Friday 16 May 2025
Αντίβαρο
Θεωρία Ιστορία: Αρχαιότητα Οδυσσέας Ελληνιάδης

Άξονες ενός καταστατικού χάρτη δημοκρατικής πόλης 

ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΥΝΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Άξονες ενός καταστατικού χάρτη δημοκρατικής πόλης
Οδυσσέας Ελληνιάδης
Φεβρουάριος – Απρίλιος 2025
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Βασισμένο σε ένα σχέδιο ομιλίας του 2022, το άρθρο αποσαφηνίζει ότι η Δημοκρατία συνιστά συλλογική φαντασιακή συμφωνία εμπεριέχουσα δύο ανυπέρβλητες και αλληλένδετες προϋποθέσεις. Πρώτη, τον αναγκαίο όρο της, τη μετάνοια: την αμφισβήτηση της νεωτερικότητας της συλλογικής Δύσης, η οποία έχει καταβαραθρώσει τον άνθρωπο σε ανυποληψία. Δεύτερη, τον ικανό όρο της, την αποκατάσταση της πολιτικής, το ίδιον της ποιότητας του είδους: την αμέριστη και ανεξαίρετη συμμετοχή του ανθρώπου στην πραγματικότητα του. Η Δημοκρατία, η ανθρώπινη κατάσταση συλλογικότητας κοινού «Εμείς» στον Σύμπαντα Κόσμο, συνιστά πολιτικό αίτημα του ανθρώπου ενέχων την αδιάρρηκτη σύζευξη δύο, χωρίς τέλος, όρων. Πρώτον, την «πνευματική» θεμελίωση της: την καθομολόγηση κοινής πίστης για το όμοιο ανθρώπινο ον και της αδιαίρετης, χωρίς φαντασιακές διαβαθμίσεις, ποικιλίας της ομοειδίας του ανθρώπινου γένους εντός του Σύμπαντος Χώρου. Δεύτερον, την «υλική» θέσμιση της: τη συνομολόγηση πολιτειακής συλλογικότητας στις αποφάσεις της κοινωνίας. Η μετάβαση στην νέα συνθήκη του ανθρώπινου είδους είναι μακροχρόνια και βασανιστική λόγω της βαθιάς αλλοίωσης του ανθρώπινου όντος στην πολιτισμική του κατάσταση.
Προοίμιο: Λόγος Ανώνυμος
Ο λόγος αυτός είναι ανώνυμος. Διότι, αὐτός: αὖ+τός. αὖ: πίσω, ξανά, πάλι, εκ νέου (δυνάμενος επανάληψης), -τός: κατάληξη ρηματικών επιθέτων που δηλώνει  ότι ορίζει η ρηματική ρίζα, π.χ. ψητός = που μπορεί να ψηθεί, διδακτός = που μπορεί να διδαχθεί, και παρόμοια, ῥητός = καθορισμένος, εκείνο που δύναται να ειπωθεί με σαφήνεια. Ακόμη, αὐτός: ο ίδιος, μόνος (αὐτοί ἐσμέν), όπως, κατὰ τὸ αὐτό = κατά το ίδιο, μαζί, ταυτόχρονα· τό αυτόν (το ίδιο). Ακόμα, αυτός ο ίδιος, ο πραγματικός άνθρωπος, η ψυχή, όχι το σώμα. Επομένως, αὐτός, ο ίδιος που δύναται επανάληψης (δες, Liddell & Scott και Βικιλεξικό, αὖ και αὐτός. Επίσης, Βικιλεξικό, -τος). Λόγος αὐτός, λόγος ίδιος που μπορεί να λεχθεί ξανά, κοινός λόγος που δύναται να επαναληφθεί ο ίδιος με σαφήνεια.
Λόγος αυτός, ανώνυμος, διαθέτων ωστόσο σάρκα και οστά. Διότι, κατ’ αρχήν, η ανωνυμία ενέχει συνείδηση «μη εαυτού» στον Σύμπαν Χώρο: επίγνωση ταπεινότητας που δεν επιχειρεί πειθαναγκασμένη συναίνεση με την επίφαση πιστοποιητικών συμβολικής γνώσης. Χωρίς το κύρος της αυθεντίας, ο ανώνυμος λόγος εστιάζει στον ίδιο, αυτό, λόγο, χωρίς άλλες ζυγίσεις. Λόγος, που έχοντας πρώτα συζητήσει με τη συνείδηση μου και την ηχώ του λόγου των ανθρώπων θέτοντας σε τάξη τις σκέψεις μου, μετά να συνομιλήσει με τον λόγο των ανθρώπων. Αν και ανώνυμος, ωστόσο λόγος που λέγεται, δεν σιωπά από το φόβο λοιδορίας του από κακόβουλους. Επειδή είναι λόγος ήπιος και καλοπροαίρετος, όχι απειλητικός που ενσπείρει τρόμο. Ακόμη και αν λάβει εύσημα από σοβαρούς (με όλη τη σημασία της λέξης) ανθρώπους, όντας ανώνυμος διεκδικεί μόνο την ταπεινότητα του λόγου του. Επειδή όμως λέγεται, είναι λόγος που αναλαμβάνει με παρρησία την ευθύνη του στην Ιστορία. Συνεπώς, λόγος που δεν διεκδικεί πνευματικά δικαιώματα, παρά μόνο την ευθύνη για ότι λέγει. Λόγος ανώνυμος λοιπόν, λόγος αυτός· λόγος κοινός που λέγεται από κάποιον Οδυσσέα Ελληνιάδη, που μπορεί να επαναληφθεί από οποιοδήποτε ανώνυμο Έλληνα.
«Μη γνώση» ή, μετάνοια
Λόγος που εμπεριέχει συνείδηση αλήθειας, λόγος που προϋποθέτει αμφισβήτηση. Λόγος απότοκος συνειδητής προσπάθειας απογύμνωσης πολιτισμικής αυθεντίας, σκόπιμης επιδίωξης απέκδυσης της πολιτισμικής γνώσης, παρόμοια της πρότασης του Λάο Τσε για δράση με «μη γνώση» (wuzhi), δράση δηλαδή, χωρίς τη διαστρεβλωμένη, ψευδή, πολιτισμική γνώση. Σύμφωνη του χριστιανικού συμβολικού λόγου στην μυθολογία της Παλαιάς Διαθήκης. Διότι, το μήλο της γνώσης συνιστά «γνώση» που ενδύεται το γυμνό, την αλήθεια, το γνήσιο αρχέτυπο του Θείου, είναι ο πολιτισμικός καρπός που απομακρύνει, αποξενώνει, από το Θείο. Μήλο, γνώση, που αποκρύπτει τη γυμνή αλήθεια του Θείου. Διότι, το μήλο – η πολιτισμική «γνώση» – και οι συνέπειες του, η ένδυση της «γυμνής» ανθρώπινης κατάστασης αποτέλεσε τη σημαντική ιστορική πράξη αμφισβήτησης της πρότερης αυθεντικής κατάστασης του απομακρύνοντας τον από το αρχέτυπο κάλλος, την ενότητα του με το Θείο, τη φύση. Η υπέρβαση της «γνώσης» επομένως, απαιτεί ως αναγκαία προϋπόθεση της την αμφισβήτηση της, το ριζικό αναστοχασμό της, και την αναζήτηση του γυμνού, της αλήθειας, την ενθύμηση του παρελθόντος, απαιτεί δράση με «μη γνώση». Και παρόμοια στον Χριστιανισμό, η μετάνοια προϋποθέτει την άρνηση του μήλου της «γνώσης», την υπέρβαση του «προπατορικού αμαρτήματος», για να έλθει η ανάσταση του, το σμίξιμο ξανά με το Θείο. Την κατάσταση communitas, την αρχική του κατάσταση ενότητας με τον Κόσμο, θα πει η ανθρωπολογία και την ανάδυση του αυθεντικού εαυτού. Και είναι αυτός ο αυθεντικός εαυτός, ο γνήσιος, ο απονήρευτος χωρίς την πολιτισμική «γνώση», η εικόνα του αρχέτυπου που ανακαλύπτει η ανθρωπολογία, που έχουμε απωλέσει εμείς οι γραμματιζούμενοι, οι πολιτισμένοι. Αυθεντικός εαυτός «μη γνώσης» και μετάνοια της «γνώσης» όπως τα δείχνει παραστατικά σε δύο πρόσωπα, η πραγματικών γεγονότων ταινία «Το Δείπνο του Βοσκού»· είναι ο αγράμματος βοσκός πράττων με «μη γνώση», απονήρευτος που παίρνει τον λόγο κυριολεκτικά, που συνομιλεί και συντρώγει με το παλληκάρι στον σταυρό, προς έκπληξη των ήδη εκπολιτισμένων μοναχών που πασχίζουν να απαλλαγούν από την αμαρτία. Όπως διακηρύσσει ο χριστιανισμός στο περιλάλητο «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι ότι αυτών εστίν η Βασιλεία των Ουρανών» (Ματθ. ε΄, 3) που τόσο έχει λοιδορηθεί από τους ημιμαθείς προοδευτικούς γραμματιζούμενους. Οξύμωρο, διότι το ίδιο είχε επισημάνει και ο Λάο Τσε: «Το υπέρτατο (αυθεντικό), εκείνοι χωρίς γνώση το έχουν» («Δρόμος και Αρετή, στρ. 17).
Επειδή, στο Κόσμο που βρισκόμαστε, ο καθένας μας είναι μια στιγμή του. Μια στιγμιαία λάμψη ενός άπειρου χάους, ένα στιγμιαίο ίχνος του Υπερχώρου, του Σύμπαντος Κόσμου, ένα σωματίδιο Higgs ή, ένα quark ενός (μικρό)κοσμου παρατηρούμενο τυχαία στο μακρόκοσμο ενός πολλαπλού σύμπαντος, σε αντίθεση με αυτό που σήμερα όλοι μας θεωρούμε πολιτισμικά εδραιωμένο ως ακράδαντο αυτονόητο. Η μεγαλειώδης μας σπουδαιότητα που καυχιέται την ύβρη: να προβάλλει ως «ανθρωποθεός», ως αθάνατος θεός στον οδυνηρό μικρόκοσμο του. Όπως ο ανθρωπολόγος Ernest Becker συνοψίζει έξοχα στο βιβλίο του «The denial of death»: «Ο πραγματικός κόσμος είναι απλά πολύ τρομερός για να ομολογηθεί. Λέει στον άνθρωπο ότι αυτός είναι ένα μικρό τρεμάμενο ζώο, ο οποίος κάποια μέρα φθίνει και θα πεθάνει. Η κουλτούρα αλλάζει όλο αυτό· κάνει τον άνθρωπο να φαίνεται σπουδαίος, ζωτικός στο σύμπαν, αθάνατος με κάποιους τρόπους». Ο πολιτισμός είναι η χάρτινη άμυνα του ανθρώπου στη αλήθεια της πραγματικότητας, της θνητότητας μας, συνιστά ουσιαστικά την αντιγνώση που επιδιώκει να κατασκευάσει έναν αυθαίρετο, άρα ψευδή, κόσμο μεγαλόσχημης επωνυμίας στο διηνεκές. Μπορεί να συγκροτεί προς το παρόν ένα δικό του κόσμο, τη δική του λειτουργική πραγματικότητα, μπορεί δηλαδή, να δημιουργεί ένα δικό του σπήλαιο πραγματικότητας, το δικό του matrix, αλλά η αλήθεια περιστοιχίζει αυτόν τον ψευδή κόσμο και τα ψέματα τελειώνουν κάποια στιγμή. Ο ανθρώπινος πολιτισμός ιστορικά συνιστά την αυθαιρεσία «αντιγνώσης» και η αμφισβήτηση της απαιτεί δράση με «μη γνώση», δράση χωρίς την αντιγνώση, απαιτεί την ενθύμηση αυτής της παντοτινής αλήθειας, παρόμοια με την κατανόηση του Γιλγαμές: το αληθινό νόημα της ζωής, ο λόγος ύπαρξης μας είναι στο «Εμείς», στην ανωνυμία που περικλείει το «Εμείς», όχι στο υπερφίαλο «Εγώ» και στην επηρμένη επωνυμία που ανέδειξε το ιστορικό συμβάν που αποκαλείται πολιτισμός. Και η Δημοκρατία προϋποθέτει την ταπεινή ανωνυμία, όχι την έπαρση της ημιμαθούς αυθεντίας.
Άξονας δημοκρατικής πόλης: Ευημερία και ευδαιμονία
Επομένως, η παρατήρηση της κοινωνίας μας γενικά, αλλά και της οποιασδήποτε καθημερινής πλευράς της, απαιτεί ένα αναπόφευκτο όρο: τον κριτικό αναστοχασμό γενικευμένων αξιωμάτων που λαμβάνονται a priori ως αντικειμενικότητες. Μόνο η υπέρβαση των πολιτισμικών αυτονόητων, η ριζική αμφισβήτηση τους, μπορεί να επιτρέψει τη διαυγή παρατήρηση της κοινωνίας και κάθε φαινομένου της. Για παράδειγμα, το ερώτημα πώς μια κοινωνία πολιτών μπορεί να αμβλύνει το φαινόμενο της εγκληματικότητας που διαποτίζει όλο τον κοινωνικό ιστό απαιτεί την εξέταση του φαινομένου από την αρχή του, από το «μηδέν», προκειμένου να δράσουμε με «μη γνώση». Με άλλα λόγια, να αναποδογυρίσει η κληρονομημένη σκέψη της ιστορίας χωρίς τα αξιώματα της αντιγνώσης.
Κατά συνέπεια, ο όρος εγκληματικότητα είναι ανάγκη να προσδιορισθεί ξανά, εκκινώντας όχι από το περιορισμένο νόμιμο που έχει διαμορφωθεί κοινωνικοϊστορικά, αλλά από το γενικό, οικουμενικό, δηλαδή την ηθική που προσδιορίζει το ανθρώπινο είδος, την ηθική που πηγάζει από αυτό που είναι το ανθρώπινο ον. Επειδή, το νόμιμο δεν είναι πάντα ηθικό, όμως το ηθικό είναι πάντα νόμιμο στην ανθρώπινη συνείδηση. Με αυτό αφετηρία, η εγκληματικότητα περιλαμβάνει όλη εκείνη τη δραστηριότητα προσώπων, από την οποία, επειδή εκλείπει η ηθική ενεργεί συνωμοτικά, στο περιθώριο, έξω από το δημόσιο προσκήνιο της κοινωνίας – πλειστάκις δε, ενεργεί καταφανώς εκτός του τυπικά νόμιμου του λεγόμενου νομικού δικαίου – προσβάλλοντας πολύπλευρα και βαθιά την κοινωνία, δηλαδή, τις αρχές της αλληλεγγύης και της δίκαιης διανομής του παραγόμενου και εν δυνάμει πλούτου της, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ή την υγεία της, με την ευρύτερη της έννοια. Ιδιαίτερα στην ελληνική περίπτωση, η εγκληματικότητα προσβάλλει την υλική και άυλη «ιδιοκτησία» του έθνους και της κοινωνίας του, τη διαχρονική ιστορική του εμπειρία, η οποία, επειδή δεν ανήκει σε κανέναν προσωπικά αλλά στο αυτοπροσδιορισμένο «Εμείς», ο καθένας οφείλει ως ηθική προαπαίτηση να την προστατεύει απαρέγκλιτα, χωρίς να επιτρέπεται σε κανέναν η ιδιοτελής επικαρπία της ή η αυθαίρετη κατάλυση της. Κατ’ αυτά, μπορούμε να ορίσουμε γενικά ότι, η εγκληματικότητα περιλαμβάνει όλες τις ιδιοτελείς και αυθαίρετες ενέργειες προσώπων βλάπτοντας άμεσα ή έμμεσα την υπόσταση και συνοχή μιας κοινωνίας ως «Όλον» διαφθείροντας την, και οι οποίες, επειδή αποσκοπούν σε προσωπικό, ίδιον, κέρδος πλήττουν την ευημερία της κοινωνίας γενικά, καθώς και τις αγαθές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, δηλαδή, την ευδαιμονία τους.
Ο ορισμός παρατηρεί την εγκληματικότητα ως ασθένεια της κοινωνίας, απόκλιση από μία, κατ’ αρχήν, ακέραια κατάσταση της, η οποία καθορίζεται από δύο, γενικά κατανοητούς, αλληλένδετους όρους της: την ευημερία της κοινωνίας και την ευδαιμονία των ανθρώπων. Σε μια υγιή κοινωνία, αυτές τις προϋποθέσεις θα συνιστούν τον πυρήνα της διαπαιδαγώγησης κάθε πολίτη θεωρώντας τις ακρογωνιαίες σημασίες της ζωής του, την κοινωνική και πολιτική ελευθερία του ώστε η καθημερινή μέριμνα του για αυτή θα καθιστά αδιανόητο την έκπτωση τους, και άρα την εγκληματικότητα που θα προσβάλλει αυτούς τους όρους της κοινωνίας. Βέβαια, η ερμηνεία των προϋποθέσεων αυτών – πως ορίζονται αυτές – επιδέχεται πολλές εκδοχές. Γενικά μιλώντας, σε μια δημοκρατία, εξ ορισμού, η αποφασιστική ερμηνεία τους είναι αποκλειστικό θέμα των, χωρίς ιεραρχία, ισότιμων πολιτών. Και βέβαια σε αυτήν την τελική ερμηνεία θα επεμβαίνει πάντα υπόρρητα η ιστορική εμπειρία της κοινωνίας. Αντίθετα, σε μια ολιγαρχική, συγκεντρωτική οργάνωση της κοινωνίας, όταν τίθενται αυτοί οι όροι προς συζήτηση, η ερμηνεία τους προσδιορίζεται εν πολλοίς από ομάδες εξουσίας και γενικότερα, από το συσχετισμό ισχύος μεταξύ ολιγαρχίας και λαού, τόσο εντός της κοινωνίας όσο και έξωθεν της, από γεωπολιτικούς ολιγαρχικούς συσχετισμούς.
Προφανώς επίσης, εφόσον μια κοινωνία πολιτών ενεργεί με γνώμονα αυτές τις δύο κατευθύνσεις θα συνάψει και τους ανάλογους θεσμούς ώστε να τις υποστηρίζουν. Διότι, οι θεσμοί συμβολίζουν το κοινωνικό φαντασιακό, δηλαδή, υλοποιούν με ένα ορατό τρόπο την πνευματική θέση της κοινωνίας για το τι είναι ο άνθρωπος και πώς αυτός συνδέεται με τον Κόσμο. Διότι, οι θεσμοί, η κουλτούρα, αποτελούν τους ορατούς, υλικούς, δεσμούς αλληλεγγύης και διανομής των αγαθών του ανθρώπινου είδους επιδιώκοντας συνεκτικά, κοινωνικά, τη συμφιλίωση της απροσδιοριστίας της πραγματικότητας, των συμβάντων της, στην κοινωνική σφαίρα. Και αυτός ο θεσμισμένος ορατός τρόπος εφαρμογής των δεσμών αλληλεγγύης και διανομής καθορίζεται κατηγορηματικά από το φαντασιακό της κοινωνίας για την ουσία του ανθρώπινου όντος/είδους και άρα, των σχέσεων μεταξύ του και με τον Κόσμο. Αν, για παράδειγμα, η κοινωνία πιστεύει ότι είναι σύνολο ανισότιμων υποσυνόλων δυνάμενα να ιεραρχηθούν μεταξύ τους με καθολικό τρόπο, τότε θεσμίζει την κοινή άποψη της σε όλο το φάσμα της κοινωνικής δραστηριότητας ώστε να διακρίνονται εμφανώς και αναπαράγοντας αυτά τα υποσύνολα ως ορθό λόγο της. Όταν όμως οι κοινωνικοί θεσμοί συγκροτούν μια κοινωνία πολιτών, αλλιώς δημοκρατία, η κοινή πνευματική αρχή που τους εκπορεύει συνίσταται στο ακριβώς αντίθετο: το ανθρώπινο είδος είναι ένα, «Όλον Εμείς» και οι οποιεσδήποτε ορατές «διαφορές» των ανθρώπων είναι πολλαπλές εικόνες ποικιλίας του Ένα – Όλον, του χωρίς διαιρέσεις και ιεραρχήσεις «Όλον Εμείς». Επομένως, η θέσμιση μιας κοινωνίας πολιτών προϋποθέτει μια κοινή πίστη για το τι είναι ο άνθρωπος στην ουσία του, προϋποθέτει μια πνευματική ενότητα θεώρησης του Κόσμου και του εμπεριέχοντος σε αυτόν άνθρωπο ως «Όλον Εμείς», ενώ μια ολιγαρχικά συγκροτημένη κοινωνία πιστεύει στη διαφορετικότητα και στη διαφορά κύρους μεταξύ των προσώπων της, ότι το «Όλον Εμείς» δεν είναι Ένα, αλλά σύνολο «Εμείς» ανισότιμων «Εγώ». Είναι λοιπόν η κοινή πίστη, το κοινωνικό φαντασιακό, σε μια θεμελιώδη άποψη του Κόσμου, «Όλον Εμείς» ή «Εμείς Εγώ», η πηγή της εμπιστοσύνης στους θεσμούς του, ώστε η συνείδηση να τους νομιμοποιεί κοινωνικά.
