Wednesday 24 April 2024
Αντίβαρο
Γιώργος Καραμπελιάς Ιστορία: Βυζάντιο Ταυτότητα

Από τον Τούνμπη στον Μάνγκο (Β’ Μέρος)

Η έδρα «Κοραής» στο King’s College του Λονδίνου και ο ρόλος της στην αποδομητική ιστοριογραφία.

Γράφει ο Γιώργος Καραμπελιάς
Νέος Ερμής ο Λόγιος τ. 15

Προηγούμενο μέρος: Φαλμεράυερ και Παπαρρηγόπουλος

Ωστόσο, η διαμάχη περί της φύσεως του Βυζαντίου δεν έλαβε ποτέ τέλος. Τις τελευταίες δεκαετίες μάλιστα, στα πλαίσια του Κυπριακού ζητήματος, του ψυχρού πολέμου –και του «βαλκανικού ζητήματος», μετά το 1989–, η συζήτηση αναζωπυρώθηκε και επανεμφανίστηκαν απόψεις ανάλογες με του Φαλμεράυερ, με αφετηρία Άγγλους και Αμερικανούς μεσαιωνιστές και ελληνιστές, κατ’ εξοχήν τον Ρόμιλυ Τζένκινς, τον Σύριλ Μάνγκο και τον Έρικ Χομπσμπάουμ.

Αρνολντ Τόϋνμπη

Απολύτως χαρακτηριστική υπήρξε η έντονα ανθελληνική προκατάληψη τουλάχιστον τριών από τους κατόχους της έδρας Κοραή στο Λονδίνο, του Αρνολντ Τόϋνμπη (1889–1975), του Ρόμιλυ Τζένκις (1907-1969) και του Σύριλ Μάνγκο (1928- ). Και αυτό παρότι η έδρα «Κοραής» στο King’s College του Λονδίνου, χρηματοδοτήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση και τους Έλληνες της παροικίας, εγκαινιάστηκε δε το 1919 παρουσία του Βενιζέλου, την εποχή του σύντομου ελληνοβρετανικού ειδυλλίου. Και όμως, ήδη από τον πρώτο της κάτοχο, τον Τόυνμπη, συνδέθηκε με μια μακρά παράδοση… ανθελληνισμού.

Ο νεοελληνιστής ιστορικός Ρίτσαρντ Κλογγ, που μελέτησε τα αρχεία του Τόυνμπη, συνάντησε σε αυτά μια τόσο κραυγαλέα εχθρότητα για τους Έλληνες, ώστε υποχρεώθηκε να γράψει: «Αναμφισβήτητα, κάποιος που αντιπαθούσε τόσο έντονα τον λαό του οποίου την ιστορία επρόκειτο, υποτίθεται, να διδάξει, δεν έπρεπε να υποβάλει υποψηφιότητα για την έδρα». Ο Τόυνμπη είχε ήδη διατυπώσει τις απόψεις του σε επιστολή προς τη μητέρα του το 1911-1912, μετά την παραμονή του στην Ελλάδα: «Επιστρέφω στην Οξφόρδη “αποφασισμένος να κηρύξω με θρησκευτική ευλάβεια τον μισελληνισμό σε κάθε φιλέλληνα που θα συναντήσω”»[1]:

Όσο για τον Ρόμιλυ Τζένκινς[2] δεν έπαψε, σε όλη του τη ζωή, να αμφισβητεί την έννοια της ιστορικής συνέχειας του αρχαίου με τον μεσαιωνικό και τον νεώτερο ελληνισμό[3]. Για τον Τζένκινς –που ενστερνίζεται τους ισχυρισμούς του Φαλμεράυερ–, το Βυζάντιο δεν είχε πλέον καμία σχέση με τον ελληνισμό· οι Σλάβοι κυριάρχησαν όχι μόνο στην Πελοπόννησο αλλά και «σε ολόκληρη την Ελλάδα»[4]. Το Βυζάντιο υπήρξε ένα «ολοκληρωτικό» καθεστώς, όπου «κυριαρχούσε η πίστη και η δοξασία (δηλαδή η έλλειψη αλήθειας)», σε αντίθεση με τη Δύση, όπου κυριαρχούσε η «αλήθεια»[5]. Η ουσία του Βυζαντίου ήταν «η θεοκρατική και μονολιθική του δομή, η εκ Θεού καθαγιασμένη απαίτηση για παγκόσμια κυριαρχία, το ενστικτώδες μίσος και δυσπιστία προς τη Δύση»[6].

