Εφημερίδα Καθημερινή (5-11-1995). Πηγή: Ανέμη
Τριάντα χρόνια από την εκδημία του Φώτη Κόντογλου, εκατό περίπου από τη γέννησή του. Με αφορμή τις δύο επτείους γράφονται αυτό τον καιρό πολλά. Ο Κόντογλου έχει πάρει αξιοσέβαστη θέση οπήν ισχνή νεοελληνική μας ιστορία. Για το ζωγραφικό του έργο, το λογοτεχνικό του έργο. Κυρίως, επειδή λειτούργησε ως δάσκαλος για πολλούς, έστω και παροδικούς μαθητές, αλλά και ως άξονας επηρεασμού ευρύτερου κύκλου καλλιτεχνών και διανοουμένων.
Ευρύτερα ακόμη, η συμβολή του στην ενεργοποίηση της ελληνικής και ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας ήταν, στα πλαίσια της εποχής του, σημαντική. Καταλύτης με την παρουσία και το έργο του για την αφύπνιση της ανυποψίαστης ελλαδικής διανόησης και κοινής γνώμης στην αισθητική τουλάχιστον αξία της βυζαντινής εκκλησιαστικής παράδοσης.
Πριν από τον Κόντογλου, η βυζαντινή αγιογραφία -όπως και κάθε κληροδότημα του Βυζαντίου- ήταν στην Ελλάδα αντικείμενο όχι μόνο περιφρόνησης, αλλά και χλεύης. Ως τα μέσα το αιώνα μας θεωρούσαν όλοι αυτονόητο να εικονογραφούνται οι ναοί με δυτική, νατουραλίστικη θρησκευτική ζωγραφική. Ακόμα και στο Αγιονόρος οι αγιογράφοι μοναχοί μόνο θρησκευτικές ζωγραφιές έφτιαχναν αντί για εκκλησιαστικές Εικόνες.
Χάρη στον Κόντογλου, στην καλλιτεχνική ποιότητα του έργου του και στο μαχητικό του πάθος, το κλίμα άλλαξε. Συνέπεσε, βέβαια, την ίδια εκείνη εποχή να έχει αφυπνισθεί και το ενδιαφέρον της Ευρώπης για τη βυζαντινή αισθητική. Η απομίμηση αυτού του ενδιαφέροντος από τους Ελληνες βοήθησε σημαντικά στο να γίνει σεβαστή και αποδεκτή η προ¬σπάθεια του Κόντογλου. Αλλά η σύ¬μπτωση δεν μειώνει τη σημασία της προσφοράς του.
Θα ήθελα να συνοδεύσω τη μνήμη των επετείων του με δυο παρατηρήσεις, νομίζω γόνιμες για το σήμερα:
Ο Κόντογλου θεωρήθηκε -και ήταν- ένας κορυφαίος «ελληνοκεντρικός». Ο ελληνοκεντρισμός του τον οδηγούσε μερικές φορές να είναι και οξύτατα κριτικός απέναντι στη Δύση. Ηξερε όμως καλά με ποιον «συντάσσεται» και «τίνι αποτάσσεται». Είχε ζήσει πέντε χρόνια στην Ευρώπη (Ισπανία και Γαλλία), όχι απομονωμένος σε ακαδημαϊκά περιβάλλοντα, αλλά ζώντας ενεργά ως καλλιτέχνης την αγορά της τέχνης και της διανόησης.
Γνώρισε καλά την Ευρώπη, τη σπούδασε, την έζησε στο κορμί και στην ψυχή του. Ο ελληνοκεντρισμός του γεννήθηκε οργανικά μέσα από τη βιωματική πρόσληψη του κόσμου της Δύσης. Το ίδιο συνέβη με όλους τους κορυφαίους «ελληνοκεντρικούς»: τον Πικιώνη, τον Τσαρούχη, τον Θεοτοκά, τον Ελύτη, τον Λορεντζάτο.