Η διαφθορά των συνειδήσεων – και η συνέπεια της η εγκληματικότητα – κοινός τόπος της κοινωνίας μας, εμφανίζεται ακριβώς σε αυτό το κοινωνικό φαντασιακό του «Εμείς Εγώ», καθώς το «Εμείς» υπονομεύεται διαρκώς από το «Εγώ», μέχρι που σήμερα, το τελευταίο με την ακραία ιδιοτελή ερμηνεία του δικαιώματος ευζωίας του αντικαθιστά εξ ολοκλήρου το πρώτο. Προτάσσοντας τον εαυτό-«εγώ», χωρίς να ενδιαφέρει εδώ να περιγραφεί όλη η ιστορική – φιλοσοφική διαδικασία αυτής της πτώσης στο απόλυτο «εγώ», διαρρηγνύεται η ηθική συγκρότηση της κοινωνίας, διαφθείρεται ο πυρήνας συγκρότησης της ως «Εμείς», και βέβαια η εμπιστοσύνη στους κοινωνικοϊστορικούς θεσμούς του. Διότι, οι αποφάσεις της δικαστικής εξουσίας μπορούν να διατηρούν κύρος, την κοινωνική εμπιστοσύνη, όταν και εφόσον υπακούουν ευδιάκριτα, έστω και παρελκυστικά, στο «Εμείς».
Ενώ ο ορισμός, με καθοριστικό κριτήριο τους βασικούς σκοπούς μιας δημοκρατικής πόλης, επιτρέπει τη σύλληψη της άκρως δυσάρεστης κατάστασης του ανθρώπινου είδους, τις οδυνηρές συνέπειες της ποιότητας του πολιτισμού μας στη ζωή όλων μας με την άνευ προηγουμένου διαφθορά των συνειδήσεων, εντούτοις, δεν μας βοηθά στην αποκάλυψη της ρίζας του φαινομένου. Επειδή οι απαντήσεις του παρόντος βρίσκονται στο παρελθόν εξηγεί η γάτα του Schrödinger, το νήμα πρέπει να πιαστεί από την αρχή. Με άλλα λόγια, είμαστε αναγκασμένοι να το εξετάσουμε, όπως και όλα τα άλλα, ιστορικά – ανθρωπολογικά. Ενώ, η αποκλειστικά κοινωνιολογική διερεύνηση γεγονότων που κατακλύζουν τη ζωή μας, περιορισμένη στη νεωτερική συγχρονία αδυνατεί να τα ερμηνεύσει πλήρως, αντίθετα, η ανθρωπολογία, η επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στη διαχρονία του, έχει ήδη αποδείξει ότι η εγκληματικότητα, και γενικότερα η βία ως γενικό κοινωνικό φαινόμενο, δεν είναι στοιχείο όλης της ιστορίας του ανθρώπινου γένους, αλλά ένα φαινόμενο που εμφανίστηκε μια «ορισμένη» ιστορική στιγμή. Δηλαδή, συνιστά πολιτισμικό φαινόμενο.
Πολιτική: Η παρατήρηση της Ιστορίας για την πραγματικότητα της
Εφόσον η ιστορική/ανθρωπολογική παρατήρηση είναι αναγκαία, τίθεται το ερώτημα, πώς συνδέεται η Ιστορία με την πραγματικότητα, πώς συνδέεται ο άνθρωπος με την πραγματικότητα του. Λέγοντας Ιστορία, δεν εννοείται ότι αντιλαμβάνεται η δυτική νεωτερικότητα ως πραγματικότητα (τουλάχιστον μέχρι την κβαντική φυσική) και εμείς αναμασούμε αμαθώς καθημερινά στο λόγο μας ως αναντίρρητο αυτονόητο. Η Ιστορία, το γίγνεσθαι του μικρόκοσμου του ανθρώπου εντός του Σύμπαντος Κόσμου, δεν είναι πρόοδος: ιστορία εξελισσόμενη ανοδικά γραμμικά, από το παρελθόν προς το μέλλον με σκαμπανεβάσματα, τις λεγόμενες κρίσεις της. Διότι, κατά την κβαντική φυσική, δηλαδή τη μελέτη της φύσης και της πραγματικότητας, πρόοδος δεν υφίσταται, παρά μόνο πιθανότητες/ιστορίες πραγματικότητας στις οποίες εμείς ως παρατηρητές της επεμβαίνουμε. Ή, όπως το συλλαμβάνει ο Πλάτωνας στον Κρατύλο (399), ο άνθρωπος, ένας ερευνητής της πραγματικότητας. Παρατηρητής ή ερευνητής πραγματικότητας, η διερώτηση του για τον κόσμο του και για τον Σύμπαντα Κόσμο συνιστά επομένως θεμελιώδη γενική ιδιότητα του ανθρώπινου όντος. Ως οικουμενικό γεγονός η παρατήρηση της πραγματικότητας υποδεικνύει απευθείας την πλήρη, και μη δυνάμενη αποποίησης, αυθόρμητη συμμετοχή στην πραγματικότητα του, και συνακόλουθα, την πηγαία ευθύνη του καθενός στη διαμόρφωση της πραγματικότητας μας, δηλαδή της Ιστορίας. Διότι, η Ιστορία είναι η μεσολάβηση, η παρέμβαση, της ανθρώπινης πράξης στην πραγματικότητα της. Η Ιστορία είναι η ανθρώπινη παρατήρηση της πραγματικότητας. Ή, όπως το έθεσε ο Λάο Τσε, Ταό: δρόμος και πραγματικότητα ταυτόχρονα, ο δρόμος (η παρατήρηση) του Ανθρώπου στην πραγματικότητα του Σύμπαντος Κόσμου και του ανθρώπου στον (μικρό)κόσμο του. Ή όπως το διατύπωσε η ελληνική χριστιανική σκέψη: «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς (δρόμος) καὶ ἡ ἀλήθεια (πραγματικότητα του Σύμπαντος Κόσμου) καὶ ἡ ζωή (πραγματικότητα του θνητού μικρόκοσμου)» (Ιωάννη, ιδ΄ 6). Αλήθεια και ζωή αδιαίρετη οδός, αδιαίρετη πραγματικότητα. Αλλιώς, ο δρόμος της ζωής μας δεν μπορεί παρά να συμβαδίζει, να παρατηρεί, να συμμετέχει την αλήθεια του Τριαδικού Θεού. Όπως τη συλλαμβάνει η κβαντική φυσική, στην οντολογική πιθανολογική υπέρθεση της γάτας (ζωντανό και νεκρό ταυτόχρονα ον), η παρατήρηση της πραγματικότητας της συνιστά την ελευθερία της, τον δρόμο, τη συμμετοχή της στο κουτί της· η δοκιμασία της ζωής της στην αλήθεια της υπέρθεσης της και ο δρόμος της επιλογής της (ζωντανή ή, νεκρή τελικά). Επειδή λοιπόν, είμαστε – είδος/ον και πρόσωπο/ον – εκ γενετής, πάντα, παρατηρητές ή, ερευνητές της πραγματικότητας, επομένως είμαστε, ο καθείς, δρώντα υποκείμενα που η παρατήρηση μας, η συμμετοχή μας, επηρεάζει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, την Ιστορία, τις πιθανότητες της. Συμμετοχή σκόπιμη και εναργής ενός συνειδητού όντος. Συμμετοχή απαραβίαστη, η ελευθερία του, ο δρόμος του. Ελευθερία πολιτική, διότι η ιστορική δράση, η ανθρώπινη πράξη είναι πάντα συλλογική, εν τη πόλει, υποκείμενη στην ηθική της πόλης, του «Όλον – Εμείς».
Έτσι λοιπόν, πάντα επηρεάζουμε την Ιστορία, θέλουμε δεν θέλουμε, είτε το γνωρίζουμε, είτε το αγνοούμε, είτε κάνουμε ότι το αγνοούμε, αφού εμείς είμαστε η Ιστορία, οι παρατηρητές της πραγματικότητας. Ιστορικά δρώντα υποκείμενα. Αδιαφορία ή ενδιαφέρον για την πραγματικότητα, στωικότητα ή αγωνία για αυτήν, σιωπώντας, λέγοντας ή πράττοντας καθ’ οιοδήποτε τρόπο, είναι όλα συμμετοχή συνειδητού όντος στην πραγματικότητα, στην Ιστορία, όμως διαμέσου κοινωνικού – συλλογικού τρόπο. Η συμμετοχή μας – προσωπική εντός μιας ανώνυμης συλλογικότητας – είναι πολιτική, το ίδιον της ποιότητας του ανθρώπινου είδους. Το ανθρώπινο ον εγγενώς συλλογίζεται την πραγματικότητα του, διότι πάντα είναι ο παρατηρητής της που συμμετέχει σε αυτήν αδιαλείπτως. Και αυτό είναι καθημερινό, απόλυτο, οικουμενικό γεγονός από την πρώτη στιγμή γέννησης του σε αυτόν τον (μικρό)κόσμο. Είναι κληρονομημένη ευθύνη από την οποία δεν μπορεί να απαλλαγεί, παρά μόνο αν χάσει τη συνείδηση του, καθιστώντας την κάτι άλλο. Ακόμη και αν συνειδητά απωλέσει τη συνείδηση του, πάλι αυτή η πράξη αποτελεί την ελεύθερη συμμετοχή στην πραγματικότητα του κατά ένα τρόπο. Η οικειοθελής αυτοκαταστροφή του, για παράδειγμα να καταστήσει τον εαυτό του μηχανή, είναι πιθανότητα της ελευθερίας του, της συμμετοχής του στην πραγματικότητα, άσχετα αν μετά έχει απωλέσει την ελευθερία του, το οικουμενικό γεγονός της παρατήρησης της πραγματικότητας. Είναι αυτή η απαράβατη συμμετοχή στην πραγματικότητα που η ελληνική ιδιαιτερότητα διακηρύσσει συνεχώς στην ιστορία της, συνεχής υπενθύμιση της ελευθερίας του ανθρώπινου όντος. Επομένως, δεν είναι, ούτε μπορεί να είναι, παρά μόνο ως διαστροφή της πραγματικότητας του ανθρώπινου όντος, η συμμετοχή στην πραγματικότητα προνόμιο ορισμένων, διότι έτσι καθίσταται μικροπολιτική. Η ιεράρχηση της παρατήρησης της πραγματικότητας, και συνακόλουθα της απόφασης για την πραγματικότητα, ως προνόμιο επαγγελματιών πολιτικών, ή ηγεμόνων, ή CEO εταιρειών, δηλαδή, ο περιορισμός της συμμετοχής του ανθρώπινου όντος και της εκχώρησης της ευθύνης ή, παρατήρησης της πραγματικότητας σε έναν ηγέτη, καθιστώντας αυτόν το κύριο δρων, ιστορικό ή πολιτικό, υποκείμενο, είναι κοινωνικοϊστορικό γεγονός, δηλαδή πολιτισμικό. Η ηγεσία, ο αρχηγός, όποια μορφή και αν παίρνει κοινωνικοϊστορικά, και ο ακόλουθος λαός στην κάθε λογής δραστηριότητα του που υπακούει έχοντας εκχωρήσει την ευθύνη του δρόμου της Ιστορίας, της πραγματικότητας, στον αρχηγό γενικά (την οποία ευθύνη, περιοδικά, με την εξέγερσή της η ανώνυμη συλλογικότητα αναλαμβάνει πάλι εξ ολοκλήρου, αλλά πάλι προσωρινά, κοινωνικοϊστορικά), είναι εκφυλισμός της οντολογικής πραγματικότητας του ανθρώπου, ωστόσο, μια ιστορική πιθανότητα που πάντα τελεί υπό την αίρεση του μοναδικού παρατηρητή της Ιστορίας.
Συλλαμβάνοντας το προηγούμενο αποφεύγουμε τον αυτοπεριορισμό της παραίτησης από την ανθρώπινη ουσία. Είτε, διά της μοιρολατρίας, την πίστη σε ανυπέρβλητες εξωγενείς δυνάμεις διακυβέρνησης του προσώπου μας, είτε, διά του μεσσιανισμού, την ανάθεση της σωτηρίας μας σε ένα λυτρωτή, ένα από μηχανής θεό, απαλλάσσοντας μας από την σύμφυτη δέσμευση μας στο γίγνεσθαι της Ιστορίας, της κοινωνίας. Ταυτόχρονα όμως, ευελπιστώντας στην ανακούφιση της ψυχικής συντριβής που μας βύθισε η ανεπίγνωστη οντολογική μας εξαχρείωση, η ματαίωση του ιστορικού προορισμού μας. Ο μεσσιανικός ηγέτης, ως η ιστορική συμπύκνωση σε ένα πρόσωπο της ανάγκης αποκατάστασης της πολιτικής, μπορεί να εμφανιστεί μόνο όταν το «Εμείς» έχοντας αναγνωρίσει την πραγματική του θέση στην Ιστορία, εκδηλώσει πλήρως, ή έστω ως κρίσιμη μάζα, την πρωταγωνιστική του ευθύνη στην Ιστορία. Ο ηγέτης, ως η ιστορική, πρόσκαιρη, τομή της πορείας οντολογικής αυτοσυνείδησης του αληθινού παρατηρητή της Ιστορίας, μπορεί μόνο προσωρινά να συγκεντρώσει, σαν στιγμιαία δίνη εκτροπής της ροής ενός χειμάρρου, τη συνειδητή δράση της ανώνυμης συλλογικότητας, όταν αυτή με ανυποχώρητη πρόθεση κινείται να αποκαταστήσει το ίδιον της ποιότητας της: είμαι παρατηρητής, ερευνητής της πραγματικότητας το οποίο συνιστά την ελευθερία μου να δρω αυτοβούλως. Γι’ αυτό, ο μεσσιανικός ηγέτης δεν είναι απαραίτητα αναγκαίος ιστορικά. Διότι εξηγήσαμε: το μοναδικό, αληθές γεγονός είναι, ότι δεν δύναται η αποποίηση της ευθύνης της Ιστορίας, παρά μόνο αν πάψει να είναι, και να αναγνωρίζει την υπόσταση του, ως ανθρώπινο ον, μόνο αν καταστήσει τον εαυτό του πράγμα, res. Πραγμοποιημένος εαυτός είναι πλήρες υποχείριο ενός άλλου, δεν μπορεί να είναι ερευνητής της πραγματικότητας. Επειδή ο ερευνητής παρατηρεί την πραγματικότητα του ελεύθερα, με καθαρό μάτι, χωρίς αυτονόητες υποθέσεις, θέτοντας πάντα αυθόρμητα, πηγαία, ερωτήματα για αυτήν, και με βάση αυτά που γνωρίζει, ή και χωρίς να γνωρίζει τίποτε, διακρίνει, συλλέγει και επεξεργάζεται δεδομένα της πραγματικότητας και συζητώντας τα πορίσματά του, τόσο με τη συνείδηση του όσο και με τους άλλους ισότιμα, δίνει ερμηνείες, εξηγήσεις για τις παρατηρήσεις του, όχι μόνο με λογικό τρόπο, δηλαδή με συσχετισμό δεδομένων, αλλά με κάτι πολύ περισσότερο, με τρόπο φαντασιακό. Δηλαδή, παρατηρώντας την πραγματικότητα δύναται να φανταστεί από το «τίποτε» αναδύοντας νέες εικόνες/πιθανότητες της πραγματικότητας, θεσμίζοντας π.χ. γλώσσα, ή ταφή των νεκρών του, μετασχηματίζοντας εν τέλει τον εαυτό του αλλά και την κοινωνία του. Ο ερευνητής ή, παρατηρητής άνθρωπος δεν είναι, και δεν μπορεί να είναι, τεχνητή νοημοσύνη, διότι αυτή συνιστά το τεχνούργημα της ρασιοναλιστικής (λογικιστικής) εικόνας της δύσης για τον άνθρωπο, ότι ο άνθρωπος είναι μόνο έλλογο ον, ότι η γνώση του είναι αποκλειστικά προϊόν της ratio. Η δυτική λογικοκρατία επιτάχυνε τη ratio στην ΤΝ ως αδήριτη ανάγκη του φαντασιακού της, δηλαδή επινόησε την τεχνική εφαρμογή ταχύτατου συσχετισμού δεδομένων που το αποτέλεσμα του, η απάντηση στο ερώτημα, αυτοεπιβεβαιώνει την ορθότητα του τι γνωρίζει μέχρι τώρα. Η τεχνητή νοημοσύνη δεν δημιουργεί, απλά αντιγράφει καλά γρήγορα. Ο πραγμοποιημένος άνθρωπος, ειδικά καθιστώντας τον εαυτό του μηχανή, αρνείται ακριβώς το ίδιον του ανθρώπου να είναι παρατηρητής της Ιστορίας.