Ο Τζένκινς, όπως και ο Φαλμεράυερ, συνέδεσε τον αντιβυζαντινισμό του με τη φοβία για τους Ρώσους (ή τους Σοβιετικούς), υποτιθέμενους κληρονόμους του Βυζαντίου: «Όπως και στην εξέλιξη των ειδών, έτσι και σε εκείνη των ιδεών ή των προτύπων της σκέψης, δεν αρμόζουν οι αιφνίδιες και ριζικές αλλαγές. Η έσχατη ελπίδα των Ρώσων, πριν ή μετά την Επανάσταση του 1917, είναι να βρουν την αυτοκρατορία της Τρίτης Ρώμης στην έδρα της Δεύτερης»[7]. [Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η κριτική του «βυζαντινισμού» και των επιβιώσεών του απέκτησε στη Δύση ένα νέο επίκεντρο, τα Βαλκάνια της δεκαετίας του 1990, την Ελλάδα και τον φονταμενταλισμό της ορθοδοξίας κ.ο.κ.]

Η «αποστροφή» του Τζένκινς για το Βυζάντιο ήταν τόσο έντονη ώστε, όπως κατέδειξε ο Βρυώνης, έφθασε στο σημείο να παραποιεί αποσπάσματα από τους Βυζαντινούς συγγραφείς προκειμένου να «αποδείξει» την ολοκληρωτική εξαφάνιση των Ελλήνων κατά τη διάρκεια των σλαβικών επιδρομών! Την ύπαρξη «Σκλαβηνιών», δηλαδή αυτόνομων σλαβικών εγκαταστάσεων στην Ελλάδα, μετά το μεγάλο θανατικό της πανώλους, επί Κωνσταντίνου του Κοπρώνυμου, στα μέσα του 8ου αιώνα –την οποία περιγράφει ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος– την παρουσιάζει ως μεταβολή ολόκληρης της Ελλάδας σε μία Σκλαβηνία, μεταφράζοντας ανακριβώς τα ανάλογα αποσπάσματα[8].

Σύριλ Μάνγκο

Στην ίδια κατεύθυνση συνέχισε και ο αμέσως επόμενος κάτοχος της έδρας «Κοραής», ο Σύριλ Μάνγκο (Cyril Mango). Σε ένα «κείμενο-πρόγραμμα» του 1964 –την εναρκτήρια ομιλία του κατά την ανάληψη της έδρας[9]–, φιλοδοξεί να «συμπληρώσει» την επιχειρηματολογία του Τζένκινς, πραγματοποιώντας μια γενικευμένη επίθεση σε κάθε απόπειρα σύνδεσης του νέου και του αρχαίου ελληνισμού με το Βυζάντιο, ενώ, ως λογική συνεπαγωγή αυτής της αποσύνδεσης, απορρίπτει και οποιαδήποτε σχέση του νεώτερου ελληνισμού με τον αρχαίο. Διότι, όπως είχε τονίσει ο Ζαμπέλιος, το απαραίτητο στοιχείο της διαχρονίας είναι ο ενδιάμεσος κρίκος, το Βυζάντιο· χωρίς αυτόν, ολόκληρο το οικοδόμημα καταρρέει.

Επειδή το κείμενο του Μάνγκο αποτελεί μια μορφή ιδεολογικο-πολιτικής «πλατφόρμας», μια σύγχρονη σύνοψη των γιββώνειων απόψεων, θα επιχειρήσουμε την εκτενή παράθεσή του:

