Thursday, December 11, 2025

Η Σουηδία και η Αυτονομία στην Αμυντική Βιομηχανία. Τι σημαίνει αποτροπή. Τι δεν κάναμε στην Ελλάδα.

Γράφει ο Ανδρέας Σταλίδης.

Στη δεκαετία του 1950, τόσο η Ελλάδα όσο και η Σουηδία βρέθηκαν αντιμέτωπες με έντονες γεωπολιτικές προκλήσεις, υπό συνθήκες που σε πολλά σημεία ήταν συγκρίσιμες. Ο πληθυσμός τους ήταν παρόμοιος (7–8 εκατομμύρια), ενώ το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν τους ήταν σε αντίστοιχα επίπεδα, περιορίζοντας τους οικονομικούς πόρους που μπορούσαν να διαθέσουν για την άμυνα. Παράλληλα, και οι δύο χώρες αντιμετώπιζαν απειλές από ισχυρούς γείτονες: η Σουηδία από τη Σοβιετική Ένωση, και η Ελλάδα από την Τουρκία και την ευρύτερη γεωπολιτική αβεβαιότητα στην περιοχή της. Ωστόσο, οι επιλογές που έκαναν για να αντιμετωπίσουν αυτές τις απειλές ήταν ριζικά διαφορετικές και καθόρισαν την τεχνολογική και βιομηχανική τους πορεία για πολλές δεκαετίες.

Η Σουηδία, ήδη από τη δεκαετία του 1950, αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να στηρίζεται αποκλειστικά σε εισαγωγές οπλικών συστημάτων. Η εγγύτητα στη Σοβιετική Ένωση και η αυξημένη στρατιωτική ισχύ της τελευταίας έκαναν σαφές ότι σε περίπτωση κρίσης οι ξένοι προμηθευτές θα μπορούσαν να περιορίσουν ή να διακόψουν την παροχή εξοπλισμού. Αντίθετα από άλλες μικρές χώρες, η Σουηδία αποφάσισε να ακολουθήσει μια στρατηγική αυτονομίας στην άμυνα, επενδύοντας στην ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.

Πολύ γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι ένα κράτος-πελάτης της τεχνολογίας δεν θα ήταν βιώσιμο. Η χώρα στράφηκε στον σχεδιασμό και την παραγωγή δικών της συστημάτων και εξοπλισμού. Ο στόχος ήταν διττός: αφενός να εξασφαλιστεί η ανεξαρτησία, αφετέρου να αναπτυχθεί τεχνογνωσία υψηλής τεχνολογίας που θα μπορούσε να υποστηρίξει τόσο την άμυνα όσο και την οικονομία της.

Στο πλαίσιο αυτό, ιδρύθηκαν ή αναπτύχθηκαν σημαντικές εταιρείες όπως η Saab AB, η οποία ανέλαβε την κατασκευή αεριωθούμενων μαχητικών αεροσκαφών (Draken, Viggen, Gripen) και προηγμένων συστημάτων ηλεκτρονικών και ραντάρ. Παράλληλα, η Bofors επικεντρώθηκε στην παραγωγή πυροβόλων και αντιπυραυλικών συστημάτων. Η Σουηδία επένδυσε επίσης στην Ericsson για στρατιωκές επικοινωνίες, ενώ η Hägglunds και η Volvo Defense ανέλαβαν την παραγωγή τεθωρακισμένων οχημάτων και στρατιωτικών μεταφορών. Πολύ σύντομα, η εγχώρια τεχνογνωσία επεκτάθηκε και σε συστήματα που μπορούσαν να εφαρμοστούν σε πολιτικές τεχνολογίες, όπως αεροναυπηγική, ηλεκτρονικά και τηλεπικοινωνίες.

Οι πρώτες προσπάθειες της Σουηδίας στον τομέα των μαχητικών αεροσκαφών ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1950 με το Saab 35 Draken, το οποίο πέταξε για πρώτη φορά το 1955 και μπήκε σε υπηρεσία το 1960. Τη δεκαετία του 1960, ξεκίνησε η ανάπτυξη του Saab 37 Viggen, ενός από τα πλέον προηγμένα μαχητικά της εποχής του, με πρώτη πτήση το 1967 και είσοδο σε υπηρεσία το 1971. Παράλληλα, η Σουηδία επένδυσε σε προηγμένα συστήματα ραντάρ και πυραύλων, αναπτύσσοντας τεχνογνωσία που αργότερα ενσωματώθηκε και σε πολιτικά συστήματα, όπως ελεγκτικά συστήματα αεροναυτιλίας και ηλεκτρονικά συστήματα για πολιτικά αεροσκάφη.

Η στρατηγική της Σουηδίας απέδωσε καρπούς και σε οικονομικό επίπεδο. Οι εταιρείες όπως η Saab και η Bofors έγιναν διεθνώς αναγνωρισμένες και ξεκίνησαν εξαγωγές όπλων και τεχνολογίας, εξασφαλίζοντας έσοδα που ενίσχυσαν περαιτέρω την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Η τεχνογνωσία που αναπτύχθηκε για την άμυνα διεύρυνε τον κύκλο της σε civil εφαρμογές, με αποτέλεσμα η Σουηδία να αποκτήσει μια ισχυρή θέση και σε πολιτική αεροναυπηγική και σε προηγμένα ηλεκτρονικά και τηλεπικοινωνίες.