Πολιτική: η οντολογία του ανθρώπινου είδους
Η Ιστορία είναι Όλον· αδιάσπαστο χωροχρονικό γεγονός, γιγνόμενον και εμπεριέχων άπειρες ιστορίες/πιθανότητες. Η Ιστορία είναι Συλλογικότητα Ανώνυμη· αρραγής σύνδεση όλων των αναρίθμητων «μικρών» ιστοριών/ανθρώπων της. Η Ιστορία είναι Λόγος και πράξη είδους/όντος. Το ανθρώπινο είδος/ον, παρατηρητής «κλεισμένος» μέσα στο κουτί (την Ιστορία του και στο Σύμπαν Κόσμο) εν-δέχεται πιθανότητες ιστορίας και ιστοριών και επιλέγοντας ελεύθερα, κατά τους Schrödinger και Hugh Everett να παραμείνει ζωντανή ή να αποσυντεθεί, νεκρή γάτα. Πιθανότητες ιστορίας, αλλιώς, κουλτούρα, δηλαδή, την οργανωμένη παρατήρηση του Κόσμου μιας κοινωνίας απόρροια και σύμφωνη της θεώρησης της για τον Κόσμο. Επειδή ακριβώς, ο άνθρωπος ον, είδος και πρόσωπο, συνιστά αυθόρμητη ενδεχόμενη δημιουργία του Σύμπαντος Κόσμου, ακριβώς «επειδή η αυθόρμητη δημιουργία είναι ο λόγος που υπάρχει το Σύμπαν και εμείς» (Hawking, «The Grand Design», 2010). Αυτή η εγγενής φύση του Σύμπαντος Κόσμου, του αέναου μετασχηματισμού του, του αεί όντος στο αεί γιγνόμενον του (του Παιχνιδιού του Κόσμου και του κόσμου θα πει ο Κώστας Αξελός), δεν μπορεί παρά να «κληροδοτηθεί», να «εμφυσηθεί» και στην καθολική, ενιαία, δημιουργία του, στην Ιστορία, στη φύση του είδους/όντος που δημιουργεί το Παιχνίδι του Κόσμου. Ο άνθρωπος είδος/ον (η κβαντική σύλληψη της λέξης άνθρωπος = ανήρ + οψ = όψη ανδρός, εικόνα – πιθανότητα όντος), μια στιγμιαία εικόνα/πιθανότητα του αεί γιγνόμενον, του αυθόρμητου γίγνεσθαι του αχανούς Σύμπαντος Κόσμου, εν-δέχεται ipso facto και ab initio την αυθόρμητη δημιουργία, εμπεριέχει στη φύση του την παρατήρηση ή, συμμετοχή της πραγματικότητας του και τον αυθόρμητο μετασχηματισμό της, διά της πράξης του και της εργασίας του. Η ριζική φαντασία που αποκαλύπτει ο Καστοριάδης, η πρώτη παράσταση του Κόσμου, η αρχική ολική εικόνα που ενυπάρχει στο ανθρώπινο ον, φαντασιακή πηγή δημιουργίας, αναδυόμενων νέων εικόνων του κόσμου του κάνοντας τον αυτόνομο ον. Το Άγιο Πνεύμα, η ενυπάρχουσα «Εικόνα του Αόρατου», εκπορεύων το «άρρητο αρχέτυπο κάλλος» του Θεού – Πατρός (Άπαντα Μ. Βασιλείου, «Περί Αγίου Πνεύματος», σ. 49) και φωτίζων το ανθρώπινο ον στις πράξεις του κάνοντας το αυτεξούσιο.
Εφόσον η Ιστορία, η Ανώνυμη Συλλογικότητα της, αποτελεί χωροχρονική καθολική και αδιάσπαστη ενότητα είδους – «μία, αγία, καθολική εκκλησία» θα ειπεί ο ελληνικός χριστιανισμός – που ενδέχεται ποικιλία όμοιας ουσίας ανθρώπων και κοινωνιών της, είμαστε υποχρεωμένοι να εξετάσουμε τον άνθρωπο στην οικουμενικότητα ως είδος/ον όπως το έχει διερευνήσει η ανθρωπολογία. Η κατασκευή νέου εργαλείου από εργαλείο αποτελεί εκείνη την κρίσιμη στιγμή του είδους/όντος που σηματοδοτεί την αρχή της Ιστορίας του και όπου η πράξη του περιεχόμενη φαντασίας γίνεται η μέθοδος μετασχηματισμού της πραγματικότητας του. Η πράξη, η οικουμενική ιδιότητα του ανθρώπου, είναι αυθόρμητη δημιουργία, συμμετοχή στην (φαινόμενη) πραγματικότητα μετασχηματίζοντας εαυτό και κόσμο. Διότι, «υπήρξε επί χιλιετηρίδες μια ανθρωπότητα χωρίς θεωρία· ανθρωπότητα όμως χωρίς πράττειν δεν μπορεί να υπάρξει» (Κ. Καστοριάδης, «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας», σ.113, εκδ. Ράππα), ή αλλιώς, «δεν δρούμε επειδή γνωρίζουμε, αντίθετα γνωρίζουμε επειδή είμαστε υποχρεωμένοι να δράσουμε» (Σ. Δημητρίου, «Κοινωνική εξέλιξη και σχέσεις δύναμης», σ. 20). Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος είναι ένα είδος/ον που εγγενώς νοιάζεται να συμμετάσχει στην πραγματικότητα του, και αυτή η συμμετοχή του, το πράττειν, στον προσωρινό μικρόκοσμο του δεν μπορεί παρά να είναι αυθόρμητη δημιουργία, αυτοδημιουργία. Η συμμετοχή του, η πράξη εμπεριέχει ως μέθοδο και περιεχόμενο της το αεί γιγνόμενον, τον διαρκή μετασχηματισμό του δεδομένου, της γήινης πραγματικότητας του, μετασχηματισμού εαυτού και παραστάσεων του χώρου του, διαμορφώνοντας μια ενιαία, καθολική, Ιστορία με ποικιλία αναρίθμητων πιθανοτήτων/ιστοριών/κουλτουρών. Και ενσυνείδητη άρνηση τεκνογονίας είναι, άρνηση κοσμογονίας, άρνηση δημιουργίας πιθανότητας, άρνηση Ιστορίας, άρνηση Λόγου ύπαρξης είδους/όντος. Είναι άρνηση φύσης και κοινωνίας. Είναι προδιαγεγραμμένη αποσύνθεση φυλής και είδους.
Αυτή η πηγαία, αβίαστη, συμμετοχή ισχύει ανεξαίρετα για κάθε (εκ)πρόσωπο – πιθανότητα αυτού του είδους, από την πρώτη στιγμή σύλληψης του (το έμβρυο, γιγνόμενη πιθανότητα του αεί όντος) – μέχρι την τελευταία του «θανάτου» του, στην ποικιλία του και οποιασδήποτε κοινωνικοϊστορικής διαίρεσης του (π.χ. φύλου, ηλικίας, εθνικότητας κ.λπ.), δηλαδή, είτε πρόκειται για αρσενικό ή για θηλυκό, είτε για μωρό, για παιδί, για ενήλικο, για γέρο, είτε για μαύρο, λευκό, ή κίτρινο, είτε για κάποιον που λογίζεται υπήκοος, είτε για ελεύθερος. Αυτή η αρχέτυπη, γνήσια, πρόνοια του ανθρώπινου είδους/όντος για τον κόσμο που συμμετέχει, ονομάζεται πολιτική. Με άλλα λόγια, είναι ο Σύμπαν Κόσμος (αεί ον), που αενάως και αυθορμήτως μετασχηματιζόμενος (αεί γιγνόμενον ή δημιουργία), μετουσιώνεται σε πράττων εν σύλ-λογου κοινωνίας ανώνυμο άνθρωπο αναδυόμενου συνεχώς αναρίθμητων εικόνων/ πιθανοτήτων μετασχηματίζοντας εαυτόν και κόσμο, κάνοντας δηλαδή πολιτική. Συνεπώς, μια κοινωνία πολιτών θα πρέπει να αναγνωρίζει σε όλες τις θεσμίσεις της και σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής αυτή την πρωταρχική φύση του όντος, για όλα τα μέλη της, μηδενός εξαιρούμενου, ως αδιάσειστη, θεμέλια και συνάμα δεσπόζουσα, αρχή της κοινωνίας της, την πολιτική ηθική της. Η πολιτική, η παρατήρηση της πραγματικότητας, είναι ιδιοσυστατικό του κάθε ανθρώπινου όντος, που ενσαρκώνεται στην ευθύνη του στο « Όλον Εμείς», στην κοινωνία, στην Ιστορία. συνιστώντας την ελευθερία του. Αρχή ελευθερίας που αναγνωρίζει η ελληνική εμπειρία του Κόσμου από την αρχή της ιστορίας της, διατυπωμένη στον λόγο της, ακριβώς στο προοίμιο της Οδύσσειας, εκεί δηλαδή που προσδιορίζεται η κεντρική αρχή που διέπει την αφήγηση: «Ω, κρίμα αλήθεια, οι άνθρωποι με τους θεούς να τα ‘χουν, γιατί θαρρούν πως από μας οι συμφορές τους βρίσκουν, ενώ παθαίνουν μόνοι τους απ’ ασυλλογισιά τους, χωρίς να φταίει η μοίρα τους» (α, 32-34). Ο θάνατος του Αίγισθου είναι το αποτέλεσμα της ασυλλογισιάς του, προσβάλλοντας ένα όριο, την ηθική του όντος. Η δολοφονία του Αγαμέμνονα είναι ανήθικη, συνιστά ύβρι, δηλαδή, παραβίαση του σεβασμού των ορίων των πράξεων μας. Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος των πράξεων του, της ελευθερίας του, και αυτή η πράξη, η συμμετοχή του στην κοινωνία και στον κόσμο, εμπεριέχει, ενδέχεται, ευθύνη στο «Εμείς». Η ελευθερία, η πολιτική, η συμμετοχή, έχει ένα όριο, την ευθύνη στο αδιάσπαστο «Όλον Εμείς». Ευθύνη που διαμορφώνει, σχηματίζει, διαπλάθει συνεκτικές σχέσεις κοινωνίας, ηθική. Η πολιτική μπορεί να είναι μόνο ηθική, εμπεριέχοντας την ακρογωνιαία προϋπόθεση της: την πνευματική σύλληψη ενότητας του Κόσμου, ώστε να αφορά όλους, να επιδιώκει το καλό όλων. Δηλαδή, την ευημερία και ευδαιμονία όλων.
Πολιτισμός: Η ιστορική άρνηση της πολιτικής
Έτσι, ότι ορίσαμε ως πολιτική συνιστά τι είναι ακριβώς ο άνθρωπος, την οντολογία του. Το «μετέχειν κρίσεως και αρχής» (Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1275a24), δηλαδή, δυνάμενο εγγενώς, στοχασμού και αναστοχασμού για ότι παρατηρεί γύρω του και της απόφασης για την κοινή πραγματικότητα, συνιστά τον ειδοποιό όρο της ουσίας του, την κοινή Ιστορία του, τον κοινό λόγο ύπαρξης του ανθρώπινου είδους/όντος στον κόσμο. Συνακόλουθα, έμφυτος λόγος ύπαρξης του κάθε (εκ)πρόσωπου – πιθανότητας του «Σοφού Ανθρώπου», του Homo Sapiens Sapiens, εφόσον όλοι a priori συγκαταλεγόμαστε από γέννησης μας σε αυτόν. Όμως, αυτή την οντολογική του αλήθεια, την Ιστορία του, διακόπτει αυτό που αποκαλούμε σήμερα πολιτισμό. «Και μολονότι τούτος ο λόγος είναι κοινός, οι άνθρωποι γίνουνται ασύνετοι παντοτινά, και πριν τον ακούσουν, και όταν τον ακούσουν για πρώτη φορά. Γιατί, μολονότι τα πάντα γίνουνται σύμφωνα με τούτο το λόγο, μοιάζουν σα να μην τον γνωρίζουν … Όσο για τους άλλους ανθρώπους, δεν έχουν συναίσθηση των όσων κάνουν στον ξύπνο τους, όπως λησμονούν τα όσα κάνουν όταν κοιμούνται» (Ηράκλειτος, «Περί Φύσεως, απ. Β1, Βικιθήκη). Ο πολιτισμός εμφανίζει στην Ιστορία, στον Άνθρωπο, το θεμελιώδες οντολογικό πρόβλημα του, την μυριοειπωμένη από τότε οντολογική του έκπτωση, την πηγή της δυστυχίας του (για την οποία ατελείωτος λόγος γίνεται συνεχώς, βιβλία βιβλίων έχουν γραφτεί ενώ αναρίθμητες ζωές έχουν τσαλαπατηθεί αμείλικτα) με τον σφετερισμό της οντολογικής δέσμευσης του στην Ιστορία – τον αποκλεισμό της συμμετοχής του στην πραγματικότητα – από μια ομάδα που σχηματίζει εξ-ουσία λίγων. Δρομολογώντας την Ιστορία σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση καθιστά τη βία κοινωνικοϊστορικό συμβάν, καθώς επέβαλλε με δύναμη τη θέληση του δικού της λόγου εξουσίας επί του κοινού λόγου της κοινωνίας. Η ολιγαρχία γίνεται υπεύθυνη, ο άνθρωπος ανεύθυνος ο οποίος δεσμεύεται στο λόγο ύπαρξης της για την πραγματικότητα και η πολιτική υποβιβάζεται σε μικροπολιτική συμφερόντων της· φύλαρχοι ή, ηγεμόνες, κληρονομικοί ή, εκλεγμένοι, όλοι πολιτισμικά νομιμοποιημένοι. Μια ιστορία – πιθανότητα που σήμερα δοκιμάζει σκληρά σχεδόν ολόκληρο τον πλανήτη, χωρίς ωστόσο, να ακολουθείται από άλλες ιστορίες, όπως για παράδειγμα των ινδιάνων του Αμαζονίου.
Πτώση Παραδείσου, πτώση οντολογική, επομένως υπήρξε. Η ανθρωπολογία ονομάζει τον παράδεισο, communitas, δηλαδή, την κατάσταση ενότητας, συντροφικότητας και ανήκειν του ανθρώπινου όντος στον Κόσμο ως Ένα χωρίς διαφορές, όπως την διερεύνησε ο ανθρωπολόγος Victor Turner στις εξισωτικές κοινωνίες και το συμπυκνώνει η γυναίκα του Edith Turner στον τίτλο του βιβλίου της, η «Φυσική ιστορία της χαράς» (Natural history of joy). Παράδεισος ή, communitas, μια κατάσταση μαγείας του ανθρώπινου είδους/όντος εντός του Κόσμου, αυτό που είναι πραγματικά ο άνθρωπος. Πτώση παραδείσου, η μυθολογική εξιστόρηση της πολιτισμικής κατεύθυνσης της Ιστορίας, της απαρχής του διαχωρισμού της οντολογικής ενότητας του άνθρωπου με το «αεί ον», το Θεό. Ζώντας έκτοτε εν αμαρτίαις, δηλαδή, αποκομμένος από τη φύση του, τον κοινό του λόγο ύπαρξης και κατασκευάζοντας ένα πύργο της Βαβέλ, ένα αλαλούμ ασυνεννοησίας όπου ο καθένας μιλά τη δική του γλώσσα, προτάσσοντας δηλαδή το δικό του «εγώ». «… αλλά, παρόλο που ο Λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να είχαν δική τους αντίληψη» (Ηράκλειτος, απ. Β2).
Πτώση παραδείσου, ή πολιτισμός το ονομάσουμε είναι όροι του ίδιου ιστορικού γεγονότος, της ρίζας της απανθρωποποίησης του, και του αιτήματος της εξανθρώπισης του. Ο Όμηρος θα συμβολίσει την ιστορία αυτή στη βάσανο του Οδυσσέα, στο ανυπόφορο άλγος – αρνούμενος και αυτή την προσφερόμενη από τους θεούς αθανασία του – που προκαλεί ο νόστος της εστίας του, του «Εμείς». Κατά παρόμοιο τρόπο, στην πατρίδα «Εμείς» επιστρέφει τελικά ο ήρωας – ηγεμόνας Γιλγαμές μετά τις περιπέτειες του, στην πρώτη γραπτή αφήγηση αυτής της ιστορίας, εκεί δηλαδή που συγκροτούνται για πρώτη φορά φυλαρχικά κράτη, ο πολιτισμός της ευρύτερης περιοχής της Μεσοποταμίας. Ο Λάο Τσε θα διακρίνει τον πολιτισμένο, απομακρυσμένο από το Ταό άνθρωπο: «Όταν το μεγάλο Ταό εγκαταλείπεται, υπάρχει φιλανθρωπία και ορθότητα (επιφανειακή ευπρέπεια, καλοί τρόποι). Όταν ιδιοφυία και σοφία (αυθεντία γνώσης) εμφανίζονται υπάρχει μεγάλη απάτη» (στρ. 18) από «Εκείνους στους αρχαίους καιρούς που ήταν αυθεντικοί … Ήταν ευφυείς, βαθυστόχαστοι και οξύνοες» («Δρόμος και Αρετή», στρ. 15). Στον ελληνικό χριστιανισμό θα ονομαστεί προπατορικό αμάρτημα συνοδευόμενη με το αίτημα Ανάστασης του. Οι σύγχρονοι φιλόσοφοι το ονομάζουν ξένωση από το Είναι, που για τον Λούκατς και τον Καστοριάδη έχει επιφέρει την πραγμοποίηση [reification] του ανθρώπου. «Πρόοδος» της δε, η ανθρωπομηχανή – Human 2.0, που φαντάζεται σήμερα η δυτική ολιγαρχία. Ωστόσο, είτε μυθολογικός λόγος, δηλαδή διατύπωση πραγματικότητας σε μια παλαιά εποχή, είτε σύγχρονος λόγος στοχαστών, ο κοινός ανθρώπινος λόγος έχει επισημάνει τη ρίζα του δυστυχίας του ανθρώπινου όντος. Αντίθετα, οι δυτικότροποι, έμπλεοι προοδευτισμού και άγνοιας για το τι λένε και τι κάνουν, συλλήβδην θεωρούν προνόμιο τον πολιτισμένο άνθρωπο, ώστε η γραμμική ιστορία πρωτόγονος – πολιτισμένος να αποκλείει ολωσδιόλου στη σκέψη την παραμικρή υποψία αμφισβήτησης του.
Νόμος: Η «αντικειμενική» νομιμοποίηση σφετερισμού της πολιτικής
Η ανθρωπολογία είναι σαφής. Ο πολιτισμός, μία πιθανότητα των κοινωνικών σχέσεων του ανθρώπινου είδους, είναι η επιβολή του λόγου (ύπαρξης) μιας κυρίαρχης ομάδας αποκομμένης από αυτό με την εισαγωγή γραπτών νόμων στην Ιστορία. Επειδή είναι λόγος αυθαίρετος, ιδιοτελής λίγων, ξένος του κοινού λόγου ύπαρξης του ανθρώπινου γένους, χρειάζεται να αναγνωρίζεται με ένα ορατό, διακριτό, τρόπο από τον κοινό λόγο. Ο γραπτός νόμος εξυπηρετεί ακριβώς αυτήν την ιστορική ανάγκη της ελίτ. Ρόλος κοινωνικοϊστορικός, που παρότι διαστρεβλωμένος από την πολιτισμική ερμηνεία, διακρίνεται στον απόηχο της Ιστορίας, στη σκαιά καθιέρωση του στους ανθρώπους. Οι νόμοι του Χαμουραμπί θεωρούνται αυστηροί, λόγω της ανταποδοτικής φιλοσοφίας τους «οφθαλμόν αντί οφθαλμού», επειδή οι λαοί που περιλαμβάνει η επικράτεια του δεν συμμετείχαν οικειοθελώς σε αυτή. Στην ιουδαϊκή, το εξαγριωμένο πλήθος αρχικά καταστρέφει τις πλάκες του Νόμου που υιοθετούν την ίδια φιλοσοφία, για να τις επιβάλλει ο επίμονος φύλαρχος Μωυσής οριστικά την δεύτερη φορά. Η Ιστορία τις θυμάται πλάκες, εξηγεί η αρχαιολογία, γιατί στην ευρύτερη περιοχή της Μεσοποταμίας, οι νόμοι, ο λόγος του ηγεμόνα, κοινοποιείται στον πληθυσμό γραμμένος σε πήλινες πινακίδες (πλάκες) τοποθετημένες στο δρόμο. Στην ελληνική ιστορία, οι πρωτοεμφανιζόμενοι νόμοι χαρακτηρίζονται δρακόντειοι, άτεγκτοι για τους ανθρώπους.