Ένα μεγάλο μέρος από την απαίτηση της νεώτερης Ελλάδας να κερδίσει τη συμπάθεια της Δυτικής Ευρώπης στηρίχθηκε στην υπόθεση μιας άμεσης ιστορικής συνέχειας, που πηγαίνει τρεις χιλιάδες χρόνια πίσω: από τη νεώτερη Ελλάδα στο Βυζάντιο, από το Βυζάντιο στον Ελληνιστικό κόσμο κι από κει στην αρχαία Ελλάδα. Όποιος υποστηρίζει αυτή τη συνέχεια χαρακτηρίζεται φιλέλληνας. Όποιος την αρνείται κινδυνεύει να τον θεωρήσουν μισέλληνα· ωστόσο το θέμα αυτό [ ] αξίζει να επανεξετάζεται [ ]. Προσπαθώντας να κάνω κάτι τέτοιο σήμερα, δεν θα επικαλεσθώ το γέρικο φάντασμα της φυλετικής συνέχειας. Ό,τι μπορούσε να ειπωθεί γύρω απ’ αυτό το θέμα έχει κιόλας ειπωθεί, τελευταία και πολύ εύγλωττα από τον ίδιο τον καθηγητή Τζένκινς. Αντί γι’ αυτό, θα μιλήσω για την πνευματική συνέχεια[10].

Για τον Κρουμπάχερ, τον Ράνσιμαν, τον Λεμέρλ, «ο πολιτισμός του Βυζαντίου είναι ελληνικός, η γλώσσα του είναι ελληνική, οι θεσμοί μιλούν ελληνικά»[11]. Για τον Μάνγκο, αντίθετα, απουσιάζει εντελώς η ελληνική συνιστώσα: «Συγκεφαλαιώνοντας, [ ] πάνω απ’ όλα, ο Βυζαντινισμός ήταν η πίστη σε μία μόνη Χριστιανική, Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. [ ] Ο Βυζαντινισμός σύμφωνα μ’ αυτό τον ορισμό –που νομίζω ότι είναι έντιμος (sic)– ήταν περισσότερο βιβλικός παρά ελληνικός»[12]. Δεν υπάρχει στην πραγματικότητα ουδεμία συγγένεια ή συνέχεια. Όπως αναγνώρισε και ο Ντόναλντ Νίκολ, διάδοχος του Τζένκινς και του Μάνγκο στη έδρα «Κοραής» στο Λονδίνο, ο πρώτος διατηρούσε μια σχέση αγάπης-μίσους με το αντικείμενο της ενασχόλησής του και «η αποστροφή του προς τον βυζαντινό πολιτισμό και τις επιβιώσεις του στη ζωή και τη σκέψη της σύγχρονης Ελλάδας γινόταν εντονότερη με τα χρόνια», ενώ «ο άμεσος προκάτοχός μου, ο Σύριλ Μάνγκο [ ] σε ένα βαθμό συμμερίζεται αυτή την αποστροφή»[13]. Συνεχίζει ο Μάνγκο:

… οι Βυζαντινοί δεν έδειξαν γενικά το παραμικρότερο ενδιαφέρον γι’ αυτό που εμείς εννοούμε κλασική Ελλάδα. Πρόκειται για μια αλήθεια δυσδιάκριτη μέσα στην πολυλογία περί «Βυζαντινού ανθρωπισμού» και «Βυζαντινού ελληνισμού». [ ] Στην πραγματικότητα, ελάχιστοι κλασικοί συγγραφείς διαβάζονταν στα σχολεία[14].

Οι Βυζαντινοί Έλληνες δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον για την κλασική Ελλάδα, και τα περί «βυζαντινού ελληνισμού» και «βυζαντινού ουμανισμού» αποτελούν φλυαρίες των… σημαντικότερων συναδέλφων του κ. Μάνγκο: του Λεμέρλ, του Κρουμπάχερ, του Όλερ, του Χούνγκερ, του Μπεκ, του Ράνσιμαν και τόσων άλλων.

Και αν υποθέσουμε πως ο Κρουμπάχερ κινείται από κάποια «ευνοϊκή προκατάληψη» έναντι του Βυζαντίου, θα μπορούσαμε να ανατρέξουμε, επί παραδείγματι, στο opus magnum της μεγαλύτερης ίσως αυθεντίας της σύγχρονης βυζαντινής φιλολογίας, τη Βυζαντινή Λογοτεχνία του Χέρμπερτ Χούνγκερ, που διεκδικεί τη θέση του έργου του Κρουμπάχερ στην εποχή μας.

