Γράφει ο Στυλιανός Καβάζης.
29 Απριλίου του 1863 γεννιέται και ίδια μέρα μετά από 70 χρόνια ακριβώς 29 του Απρίλη του 1933 παίρνει τον δρόμο για την “Άνω Ελλάδα” ο εκ’ των κορυφαίων (κατά την ταπεινή μου άποψη) Ελλήνων, και όχι μόνο, ποιητών Κωνσταντίνος Καβάφης!!
Την εκκλησίαν αγαπώ — τα εξαπτέρυγά της,
τʼ ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της,
τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.
Εκεί σαν μπω, μες σʼ εκκλησία των Γραικών·
με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,
μες τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,
τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες
και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό —
λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό —
ο νους μου πηαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,
στον ένδοξό μας βυζαντινισμό.
Κ.Π. Καβάφης: «Στην Εκκλησία»
Ο Καβάφης τολμά να πει: «ο ένδοξός μας βυζαντινισμός» και τολμά να το πει μία εποχή, όπου ο βυζαντινισμός για πολλούς σημαίνει σκοταδισμός.
Το Βυζάντιο για τον ποιητή, είναι ένα θεμέλιο της «ελληνοσύνης». Νεορωμιός χωρίς το Βυζάντιο δεν υπάρχει. Ορθοδοξία και γλώσσα είναι η βάση της ταυτότητάς του.
Ο βυζαντινός Καβάφης, είναι ίσως άγνωστος, κρυφός, μυστικός, ως ακόμη κι από τους βυζαντινολόγους.
Ο Καβάφης έχει μία σχέση με το Βυζάντιο σχεδόν βιωματική. Γράφει κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ότι γεννήθηκα μεν στην Αλεξάνδρεια, αλλά η καταγωγή μου είναι από την Κωνσταντινούπολη. Ο Καβάφης λοιπόν, δεν θεωρεί ότι είναι αλεξανδρινός, αλλά Κωνσταντινουπολίτης.
Είναι έξω από κάθε πραγματικότητα η γνώμη που διατυπώθηκε πως ο Καβάφης ειρωνεύεται το Βυζάντιο. Αντιθέτως το θαυμάζει, περηφανεύεται· γι αυτό και σεμνύνεται που η δική του γενιά κρατάει από το Βυζάντιο. Ζώντας επί δύο χρόνια στην Κωνσταντινούπολη ,κοντά στον παππού από την μεριά της μητέρας του, τον γέρο Φωτιάδη, ήρθε σε στενότερη επαφή με την βυζαντινή παράδοση, που την έθρεψε στη φαντασία του και με πολλά διαβάσματα. Χωρίς να είναι θρήσκος με την τρέχουσα έννοια, σεβόταν όμως τον Χριστιανισμό και τα τελευταία χρόνια της ζωής του δεν έλειπε τις Κυριακές από την εκκλησιά.
Αν ο Καβάφης δεν άντλησε από την βυζαντινή περίοδο όσο από την ελληνιστική, έχει τους λόγους του και τους εκθέτει ο ίδιος : “Είναι πολύ πιο δύσκολο για μένα να τοποθετήσω τους ήρωες μου στη βυζαντινή εποχή, παρά στην ελληνιστική. Η βυζαντινή εποχή, αν και πιο κοντά μου ( δεν είναι περίεργο; ) είναι περιοριστική, ενώ η ελληνιστική είναι πιο ανήθικος, πιο ελευθέρα και με επιτρέπει να κινήσω τα πρόσωπα μου όπως θέλω.