Ωστόσο, ο πολιτισμικός λόγος παραποιεί έντεχνα τη βίαια πραγματικότητα. Η εξουσία παρουσιάζει τη θέληση της πάντοτε ως αναγκαία. Όχι αυθόρμητη, επειδή ο λόγος της καθυποτάσσεται στον αναγκαίο για αυτήν έλεγχο της πολιτικής. Έτσι, ο νόμος/λόγος της παρουσιάζεται ως η αναγκαία καινοτομία που βάζει τάξη τις παλαιές κοινωνίες, αποσιωπώντας ότι πρόκειται για εξισωτικές κοινωνίες, όπου η συμμετοχή στην πραγματικότητα είναι ισότιμη, όχι ασύμμετρη. Ο νόμος στη δυτική νεωτερική συνείδηση δικαιολογείται από τη παρατήρηση του «προϊστορικού» ως ζούγκλα, επειδή ακριβώς στηρίζεται στον προοδευτισμό της από την «πρωτόγονη» κατάσταση, άναρχη κυριαρχούμενη από ασύμμετρη δύναμη, στον πολιτισμό με απόγειο του τον δυτικό. Η παρατήρηση της χρησιμοποιεί ως ουσιώδες κριτήριο αυτό που θεωρεί αναντίρρητη, «αντικειμενική» αλήθεια του κόσμου της, τον νόμο που επιβάλλει κανόνες στον κόσμο ισχύος. Η, κατά τον Καστοριάδη, διαδοχική, ταυτιστική εξέλιξη της Ιστορίας αποδίδει έτσι τις σημασίες του παρόντος εξίσου στο παρελθόν. Επειδή ο πολιτισμένος άνθρωπος παύει να είναι «φυσικός» άνθρωπος, βλέπει τη φύση, άρα και την ανθρώπινη κοινωνία, ζούγκλα που χρειάζεται να ελεγχθεί με γραπτούς κανόνες εξισορρόπησης της ισχύος, δηλαδή από τον νόμο. Προφανώς, η ζούγκλα έχει τη δική της φυσική ισορροπία χωρίς κάποιο είδος της να ασκεί εξουσία σε άλλο, αλλά ειδικά, ο πολιτισμένος δυτικός άνθρωπος όντας αποξενωμένος από τη φύση του δεν μπορεί να την παρατηρήσει, αναγνωρίζει τη γαλήνη του «προϊστορικού» κόσμου ως «άγρια» κατάσταση, οπότε ο νόμος επιλύει ιστορικά αυτό το παλαιό πρόβλημα. Ο νόμος δικαιώνει έτσι την ιστορική πρόοδο. Επειδή ο νόμος για αυτήν είναι αναγκαίος στην πειθαρχία του συλλογικού υποκειμένου της Ιστορίας, διαστρεβλώνει την Ιστορία, ερμηνεύοντας την με τα δικά της ματογυάλια. Ο λόγος/νόμος της ολιγαρχίας επιβάλλεται ως η αναντίρρητη κατάκτηση της «Ιστορίας», η «έγκυρη» αυθεντία που ελέγχει επιτυχώς την αβεβαιότητα της «βίαιης» φύσης.
Όμως η βία είναι το αποκλειστικό γνώρισμα της δράσης της ολιγαρχίας. Η ζούγκλα της κοινωνίας όπου «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό» είναι δική της κατασκευή. Η ανθρωπολογία θυμίζει την τρομοκρατία των μαζικών ανθρωποθυσιών που καθιερώνει τον λόγο της στην Ιστορία. Αναγκασμένη να διατηρεί την κυριαρχία του στηρίζεται πάντα στην της αυθεντία της – συμβολική (ειδική γνώση), κοινωνική (δίκτυο προσώπων υψηλής ιεραρχικής θέσης), υλική (συσσώρευση υλικών αγαθών) περιβεβλημένη με «αντικειμενικό», αναμφισβήτητο, κύρος. Η ανθρωπολογία θυμίζει επίσης τις πρακτικές εξουσίας της που ασκεί διαχρονικά στον πολιτισμό: την ευγενική πειθώ ή συναίνεση των υπηκόων, την υπερβατική – θεόσταλτη ηγεμονία της, το δεδικασμένο που επιβάλλει η εισαγωγή του λόγου της στην κοινωνία, το οικονομικό μονοπώλιο, τη γυμνή δύναμη (Fagan, Μ.Β., 2001, «People of the Earth: An Introduction to world prehistory»). Η βία, η χρήση ασύμμετρης δύναμης, είναι το κύριο χαρακτηριστικό του λόγου της που διαχέει σταθερά στην κοινωνία διαποτίζοντας κάθε πτυχή της ζωής. Χωρίς αυτή δεν μπορεί να υπάρξει. Σε αντίθεση με τις «προϊστορικές» εξισωτικές κοινωνίες ο πολιτισμός συνιστά γενικευμένη βία. Δράση – αντίδραση, η βία φέρνει βία, το ορατό προϊόν αυτής της πιθανότητας της Ιστορίας.
Εν ολίγοις, στον πολιτισμό εκλείπει η πολιτική. Ο κοινός λόγος ύπαρξης του ανώνυμου «Εμείς» αλλοιώνεται σε «Εγώ, ο Οδυσσέας». Το ανθρώπινο ον γίνεται ιδιώτης, ετερόνομο ον. Η κοινή μοίρα ορίζεται από τις επιδιώξεις των λίγων. Ο πολιτισμός διασπά την κατάσταση communitas του συλλογικού υποκείμενου της Ιστορίας επιφέροντας καθολική οντολογική ρήξη στη συνείδηση και στη χαρά της ζωής με τρομακτικές συνέπειες. Σχιζοειδής βίωση της πραγματικότητας, οντολογικός επιταχυνόμενος εκφυλισμός σαν κατακλυσμός του ανθρώπινου κόσμου, σαν καλπάζων αυτοάνοσος καρκίνος της ανθρώπινης ύπαρξης· ο Σοφός Άνθρωπος σε 5000 περίπου χρόνια πολιτισμού έχει μεταβληθεί σε ανόητο, ιδιώτη, άνθρωπο εξευτελίζοντας την ανθρώπινη υπόσταση, ώστε για παράδειγμα, να θεωρεί αντικειμενική, αναπόφευκτη, πραγματικότητα την οργάνωση γραφειοκρατικών συστημάτων εξαναγκασμένης υποτελούς εργασίας ή, να φαντάζεται το σώμα προσωπικό του αντικείμενο πρόκλησης σεξουαλικής διέγερσης, όχι πηγή δημιουργίας σύμπαντος άνθρώπου.
Ακόμη, ο πολιτισμός αντικαθιστά την Ηθική, την προσωπική ευθύνη στο «Εμείς» με την ατομική ευθύνη στο Νόμο, στο γραπτό λόγο της εξουσίας. Στη Δύση, ο νόμος γίνεται ισότιμος με τον κοινό λόγο, είναι ιερός, αναμφισβήτητο «This is the law», δίκαιος ή άδικος, οπότε, το έννομο είναι και ηθικό, δικαιολογώντας έτσι αναρίθμητες θλιβερές ωμότητες της δύσης. Η ηθική υποχωρεί σε ανεπίσημο λόγο, ο άγραφος νόμος της κοινωνίας, ορατός στα ήθη, έθιμα και παραδόσεις ενός λαού. Όταν λοιπόν, η πρώην Πρόεδρος Σακελλαροπούλου, όντας νομικός, λέγει ότι «η δικαιοσύνη δεν απονέμεται με βάση το κοινό περί δικαίου αίσθημα» συγκαλύπτοντας την παιδεραστία επώνυμων προσώπων, επί της ουσίας αποκαλύπτει ακριβώς το προηγούμενο: το γραπτό δίκαιο αποτελεί τον λόγο της ολιγαρχίας που δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την ηθική που καθορίζει τη συλλογική συνείδηση μιας κοινωνίας. Η «κρίση της δικαιοσύνης» με την άρνηση της να αποδώσει δίκαιο αποσβολώνοντας τον καλό άνθρωπο, είναι η χωρίς εξωραϊσμούς πρωτότυπη εικόνα του πολιτισμικού γεγονότος: ο νόμος βρίσκεται πάντα υπό την αίρεση της ολιγαρχίας. Όταν αυτός δεν την εξυπηρετεί πια, θεωρεί δικαίωμα της να τον αγνοεί μέχρι να τον αλλάξει με βία. Έτσι, επειδή στην τωρινή συγκυρία η ελίτ κινείται προς ένα επόμενο ιστορικό της στάδιο, εγκαταλείπει ολοσχερώς την προηγούμενη κοινωνικοϊστορική σχέση ισχύος μεταξύ ελίτ και κοινωνίας, αφήνοντας να καταρρεύσει όλο το πολιτισμικό οικοδόμημα του κράτους – έθνους. Γι’ αυτό, όλη η πρακτική της δυτικής ολιγαρχίας χρησιμοποιώντας πάντα το βάθρο της εξουσίας της, την αυθεντία της, συνίσταται στην εξαπάτηση (το βιασμό της αλήθειας) και στην επίδειξη απροσχημάτιστης δύναμης με το σύστημα των θεσμών ελέγχου της κοινωνίας (δικαιϊκό σύστημα, αστυνομία, επιστήμη, κλπ.) απέναντι στο συλλογικό υποκείμενο της Ιστορίας.
Νόμος: το πολιτισμικό όριο της εξουσίας στην κοινωνία
Το νομικό δίκαιο επομένως, είναι η ορατή έκφραση της αντινομίας μεταξύ ηθικής και της ιδιοτελούς ανηθικότητας της ολιγαρχίας, μία θέσμιση του κοινωνικοϊστορικού συσχετισμού δύναμης μεταξύ κοινωνίας και ελίτ. Επειδή πάντα το ανθρώπινο γένος συνιστά την Ιστορία, η εξουσία της ελίτ δεν μπορεί να υπερβεί την κοινωνία, να την ελέγξει πλήρως. Είναι πάντα αναγκασμένη να την λαμβάνει υπόψη της, για αυτό και η εξαπάτηση χρησιμοποιώντας την αυθεντία της όπως εξήγησε ο Λάο Τσε, και ιδίως να υπολογίζει τις περιοδικές εκρήξεις – εξεγέρσεις της Ιστορίας, δηλαδή, την υπενθύμιση της ότι είναι η μοναδική αρχή, ενώ η υστερόβουλη ιστορία λίγων συνιστά μια αυτοάνοση πιθανότητα του ανθρώπινου είδους που μπορεί να τη θεραπεύσει. Αν είναι έτσι, πώς εκφράζεται αυτή η κοινωνικοϊστορική ασυνέπεια στους καιρούς μας;
Πρώτον, στην έννοια του δικαιώματος. Η δήλωση «δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα» διότι, «ως ανθρώπινο δικαίωμα επιτρέπεται να θεωρείται μονάχα ένα δικαίωμα το οποίο απολαμβάνουν όλοι οι άνθρωποι μόνο και μόνο επειδή είναι άνθρωποι» (Κονδύλης, Π., «Από τον 20ο στον 21ο αιώνα: Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000», σ. 61) αναγνωρίζει επακριβώς την μοναδική αλήθεια και το απόλυτο δικαίωμα που πηγάζει εξ αυτής: το ανθρώπινο γένος είναι Ένα, η Ιστορία του είναι μία και αδιαίρετη. Απόλυτο γεγονός που δεν μπορεί να αγνοήσει η εξουσία. Στη Δυτική νεωτερικότητα όμως, το δικαίωμα διατυπώνει ιστορικά στο νομικό δίκαιο την περιορισμένη πολιτική χειραφέτηση του δυτικού ανθρώπου από την εξαθλιωμένη κατάσταση του res, του πράγματος, που του είχε επιβάλλει η ανελέητη δυτική φεουδαρχική εξουσία. Κοινωνικοϊστορικά λοιπόν, το δικαίωμα προσδιορίζει δύο ακρότατα. Το αμυντικό όριο της κοινωνίας που θέτει νομικές – γραπτές – κατοχυρώσεις αστικών και κοινωνικών δυνατοτήτων της στην ασύδοτη δυτική ολιγαρχία. Ταυτόχρονα, το επιτρεπτό ανώτατο όριο που θέτει η ολιγαρχία στη συμμετοχή της κοινωνίας στη διακυβέρνηση της πραγματικότητας. Με άλλα λόγια, το δικαίωμα αποτυπώνει ιστορικά τον βαθμό της αυτοσυνείδησης των εθνών της συλλογικής Δύσης, όσον αφορά τις επιδιώξεις της ολιγαρχίας εντός της Ιστορίας. Όμως, η έννοια του δικαιώματος δεσμεύεται από τις πολιτισμικές ερμηνείες της ηγεμονικής θέσης της δυτικής ολιγαρχίας στον πλανήτη. Η επινόηση των «ανθρώπινων δικαιωμάτων» συνιστά το πολιτικό εργαλείο της ενσπείροντας εννοιολογική σύγχυση στην κοινωνία, ώστε, χρησιμοποιούμενα επιλεκτικά και πάντα περιβεβλημένα ως προοδευτικά, η ερμηνεία τους «έχει μετατραπεί σε ένα αγώνα μεταξύ ανθρώπων γύρω από ότι θεωρεί εκάστοτε ο καθένας ως δικό του αναφαίρετο δικαίωμα» (στο ίδιο, σ. 67). Εν ολίγοις, ενώ το ανθρώπινο δικαίωμα είναι ένα και απόλυτο, πηγάζων από την ανθρώπινη οντολογία, εντούτοις, οι πολιτισμικές ερμηνείες του υπόκεινται στην εκάστοτε κοινωνικοϊστορική σχέση ισχύος μεταξύ ελίτ και κοινωνίας.
Δεύτερον, στο Σύνταγμα. Ο θεμελιώδης πολιτειακός χάρτης εξιστορεί τη δυτικογενή πολιτισμική επιβολή της σχέσης ισχύος μεταξύ των Ελλήνων και της ολιγαρχικής εξουσίας. Η αρχική και τελική κατηγορηματική δήλωση της ανυπέρβλητης, αδιαμφισβήτητης, αρχής της Ανώνυμης Συλλογικότητας του Ελληνικού Έθνους στην πολιτειακή υπόσταση του, στο κράτος του, υπονομεύεται με την νομιμοποίηση του αποκλεισμού της στη θεσμική συγκρότηση του κράτους: δικαιώματα πολιτών – υπηκόων, πρόεδρος πολιτεύματος, κόμματα, βουλή, κυβέρνηση, διάκριση και λειτουργία εξουσιών.
Κατά το Σύνταγμα λοιπόν, στην αρχή του προσδιορίζεται επακριβώς, χωρίς περιστροφές, η πρωτογενής και αυτοτελής αρχή που ιστορικά συγκροτεί η Ανώνυμη Συλλογικότητα του Ελληνικού Έθνους: «Θεμέλιο του πολιτεύματος (δηλαδή κράτους) είναι η λαϊκή κυριαρχία. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους». Το σαφές δίπολο της κοινωνικοϊστορικής αντινομίας είναι: κυρίαρχος λαός/έθνος – εξουσίες, με καθορισμένο όριο, απορρέουσες, άρα δευτερεύουσες, από τη μοναδική πηγή τους που είναι ο λαός και στο όνομα του οποίου λειτουργούν, υπάρχουν. Είναι η αρχή, ο λαός, ο κύριος της αρχής, η ουσία του κράτους λοιπόν, και εξ(ω)-ουσίες, που ως εκτός ουσίας/αρχής, δηλαδή παρακείμενες – δευτερογενείς, μπορούν να διατελούν μόνο, εφόσον και επειδή υφίσταται η πηγή τους, εφόσον και επειδή συγκροτείται η Ανώνυμη Συλλογικότητα του Ελληνικού Έθνους σε κράτος που συνιστά τον αυθεντικό ιστορικό λόγο ύπαρξης τους. Εξ αυτού, συμπεραίνεται λογικώς ότι, επειδή οι εξουσίες, ακριβέστερα εκπροσωπήσεις της αρχής, υφίστανται δευτερογενώς, μπορούν να διατελούν μόνο με χαρακτήρα προσωρινότητας και ανακλητότητας υπό την αποφασιστική χρονική αίρεση της μοναδικής αρχής. Το τελευταίο μέρος του αρχικού άρθρου, «όλες οι εξουσίες … ασκούνται με βάση το Σύνταγμα», πάλι υποδηλώνει ότι η άσκηση εξουσίας/εκπροσώπησης του κράτους που έχει συστήσει το ελληνικό έθνος δεν μπορεί να υπερβαίνει την πρωταρχική, αυτοτελή, συλλογική αρχή που κρατά (ως κράτος) αυτές τις εξουσίες. Η εκχώρηση όμως, αυτών των αποκλειστικών δικαιοδοσιών της αρχής – προσωρινότητας και ανακλητότητας – στους προσωρινούς εκτελεστικούς/νομοθετικούς εκπροσώπους της αναιρεί πρακτικά τη λαϊκή αρχή (τον οποιοδήποτε χρόνο της άρσης εκπροσώπησης), επιτρέπει δε δυνητικά τον αυταρχισμό της εξουσίας όταν το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας αποδοκιμάζει έμπρακτα τη δευτερογενή εξουσία, καταδεικνύοντας την πολιτειακή ολιγαρχική οργάνωση της κοινωνίας.
Η πολιτική ευθύνη της Ανώνυμης Συλλογικότητας, ούσα η μοναδική, απόλυτη, πηγή του κράτους, περιορίζεται μόνο οντολογικά, ηθικά, απέναντι σε άλλα έθνη και εν γένει στον άνθρωπο. Ευθύνη που ιστορικά έχει δείξει το ελληνικό έθνος, μην εκδηλώνοντας ιμπεριαλισμό. Αντίθετα, η ευθύνη των (δευτερογενών) εξουσιών οριοθετείται στον «λόγον διδόναι» στο μοναδικό κύριο του κράτους, αν και η λογοδοσία λείπει επειδή συνιστά το πολιτισμικό όριο που θέτει η πολιτική αυτονόμηση της ολιγαρχίας στην κοινωνία. Επομένως, η προσωρινή και ανακλητή εντολή του κύριου του κράτους προς τον εκπρόσωπο του να περιορίζεται σε ορισμένες εξουσίες/εκπροσωπήσεις, αλλά τις περιλαμβάνει όλες: εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική. Ειδικά, ο επαγγελματισμός της γνώσης του νομικού δικαίου δεν συνιστά ικανή δικαιολογία αποφυγής της εντολής/εκπροσώπησης. Διότι. Πρώτον, μόνο ο λαός, ως η αρχή και το τέλος της πολιτικής, ο μοναδικός αυθέντης της πραγματικότητας του, έχει και κρατά την απόλυτη δικαιοδοσία μέσω ανάλογων θεσμών συμμετοχής του να παράγει δίκαιο και να αποδίδει δικαιοσύνη. Σε ένα μη εξουσιαστικό πλαίσιο, δηλαδή στη Δημοκρατία, όπου το δίκαιο έχει αποσυνδεθεί από την κοινωνικοϊστορική ιδιοτέλεια της απόφασης, το ανθρώπινο ον έμφυτα, για όλους τους λόγους που αφορούν την ουσία του όπως αναφέρθηκαν στην αρχή, μπορεί να διακρίνει τι είναι δίκαιο και τι άδικο όταν αποφασίζει. Η αποφασιστική ερμηνεία του νόμου δε, δεν μπορεί να είναι υπόθεση επαγγελματιών ή ειδικών, αλλά της κοινότητας που αφορά άμεσα, η οποία μπορεί να παράγει αυτοτελείς, καθόλα έγκυρες, αποφάσεις χωρίς περιορισμό. Δεύτερον. Η απόφαση του επαγγελματία ως ειδικού στηρίζεται στο κύρος της αυθεντίας του, η οποία ουσιαστικά συντηρεί και διαφυλάσσει το εξουσιαστικό πλαίσιο του αυτονομημένου δικαιϊκού συστήματος της ολιγαρχίας. Γεγονός που ήδη είναι γνωστό στο Σοφοκλή (Αίας, στ. 1135 – 1137). Εντούτοις, λόγω γνώσης των νόμων ο επαγγελματίας της δικαιοσύνης μπορεί να συνεισφέρει σε εισαγγελικούς – ανακριτικούς ρόλους και στην υποβολή νομικών προτάσεων στους μοναδικούς υπεύθυνους προσωρινούς – ανακλητούς λαϊκούς εκπροσώπους όταν αποφασίζουν σε ένα δικαστήριο. Η μελέτη, η επιστήμη του Δίκαιου και της Ηθικής από ειδικούς μπορεί να παρέχει μόνο πρόσθετες συμβουλευτικές ερμηνείες. Τρίτον. Οι επαγγελματίες – ειδικοί σε καιρούς μέγιστης διαπλοκής της ελίτ και διαφθοράς είναι εξαιρετικά ευάλωτοι στην τέλεση κακοδικιών και στην μετατροπή τους σε συντεχνία. Έτσι, ο έλεγχος δεν μπορεί να επαφίεται στους ίδιους τους επαγγελματίες δικαιοσύνης παρά μόνο από θεσμούς που αποδίδουν άμεσα τη λαϊκή κυριαρχία και βούληση.
