Γράφει ο Στυλιανός Καβάζης.

«Μερικοί διασκορπισμένοι Βάραγγοι ξεχειμώνιαζαν στο θέμα Θρακήσιων. Κάποιος από αυτούς συνάντησε μια γυναίκα της περιοχής σε μια ερημιά και δοκίμασε την αρετή της. Όταν η πειθώ απέτυχε, κατέφυγε στην βία, όμως εκείνη άρπαξε το περσικού τύπου ξίφος του (ακινάκην), το κάρφωσε στην καρδιά του και αυτός πέθανε ακαριαία. Όταν το περιστατικό διαδόθηκε στην γύρω περιοχή, οι Βάραγγοι έκαναν συνέλευση και στεφάνωσαν τη γυναίκα, δίνοντας της όλα τα υπάρχοντα του βιαστή της, τον οποίο πέταξαν άταφο όπως ορίζει ο νόμος περί αυτοκτονίας.».
~Ιωάννης Σκυλιτζής, σύνοψις ιστοριών σ.394, ενδεικτικό απόσπασμα από το βιβλίο~
Στο έργο του Sverrir Jakobsson «Οι Βάραγγοι – Στην Άγια Φωτιά του Θεού», παρακολουθούμε μια διαφορετική ανάγνωση της ευρωπαϊκής ιστορίας. Οι Βάραγγοι, δηλαδή οι Βίκινγκς που ακολούθησαν την ανατολική οδό προς το Βυζάντιο και τις αραβικές περιοχές, παρουσιάζονται όχι ως βάρβαροι λεηλάτες και πλιατσικολόγοι, αλλά ως συνεργοί σε έναν κόσμο που ανασχηματιζόταν γύρω από τη θρησκεία, το εμπόριο και την πολεμική τιμή.
Ο τίτλος του βιβλίου δεν είναι τυχαίος, η «Άγια Φωτιά» συμβολίζει τόσο το θεϊκό πάθος, όσο και τη βία που διατρέχει σε πολλές περιπτώσεις και περιοχές τον κόσμο του Μεσαίωνα. Οι Βάραγγοι, ακροβατώντας ανάμεσα σε δύο κόσμους – τον παγανιστικό βορρά και τη χριστιανική Ανατολή – έγιναν φορείς αυτής της φωτιάς.
Από τον 9ο έως τον 11ο αιώνα, οι Σκανδιναβοί εγκατέλειψαν τις παγωμένες τους ακτές και διέσχισαν ποτάμια, πεδιάδες και θάλασσες για να φτάσουν στην καρδιά των μεγάλων πολιτισμών, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και κατά δεύτερο λόγο του χαλιφάτου των Αββασιδών. Ο Jakobsson αναφέρει ενδεικτικά:
«Για τους ανθρώπους της Βόρειας Ευρώπης, η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν μόνο μια πόλη ήταν μια αποκάλυψη. Μια θάλασσα από μαρμάρινες στέγες, επίχρυσες εικόνες και έναν αυτοκράτορα που στεκόταν πάνω από όλους τους θνητούς.»
Οι Βάραγγοι έγιναν φρουροί του ίδιου του αυτοκράτορα, μέλη της ξακουστής Βαραγγικής Φρουράς, μιας μονάδας γνωστής για την πίστη, την επιδεξιότητα και την αγριότητα της στο πεδίο της μάχης. Ήταν «πολεμιστές του Βορρά, κάτω από το σταυρό της Ανατολής».
Εκεί όπου οι περισσότεροι ιστορικοί υπέρ τονίζουν την πολεμική πλευρά των Βάραγγων, ο Jakobsson αναδεικνύει τον θαυμασμό τους για το ανεξάντλητο μεγαλείο του βυζαντινού πολιτισμού:
«Για τους Βίκινγκς, το Βυζάντιο ήταν ένας κόσμος μαγικός – ο πλούτος του αδιανόητος, οι ναοί του μυστηριώδεις, οι τελετουργίες του καθηλωτικές. Το να υπηρετεί κάποιος εκεί δεν ήταν απλώς τιμή – ήταν υπέρβαση του εαυτού.»
Σε σκανδιναβικές σάγκες, η Κωνσταντινούπολη (γνωστή ως Μίκλαγκαρθ) περιγράφεται ως «πόλη χτισμένη από θεούς». Αναφέρεται χαρακτηριστικά:
«Εκεί όπου οι τοίχοι ήταν λευκοί σαν το χιόνι και οι πύλες μεγάλες σαν όρη, εκεί πολέμησαν οι αδερφοί μας και τίμησαν τα όπλα τους.»
Ο Ισλανδός καθηγητής μεσαιωνικής ιστορίας επισημαίνει συνεχώς με πολλές ιστορικές πηγές και μαρτυρίες(κυρίως από σάγκες) ότι για πολλούς Σκανδιναβούς, η ένταξη στη Βαραγγική Φρουρά ήταν τρόπος να αποκτήσουν δόξα, πλούτο και το σημαντικότερο σεβασμό στην πατρίδα. Στις Ισλανδικές σάγκες αναφέρεται ότι οι μαχητές επέστρεφαν στο βορρά «λαμπεροί σαν χρυσάφι» και τους αποκαλούσαν «άντρες του αυτοκράτορα».
Ο συγγραφέας στο συγκεκριμένο βιβλίο δεν παραθέτει απλώς στοιχεία αλλά συνθέτει μαεστρικά έναν επικό καμβά. Εδώ η ιστορία γίνεται σχεδόν ποίηση. Στο βιβλίο, η «άγια φωτιά» δεν είναι μόνο μία απλή μεταφορά για τον πόλεμο αλλά είναι και μια εσωτερική φλόγα, μια πίστη, ένα πεπρωμένο.
«Όπου κι αν βάδισαν, οι Βάραγγοι κουβαλούσαν μια φλόγα. Δεν ήταν μια καταστροφής, ήταν η φλόγα της πίστης, του καθήκοντος και της μετάβασης. Ήταν άνθρωποι μεταξύ δύο θρησκειών, δύο κόσμων και δύο εποχών.»
Ο συγγραφέας επενδύει στο ύφος, δημιουργώντας μια σχεδόν μυθική διάσταση της ιστορικής αλήθειας. Οι Βάραγγοι δεν είναι ούτε άγιοι ούτε δαίμονες, είναι ήρωες τραγικοί, πλάσματα ενός κόσμου που άλλαζε και αλλάζει συνεχώς.
Το βιβλίο του Jakobsson επιτυγχάνει κάτι μοναδικό και ειδικότερα στην Ελληνική σχετικά φτωχή βιβλιογραφία περί του θέματος, ανασύρει μια ιστορική ομάδα από τη λήθη και τη βία και την τοποθετεί στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής ιστορίας, με σεβασμό, ποιητικότητα και ιστορική τεκμηρίωση. Οι Βάραγγοι δεν είναι απλώς μισθοφόροι, είναι φορείς της «άγιας φωτιάς», του πάθους να ανήκεις σε κάτι μεγαλύτερο, του θαυμασμού για έναν κόσμο φωτεινότερο από τον δικό σου.
Και όπως γράφει καταλήγοντας ο Jakobsson:
«Ίσως να μη μάθουμε ποτέ τι ακριβώς σκέφτονταν αυτοί οι άντρες, μα αν ακούσουμε προσεκτικά τις πηγές, θα νιώσουμε την ίδια φλόγα που τους κινούσε να διασχίσουν ποτάμια, θάλασσες και ιστορίες. Μια φλόγα θεϊκή.».


