαστικά θα επιλυθούν, είτε καταστροφικά, είτε αναζωογονητικά για την ύπαρξη τους, άσχετα αν κάποιος κοιτάει κατάματα την Ιστορία ή, αποστρέφει το βλέμμα του από αυτήν, βλέποντας μόνο την ιστορία της ολιγαρχίας. Ή, θα μάθουμε το «Εμείς» με ένα πολύ δύσκολο τρόπο βαθιάς αυτογνωσίας που απαιτεί το ξανακοίταγμα του παρελθόντος, της αλήθειας του, ή, θα σβήσουμε κυριολεκτικά ως είδος.

Κοντολογίς, μεταξύ του αποξενωτικού δεσποτικού (δυτικού και ανατολικού) τρόπου ζωής εντός ενός Κόσμου αποκλειστικά υλικού, και, του ελληνικού συμμετοχικού τρόπου που φαντάζεται τη Δημοκρατία και ομολογεί τη Χριστιανική Αλήθεια του όμοιου όντος κατ’ εικόνα και ομοίωση Ενός Τριαδικού Θεού σε Ένα αδιάσπαστα κτιστό και άκτιστο Κόσμο, ανάμεσα σε αυτές τις δύο φιλοσοφίες, οικουμένες, σύμπαντα, που συγκρούονται ανελέητα μέχρι εξάλειψης του ενός από τα δύο στον γήινο κόσμο, ο καθένας ανεξαίρετα στην παρούσα συγκυρία παίρνει θέση· θέση πράγματος, δούλου, απανθρωποιημένου είναι ή, θέση ελεύθερου ανθρώπινου όντος. Σε αυτό δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, δεν χωρούν υπεκφυγές, καθώς συνιστά την αδήριτη κρίση του σε αυτόν τον κόσμο. Σε κάθε περίπτωση, ο πολιτισμός μας αλλάζει. Απομένει πάντα σε εμάς, επειδή εμείς είμαστε η Ιστορία, και όχι η ολιγαρχία, να αποφασίσουμε ποιο δρόμο θα πάρει. Για να συμβεί αυτό, προϋποθέτει «ένα  ριζοσπαστικό αίτημα. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να μπουν στον αγώνα ως αντικείμενα για να γίνουν αργότερα άνθρωποι. Ο αγώνας ξεκινά όταν οι άνθρωποι αναγνωρίσουν ότι έχουν καταστραφεί» (Paulo Freire, «Η παιδαγωγική των καταπιεζομένων», σ.72). Προϋποθέτει μια πλήρη, καθαρτήρια, αναζωογονητική, συγκλονιστική μετάνοια. Η θέσμιση της Δημοκρατίας των όμοιων ανθρώπων χωρίς εκχώρηση της ευθύνης απόφασης σε άλλους, σε αρχηγούς είναι το δεύτερο ριζοσπαστικό αίτημα των καιρών.

1 comment

Ειρήνη Κουλούρη 19 October 2022 at 19:15

Καταπληκτικό κείμενο. Φίλε κύριε Οδυσσέα, είχατε μήπως φίλο, τον μαθηματικό το Γιάννη τον Μπακοπουλο; Νομίζω μου μιλούσε συχνά για εσάς.

Reply

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.