Η αυτονόμηση της εκπροσώπησης/εξουσίας από τον θεσμικό διαρκή έλεγχο της από την απόλυτη συλλογική αρχή του Ελληνικού Έθνους και του κράτους της συνιστά  επομένως, ιδιοποίηση της μοναδικής αρχής. Με άλλα λόγια, αν και υποληπτόμενη ως «δημοκρατία», συνιστά ανταρσία, αποστασία της εξουσίας από την μοναδική αρχή της Ανώνυμης Συλλογικότητας του Ελληνικού Έθνους. Αυτή η διαυγής έννοια του σφετερισμού στο κοινωνικοϊστορικό πλαίσιο – το ιστορικό όριο της πολιτικής (διακυβέρνηση, νομοθετική, δικαστική) ως υπόθεση λίγων ειδικών που κατέχουν τη γνώση της, και όχι όλων – στη σχέση ισχύος μεταξύ ολιγαρχίας και κοινωνίας θολώνεται στο νομικό δίκαιο. Η κοινωνικοϊστορική ιδιοποίηση της πολιτικής από την εξουσία δεν πρέπει να συγχέεται με την, πολλές φορές βίαιη, εναλλαγή των μορφών ιδιοποίησης της, λόγω της νομιμοποίησης της εξουσίας στη συνείδηση των υπηκόων ως «δημοκρατία». Ούτε η έννοια του σφετερισμού μπορεί αποκλειστικά να περιορίζεται στην ακραία περίπτωση της επιβολής αυταρχικής μορφής εξουσίας, ούτε στην περιορισμένη πάλι, περίπτωση κατάχρησης εξουσίας στο ενυπάρχων πλαίσιο της ιδιοποίησης της πολιτικής. Ο σφετερισμός της πολιτικής από την ολιγαρχία έχει ήδη συντελεσθεί ιστορικά, αποτελεί μια γενική κατάσταση. Η εναλλαγή – αποτέλεσμα ανταγωνισμών διαφορετικών ιδιοτελών συμφερόντων μεταξύ της ολιγαρχίας – της ιδιοποίησης στο ολιγαρχικά συγκροτημένο κράτος από άλλες εξουσίες ή θεσμούς (π.χ. στρατός) που υπακούουν στην ίδια λογική εξουσίας, ή ακόμη και κατάλυσης του κράτους από άλλο κράτος δεν είναι παρά η γραμμική διαδοχή μορφών ιδιοποίησης της πολιτικής από την ολιγαρχική εξουσία στο δευτερογενές κράτος που έχει συστήσει η Ανώνυμη Συλλογικότητα συγκροτημένης εθνότητας σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικοϊστορικό πλαίσιο. Με άλλα λόγια, είναι εναλλαγή ιδιοποίησης του δευτερογενούς κράτους, εναλλαγή ιδιοποίησης γεωγραφικού χώρου και υλικών αγαθών του (όπου αγαθά είναι και ο άνθρωπος) του ήδη τετελεσμένου ιστορικού γεγονότος του σφετερισμού της πολιτικής, όπως ορίστηκε, άρα και του έθνους. Διότι, το έθνος είναι ιστορικά συγκροτημένη ανώνυμη συλλογικότητα που προϋποθέτει πνευματικό συνανήκειν, ιδιοσυστασία. Έτσι, η απουσία σαφούς ορισμού του σφετερισμού, και συνακόλουθα, συγκεκριμένων θεσμών «λόγου διδόναι» των εξουσιών στην πρωτογενή αρχή στην αποκαλούμενη «δημοκρατία», δηλώνει το θεσμισμένο κοινωνικοϊστορικό συσχετισμό ισχύος που προσδιορίζεται από ένα όριο· εκείνο της πολιτικής αυτοσυνείδησης της ανώνυμης συλλογικότητας το οποίο όσο δεν συμβαίνει αποτελεί το σημαντικό όριο προστασίας της εξουσίας της ολιγαρχίας.
Η διπλή υπόσταση του αυτεξούσιου πολίτη: φέρουσα Αρχή και φέρων Λόγος Ιστορίας
Η σκόπιμη απουσία ορισμού δεν διαφεύγει της ιστορικής προσοχής της Ανώνυμης Συλλογικότητας του Ελληνικού Έθνους. Έτσι, το «αφιερούται στον πατριωτισμό» των Συνταγμάτων 1844 και 1911, στο παρόν άρθρο 120 συμπληρώνεται με ένα νεφελώδες – καθώς συνδέεται περισσότερο με την ολιγαρχική οργάνωση του κράτους και όχι με την πλήρη θέσμιση δημοκρατίας – ωστόσο πρωτότυπο, πολιτικό αίτημα αποκατάστασης κυριαρχίας της πρωτογενούς αρχής της Ανώνυμης Συλλογικότητας: «που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το (Σύνταγμα) καταλύσει με τη βία». Το ελληνικό έθνος διακρίνοντας, έστω και αόριστα, τις κοινωνικοϊστορικές απειλές της εξουσίας στον απόλυτο κύριο του κράτους – εφόσον αυτό είναι προϊόν της ιστορικής θέλησης της Ανώνυμης Συλλογικότητας του το οποίο Σύνταγμα οργανώνει πολιτειακά – διακηρύσσει με ακλόνητο και αναμφισβήτητο τρόπο την καθ’ ολοκληρίαν, χωρίς περιστολή, προσωπική ευθύνη στο «Εμείς», ως δικαίωμα και υποχρέωση, χωρίς όμως να συγκροτεί θεσμικά, πολιτικά, αυτήν την ευθύνη. Έτσι, η Ανώνυμη Συλλογικότητα του Ελληνικού Έθνους, ως η Αρχή και ο Λόγος όλου του ιστορικού γεγονότος που ονομάζονται Έλληνες, «επαφίεται», εμπιστεύεται, την ευθύνη της που κρατεί στην Ιστορία στην ευθύνη του Έλληνα πολίτη. Ευθύνη προς το « Όλον Εμείς» όμως, που επαφίεται, δηλαδή, που αφήνεται ελεύθερη σε όποιον έχει τη βούληση να την αναλάβει, ως πατριώτης. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η προσωπική ή μη ανάληψη της ευθύνης στο «Όλον Εμείς» συνδέεται άμεσα και αποκλειστικά με το αυτεξούσιο του ανθρώπινου όντος, λαμβάνοντας πατριωτική υπόσταση. Πατριώτης, έχων μνήμη του οικουμενικού ιστορικού λόγου του ελληνικού «Όλον Εμείς», ώστε αυτή η αναγνώριση ή όχι της ιστορικής του ευθύνης να τον καθιστά ανάλογα πολίτη, ή αντίθετα, υπήκοο.
Αναλαμβάνοντας έτσι, ως αυτεξούσιο ον – πατριώτης – πολίτης, όλη την πολιτική – ιστορική ευθύνη που του εμπιστεύεται το «Όλον Εμείς» για την ιστορική του συνέχεια φέρει ταυτόχρονα δύο ιδιότητες, της αρχής και του λόγου της· γίνεται φέρουσα αρχή και φέρων λόγος, δυνάμενος εκπροσώπησης της αρχής, ως αρχή ο ίδιος. Όταν και μόνο είναι αυτεξούσιος πατριώτης πολίτης αναλαμβάνων ως ιστορικό ή πολιτικό υποκείμενο διαρκή ευθύνη στο « Όλον Εμείς», ευθύνη να πράττει για την ευημερία και την ευδαιμονία του Έθνους, μπορεί να είναι αρχή ο ίδιος και εκπρόσωπος της στους θεσμούς. Αντίθετα, εκχωρών την αδιάλειπτη πολιτική ή ιστορική του ευθύνη εν λευκώ σε εκπρόσωπο του όπως νομιμοποιεί το παρόν Σύνταγμα, τότε περιορίζει τον εαυτό του σε υπήκοο. Αυτές οι προϋποθέσεις – αυτεξούσιος πατριώτης πολίτης – μπορούν να συγκροτούν στέρεο πολιτικό – ιστορικό υποκείμενο. Δηλαδή, η αρχή (αυτεξούσιος) που φέρει τον ιστορικό – πνευματικό της λόγο (πατριώτης) δυνάμενος να καταστεί φέρων λόγος της, εκπρόσωπος της στους θεσμούς (πολίτης) καθορίζοντας πνευματικό συνανήκειν, δηλαδή, «Όλον Εμείς». Η εκπλήρωση αυτών των προϋποθέσεων πρέπει να οργανώνει την παιδεία του. Όταν εκπληρούνται αυτές οι  προϋποθέσεις μπορεί να ορθώνει το ανάστημα του περιφρουρώντας το «δικαίωμα και (την) υποχρέωση να αντιστέκεται με κάθε μέσο». Και με αυτόν τον τρόπο, ο τελευταίος Έλληνας στη Γη κρατεί την πρωτογενή και αυτοτελή αρχή διατήρησης του Έθνους, ως εκπρόσωπος λόγος του ιστορικού συλλογικού υποκείμενου.
Το επιτρεπτό δε, της χρήσης κάθε μέσου υποδηλώνει επίσης, την a priori, εγγενή νομιμότητα που κρατεί η Ανώνυμη Συλλογικότητα του Ελληνικού Έθνους στην υπεράσπιση της αρχής και του λόγου της στην Ιστορία, άρα και ο κάθε αυτεξούσιος πατριώτης πολίτης επειδή φέρει ως εκπρόσωπος της την κυριότητα της αρχής. Όλες απαρέγκλιτα οι αποφάσεις της εξουσίας που δεν υπηρετούν την ευημερία και την ευδαιμονία της Ανώνυμης Συλλογικότητας του Ελληνικού Έθνους είναι αίολες, μη έχουσες υπόσταση, λόγω του σφετερισμού της πρωτογενούς αρχής της. Αυτή μόνο ορίζει τι αποτελεί τον νόμιμο, αυθεντικό, λόγο της συγκροτημένης πολιτείας της. Και αυτός ο λόγος του Έθνους ορίζει ως πρωταρχική υποχρέωση του κράτους του «τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου», δηλαδή, το αυτεξούσιο του ανθρώπινου όντος. Κοντολογίς, η συλλογική αρχή είναι αδιαμέλιστη, ενιαία, με το αυτεξούσιο του ανθρώπινου όντος επειδή, αυτά τα δύο, δηλαδή, είτε συλλογικά, είτε ως αυτεξούσιος πατριώτης πολίτης, έχουν κάθε δικαίωμα και υποχρέωση να υπερασπιστούν απόλυτα νόμιμα την Αρχή και τον Λόγο της στην Ιστορία από την ιδιοποίηση της από την εξουσία. Συνθήκη που μόνο στη Δημοκρατία βρίσκει την πλήρη εφαρμογή του.
Από τον πολιτισμικό σφετερισμό της πολιτικής σε υπόθεση λίγων με επίκτητο (ειδικός επιστήμονας ή, επαγγελματίας) ή κληρονομημένο τίτλο κύρους (βασιλιάς, ή οικογένεια πολιτικών) νομιμοποιημένη ψευδεπίγραφα ως «δημοκρατία», συνάγεται ότι, καμία εξουσία ξεχωριστά μπορεί να αποδώσει κατηγορία σφετερισμού της μοναδικής αρχής, ούτε η εξουσία γενικά μπορεί να αυτοκαταργηθεί από μόνη της, εφόσον η κάθε μία αποτελεί μέρος της δυτικής πολιτισμικής νομιμοποίησης τους, μέρος του ιστορικού προβλήματος. Κατ’ αυτό, ούτε η δευτερογενής δικαστική εξουσία – ακριβέστερα η εκπροσώπηση επιδίκασης νομικού δικαίου – καθότι πολιτισμικά δοτή δεν έχει πραγματική ανεξαρτησία, ώστε να ελέγξει την πράξη του σφετερισμού της «ιδιοκτησίας» της πηγής. Ούτε ακόμη και αυτής της κατάχρησης κυβερνητικής εξουσίας στα πλαίσια του υπάρχοντος ολιγαρχικού συστήματος, όπως δείχνει περίτρανα η σιδηροδρομική σύγκρουση των Τεμπών, επειδή ακριβώς είναι διαπλεκόμενες μεταξύ τους και υποκείμενη η δικαστική στην κυβερνητική. Πρωτίστως δηλαδή, ipso facto και ab initio ως μη πρωτογενής, αυτογενής, αρχή δεν έχει την υπόσταση, το εγγενές κύρος, απόδοσης κρίσης σφετερισμού, ακόμη και σε τυχόν υπέρβαση εξουσίας ενός εκλεγμένου πρωθυπουργού, αφού είναι δεσμευμένη στις κυρίαρχες ερμηνείες, τις διατυπωμένες σημασίες και σχέσεις ισχύος του πολιτισμικού πλαισίου που λειτουργεί. Η ραγδαία εγκατάλειψη δε, του κοινωνικού οικοδομήματος συμπαρασύρει αναγκαστικά τις δυτικογενείς κοινωνικοϊστορικές μορφές εξουσίας (νομοθετική, δικαστική) σε μια περιδίνηση – αγκίστρωση γύρω από την κύρια κυβερνητική μορφή της, ουσιαστικά αφομοιώνοντας τες. Στην ελληνική περίπτωση, η εξάρτηση της μεταπρατικής ελληνικής ολιγαρχίας από τη δυτική καθιστά την κατάρρευση περισσότερο οδυνηρή για την Ανώνυμη Συλλογικότητα της, επειδή το κράτος που συγκρότησε δεν ήταν ποτέ αυθεντική δημιουργία του δικού της κοσμοείδωλου της, αλλά αντίγραφο του δυτικού.
Ως εκ τούτου, ο επαγγελματίας όταν το υπάρχον σύστημα καταρρέει ως πρόσωπο υπόκειται στη συνείδηση του, δηλαδή, στη θέση που έχει λάβει στη σύγκρουση μεταξύ ελίτ και κοινωνίας. Η στάση του δεν μπορεί να υπερβεί το κυρίαρχο πλαίσιο εξουσίας, παρά μόνο ως φωνή υπεράσπισης της αλήθειας. Παρόμοια, οι πολίτες μιας ολιγαρχικά συγκροτημένης κοινωνίας, αν και πρωτογενής αρχή, δεν έχουν τη δυνατότητα να αποδώσουν την κατηγορία σφετερισμού, εφόσον η σχέση ισχύος ελίτ και κοινωνίας ορίζεται εξαναγκαστικά από την ολιγαρχική διακυβέρνηση του και τις μεθόδους εξουσίας που χρησιμοποιεί. Ως υπήκοος μπορεί να μεμψιμοιρεί ή, το περισσότερο να διαμαρτύρεται μη εισακουόμενος. Ως αυτεξούσιος πατριώτης πολίτης να διατηρεί στάση πνευματικής ανυπακοής με όλες τις συνέπειες στην καθημερινότητα του, λόγω των πολιτισμικών κυρίαρχων σημασιών στην κοινωνία που είναι αναγκασμένος να παλεύει διαρκώς. Μόνο όταν η Ανώνυμη Συλλογικότητα του Ελληνικού Έθνους αποκτήσει συνείδηση της μοναδικής, αρχικής και τελικής, αρχής της, δηλαδή ανα-στηθεί ή επ-ανα-στήσει πνευματικά, μπορεί να αποκηρύξει τον σφετερισμό της από την εξουσία, συστήνοντας Δημοκρατία. Και μόνο ένας κυτταρικός λαϊκός θεσμός (π.χ. οργανωμένος με βάση ένα σημερινό εκλογικό τμήμα) με αυτογενείς δικαιοδοσίες εντολής δύναται να το κάνει επειδή θα ενέχει ipso facto και ab initio όλες τις πρωτογενείς αρμοδιότητες εκπροσώπησης λογοδοσίας και ανάκλησης του εκπροσώπου πολίτη καθώς και την δικαστική αυτογενή αρμοδιότητα ελέγχου της κατάχρησης της εντολής που δόθηκε σε εκπρόσωπο πολίτη του.
Η πνευματική (εξ)έγερση του αυτεξούσιου πατριώτη πολίτη προϋπόθεση αποκατάστασης της Πολιτικής
Είμαστε πνευματικά όντα. Η διάνοια δεν είναι το κύριο χαρακτηριστικό μας – η έρευνα υποδεικνύει ότι και πολλά ζώα την έχουν – αλλά, η φαντασία μας, η ανάδυση αναπαραστάσεων της πραγματικότητας και νέων αυθόρμητων εικόνων της από το τίποτε. Και ως πνευματικά όντα, οι πράξεις μας πάντα διατελούν από την ευθύνη τους στην Ιστορία και στην αρχέτυπη Αρχή της, ενώ ταυτόχρονα εμείς ως πρόσωπα ενέχουμε πάντα την αυτογενή αρχή, την απεριόριστη ηθική νομιμότητα του όντος/είδους και του όντος/κόσμου να αποδώσουμε την κατηγορία του σφετερισμού της συνείδησης μας από την εξουσία. Ο άνθρωπος μπορεί να εγερθεί όρθιος, αγέρωχος, μεγαλόφρων, αυτεξούσιος όταν έχει πλήρη επίγνωση τι είναι το ανθρώπινο ον. Και έτσι, όρθιος, να αναλάβει την προσωπική ευθύνη του στην Ιστορία καταγγέλλοντας την κατάλυση του αυτεξουσίου και αυθυπόστατου του ανθρώπινου όντος από μία ομάδα ανθρώπων οδηγώντας τον στην απανθρώπιση του. Αγέρωχα όρθιος, να διακηρύξει την επαναστατική (επί+ανά+στάση = στέκομαι ξανά πάνω, όρθιος) θέση της οικουμενικής αλήθειας: ότι ο Άνθρωπος και η ποικιλία του, από μόνος του ο καθένας χωρίς καμία εξαίρεση είναι ένας ολάκερος Κόσμος που νοιάζεται πηγαία, ειλικρινώς, για τον κόσμο του. Μεγαλόψυχα όρθιος, να διακηρύξει ότι η αλήθεια αυτή περιλαμβάνει όλο τον ενιαίο, αδιάσπαστο, Σύμπαντα Κόσμο και ότι εν-δέχεται αυτός, δηλαδή τα δημιουργήματα του, τα όντα/είδη του, ως εικόνες – πιθανότητες του από πάντα Κόσμου, του αεί όντος στο αεί γίγνεσθαι του. Αυτεξούσια όρθιος, που ως κόσμος ολόκληρος κανένας δεν μπορεί να τον μειώσει, ούτε κατ’ ελάχιστο, επειδή είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θείου και της Πρόνοιας του, ενέχων την ελευθερία σκέψης και πράξης στη συμμετοχή του στην πραγματικότητά του. Οικουμενική ομολογία λοιπόν, που συγκροτεί πνευματικό συνανήκειν εγκαθιστώντας σεβασμό στο όμοιο ανθρώπινο ον.