Ισχυρίζεται ο Μάνγκο πως ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης δεν ήταν για τους Βυζαντινούς τίποτε άλλο παρά «δείγματα» ιωνικής και αττικής διαλέκτου! Αρχίζοντας από τον γνωστότερο Βυζαντινό ιστοριογράφο, τον Προκόπιο, διαβάζουμε στον Χούνγκερ πως η περιγραφή του μεγάλου λοιμού στην πρωτεύουσα (το 542) έχει «ως πρότυπο τον Θουκυδίδη»[15], ενώ πάρα κάτω σημειώνει: «Επιπλέον, ήδη τα προοίμια των τριών έργων του δείχνουν από τη μια πλευρά την αναπόφευκτη [ ] αναφορά στον Θουκυδίδη, τον Ηρόδοτο και τον Διόδωρο, κι από την άλλη την ελεύθερη και πολύμορφη αξιοποίηση των ιδεών που συνάντησε στα πρότυπά του»[16]. Ο ιστορικός του επομένου αιώνα, Θεοφύλακτος ο Σιμοκάττης, στην Οἰκουμενικὴ Ἱστορία του, σε έναν διάλογο ανάμεσα στην Ιστορία και τη Φιλοσοφία, αναφέρεται στον Σωκράτη και κλείνει «με μια αναφορά στον Φαίδρο του Πλάτωνα (230 b), μια παραπομπή στον Οδυσσέα και τις Σειρήνες και τέλος ένα χωρίο από την Οδύσσεια (κ 195)»[17]. Μερικούς αιώνες αργότερα, ο Νικηφόρος Βρυέννιος, ο σύζυγος της Άννας Κομνηνής, στην Ὕλη Ἱστορίας, αναφέρει πως, για να περιγράψει τα κατορθώματα του Αλέξιου Κομνηνού, θα χρειαζόταν τις ικανότητες του Θουκυδίδη ή του Δημοσθένη, τους οποίους και έχει ως πρότυπα, ενώ οι αναφορές στην Ιλιάδα είναι διαρκείς[18]. Αναφερθήκαμε ήδη στα ογδόντα οκτώ αποσπάσματα από την αρχαία ελληνική γραμματεία που περιλαμβάνονται στην Ἀλεξιάδα της συζύγου του Βρυέννιου, Άννας Κομνηνής[19]. Ο περίφημος ιστορικός και φιλόλογος του 12ου αιώνα, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος δημοσίευσε για παράδειγμα, εκτενείς μελέτες για την Ιλιάδα, την Οδύσσεια[20] και τον Πίνδαρο.

Σε επιγενέστερο κείμενό του, ο ίδιος ο Μάνγκο, αναφερόμενος στην περίφημη προσφώνηση του Μεγάλου Βασιλείου προς τους ανιψιούς του, για τη σχέση της χριστιανικής με την ελληνική παράδοση, η οποία αποτέλεσε τον «χρυσό κανόνα» της βυζαντινής περιόδου, επισημαίνει πως ο Μέγας Βασίλειος υπογράμμιζε την ανάγκη να μελετούν οι χριστιανοί την ελληνική γραμματεία, απορρίπτοντας παράλληλα ό,τι δεν τους είναι χρήσιμο:

Ωστόσο μεγαλύτερο ενδιαφέρον και από τα επιχειρήματα του Μεγάλου Βασιλείου παρουσιάζει η μορφή της προσφώνησής του: είναι ένα εξαιρετικά καλοδουλεμένο κείμενο αττικού λόγου, διανθισμένο με άμεσες και έμμεσες αναφορές στον Πλάτωνα και τον Πλούταρχο, τον Όμηρο και τον Ησίοδο, τον Σόλωνα, τον Θέογνη και κάμποσους άλλους κλασικούς συγγραφείς[21].

Από την αντιβυζαντινή και «ανθελληνική» προκατάληψη του Μάνγκο δεν θα ξεφύγουν ούτε καν οι τελευταίοι βυζαντινοί αιώνες, που για όλους τους βυζαντινολόγους και ερευνητές σηματοδοτούν μια σχεδόν καθολική επιστροφή στην κλασική ελληνική παιδεία:

Συχνά ειπώθηκε ότι, με την πτώση του Βυζαντινού κόσμου, ξαναγεννήθηκε ο ελληνισμός. Περιορισμένη είναι η αλήθεια μέσα σ’ αυτήν την άποψη. Είναι γεγονός ότι αρχίζοντας στον 12ο αιώνα, ιδιαίτερα ύστερα από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, στα 1204, ορισμένοι Βυζαντινοί συγγραφείς μ’ ευχαρίστηση αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «Έλληνες». Είναι επίσης αλήθεια ότι εμφανίσθηκε, στον 14ο αιώνα κυρίως, μια κίνηση ενθάρρυνσης –όχι αναγέννηση βέβαια– της κλασικής παιδείας [ ]. Τέλος, τη στιγμή που ο Βυζαντινός κόσμος ήταν έτοιμος να καταρρεύσει, ξεπρόβαλε εκείνη η αινιγματική μορφή, ο Γεώργιος Πλήθων, ο Γεμιστός, ο Πλατωνιστής του Μυστρά, που συνηγορούσε για την αναγέννηση της αρχαίας Σπάρτης και παρουσίασε την ουτοπιστική του άποψη σε δύο Βυζαντινούς ηγεμόνες, που, φυσικά δεν τον πρόσεξαν διόλου. [ ] Αλλά και έτσι αν είναι τα πράγματα, είναι φανερό ότι κάθε έκφραση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, την οποία παρατηρούμε μέσα σ’ αυτούς τους δύο-τρεις αιώνες, δεν ξεπερνούσε το επίπεδο της ρητορείας· ότι περιοριζόταν σ’ ένα μικρό κύκλο διανοητών και ότι δεν είχε καμιάν επίδραση στον λαό[22].

Πρόκειται, λοιπόν, για μια «ενθάρρυνση» της ελληνικής παιδείας, που αφορούσε ένα μικρό κύκλο «διανοητών» και όχι μια ολόκληρη κοινωνία που εκπαιδεύεται με τους μύθους του Αισώπου και τον Όμηρο· της οποίας οι βασιλείς διεκδικούν πλέον την ονομασία του «Έλληνα»· η οποία έχει καταστήσει τη Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου λαϊκό αφήγημα και χρησιμοποιεί στους «κέντρωνες» τον Όμηρο και τους τραγικούς για να περιγράψει τα Άγια Πάθη. Μια κοινωνία της οποίας τα λαϊκά στρώματα, αντιθέτως, είναι πιο κοντά στην αρχαία Ελλάδα απ’ ό,τι οι «διανοητές», και συνεχίζει να γιορτάζει και να διασκεδάζει με τον αρχέγονο ελληνικό, ακόμα και παγανιστικό τρόπο, έστω και με χριστιανικό επίχρισμα.

Όχι, για τον Σύριλ Μάνγκο επρόκειτο απλώς για μια «φούχτα Βυζαντινών νέων ελληνιστών» η οποία «απορροφήθηκε από το πλατύ ρεύμα της Ιταλικής Αναγέννησης». Και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για την πιθανή συμβολή των Ελλήνων στη δυτική Αναγέννηση, σπεύδει να διευκρινίσει πως «οι ίδιοι δεν δημιούργησαν αυτό το ρεύμα, στο οποίο ωστόσο είχαν μιαν ήσσονα συμμετοχή, ως ελληνοδιδάσκαλοι, αντιγραφείς χειρογράφων. Εκδότες κειμένων και διορθωτές»[23].

Όμως, το αποφασιστικό ζήτημα δεν είναι η σχέση του Βυζαντίου με την αρχαιότητα αλλά η σχέση της νεώτερης Ελλάδας με το Βυζάντιο και την την αρχαία Ελλάδα. Το ερώτημα που θέτει ο Σ. Μ. είναι εξαιρετικά «σύγχρονο» και ίσως είναι ο πρώτος που το θέτει με τέτοια ενάργεια και τόσο διαφανείς στόχους – προδιαγράφοντας τη μεταπολιτευτική… ελληνική ιστοριογραφία: Εάν η σύγχρονη Ελλάδα, «την οποία επισκοπεί η Ευρώπη», αποτελεί συνέχεια του βυζαντινού ελληνισμού και εν τέλει της ίδιας της αρχαίας Ελλάδας, έστω εν μέρει, τότε διαθέτει μια αυτόνομη γενεαλογία απέναντι στη Δυτική Ευρώπη. Εάν, τουναντίον, όπως πασχίζει να αποδείξει, η νεώτερη Ελλάδα είναι δημιούργημα, «κατασκευή», του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, τότε αποτελεί απλώς μια νοτιο-ευρωπαϊκή απόφυση της Δύσης, ένα κράτος-πράκτορα δευτέρας κατηγορίας, έναν νυκτοφύλακα της δυτικής γενεαλογίας, γύρω από τους βράχους της Ακρόπολης και τα ερείπια του Μυστρά.