Θέλω να υπογραμμίσω αυτή τη διαπίστωση σήμερα, που μια τεχνητή πόλωση «ελληνοκεντρικών» και «ευρωκεντρικών» νοθεύει την πνευματική μας ζωή βασισμένη σε επιπόλαια ιδεολογήματα, με ουσιαστική άγνοια των όρων της διαφοράς. Σίγουρα, δεν έχουν λείψει διανοούμενοι και καλλιτέχνες με αφομοιωμένη σπουδή και γνώση της Δύσης -των θετικών επιτευγμάτων και των αδιεξόδων της- που αναζητούν επίπονα στην ελληνορθόδοξη παράδοση ζωτική πολιτιστική αντιπρόταση. Υπάρχει όμως και ένας επιπόλαιος «ελληνορθόδοξος» λαϊκισμός, που αγνοεί τόσο τη Δύση όσο και την ελληνική οικουμενικότητα, γι’ αυτό και καταλήγει να μάχεται ή να υπερασπίζεται φαντάσματα.
Θλιβερότεροι -για να ’μαστε ακριβοδίκαιοι- είναι κατά κανόνα οι «ευρωκεντρικοί» που μπορεί κάπως, και όχι πάντοτε, να ξέρουν τη Δύση, έστω μονότροπα, έστω και με τα ματογυάλια του μειονεκτικού της περιφέρειας, αλλά αγνοούν τραγικά ή εξοργιστικά τον Ελληνισμό και την πολιτιστική του παράδοση. Μιλάνε για την Ορθοδοξία με ό,τι τους απόμεινε στη μνήμη από τα θρησκευτικά του σχολείου, και ξέρουν την αρχαιότητα και το Βυζάντιο από επιφυλλίδες και μπροσούρες. Ο Κόντογλου είναι στυπτικό αντιφάρμακο για όλην αυτή την εκατέρωθεν φτήνεια και νομίζω ότι έτσι αξίζει να τον θυμόμαστε.
Δεύτερη παρατήρησή μου: η ανάγκη να προχωρήσουμε σήμερα πιο πέρα κι από τα επιτεύγματα του Κόντογλου. Ο ελληνοκεντρισμός του Κόντογλου μοιάζει κυρίως αισθητικός. Σταματάει περισσότερο σε ρομαντικά εθιμικά στοιχεία της ελληνορθοδοξίας, γίνεται υπέρμαχος των λαϊκών αξιών που τις βλέπει σχεδόν σαν αυταξίες. Στην αγιογραφία μιμείται, χωρίς να μεταπλάθει οργανικά, τη μεταβυζαντινή κρητική σχολή, με εντυπωσιακή έμφαση στην τεχνοτροπία, όχι στη θεολογία της Εικόνας. Στη λογοτεχνική του παραγωγή μιμείται το λαϊκό συναξάρι, μεταγλωττίζει στο λαϊκό αυτό ύφος βιβλικά και πατερικά κείμενα, μάχεται με άρθρα και επιφυλλίδες για την αισθητική λαϊκή γραφικότητα της Ορθοδοξίας.
Ίσως γι’ αυτό η Ορθοδοξία του Κόντογλου είναι από όλους παραδεκτή, δεν ενοχλεί κανέναν. Γιατί δεν μπορεί, ούτε θέλει να αναμετρηθεί με τα αγωνιώδη ερωτήματα του κοσμικού περίγυρου. Μοιάζει μάλλον με περιθωριακή επιβίωση της λαϊκής θρησκευτικότητας, διασώζει τη νοσταλγική γοητεία του παρελθόντος, τον ρομαντισμό μιας τυπικής εθιμικής ευσέβειας. Αλλά αδυνατεί να αρθρώσει λόγο ζωτικής παρέμβασης στο παρόν.
Πιστεύω ότι θα τιμήσουμε τη μνήμη του Κόντογλου και θα αξιοποιήσουμε την προσφορά του, αν δουλέψουμε για ουσιώδεις εκβραχισμούς στη διάνοιξη του δρόμου που αυτός αισθητικά υπέδειξε. Σήμερα πια είναι πολύ πιο φανερό ότι η ενεργοποίηση της πολιτιστικής μας ταυτότητας και πρότασης είναι θέμα ιστορικής μας επιβίωσης. Η «καθ’ ημάς Ανατολή» ενδιαφέρει μόνο για τον ρομαντισμό του φολκλορ. Είμαστε τόσο Δύση όσο και Ανατολή και καθόλου διατεθειμένοι να χαρίσουμε την Ευρώπη στη φραγκο-γερμανική μονοτροπία. Ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία έχουν νόημα μόνο αν γεννάνε πρόταση διεξόδου στα βασανιστικά αδιέξοδα του σημερινού κόσμου.