Η μετάνοια (μετά + νοέω = νέα νόηση, νέο νόημα) που επιφέρει η αναγνώριση του οικουμενικού ανθρώπου προϋποθέτει τη ριζοσπαστική κριτική όλων των αυτονοήτων, «αντικειμενικών» σημασιών του αποκαλούμενου δυτικού πολιτισμού. Και για να αποκτήσει νέα νόηση μετά την απόρριψη του αποκλεισμού του από την πολιτική, την Ιστορία, ο ριζικός αναστοχασμός του απαιτεί να τεθούν υπό εξέταση όλα από την αρχή, απαιτεί να έχει στραμμένο το βλέμμα του προς το παρελθόν. Διότι, αλήθεια (α-λήθη) είναι η ενθύμηση του παρελθόντος. Επειδή, όπως υποδεικνύει η περίφημη γάτα του Schrödinger, η αλήθεια βλέπει πάντα στο παρελθόν, το παρόν είναι η συνειδητοποίηση των γεγονότων του παρελθόντος. Αλήθεια όπως την παρέδωσε η φωτεινή ελληνική σκέψη στην αδιάρρηκτη συνέχεια της, ώστε να λάμψει πάλι ο άνθρωπος. Άνθρωπος, σύμφωνος του Αισχύλειου ορισμού του Έλληνα: «οὔτινος δοῦλοι κέκληνται φωτὸς οὐδ᾽ ὑπήκοοι» (δεν είναι δούλοι κανενός, ούτε υπήκοοι σε αρχηγό, «Πέρσαι», στ. 238). Όχι βάρβαρος, πειθήνιος σε ηγεμόνα και που μιλά βαρ βαρ, δηλαδή, χωρίς να ξέρει τι λέει. Διότι ο Έλληνας είναι χριστιανός άνθρωπος, ταπεινός, ζώντας εν εκκλησία σε αρμονία αγάπης με τον καλοκάγαθο Θεό του, αυτόνομος άνθρωπος που συνδέεται με Θεό αγάπης, άρα γνωρίζει τι λέει. Η ελληνική σκέψη είναι σαφής: ο άνθρωπος στέκεται όρθιος αυτεξούσιος παρατηρών εν πόλει την πραγματικότητα δίνοντας λόγο των πράξεων του στο Θεό και στην κοινωνία του, την εκκλησία του. Έτσι ώστε αυτή η πνευματική ενότητα άποψης του Κόσμου να συγκροτεί μια κοινωνία πολιτών με σεβασμό στο αυτεξούσιο του όντος συγκροτώντας διαδικασίες συναπόφασης και κοινά αποδεκτούς κανόνες διαβίωσης, αλληλεγγύης και διανομής των αγαθών, με σκοπό την ευημερία και ευδαιμονία των ανθρώπων, δηλαδή θέσμιση Δημοκρατίας. Μόνο όταν εγερθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, άνθρωπος αυτόνομος, άνθρωπος ηθικός, τότε μόνο μπορεί να είναι πολίτης, δηλαδή, συμμετέχων στην πόλη και συγκροτών πολιτεία αυτόβουλων πολιτών, χωρίς αρχηγούς. Μια ομολογία μετάνοιας λοιπόν, ολόψυχη, ώστε να είναι αποφασισμένος πλήρως να υποστεί κάθε ταλαιπωρία από τη βία της ολιγαρχίας. Διότι, σε ένα βάρβαρο, πολιτισμένο, κόσμο με ετερόνομους υπηκόους, εθελόδουλους στον λόγο της ολιγαρχίας διατιθέμενους στην άσκηση βίας στον άνθρωπο, ο αυτεξούσιος πατριώτης πολίτης, ο Έλλην άνθρωπος, είναι αναγκασμένος να υπερασπίζεται με κάθε τρόπο και συνεχώς, τόσο την αυτονομία του όσο και τη δημοκρατική του πολιτεία, σε μία διαρκή σύγκρουση Έλληνος τρόπου και βαρβαρικού.
Επίλογος: Το αίτημα της Ιστορίας
«Ενώ το πρόβλημα της εξανθρώπισης ήταν πάντα από αξιολογική οπτική το κεντρικό πρόβλημα του ανθρώπινου είδους, σήμερα είναι και αναπόδραστη ανησυχία. Η ανησυχία για εξανθρώπιση οδηγεί αμέσως στην αναγνώριση της απανθρώπισης, όχι μόνο ως οντολογική πιθανότητα αλλά και ως ιστορική πραγματικότητα. … Εντός της ιστορίας … και η εξανθρώπιση και η απανθρώπιση είναι πιθανότητες για έναν άνθρωπο … Η απανθρώπιση … είναι μία διαστρέβλωση … που συμβαίνει εντός της ιστορίας, αλλά δεν είναι ένας ιστορικός προορισμός. … Οι άνθρωποι δεν θα κερδίσουν την απελευθέρωση από τύχη αλλά διά της πράξης, από την αναζήτηση για αυτή.». (Paulo Freire, 1970, «Pedagogy of the oppressed», Penguin Books, published 1998, p. 25, 26, 27).
Η εξανθρώπιση μας απαιτεί μία ουσιαστική σύλληψη. Ο κοινωνικοϊστορικός αποκλεισμός της πολιτικής είναι μία προσωρινή (αυτοάνοση) εμπειρία της Ιστορίας. Προσωρινή, λόγω της οντολογικής αλήθειας του Ανθρώπου, της πνευματικής ενότητας του με τον Ένα Σύμπαν Κόσμο (τον Ένα τριαδικό Θεό για τον χριστιανισμό), ως αυθόρμητο δημιούργημα του. Εναντίον, η απανθρώπιση παρατηρεί τον κόσμο κατακερματισμένο, φαντάζεται να κυριαρχεί ασύμμετρη δύναμη μεταξύ αυτών των μερών του. Εκπορεύεται λοιπόν, από ένα φαντασιακό θρυμματισμένου σύμπαντος αναδύοντας μια κεντρική εικόνα και στριφογυρίζοντας ύστερα όλη τη σκέψη και πρακτική του γύρω από αυτό το κοσμοείδωλο: υπάρχει μόνο το άτομο, ένας διακριτός εαυτός – εγώ σε σχέση ή αναλογία (ratio) με το περιβάλλον του, οπότε, το «αντικειμενικό», αυτό που κείται αντί(θετα), έξω, από το υποκειμενικό – εαυτό γίνεται άγνωστο, «άλλο», προκαλώντας φόβο. Στον σχετικό αυτό κόσμο αναλογίας του εαυτού – εγώ, άνισης αξίας και διαφορετικής λανθάνουσας δυνατότητας (potential) όπου η διαφορετικότητα πασχίζει με καλές πρακτικές την ανοχή και τη συμπερίληψη του «άλλου», ορισμένα υποκείμενα θεωρείται ότι είναι πιο ικανά, είναι εκλεκτά να διαχειρίζονται τις υποθέσεις με το περιβάλλον, την πραγματικότητα, γιατί κατέχουν μια ορισμένη αυθεντία του αντικειμενικού κόσμου. Και επειδή, σε διάκριση του εαυτού η φύση, ο Σύμπαν Κόσμος και ότι εμπεριέχει αυτός, είναι άγνωστος, κατακερματισμένος, γίνεται πια δυνητικός εχθρός, καταναγκάζοντας τον εαυτό – άτομο στην επίλυση της κεντρικής εικόνας που καθοδηγεί τον κόσμο του αναδυόμενος νέες εικόνες: τον συγκεντρωτικό έλεγχο αυτού του εχθρικού – άλλου περιβάλλοντος μέσω συνεχούς επέκτασης, είτε με τα όπλα, είτε με την επιστήμη και την τεχνολογία, ώστε να εδραιωθεί η ασφάλεια του αποξενωμένου από τη φύση τρομοκρατημένου εαυτού. Καταλληλότεροι για αυτό δεν είναι παρά οι εκλεκτοί, η ελίτ των ικανών άξιων που μπορούν να διακριθούν με υλικό, ορατό, μετρήσιμο, άρα, αυταπόδεικτο «αντικειμενικό» κύρος. Ο θρυμματισμένος κόσμος των εκλεκτών κατασκευάζει ένα διαφορετικό λόγο (ύπαρξης) που διαχωρίζεται από τον κοινό λόγο αδιαίρετης ενότητας του ανθρώπινου γένους.
Όμως, το κρίσιμο σε αυτήν τη ματαίωση της πνευματικής ενότητας της συνείδησης με τον Σύμπαντα Κόσμο είναι ότι η συνείδηση φαντάζεται πια την (αυτό)ύπαρξη της διάφορη από την ανυπαρξία της, κατασκευάζει μια νέα κατηγορία αντίθετη της ύπαρξης, την ανυπαρξία. Η ύπαρξη (οι πολλαπλές εικόνες της που βρίσκονται παντού στον Σύμπαν Χώρο όπως εξηγεί η κβαντική φυσική, επειδή, ὑπάρχω = ὑπό + ἄρχω, η οντότητα – εικόνα μου που βρίσκεται υπό την ίδια αρχή) καθώς κατακερματίζεται σε μικρούς εαυτούς – εγώ, μεμονωμένες εικόνες της, διαχωρίζει έτσι ύπαρξη – ύλη από ανυπαρξία – άυλο. Παρατηρώντας πια η κατακερματισμένη συνείδηση το αόρατο ως ανυπαρξία, δεν παρατηρεί την ύπαρξη ως καθολική έννοια, αλλά ως διακριτές κοσμικές (υλικές) προσωρινές εικόνες που χάνονται οριστικά στην ανυπαρξία μετά τον θάνατο, μετά το σβήσιμο της εικόνας. Γίνεται άτομο με περιορισμένη ζωή, μια περιορισμένη χρονικά εικόνα, μη αντικαταστάσιμος εαυτός. Ο θάνατος, γίνεται δυσβάστακτη απώλεια, συντετριμμένος φόβος της ανυπαρξίας της εικόνας – εαυτού που χάνεται στον «άλλο», «αντικειμενικό», «ξένο», «εχθρικό» Κόσμο, γίνεται πια το αξεπέραστο οντολογικό του πρόβλημα. Ο θρήνος του θανάτου, το οδυνηρό συναίσθημα της απώλειας της προσφιλούς ορατής εικόνας συμβαίνει και σε ζώα – στον ελέφαντα, στο δελφίνι, στο γορίλα – ωστόσο στον πολιτισμένο άνθρωπο, ειδικά στον πλήρως αποπνευματικοποιημένο δυτικό, γίνεται το καθημερινό βασανιστήριο του λόγου ύπαρξης του. Και ενώ στον ελέφαντα η συνείδηση της (αυτό)ύπαρξης μπορεί να απαλύνει το θρήνο του σκοτωμένου παιδιού του στην εκδίκηση του θανάτου του, στον άνθρωπο, η φαντασία του μπορεί να οραματιστεί και να αναζητήσει τη λύτρωση του καινοφανούς, πολιτισμικού, οντολογικού του λαβύρινθου στην αθανασία του.
Μια ιστορία ανθρώπου, αναζήτησης της αθανασίας του, ένας ιστορικός δρόμος – πιθανότητα που το ολοκάθαρο μυαλό των προγόνων μας παρατηρεί αμέσως καταγράφοντας το στον ανθρώπινο κοινό λόγο, στο «Έπος του Γιλγαμές». Παρόμοια, σήμερα, για τους Lary Page και Sergey Brin της Google η συντριβή του θανάτου είναι η συγκεκριμένη, φιλόδοξη αποστολή της Calico (CaliforniaLifeCompany): «συνδυάζοντας τα καλύτερα μέρη από μια παραδοσιακή εταιρεία βιοτεχνολογίας και ενός πανεπιστημίου χωρίς όμως τους περιορισμούς τους σε μια μακροχρόνια προοπτική, την κατανόηση της βιολογίας που ελέγχει τη γήρανση και τη διάρκεια ζωής» (από την κεντρική σελίδα της εταιρείας). Αυτός ο πόθος, στη Δύση παίρνει μια ορισμένη διέξοδο διαφυγής, στην προοδευτική αποπνευματικοποίηση του μέχρι απόλυτης πραγμοποίησης του, την απανθρώπιση του, δηλαδή στην ίδια την άρνηση του ανθρώπου χωρίς ηθικούς περιορισμούς, ώστε να επιτύχει τον απόλυτο έλεγχο του κατακερματισμένου κόσμου του και του τρόμου της για την «άλλη» φύση. «Ο Human 2.0, ο μετάνθρωπος της, ο φαντασιακός κόσμος των ανθρωπομηχανών συνδεδεμένων τεχνολογικά μεταξύ τους, δεν είναι παρά ο τρόπος, το εργαλείο «απελευθέρωσης» της πραγμοποιημένης, άψυχης, ελίτ μέσω των εργαλείων που κατέχει – επιστήμη και τεχνολογία – από τα δεσμά της φύσης του υλικού ανθρώπου που κατακλύζει το δυτικό φαντασιακό.
Όμως, για να εκπληρώσει τον πόθο της χρειάζεται οπωσδήποτε ένα κόσμο μονοπολικό, ένα κέντρο για τον έλεγχο του «άλλου», του ανθρώπου, της Ιστορίας. Η παγκοσμιοποίηση των δυτικών πολιτισμικών σημασιών και οι υπερεθνικοί οργανισμοί που κατασκεύασε αυτό το φαντασιακό επέκτασης (ΟΗΕ, ΕΕ, ΝΑΤΟ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, Π.Ο.Υ, οίκοι αξιολόγησης, κλπ.) δεν είναι παρά εργαλεία αυτής της ανάγκης, κυριαρχούμενα από τη Δύση και εξωραϊσμένα με επιφάσεις υπηρεσίας προς όφελος του ανθρώπου, οι οποίες σήμερα καταρρίπτονται μεγαλειωδώς. Μπορεί η ΕΣΣΔ να εξέλειπε, ωστόσο το ΝΑΤΟ συνεχίζει να υπάρχει και να απλώνεται επαναφέροντας στο προσκήνιο πάντα τους ίδιους εχθρούς, και παρόμοια η γραφειοκρατική ΕΕ βλέπει τους ίδιους εχθρούς. Η συλλογική Δύση έχει πάντα τον ίδιο εχθρό στην Ευρώπη, τη Ρωσία, ενώ η παγκοσμιοποίηση της βρίσκει νέους, όπως η Κίνα, σε μια ατέρμονη επέκταση και μόνιμης γεωπολιτικής αστάθειας.
Εντούτοις, αυτά δεν αρκούν. Χρειάζεται περισσότερα εργαλεία. Διακηρύσσοντας συνεχώς το όραμα της για τον μέλλοντα κόσμο, το συγκεκριμένο, σαφές, μονότονα επαναλαμβανόμενο μήνυμα της μεγαλομανούς δυτικής ολιγαρχίας είναι ότι, η επιστήμη και η τεχνολογία σώζει, ή θα σώσει, τον «ευάλωτο» άνθρωπο από κάθε λογής κίνδυνο. «Πράσινη ενέργεια», mRNA, IoT (διαδίκτυο των πραγμάτων, εμπεριέχοντας ως πράγματα και τους συνδεδεμένους με τεχνολογικό τρόπο ανθρώπους), ψηφιακό χρήμα, τεχνητή νοημοσύνη, ρομπότ, βιογενετική, κοκ, είναι κομμάτια οικοδόμησης ενός απόλυτου, αναντίρρητου, τεχνολογικού πολιτισμού που οργανώνει δραστήρια η ελίτ, ώστε όπως διατείνεται, ενσωματώνοντας ο άνθρωπος αυτήν την πρόοδο στην κοινωνία του να καταστεί απόλυτα ασφαλής από κάθε απειλή που κρύβει για αυτόν η εχθρική φύση (κλιματική αλλαγή, αρρώστιες, γήρανση, ο ίδιος ο άνθρωπος προϊόν της φύσης άρα εκ φύσης κακός, κλπ.). Ωστόσο, το κρίσιμο στοιχείο του τεχνολογικού κόσμου της είναι ότι ο άνθρωπος όλο και περισσότερο απουσιάζει, ο άνθρωπος σε αυτήν την ιστορία γίνεται κομπάρσος της Ιστορίας. Ενώ όλα υποτίθεται γίνονται για αυτόν, ταυτόχρονα οι συνθήκες ζωής του και οι ανθρώπινες σχέσεις χειροτερεύουν δραματικά ως ο άνθρωπος να είναι ο εχθρός. Εκείνο που κρύβεται επιμελώς είναι ότι η «οντολογική» διέξοδος της αθανασίας αφορά μόνο την ελίτ, και ίσως, ορισμένους δουλοπρεπείς υπηρέτες της.
 Χρειάζεται επομένως ακόμη ένα εργαλείο, τη διπροσωπία για συσκότιση της αδυσώπητης ιδιοτέλειας της. «Κορονοϊός» και «Τέμπη» αποτελούν δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις της διγλωσσίας της. Στις ιστορίες αυτές, η πολιτική έχει περιοριστεί κυνικά από την ελίτ με ολοκληρωτικό τρόπο· η κοινωνία μεταχειρίζεται ως όχλος. Υποκρινόμενη για αυτήν μέριμνα ζωής από ένα ιό εφαρμόζει ετσιθελικά μικροπολιτική απόλυτης χειραγώγησης, με ψεύδη, λογοκρισία και μαζική τρομοκρατία. Πάλι, σε ένα απρόβλεπτο συμβάν της πραγματικότητας, μια σύγκρουση τρένων, η κοινωνία μεταχειρίζεται ως μη ούσα, αγνοώντας η ολιγαρχία εντελώς την οποιαδήποτε φροντίδα για τους ανθρώπους αρνούμενη πεισματικά να φωτίσει τις πλευρές της σύγκρουσης σκυλεύοντας ακόμα και νεκρούς. Το πηγαίο ερώτημα που αναδύεται από τις ιστορίες αυτές είναι: πώς αυτοί που αρνούνται συνειδητά τη δικαιοσύνη στους ανθρώπους μπορεί να θέλουν το καλό τους, παρά μόνο επιλεκτικά; Ποιο είναι το σημαντικό στην επιλογή της ολιγαρχίας; Το ειδεχθές στοιχείο τους είναι ο ακραίος αμοραλισμός της δυτικής ολιγαρχίας (κύριο χαρακτηριστικό της ιστορίας της) στην υπερβολική ανάγκη της να οικοδομήσει το όραμα της. Οι δύο ιστορίες δεν είναι παρά προβολές της Ιστορίας που προετοιμάζει.