Η τεχνογνωσία που απέκτησε η Σουηδία μέσω της αμυντικής της βιομηχανίας βρήκε εφαρμογές και στον πολιτικό τομέα της αεροναυπηγικής. Οι τεχνολογίες που αναπτύχθηκαν για μαχητικά αεροσκάφη, όπως τα Saab Draken, Viggen και Gripen, αξιοποιήθηκαν σε πολιτικά αεροσκάφη και συνεργασίες με ευρωπαϊκές εταιρείες, όπως η ΒΑΕ (British Aerospace) για την κατασκευή και συντήρηση αεροσκαφών τύπου BAe 146. Συγκεκριμένα, η Σουηδία συνέβαλε σε συστήματα πτήσης, ελέγχου και ηλεκτρονικά συστήματα των αεροσκαφών, καθώς και σε αεροκινητήρες και υποσυστήματα κινητήρων, που είχαν αναπτυχθεί αρχικά για στρατιωτικά μαχητικά, αλλά προσαρμόστηκαν για πολιτική χρήση.

Παράλληλα, η Σουηδία αξιοποίησε την τεχνογνωσία της σε ηλεκτρονικά, τηλεπικοινωνίες και κινητές επικοινωνίες, με εταιρείες όπως η Ericsson να δημιουργούν προϊόντα και υποδομές που ήταν τεχνολογικά αιχμής και εξαγώγιμα διεθνώς. Τα συστήματα ραντάρ και οι τεχνολογίες πλοήγησης που αναπτύχθηκαν για μαχητικά αεροσκάφη αξιοποιήθηκαν για πολιτικές εφαρμογές, όπως αεροναυτιλιακά συστήματα, ελεγχόμενα συστήματα ασφαλείας και αυτοματισμούς πολιτικών αεροσκαφών. Με αυτόν τον τρόπο, η Σουηδία κατάφερε να ενισχύσει την εξαγωγική της ισχύ και να καθιερωθεί ως ηγέτιδα στην παγκόσμια αγορά υψηλής τεχνολογίας, δείχνοντας πώς η επένδυση στην εγχώρια γνώση μπορεί να έχει πολλαπλά οικονομικά και τεχνολογικά οφέλη πέρα από την άμυνα. Σήμερα δε, κοιτάζει και στο διάστημα!

Αντίθετα, η Ελλάδα στη δεκαετία του 1950 επέλεξε μια διαφορετική πορεία. H Ελλάδα προτίμησε να αγοράζει όπλα από το εξωτερικό, αντί να αναπτύξει δικές της βιομηχανικές δυνατότητες. Η στρατηγική αυτή είχε το μειονέκτημα ότι εξάρτησε τη χώρα από ξένους προμηθευτές, περιορίζοντας την ικανότητα αυτονομίας σε περίπτωση κρίσης και στερώντας τη χώρα από την τεχνογνωσία που προκύπτει από την παραγωγή και τον σχεδιασμό εγχώριων συστημάτων.

Η σύγκριση αυτή δείχνει με τον πιο σαφή τρόπο πώς η στρατηγική επιλογή της αυτονομίας και της επένδυσης στην εγχώρια τεχνογνωσία μπορεί να φέρει πολλαπλά οφέλη: ανεξαρτησία στον τομέα της άμυνας, ανάπτυξη υψηλής τεχνολογίας και δυνατότητα εξαγωγών που ενισχύουν τη βιομηχανία και την οικονομία συνολικά. Η Σουηδία απέδειξε ότι η επένδυση στην τεχνογνωσία δεν είναι απλώς αμυντικό μέτρο· είναι στρατηγική επένδυση στην εθνική τεχνολογική και οικονομική ανάπτυξη.

Αντίθετα, η Ελλάδα συνεχίζει να παρουσιάζει τις αγορές υλικού από το εξωτερικό ως στρατηγική συνεργασία ή ως σύμμαχο σχέδιο, ενώ στην πραγματικότητα η χώρα παραμένει απλώς πελάτης. Πρόσφατα, οι παραγγελίες φρεγατών Belharra από τη Γαλλία παρουσιάστηκαν στο ελληνικό κοινό ως «συνεργασία με τη Γαλλία» και «ενίσχυση στρατηγικής σχέσης», αλλά στην ουσία η Ελλάδα περιορίζεται σε ρόλο αγοραστή. Το ίδιο ισχύει και για τα αμερικανικά συστήματα: ό,τι αγοράζεται, αγοράζεται ως πελάτης, χωρίς συμμετοχή στην παραγωγή ή στην τεχνογνωσία.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η παραγγελία των F-35 από τις ΗΠΑ. Την ίδια περίοδο, η Ελλάδα και η Ελβετία παρήγγειλαν περίπου τον ίδιο αριθμό αεροσκαφών με περίπου ίδιο κόστος. Παρά τις πολύ μικρότερες ανάγκες ασφάλειας, η Ελβετία ζήτησε και πήρε 10% συμμετοχή στη συμπαραγωγή των αεροσκαφών. Η Ελλάδα, αντίθετα, δεν πήρε τίποτα, γιατί ποτέ δεν ζήτησε τίποτα – όπως ουσιαστικά δεν έχει ζητήσει ποτέ ανάλογη συμμετοχή σε καμία μεγάλη προμήθεια. Η διαφορά αυτή δείχνει ξεκάθαρα ότι η Ελλάδα παραμένει αγοραστής εξοπλισμού, χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό για την ανάπτυξη εγχώριας τεχνογνωσίας, σε αντίθεση με την Σουηδία που, από τη δεκαετία του 1950, επέλεξε να επενδύσει στην ανεξαρτησία και στην τεχνολογική της αυτονομία.

