Monday 22 April 2024
Αντίβαρο
Δημήτρης Καπράνος Εγκληματικότης Πολυτονικό Ρομά/Τσιγγάνοι/Γύφτοι

Ὅταν οἱ «ἄλλοι» εἶναι πιό… εὐαίσθητοι.

Γράφει ὁ Δημήτρης Καπρᾶνος.

Τήν πρώτη φορά, ὅταν ἔφθασα σπίτι, εἶχε νυχτώσει. Ἡ πόρτα ἦταν σπασμένη, τό σπίτι ἄνω-κάτω καί τά πάντα πεταμένα στό πάτωμα. Τό θέαμα ἀνατριχιαστικό!

Ἔπειτα ἀπό λεπτομερῆ καταγραφή, πού μοῦ πῆρε κανά-δυό ἡμέρες, διεπίστωσα ὅτι ἔλειπαν μόνο πολύτιμα ἀντικείμενα. Τά χρυσά μανικετόκουμπα τοῦ πατέρα μου μέ τό μονόγραμμά τους, τό ἀκριβό ρολόι-δῶρο τοῦ ἐξαδέλφου μου, δύο πολύ καλά στυλό, μεγάλης ἀξίας, ἀλλά καί ὅ,τι καλό καί ἀκριβό ἀξεσουάρ ὑπῆρχε στήν ντουλάπα. Ζῶνες, ὑποκάμισα, μέχρι καί δύο ζευγάρια παπούτσια.

«Πῆραν ὅ,τι ἀκριβό βρῆκαν. Ποῦ νά κουβαλοῦν πράγματα ἀπό τό μπαλκόνι» μοῦ εἶπαν οἱ ἀστυνομικοί, πού ἔκαναν τήν ἔρευνα. Ὁ ἀπέναντι γείτονας εἶχε δεῖ «ἕνα σκούρου χρώματος, ἀπό ἐκεῖνα τά ἀνοιχτά φορτηγάκια, σάν αὐτά πού πουλᾶνε καρπούζια» στήν γωνία καί δύο τύπους νά πηδοῦν ἀπό τό μπαλκόνι, νά ἐπιβιβάζονται σ’ αὐτό καί νά φεύγουν. «Δέν πῆρες τό νούμερο;» τόν ρώτησα. «Μά, δέν εἶχε πινακίδες»…

Τήν δεύτερη φορά μοῦ τηλεφώνησε ὁ γείτονας ἀπό τό Ἀμπελάκι, στήν Σαλαμῖνα.
«Σαν νά βλέπω τήν πόρτα σου ἀνοιχτή. Εἴσαστε ἐδῶ;» μοῦ λέει. Σέ μιά ὥρα ἤμουν στήν Σαλαμῖνα. Εἶχαν σπάσει τήν πόρτα, εἶχαν κλέψει μιά τηλεόραση καί ἕνα στερεοφωνικό, ἀλλά καί εἶχαν ξηλώσει τό ὀρειχάλκινο φινιστίρνι ἀπό βαπόρι, δῶρο τοῦ Σπύρου Ράνη, τό ὁποῖο εἶχα κάνει παράθυρο στό γραφεῖό μου…

Τήν τρίτη φορά, Κυριακή πρωί, πῆγα στό σπίτι, στήν Σαλαμῖνα, καί εἶδα τήν πόρτα τοῦ ὑπογείου σπασμένη καί νερό νά ἀναβλύζει ἀπό τήν μισάνοιχτη εἴσοδο. Αὐτήν τήν φορά εἶχαν κλέψει …τίς βρύσες καί ὅ,τι ἄλλο χάλκινο ὑπῆρχε. Φυσικά καί τούς χαλκοσωλῆνες, μέ ἀποτέλεσμα νά πλημμυρίσει τό ὑπόγειο-γραφεῖο, νά καταστραφοῦν περισσότεροι ἀπό χίλιοι δίσκοι βινυλίου (μέ σπάνια ἐξώφυλλα) ἀλλά καί ἑκακτοντάδες πολύτιμα βιβλία. Ἔκλεψαν ἐπίσης ἕνα παλιό γραμμόφωνο καί ἕνα ραδιόφωνο τοῦ μεσοπολέμου!

Πῆγα στό ἀστυνομικό τμῆμα καί ὑπέβαλα μήνυση κατ’ ἀγνώστων. Ὁ ἀστυνομικός εἶπε πολύ ἁπλά: «Εἶναι οἱ γνωστοί “τάδε” (μέ φυλετικό χαρακτηρισμό)». «Δηλαδή τούς γνωρίζετε;» ρώτησα. «Ἔ, ὄχι ἀκριβῶς, ἀλλά εἶναι γνωστῆς ταυτότητας» μοῦ λέει καί μοῦ εἶπε ὅτι «θά στείλει τήν σήμανση».

Ἡ σήμανση ἦλθε, μουντζούρωσε τίς πόρτες καί ἀπῆλθε. «Καραμπίνα ἔχεις;» μέ ρώτησε ἕνας παλιός ἀστυνομικός, στόν ὁποῖο εἶπα τόν πόνο μου. «Ὄχι, δέν ἔχω. Πρέπει νά πάρω;» τόν ρώτησα. «Νά πάρεις καραμπίνα καί κοίτα νά μήν ἀφήσεις ἴχνη!» μοῦ λέει.

Ἡ συνέχεια ἦταν ἀκόμη πιό φρικαλέα. Μέ δύο λόγια, ὁ ἄνθρωπος, παλαιός καί ἔμπειρος, μοῦ ἔδινε νά καταλάβω ὅτι στίς περιπτώσεις τῶν «γνωστῶν μέν ἀλλά…» ἡ καλύτερη λύση εἶναι ἡ αὐτοδικία καί …ἡ ἐξαφάνιση τῶν στοιχείων!

Τό σπίτι στό Ἀμπελάκι τό ἄνοιξαν ἄλλη μία φορά, ἀλλά πλέον δέν ἔχει τίποτε πού νά ἀξίζει νά τό κλέψουν. Τά θυμήθηκα ὅλα αὐτά, διαβάζοντας τήν περιπέτεια στήν ὁποία ἔχει περιπέσει ἕνας ἀκόμη ἀστυνομικός, πού πῆγε νά κάνει τήν δουλειά του, ἀλλά ξέχασε ὅτι «ἐδῶ εἶναι Ἑλλάδα» καί ὅτι ὁρισμένες «εὐαίσθητες κοινωνικά ὁμάδες» μποροῦν νά αὐθαιρετοῦν, εἰς βάρος καί …εἰς ὑγείαν τῶν κορόιδων. Μέ τίς ὑγεῖες μας, λοιπόν!

 

Ἄρθρο στήν «ΕΣΤΙΑ», Τρ. 14 Νοεμβρίου 2023, φ. 42.703 σελ. 1,4 (αναδημ. στην ηλεκτρονική έκδοση 15/11/2023).

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.