Η ακύρωση λοιπόν, του οικουμενικού γεγονότος ότι το ανθρώπινο ον είναι ο παρατηρητής του Κόσμου, μόνο αυτό είναι Ιστορία, πρωτογενής Αρχή και κοινός Λόγος της ταυτόχρονα, απαιτεί πρώτιστα και τελικά την καταστροφή ακριβώς αυτού που θεωρεί εμπόδιο της, τον ίδιο τον παρατηρητή άνθρωπο, την μετατροπή του μέσω της τεχνολογίας της σε τεχνολογική κατασκευή, πράγμα, res. Σε αυτό το κάδρο επιχειρούμενου μεταδομημένου κόσμου ή μεταπολιτισμού, το κοσμοείδωλο της δυτικής ελίτ απαιτεί νέα πολιτισμικά εργαλεία και επομένως, απαιτεί την οριστική, απροσχημάτιστη, εγκατάλειψη υφιστάμενων κοινωνικοϊστορικών θεσμών. Αποτέλεσμα, σωρεία απότομων αλλαγών της πραγματικότητας. Στο ορατό, συμβολικό επίπεδο, απαιτεί την αποδιοργάνωση του κράτους των συγκροτημένων ιστορικά εθνών και του νόμου του, αμυντικό και ανώτατο όριο, με την αντικατάσταση του από ένα «επιτελικό», ή αλλιώς, «πανοπτικό» κράτος, τον «μεγάλο αδελφό», με αποκλειστικό τεχνολογικό περιεχόμενο και μέθοδο ελέγχου του τεχνολογικά συνδεδεμένου και μεταμορφωμένου ανθρώπου. Μία υπερεθνική αυτοκρατορία με ένα κέντρο υπερεθνικής δομής του ασκώντας βιοπολιτική, δηλαδή την διακυβέρνηση από την ολιγαρχία του βίου του ανθρώπου σε κάθε λεπτομέρεια του.
Στο βαθύ πνευματικό που συγκροτεί συνανήκειν, χρειάζεται την αναμόχλευση της Ιστορίας – διότι η Ιστορία είναι ρίζωμα, συνείδηση εδραιωμένη στο κοινό παρελθόν – κατασκευάζοντας μια «νέα» ιστορία ανιστορικού πληθυσμού, με πλήρη διαστρέβλωση του παρελθόντος, ώστε να περιπέσει σε λήθη. Ακριβέστερα, κατασκευάζοντας μια νέα ιστορία που θα εκλείπουν οι ιστορικές βάσεις συγκρότησης του δυτικού έθνους, ο χριστιανισμός και το νεωτερικό κράτος του με το κοσμικό του θεμέλιο, τον Συνταγματικό Νόμο. Στη μεγάλη εικόνα της Δύσης, πρόκειται για τον ιστορικό δρόμο αποπνευματικοποίησης που ξεκινά με την παπική άρνηση του ελληνικού χριστιανισμού, την εμβάθυνση της από τον προτεσταντισμό για να γενικευτεί στην κοσμική αντίληψη ότι η θρησκεία, και άρα ο χριστιανισμός, συνιστά ουσιαστικά δεισιδαιμονία, αντιεπιστημονική δοξασία. Η εθνομηδενιστική προσπάθεια της Δύσης είναι όμως πρόσφατη, ενταγμένη πάντα στην αναγκαιότητα του συγκεντρωτικού ελέγχου της Ιστορίας και στη συναφή κουβέντα της παγκόσμιας διακυβέρνησης της. Μετά την ανεπιτυχή ναζιστική απόπειρα της μίας ενιαίας Ευρώπης, την επιτυχή οργάνωση των υπερεθνικών οργανισμών, ο ευρωπαίος πολίτης της ΕΕ που ξεπερνά τα παλαιά εθνικά στερεότυπα δημιουργώντας μια νέα κοινή ευρωπαϊκή ιστορία είναι η «δημοκρατική» (συγκεντρωτική ηγεσία γραφειοκρατικά οργανωμένη με ισχνό – έμμεσο κοινωνικό έρεισμα διά του περιορισμένης απόφασης κοινοβουλίου) εναντίωση της δυτικής ολιγαρχίας στο έθνος, η οποία όμως προσκρούει στην ιστορικά στέρεη εθνική συνείδηση των λαών της. Αλλά, όταν η βελούδινη επέμβαση, η ευγενική πειθώ, αποτυγχάνει, τότε η ολιγαρχία κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα προκειμένου να επιταχύνει την εθνομηδενιστική πορεία, τη χρήση γυμνής δύναμης. Δηλαδή, τη βίαιη πολιτισμική αλλοίωση της Ευρώπης εισάγοντας αλλογενή κουλτούρα, μη εθνική και μη χριστιανική, επενδυμένη με φιλολογίες ανοχής και συμπερίληψης του «άλλου» και τη λοιδορία της οποιασδήποτε αντίδρασης ως μη συνάδουσας της «χριστιανικής» αγάπης. Ωστόσο, συμπερίληψη υποκριτική, ένα μικροπολιτικό εργαλείο της δυτικής ελίτ πολιτισμικής αλλοίωσης ανθρωπογεωγραφίας υποταγμένη στην ανάγκη επέκτασης. Διότι, το κατεξοχήν συμπεριληπτικό οικουμενικό πρόταγμα του χριστιανισμού, της ενότητας του ανθρώπινου όντος, ζώντας καθένα ευημερεύων στον τόπο του, η κοσμική Δύση το έχει αποποιηθεί, επεμβαίνοντας σε κάθε γωνιά της Γης ασύστολα και με κάθε τρόπο, αποκαλούμενα εύηχα γεωπολιτικά συμφέροντα, και επιφέροντας ατελείωτη δυστυχία. Από τη στιγμή που η εκκοσμίκευση της Δύσης ολοκληρώθηκε αρνούμενη τον χριστιανισμό ως επεκτατικό εργαλείο με άλλοθι τον εκπολιτισμό απίστων χρειάζεται ένα νέο. Ο ακραίος, φανατικός, μουσουλμανικός φονταμενταλισμός που εργαλειοποιήθηκε «επιτυχημένα» από τη δυτική ελίτ στη Μέση Ανατολή και αλλού, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ξανά στην Ευρώπη ώστε να καταστείλει βίαια την οποιαδήποτε αντίδραση κατ’ αντιστοιχία της Συρίας, και να αποτελέσει την ανανεωμένη αιχμή δόρατος της στην επέκταση της προς Κίνα σαρώνοντας κάθε εμπόδιο, στον χερσαίο δρόμο που ακολούθησε ο Μάρκο Πόλο.
Παρόλα αυτά, παραμένει προσωρινή κοινωνικοϊστορική σύγκρουση: «Η λυσσαλέα και μέχρι τώρα νικηφόρα αντίσταση που προβάλλουν οι κυρίαρχες ομάδες… δείχνει  ότι αυτή η εξέλιξη μπορεί πιθανώς να οδηγήσει τόσο σε μια εκρηκτική κρίση όσο και σε μια καινούργια ειρηνική μετάλλαξη του καπιταλισμού…  Όμως… αυτά τα προβλήματα δεν μπορούν να λυθούν, χωρίς να σείσουν μέχρι τα θεμέλια το σημερινό κοινωνικό οικοδόμημα» (Καστοριάδης, Κ., «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας», σ. 126-127). Επειδή τα θεμέλια του σείονται ήδη, η επίλυση της ζωτικής διένεξης της Ιστορίας μπορεί να είναι είτε, με την οντολογική αναγέννηση του ανθρώπου, την αποκατάσταση της πολιτικής θεσμίζοντας Δημοκρατία, είτε με την αυτοκαταστροφή του ανθρώπινου γένους, την υπεράσπιση της φαντασίωσης της προοδευτικής διαφυγής της Ιστορίας, δηλαδή, την μεταπολιτισμική τεχνολογική αναβάθμιση στον μετάνθρωπο, προνόμιο λίγων ιδιαίτερα επιτυχημένων (η προτεσταντική μεταμόρφωση των εκλεκτών που δέχονται κατά μυστικό τρόπο τη Θεία χάρη). Βέβαια, ιστορική επίλυση, όμως εντελώς απότομη, μπορεί να προκαλέσει ένας πυρηνικός πόλεμος, η οποία είναι πάντα μία πιθανότητα της δράσης της πραγμοποιημένης και ανεύθυνης ολιγαρχίας.
Συνεπώς, το ιστορικό πρόταγμα και η ευθύνη έγκειται στο να αμφισβητήσει το φαντασιακό διαίρεσης που ενσπείρει στον άνθρωπο ο πολιτισμός της Δύσης. Να μετανοήσει όμως, είναι το πρώτο βήμα, η αναγκαία προϋπόθεση ώστε να υπερβεί την πολιτισμική εμπειρία του, η οποία έχει επιφέρει μαζική λήθη της αλήθειας, τι ο άνθρωπος εστί. Όπως το έχει θέσει ο ελληνικός χριστιανισμός ο άνθρωπος κατέστη αμαρτωλός, όμως, η οντολογική αλήθεια είδους/όντος και Σύμπαντος κόσμου, η ιστορική/οντολογική του αποστολή υφίσταται συνεχώς στο ανθρώπινο ον, στη ριζική του φαντασία ή Άγιο Πνεύμα, παρά την τεράστια διαφθορά του. Οπότε, όχι μόνο να επαναστατήσει κάποιος στην απανθρώπιση του, αλλά και να συγκροτήσει μία οικουμενική πρόταση για την ποικιλία του όμοιου ανθρώπινου όντος ώστε να την θεσμίσει κοινωνικά, η δεύτερη, η ικανή, προϋπόθεση, αποφεύγοντας την αυτοκαταστροφή του. Τότε μπορεί να μοιραστεί και να γίνει όραμα των πολιτισμένων ανθρώπων προκειμένου να συνταχθούν με αυτήν, ειδάλλως οι άνθρωποι θα καρκινοβατούν χωρίς κατεύθυνση στις ψευδαισθήσεις της Δύσης μόνιμα εγκλωβισμένοι στο πολιτισμικό σπήλαιο της.
Αν λοιπόν, ο πολιτισμός συνιστά αντιγνώση, διαστρέβλωση αλήθειας, η δράση με «μη γνώση» του πόθεν μπορεί να αντλήσει εμπειρία της αληθινής γνώσης; Για καλή μας τύχη, είμαστε Έλληνες ορθόδοξοι, οπότε, το όραμα μιας κοινωνίας αυτεξούσιων πολιτών δεν είναι αχαρτογράφητα νερά που θα πρέπει να διερευνηθούν εξαρχής. Η ιστορία μας, η πολιτισμική εμπειρία του ελληνικού κόσμου είναι παλιά και βαθιά, έχοντας απαντήσει ουσιωδώς στη Δημοκρατία και τον Ορθόδοξο χριστιανισμό τα θεμελιώδη ερωτήματα του όντος: «Τι Είμαι», «Πώς Είμαι», «Γιατί Είμαι» στον Κόσμο. Η ελληνική σύλληψη του Κόσμου στη διαχρονία της είναι ολοκληρωμένη, για αυτό και θαυμάζεται από τους ανθρώπους και ταυτόχρονα μισείται από την ελίτ. Η εμπειρία της ελληνικής ιδιαιτερότητας συνιστά πολιτισμική μεγαδύναμη, οικουμένη αληθείας, διότι συγκροτεί την ιστορική υπενθύμιση του κοινού λόγου του ανθρώπου στον πολιτισμό, συνιστά κοσμοπολιτεία διότι είναι το πολιτισμικό έθνος που έχει συλλάβει την οικουμενική αναγκαιότητα της εξανθρώπισης προτείνοντας την πνευματική συνάθροιση στην εκκλησία (του Δήμου και του Χριστού), σε πλήρη αντίθεση με τη Δύση που εμπειρεί, δοκιμάζει να μάθει, την τεχνολογική πρόοδο και την απανθρώπιση. Επομένως, είναι η μόνη που μπορεί να αποκαταστήσει τον άνθρωπο ως παρατηρητή του Σύμπαντος Κόσμου, να αποκαταστήσει την πολιτική στην Ιστορία. Το τελευταίο άρθρο του Συντάγματος της Ανώνυμης Συλλογικότητας των Ελλήνων είναι η διασταλτική διακήρυξη της ευθύνης της στην Ιστορία, άρα και της ευθύνης μας, το πικρό ποτήρι στον πολιτισμένο κόσμο που πρέπει να πιούμε συνειδητά. Διότι επίσης, είναι η μόνη που έχει συλλάβει το θεμελιώδες φαντασιακό πρόβλημα της Ιστορίας μεταξύ πολιτικής και αποκλεισμού της με όλες τις οντολογικές σχιζοειδείς – ιστορικές, κοινωνικές, προσωπικές – συνέπειες του στον άνθρωπο.
Η «διχόνοια των Ελλήνων», η εσωτερική κατάρα του γένους, δεν είναι παρά αυτή η ορατή προβολή της θεμελιώδους φαντασιακής σύγκρουσης της Ιστορίας χωροχρονικά συμπυκνωμένη στην ελληνική ανθρωπογεωγραφία, δεν είναι παρά η εμφύλια βίωση (προσωπική εσωτερική και κοινωνική) αυτής της πρωταρχικής κοινωνικοϊστορικής οντολογικής σύγκρουσης με διακυμάνσεις μέχρι αλληλοσκοτωμού ως πολιτισμική εμπειρία ενός έθνους, το οποίο «φιλοσοφώντας άνευ μαλακίας» ανέδειξε την αυτονομία του ανθρώπου θεσμίζοντας Δημοκρατία και πρόταξε στο «αυτοκρατορικό» της μεγαλείο τον ελληνικό Χριστιανισμό, την οικουμενική εξανθρώπιση στην πνευματική ενότητα του ανθρώπου με τη Θεία καταγωγή του. Αλλά ταυτόχρονα, σε πολιτισμική κατάσταση έθνος που ενδέχεται την άρνηση της εμπειρίας της, την νέκρωση της, με την προσχώρηση ακόμα και ομοεθνών/ομογενών στο κοινωνικοϊστορικό βαρβαρικό, την πνευματική τύφλωση που επιχαίρει με την ιδιοποίηση και αποθήκευση υλικών μέσων άνεσης σπέρνοντας ανελέητη ερήμωση και σφαγή στον συνάνθρωπο.
Αν η Εσπερία αποτελεί τον ένα εξωτερικό πόλο της σύγχρονης εμφύλιας πόλωσης – η κρίσιμη εσωτερική συνέπεια του μεταπρατισμού της Δύσης από τους Έλληνες διαφωτιστές στο νεοσύστατο κράτος – η Τουρκία στην Ανατολή της συνιστά τον άλλο εξωτερικό πόλο της πολιτισμικής υπενθύμισης της πρωταρχικής διένεξης της Ιστορίας. Διότι, η ολιγαρχία της και το νεοσύστατο εθνικό μόρφωμα άνευ πολιτισμικής ιδιοπροσωπίας συγκροτήθηκε στο Ισλάμ στην άρνηση του Έλληνος τρόπου και πίστης επίσης, ανήμπορη να διακρίνει την πνευματική οικουμενικότητα της ελληνικής ορθοδοξίας όπως συνέβη στους σλάβους, Βούλγαρους, Ρώσους και στο Λεβάντε. Η ελληνική οικουμένη χρειάζεται πάντα να αντιπαλεύει την άρνηση της στον εσωτερικό, στον ίδιο τον άνθρωπο της, και εξωτερικό χώρο. Και είναι αυτή η έλλειψη ιστορικότητας του συγκερασμού αυτού που αδυνατώντας να αναστοχαστεί κριτικά στην ιστορική του εμπειρία παρόμοια της δύσης το κάνει φοβικό, επιζητώντας να γίνει αυτοκρατορία ώστε να μην σβήσει. Αλλά η αυτοκρατορία, δεν είναι οικουμένη. Ενώ η δεύτερη είναι αυτόφωτη πολιτισμική ιδιοπροσωπία πηγάζουσα από το οντολογικό της κοσμοείδωλο, το «αρχέτυπο κάλλος», η επίγεια αυτοκρατορία μιας ολιγαρχίας έχει μόνο κοινωνικοϊστορική, προσωρινή, δύναμη. Ο Χώρος τους είναι ανόμοιος, άλλης ποιότητας.
Η άρνηση επομένως της απανθρώπισης πρέπει να αφορά ταυτόχρονα το περιεχόμενο και τη μέθοδο του πολιτισμού της δύσης, δηλαδή, το φαντασιακό της και τις πολιτισμικές της σημασίες συνολικά. Όμως, η αμφισβήτηση δεν μπορεί, και δεν πρέπει, να περιλαμβάνει το παρελθόν συλλήβδην ως ξεπερασμένο, διότι καταντά μια διαφυγή προόδου. Αμφισβήτηση σημαίνει, την με ένα άλλο τρόπο επανεξέταση του παρελθόντος, τη διαύγαση του με ένα οικουμενικό τρόπο για το τι είναι το ανθρώπινο ον εντός του Σύμπαντος Κόσμου. Διότι, παρά το ότι δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε επακριβώς, λεπτομερώς, τις μεταβολές του παρελθόντος παρά μόνο ως τομές της πραγματικότητας, λόγω αισθητηριακού χάσματος του ανθρώπου με την αθέατη πραγματικότητα του Σύμπαντος Κόσμου, εντούτοις, η Ιστορία (το κουτί της), άρα και το ανθρώπινο ον, είναι συνεχής και ενιαία, ένα όλον. Και το παρελθόν, υπενθυμίζει η κβαντική φυσική, δεν μπορεί να είναι παρά αλήθεια. Αυτό που δεν λησμονούμε, που δεν εκπίπτει στη λήθη, δηλαδή, η ρίζα μας που εκκινεί από την αρχή του Σύμπαντος Κόσμου, ενώ, η άρνηση της, η οντολογική απανθρώπιση, όπως την συνέλαβε ο ελληνικός χριστιανισμός μας υποδεικνύει τι χρειάζεται να αποφεύγουμε στην πορεία της εξανθρώπισης μας.
Ως εκ τούτου, η αμφισβήτηση της νεωτερικότητας, ακόμη περισσότερο της μετανεωτερικότητας, δεν μπορεί να είναι αίολη και επιδερμική, δηλαδή ημιτελής. Αν αυτή η εναντίωση υποσκάπτεται πραγματολογικά και σημασιολογικά από δυτικές πολιτισμικές «αντικειμενικές αλήθειες», για παράδειγμα, από την έννοια του ιστορικού (προοδευτικού) υλισμού, τότε αεροβατεί, επειδή δεν στηρίζεται σε οικουμενικές αρχές, αλλά σε κοινωνικοϊστορικές φαντασιακές επινοήσεις όπως συμβαίνει σήμερα βιώνοντας τη βαθαίνουσα αποσύνθεση αυτού του πολιτισμού. Όταν η αμφισβήτηση είναι μη ολοκληρωτική, ειδικά, όσον αφορά εμάς τους Έλληνες, προκύπτει η σχιζοειδής κατάσταση μας: να κοιτάζω με θαυμασμό το φωτεινό, ένδοξο, παρελθόν μας στην ιστορική του συνέχεια και ταυτόχρονα να ενστερνίζομαι ως αδήριτη τη δυτική τεχνολογική πρόοδο, τη δυτική άρνηση του μοναδικού στον πολιτισμό πνευματικού μονοπατιού μας. Εφόσον είναι φωτεινό θα πρέπει να μας φωτίζει εξίσου και τώρα. Αλλά, πώς είναι δυνατόν, ο ελληνικός πολιτισμός να είναι φωτεινός, μεγαλειωδώς θαυμαστός για όλο τον κόσμο, και ταυτόχρονα ο διαφωτισμός να είναι η πρόοδος του. Πρόοδος τίνος; Ενός φωτεινού παρελθόντος που έλαμπε μέχρι τον 15ο αι. (η άλωση της Κωνσταντινούπολης πάντα ήταν επιθυμία κάθε ξένου) μεταλαμπαδεύτηκε στη δυτική Αναγέννηση και μετά στο διαφωτισμό; Αν ο διαφωτισμός είναι «πρόοδος» της ελληνικής πολιτισμικής εμπειρίας εξίσου φωτεινός, τι ακριβώς φωτεινό έχει προσθέσει στον θαυμαστό ελληνικό; Μπορεί μια περιστασιακή ψήφος εμπιστοσύνης στην ολιγαρχία διακυβέρνησης του στην οποία μπορεί μόνο να διαμαρτύρεται ενδιάμεσα και κατά περίπτωση, να είναι «πρόοδος» της συνέχειας των δημοκρατικών «Κοινών» που συναποφασίζουν στον ελληνικό κόσμο μέχρι το 1830, τα οποία κατάργησε στο νέο κράτος του η απαίδευτη στη δημοκρατία Βαυαρική ηγεμονία; Πώς είναι δυνατόν, η μακροχρόνια βίωση συμμετοχής του Έλληνα στα «Κοινά» του και στην εκκλησία του, που θεσμίζει για παράδειγμα, σερμαγιά (συνιδιοκτησία πλοίου και φορτίου), να θεωρήσει πρόοδο τη μισθωτή εργασία, αποκλεισμένη από το κοινό όφελος της εργασίας του; Η μισθωτή εργασία είναι φωτεινή; Ή απλά, νομιμοποιημένη εξαναγκασμένη εργασία του δυτικού υπηκόου που έχει ξεπεράσει τη δουλοπάροικη εξάρτηση από τον αφέντη του, ωστόσο παραμένει πάντα εξαρτημένος από ένα νέο αφέντη, την εταιρεία; Μπορεί ένα smartphone ή ένα αυτοκίνητο να θεωρηθεί ότι κάνει το παρόν μας και την ψυχοσύνθεση του ανθρώπου φωτεινή; Ο εννοιολογικά, και άρα πνευματικά, σε σχιζοειδή σύγχυση ελληνογενής, απόρροια της λήθης της ιστορικής του συνείδησης για τα «Κοινά», ονομάζει σήμερα συλλογικότητα κάθε λογής προσωρινές ομάδες περιορισμένου ενδιαφέροντος, αγνοώντας ότι η συλλογικότητα προϋποθέτει ιστορικούς, δηλαδή στέρεους στη διαχρονία τους, κοινούς πνευματικούς και υλικούς δεσμούς ανωνύμων.