Πηγή άρθρου – https://www.antibaro.gr/article/38882 

Σημειώσεις

  1. The Evolution Towards the Partial Strategic Autonomy of Sweden’s Essential Security Interests https://www.tandfonline.com/doi/full/10.1080/10242694.2021.1992713
  2. Switzerland will domestically assemble four F-35 stealth fighters in deal with Lockheed  https://www.flightglobal.com/fixed-wing/switzerland-will-domestically-assemble-four-f-35-stealth-fighters-in-deal-with-lockheed/158899.article 

Σχετικά άρθρα

3 COMMENTS

  1. Συγχαρητήρια, Ανδρέα. Το άρθρο είνα κατατοπιστικό, αλλά δείχνει και μία θλιβερνή αλήθεια. Οι Σουηδοί ήταν πάντα ανεξάρτητοι (τώρα μόλις μπήκαν στο ΝΑΤΟ και, κατά την γνώμη μου, θα κινδυνεύουν περισσότερο από την Ρωσσία), ενώ η Ελλάδα βασίστηκε πάντα στον ξένο παράγοντα, όντας κράτος-αποικία από συστάσεώς του. Aφήνω κατά μέρος τις κυβερνήσεις που είχαμε και έχομε και που ασφαλώς δεν αντέχουν σε σύγκριση με τις σουηδικές.

  2. Ταπεινώς, όμως, θα ήθελα να σάς εκφράσω μιά παρατήρησή μου: όταν αναφέρεσθε στο τι θα πρέπει η Ελλάς να πράξει/διορθώσει//, καλλίτερα είναι το να κατανομάζετε ευθέως τον Πρωθυπουργό (ή όποιον άλλον υπεύθυνο). Το να αναφέρετε πχ τ’ ότι ”η Ελλάς πρέπει ν’ ακολουθήσει ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική”, είναι κάτι το αόριστο΄ δηλ. πρέπει να αναφέρετε” ο κ. Μητσ. πρέπει ν’ ακολουθήσει ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική”. Άρα γε, γνωρίζετε την διεύθυνση κατοικίας τής Ελλάδος, να πάμε να τής μιλήσουμε;! Ατυχώς, ο εκπρόσωπός της είναι ο εκάστοτε Πρωθυπουργός’ αυτός πρέπει να κατανομάζεται. Αυτό, θα συγκεκριμενοποιεί το θέμα, και οι ακροατές σας θα γνωρίζουν τον υπεύθυνο.

  3. Ευχαριστώ πολύ για τα σχόλιά σας.

    Αυτά που γράφω δεν αφορούν μόνο τον σημερινό πρωθυπουργό, αλλά και τους προηγούμενους.

    Στο συγκεκριμένο άρθρο δεν μιλάω για εξωτερική πολιτική, αλλά για ένταξη των αμυντικών υποχρεώσεων της χώρας στην οικονομία με πολλαπλά οφέλη.

    Ασφαλώς ο πρωθυπουργός. κ. Μητσοτάκης, είναι ο εν ενεργεία υπεύθυνος της πολιτικής της Ελλάδας. Γνωστό δεν είναι αυτό; Η κριτική μου προς το πρόσωπό του είναι δεδομένη, συγκεκριμένη και με αναφορές, όταν χρειάζεται να είναι έτσι.

    Τέλος, το άρθρο αυτό δεν αποσκοπεί ούτε στο να γνωστοποιηθεί κάποιος υπεύθυνος για τις χαμένες ευκαιρίες επί 70 έτη, ας πούμε, ούτε να καταδικάσει τους όποιους υπεύθυνους. Αποσκοπεί στο να γνωστοποιηθεί η άποψη ότι τα οφέλη από την δημιουργία εγχώριας παραγωγής αμυντικού υλικού είναι τόσο πολλά, ώστε αυτή η άποψη να καταστεί ξεκάθαρη στην κοινή γνώμη και να επηρεάσει προς αυτήν την κατεύθυνση οιονδήποτε βρίσκεται ή θα βρεθεί στο μέλλον σε θέσεις εξουσίας στην Ελλάδα.

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Συνδεθείτε!

14,514FansLike
2,436FollowersFollow
6,930SubscribersSubscribe