Μετά την «απόρριψη» της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού μέσω του Βυζαντίου περνάμε στο «κυρίως πιάτο»: τον «ανάδελφο» χαρακτήρα του νεώτερου ελληνισμού. Σύμφωνα με τον Σ. Μ., θα πρέπει να απορριφθεί τόσο ο «ρομαντικός ελληνισμός» που θα εκφραστεί με τη γαλλική επανάσταση και τον Κοραή, όσο και ο «βυζαντινισμός» της Μεγάλης Ιδέας, καθώς και ο «κατά βάσιν» αντιδυτικός… δημοτικισμός! Και προφανώς δεν έχει πλέον κανένα νόημα και η επιστροφή σε κάποιον «ουτοπικό βυζαντινισμό». Οι Έλληνες δεν έχουν καμία πραγματική σχέση με την αρχαία Ελλάδα, πρόκειται για μυθολογική κατασκευή του δυτικού ρομαντικού φιλελληνισμού, η οποία όμως… οδήγησε στην Ελληνική Επανάσταση. Η Επανάσταση υπήρξε εν τέλει δημιούργημα του… ευρωπαϊκού διαφωτισμού και όχι ενδογενές ελληνικό φαινόμενο:

Ένας νέος μύθος, αυτή τη φορά κατασκευασμένος στη δυτική Ευρώπη, ήταν έτοιμος να σφετερισθεί τη θέση του Βυζαντινισμού ως το κύριο ιδανικό του Ελληνικού λαού: ο μύθος του ρομαντικού ελληνισμού. Διαμορφωμένος κυρίως στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, ο ελληνισμός αυτός είχε τη σοβαρή πλευρά του: ακαδημαϊκός κλασικισμός, αρχαιομανία παρακινημένη από τον Βίνκελμαν και τις ανασκαφές του Ηρακλείου, Φιλοσοφία με κεφαλαίο Φ. [ ] Η μόδα για κάθε τι ελληνικό δεν είχε όρια: [ ] Κι όταν, ένα χρόνο ύστερα από την έκδοση του Ανάχαρσι, ξέσπασε η Γαλλική Επανάσταση, ήταν σα να ξαναγύριζαν στη ζωή η Ελλάδα κι η Ρώμη. Κανένας λόγος στην Εθνική Συνέλευση δεν ήταν ολοκληρωμένος αν δεν υπήρχε κάποια αναφορά στη Σπάρτη και στον Λυκούργο. Το Ανώτατο Ον δοξαζόταν με τρίποδες και σπονδές. Η κυρία Βιζέ-Λεμπρέν έδινε ελληνοπρεπείς δεξιώσεις. Κι αν οι πολίτες του Παρισιού είχαν χρήματα για να αγοράσουν μερικά καινούργια ρούχα, να είσαστε βέβαιοι ότι θα φορούσαν χλαμύδες και σάνδαλα.

Μέσα σ’ αυτή την ένταση ξαφνικά ο κόσμος ανακάλυψε ότι υπήρχαν σύγχρονοι, ζωντανοί Έλληνες, γνήσιοι απόγονοι του Θεμιστοκλή, που περίμεναν με κομμένη την ανάσα να ξανακερδίσουν την ελευθερία τους με τη βοήθεια των δυτικών αδελφών τους. Τι καλύτερη αφορμή από την ελευθερία, ιδίως εφόσον επρόκειτο για τους Έλληνες, τους εφευρέτες, ας πούμε, της ελευθερίας, που τώρα την ζητούσαν; Τους Έλληνες, είναι αλήθεια, τους είχαν συναντήσει και προηγουμένως, Ιδίως ευγενείς ταξιδιώτες και πρόξενοι, εγκαταστημένοι στα εμπορικά κέντρα της Ανατολής· όλοι αυτοί συχνά έστελναν τις πληροφορίες τους και ανέφεραν ότι οι Έλληνες ήταν η πιο παρακμασμένη φυλή πάνω στη γη. Αν όμως βρίσκονται τώρα σ’ αυτή την κατάσταση, τούτο βέβαια οφειλόταν στην τυραννία και την δεισιδαιμονία [24].