Η κβαντική φυσική είναι κατηγορηματική. Παρατηρούμε πάντα το συνεχές παρελθόν· το παρόν είναι η διαύγαση του παρελθόντος. Ο δυτικός διαφωτισμός – και εδώ φαίνεται η μωρία του – ολοκληρώνει και κοσμικά την άρνηση της ελληνικής εμπειρίας του Κόσμου, αρχής γενομένης με την πνευματική κατάλυση του ελληνικού χριστιανισμού από την παπική Ρώμη και την ακόμη βαθύτερη του προτεσταντισμού. Λόγω έλλειψης βαθιάς γνώσης, η Δύση αρνούμενη την ορθοδοξία διχοτόμησε το ενιαίο συνεχές γίγνεσθαι του παρελθόντος, δηλαδή αρχαιότητα από χριστιανισμό, επικαλούμενη μόνο τη συνέχεια της κλασσικής δημοκρατίας στον πολιτισμό της. Μαζί της, οι Έλληνες διαφωτιστές παθιασμένοι μεταπράτες της αρνήθηκαν την ιστορική μας συνέχεια, παρατηρώντας μόνο το αρχαιοελληνικό παρελθόν και απορρίπτοντας τον ελληνικό χριστιανισμό. Έτσι, η «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Ελληνικού Έθνους» (Tierney, M., 1924, “The Roman Empire of the Greek Nation”, Studies: An Irish Quarterly Review, Vol. 13, No 52, pp. 597-612) και η εκκλησία του έγιναν στόχοι λυσσαλέων επιθέσεων. Η οικουμένη της ελληνικής σκέψης που έλαμψε για μία χιλιετία, παραγράφεται εντελώς ως μη ελληνική, με πρόσχημα την αποτίναξη από τον κοσμικό διαφωτισμό της χριστιανικής θρησκοληψίας. Και γύρω από αυτό το επιχείρημα, οι σημερινοί απόγονοι των διαφωτιστών – τουλάχιστον αφελώς, το περισσότερο ανοήτως – συνεχίζουν να αρνούνται την ελληνική ιστορική ενότητα παρουσιάζοντας μια ψευδή εικόνα του ελληνισμού και της ορθοδοξίας. Ο Χριστός ήταν Ιουδαίος, όχι Έλληνας, ο χριστιανισμός είναι θρησκεία αβρααμικής προέλευσης, όχι ελληνικός, προσθέτοντας στην «θρησκοληψία» και ένα «ιστορικό – θεολογικό» επιχείρημα. Αλλά, πώς μπορεί να αντικρουστεί η συνέχεια της ελληνικότητας στο λόγο του Κοσμά του Αιτωλού: «Να σπουδάζετε τα παιδία σας, να μαθαίνουν Ελληνικά· διότι και η Εκκλησία μας είναι εις την Ελληνικήν, και το γένος μας είναι Ελληνικόν. Και εάν δεν σπουδάσης Ελληνικά, αδελφέ μου, δεν ημπορείς να καταλάβης εκείνα, όπου ομολογεί η Εκκλησία μας. Καλύτερα, αδερφέ μου, να έχης Ελληνικόν σχολείον εις την χώρα σου, παρά να έχης βρύσες και ποτάμια» (Δημαράς, Κ., Θ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, 2000, σ. 170). Ή, πώς μπορεί να παραγραφεί αυτή η συνέχεια όταν οι «ημέτεροι» επαναστάτες συναθροιζόμενοι το 1822 στην Β΄ Εθνοσυνέλευση τους στο Άστρος, στο «Νόμο της Επιδαύρου» έγραφαν, «οι νόμοι των ημέτερων αείμνηστων χριστιανών Αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης».
Αναπαράγοντας εντούτοις τις φιλολογίες του ιστορικού κενού μεταξύ ελληνισμού της κλασσικής αρχαιότητας και χριστιανισμού, διαγράφουν την πολιτισμική εμπειρία της ελληνικής σκέψης στην αυτοκρατορική της διάσταση, στην ελληνιστική περίοδο και ύστερα στη ρωμαϊκή. Διότι, η ελληνική οικουμένη παίρνει τα ιστορικά της μαθήματα στον συγχρωτισμό της με τις φυλές – έθνη που έρχεται σε επαφή, όχι εξαναγκάζοντας τες να χωρέσουν στον αρχαιοελληνικό της κόσμο που δεν υφίσταται πλέον, αλλά σε μια νέα και ευρύτερη βάση, του πνευματικά ενοποιητικού χριστιανισμού της αγάπης και του σεβασμού, στην πραγματικότητα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα όταν αυτή βρίσκεται πια σε γεωπολιτική αστάθεια. Διότι επίσης, η ελληνική πολιτισμική εμπειρία με τον ελληνικό χριστιανισμό απαντά στην εμφύλια τραγωδία του Πελοποννησιακού Πολέμου και στην ηθική κατάρρευση του πολίτη της πόλης – κράτους, διατηρώντας τα «κοινά» του στην νέα πνευματική του εκκλησία. Διότι, Έλληνες ήταν αυτοί που ασπάστηκαν τον χριστιανισμό, ελληνική παιδεία είχαν οι πατέρες του.
Η επικίνδυνη συνέπεια της λήθης χριστιανισμού και της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του ελληνικού έθνους, είναι ότι, επειδή εδραιώνει ιστορικό άρα και πνευματικό κενό επιτρέπει τον προοδευτικό εθνομηδενισμό. Η δυτική εγκόλπωση της ελληνικής ασυνέχειας επιτρέπει μία στρατηγική επιδίωξη της ολιγαρχίας, την ακύρωση έθνους που συγκροτεί κράτος. Έτσι, η ιστορία μπορεί να πλαστογραφηθεί. Το νεοελληνικό κράτος είναι η απόρροια της δράσης της Δύσης (ναυμαχία του Ναυαρίνου), είναι η ιστορία ενός κατασκευασμένου έθνους από ένα συνονθύλευμα κατοίκων μιας οθωμανικής επαρχίας, είναι το αποτέλεσμα μιας επανάστασης που υιοθετώντας το αρχαιοελληνικό παρελθόν ονομάστηκε ελληνικό χάριν του δυτικού θαυμασμού για αυτό το παρελθόν. Επομένως, όπως τεχνητά κατασκευάστηκε, έτσι σήμερα, υπερθεματίζει η Μαρία Ρεπούση, απαιτείται η αποκατάσταση της ιστορικής σκέψης με τον απεγκλωβισμό της από την εθνική συνείδηση, επειδή αυτή, σημασιολογικά, είναι ανυπόστατο κριτήριο, άδεια κατηγορία στην ιστορική πρόοδο, ενώ, πραγματολογικά, η διαμόρφωση ελληνικής εθνικής ταυτότητας οξύνει τις κοινωνικές ανισότητες μιας σύγχρονης πολυεθνοτικής «ελληνικής» πολιτειακής ταυτότητας («Διδακτική της Ιστορίας: 50 χρόνια μετά Εξελίξεις, τάσεις, προοπτικές», 2020). Η απειλή είναι ξεκάθαρη και η εμμονή στο αρχαιοελληνικό παρελθόν εξυπηρετεί τα μάλα τη δυτικότροπη αποδόμηση του ελληνικού έθνους, ειδικά όταν η ολιγαρχία του ενεργεί δραστήρια και ποικιλότροπα για αυτή. Μάλιστα η υιοθέτηση της δυτικής ιστορικής παραγραφής της ελληνικής αυτοκρατορίας οδηγεί τους ίδιους τους σύγχρονους μεταπράτες της στην περιφρόνηση προς το ελληνικό έθνος, χλευάζοντας το με υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς, επειδή ακριβώς δεν μπορούν να παρατηρήσουν το συνεχές ιστορικό του μεγαλείο, και άρα αναγέννησης του στην οικουμενική του διάσταση.
Η άρνηση της ελληνικής συνέχειας στην χριστιανική οικουμένη του διχοτομεί ουσιαστικά την υλική θέσμιση της πολιτικής στην κλασσική δημοκρατία από την πνευματική συλλογική ενότητα της πολιτικής που πρότεινε ο ελληνικός χριστιανισμός, αναπαράγοντας ουσιαστικά τον φιλοσοφικό δυισμό της Δύσης. Διαχωρίζοντας δηλαδή, ύλη και πνεύμα και εν τέλει απομακρύνοντας εξ ολοκλήρου το πνεύμα, η Ιστορία μπορεί να γίνει ιστορικός υλισμός, δηλαδή μονάχα υλική πρόοδος μέχρι εκμηδένισης του ανθρώπου στον μετάνθρωπο. Ιστορικό  γίγνεσθαι όμως χωρίς την στέρεα πνευματική – οικουμενική του διάσταση επιτρέπει στη δυτική ολιγαρχία να χρησιμοποιεί τις έννοιες όπως θέλει, έτσι ώστε η απουσία της πολιτικής να μπορεί να βαφτίζεται δημοκρατία. Περισσότερο, σε ένα κατακερματισμένο κόσμο με τη δική του ο καθένας αντίληψη χωρίς την πνευματική – οικουμενική διάσταση του ελληνικού χριστιανισμού το αίτημα της Δημοκρατίας καθίσταται ανεδαφικό, γίνεται αδιέξοδο. Η δημοκρατία θεωρείται, εν πολλοίς, ακόμα και από αυτούς που την υποστηρίζουν θερμά, και δεν μπορεί να αμφιβάλλει κανείς για την πίστη τους αυτή, ότι είναι ένα πολίτευμα· μια πολιτειακή συγκρότηση ανωνύμων ιστορικών υποκειμένων που αφορά συγκροτημένη πόλη με κανόνες που ορίζουν την άσκηση πολιτικής σε μια συλλογική ενότητα ανθρώπων, σε μια κοινωνία. Αυτή η αρχικά σαφής θέση, εντούτοις, κινδυνεύει να υποπέσει σε μια «δημοκρατία» res publica, διότι παραβλέπει (ή τουλάχιστον δεν απαιτεί την ιδιαίτερη προσοχή) τη ζωτική συνθήκη της, το πνευματικό υπόβαθρο της που πρέπει να διέπει τη δημοκρατία. Έτσι, πολλές φορές η δημοκρατία κατανοείται τελικά, ως ένας «τεχνικός», υλικός, τρόπος συνδιαλλαγής και επίλυσης των δημοσίων υποθέσεων της πόλης ή, κράτους με τη συμμετοχή όλων χωρίς αρχηγούς. Ο πολιτισμός εγκαθιστά στο συλλογικό ασυνείδητο μια συνολίστικη θέαση του κόσμου, θα πει ο Καστοριάδης, ένα κοσμοείδωλο ασύμμετρης διαίρεσης του κόσμου που αναπαράγεται σε όλες τις θεσμίσεις της κοινωνίας προσανατολίζοντας με τις αυτονόητες σημασίες της κάθε φορά την ανθρώπινη πράξη. Η ρωμαϊκή res publica εμπεριείχε αυτό το κοσμοείδωλο διαίρεσης και αποκλεισμού διαποτίζοντας τη δύση και διαμορφώνοντας τελικά ανάλογες νεωτερικές σημασίες, όπως πρόοδος, διαφορετικότητα, αξιοκρατία, επιστήμη και τεχνολογία, ιδεολογική – κομματική διαίρεση δεξιού – αριστερού, κοκ, σε αντίθεση με το ελληνικό που βλέπει τη συμμετοχή όλων στην πραγματικότητα τους.
Εν κατακλείδι, η δημοκρατία δεν είναι απλά πολίτευμα, αλλά κάτι περισσότερο. Είναι μια ζώσα πολιτειακή κατάσταση του ανθρώπινου όντος με πνευματική ενότητα άποψης για τον Σύμπαντα Κόσμο και τα είδη του. Είναι μια κατάσταση, κατά την οποία, οι άνθρωποι αναγνωρίζονται ως όμοιοι μεταξύ τους, ως ποικιλία πιθανοτήτων όμοιου είδους/όντος. Μια ενότητα άποψης που αναγνωρίζει το κάθε ανθρώπινο ον ως αυτογενή, εγγενή, πηγή πολιτικής, δηλαδή, ομολογεί το αυτεξούσιο του ανθρώπου καθώς και του κάθε όντος. Η Δημοκρατία πρώτιστα, αν όχι αποκλειστικά, είναι μία πνευματική συνομολόγηση, και αυτό, στην πολιτισμική κατάσταση του ανθρώπου πρώτος το επιζήτησε ο Χριστιανισμός στο οικουμενικό του πρόταγμα. Ο ελληνικός ορθόδοξος χριστιανισμός ομολόγησε με το δικό του τρόπο αυτήν την αλήθεια, της ενότητας του ανθρώπινου είδους ονομάζοντας την εκκλησία, την ελευθερία του όντος να επιλέξει αυτήν την ενότητα Ανθρώπου και Κόσμου στην εκκλησία του Χριστού, τη δημοκρατική πνευματική συνάθροιση εγγενώς ομοίων ανθρώπων. Η ελληνική ιδιαιτερότητα με τον Χριστιανισμό της αμφισβήτησε τον πυρήνα του πολιτισμικού δρόμου. Προτείνοντας την ταπεινότητα, αρνήθηκε την επηρμένη αυθεντία του ξεχωριστού ατόμου που δρα σε βάρος των συνανθρώπων του. Προτείνοντας την ολιγάρκεια, αρνήθηκε την «υλική αποθήκευση», τονίζοντας την «κοινωνική αποθήκευση», δηλαδή την αμοιβαία διανομή των αγαθών και της αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων. Προτείνοντας το θαύμα, αρνήθηκε την λογικοκρατία του πολιτισμού, αρνήθηκε πίστη που στηρίζεται αποκλειστικά στην λογική απόδειξη του «θέτω τον δάκτυλον επί του τύπου των ήλων». Προτείνοντας την πνευματική εκκλησία αρνήθηκε το δρόμο διαφυγής του ανθρώπου στην ανεπτυγμένη τεχνολογία που ήδη ο ελληνικός κόσμος είχε πραγματοποιήσει. Η εσωτερική αταραξία της ανθρώπινης ψυχής καθρεφτισμένη στην εικονογραφία των Αγίων του δεν είναι αποτέλεσμα της επιστήμης και της τεχνικής, αλλά της αφομοίωσης της γαλήνης του σύμπαντος Κόσμου. Με αυτόν τον τρόπο, η «αυτοκρατορία» του ελληνικού Χριστιανισμού αγκαλιάζοντας τη Δύση και την καθ΄ ημάς Ανατολή υπέδειξε ουσιαστικά τη χαμένη communitas του ανθρώπινου είδους. Η Αγιότητα, η ένωση του ανθρώπου με το Θείο είναι με άλλα λόγια, η ανάδυση του αυθεντικού εαυτού, όπου όλα τα πλάσματα του Σύμπαντος Κόσμου ζουν εν αρμονία μεταξύ τους. Τότε, ο Άγιος Παΐσιος μπορεί να συνομιλεί με μια αρκούδα, όπως ένας «πρωτόγονος» να κάθεται ήσυχα μαζί με μια τίγρη, ή ένας Δανιήλ να επιζεί σε ένα λάκκο λιονταριών. Στη Δημοκρατία, η πολιτική, η συμμετοχή του στην πραγματικότητά του συνιστά την εγγενή πηγή «εξουσίας» του όντος, το αυτεξούσιο του, ορίζει ότι ουδείς μπορεί να εκπροσωπεί άλλο ον/είδος, ή ον/άνθρωπο παρά μόνο τον εαυτό του, επειδή ο καθείς είναι αυτεξούσιο ον. Σε αυτή τη δημοκρατία, που κατανοεί όλα τα παραπάνω και παιδεύει τους νέους ανθρώπους κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να συμβεί σφετερισμός της πολιτικής, διότι δεν θα υπάρχει καμία εξουσία να αρπαχτεί, παρά μόνο η πνευματική γαλήνη κάθε όντος που βρίσκονται σε πνευματική συμφωνία μεταξύ τους. Και σε αυτή τη δημοκρατική πνευματική ενότητα του ανθρώπου, μόνο τότε η τεχνική και η επιστήμη μπορεί να βοηθήσει την ευημερία και ευδαιμονία της κοινωνίας πολιτών.
«Από όλα αυτά, όμως, δικαιούμεθα να συμπεράνουμε ότι είναι αδύνατος η επιβίωση του Γένους χωρίς μετάνοια. Πρέπει να μετανοήσουμε, να ξανασκεφθούμε με ταπείνωση τι θάπρεπε να κάνουμε εδώ και αιώνες, τι θα πρέπει να αλλάξη σε μας. … Πρέπει να μετανοήσουμε, γιατί αλλιώς είναι αδύνατο να διδαχθούμε. Πρέπει να μετανοήσουμε, γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος να βοηθήσουμε και τους άλλους, Ευρωπαίους και μη, να μετανοήσουν. Πρέπει να παραιτηθούμε από την οίηση, να νοιώσουμε πως η μετάνοια και το θαύμα είναι ο αέρας και το νερό για κάθε πνευματικό άνθρωπο» (Δρακόπουλος, Π., 2002, «Μεσαίωνας: Ελληνικός και Δυτικός», σ. 254 – 255, εκδ. Παρουσία). Σε ένα πολιτισμένο κόσμο όπου η βαρβαρότητα είναι εικόνα ατελείωτη, η μετάνοια μας δεν μπορεί να κοιτάζει, ούτε προς τη δύση ούτε προς ανατολή, αλλά στο δικό μας ιστορικό μονοπάτι που περιλαμβάνει και την καθ’ ημάς Ανατολή.

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.