Υπ’ αυτές τις συνθήκες και με την ώθηση του ρομαντικού φιλελληνισμού και της πάντα ευεπίφορης στις κάθε είδους επαναστατικές «τρέλες» Γαλλίας, αναπτύχθηκε το ρεύμα που θα δημιουργήσει τον ελληνικό διαφωτισμό και θα προκαλέσει εν τέλει την Επανάσταση. Το μίσος για τη Γαλλική Επανάσταση –και την Ελληνική εν συνεχεία– δεν έπαψε να διαπνέει τις αγγλικές ελίτ, όπως την εποχή του Μπερκ· σε τέτοια έκταση ώστε ο Μάνγκο θα αποσιωπήσει τον αγγλικό φιλελληνισμό, που θα δώσει έναν Μπάιρον και έναν Σέλλεϋ και θα τα «φορτώσει» όλα στη Γαλλία. Εντελώς χαρακτηριστικά, θα παρουσιάσει το βιβλίο του επίσης Γάλλου (!) αββά Μπαρτελεμύ, Ο Νέος Ανάχαρσις, ως τη βάση του ευρωπαϊκού φιλελληνισμού:

Αλλά το έργο που απηχεί εντελώς τον τρόπο με τον οποίο ο 18ος αιώνας φανταζόταν την αρχαία Ελλάδα είναι το πομπώδες αριστούργημα «Ο Νέος Ανάχαρσις», γραμμένο από τον, όχι πολύ ευλαβή, αββά Μπαρτελεμύ. Ο Ανάχαρσις ήταν ένας νέος Σκύθης, δηλαδή ένας ευγενής που περιηγήθηκε την Ελλάδα ανάμεσα στα 363 και 338 π.Χ. [ ] Είκοσι πέντε χρόνια ο Ανάχαρσις δεν έκανε τίποτε άλλο, παρά να κουβεντιάζει με φημισμένους Έλληνες, παίρνοντας σημειώσεις για την ιστορία, τη θρησκεία, την τέχνη και τα ήθη. [ ] Είναι δύσκολο για μας να πιστέψουμε ότι αυτό το χλιαρό έργο που εκτείνεται σε πέντε τόμους, έργο παραγεμισμένο με απέραντη μάθηση, με ατέλειωτες σημειώσεις και χρονολογικούς πίνακες, πραγματοποίησε σαράντα πλήρεις εκδόσεις και δεκατρείς επιτομές, ότι μεταφράστηκε στα αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά, δανέζικα, ολλανδικά, στα νέα ελληνικά και ακόμη στα αρμένικα. Τέτοιο ήταν το πάθος για κάθε τι ελληνικό[25].

Οι Έλληνες θα «συρθούν» σχεδόν στην επανάσταση από τους Ευρωπαίους και τους Έλληνες διαφωτιστές, που τους ήθελαν απογόνους των αρχαίων Ελλήνων! Στην αφήγηση του Μάνγκο δεν υπάρχει θέση για επαναστάσεις και εξεγέρσεις, για Μανιάτες, Σουλιώτες και Κολοκοτρωναίους, για συνέχεια της ελληνικής παράδοσης μέσα από το δημοτικό τραγούδι και τη λαϊκή αφήγηση, δεν υπάρχει θέση για την ελληνική εκπαίδευση, που συνεχίζεται αδιάπτωτη από την Άλωση και μετά, δεν υπάρχει θέση για τον Διγενή Ακρίτα και τις παραλογές, για τη Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου και, προπαντός, δεν υπάρχει θέση για την ορθοδοξία και τη διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας. Δεν υπάρχει θέση για τις ελληνικές κοινότητες του ορεινού χώρου, ούτε για τους Έλληνες εμπόρους και καραβοκυραίους, που αναβιώνουν την εμπορική και ναυτική δραστηριότητα του ελληνισμού, ούτε για τον ιδιαίτερο ελληνικό «διαφωτισμό», τον Ευγένιο Βούλγαρη, τον Καταρτζή, τον Ρήγα, τη Φιλική Εταιρεία και τον ελληνισμό των ηγεμονιών και της Νότιας Ρωσίας. Δεν υπάρχει καν θέση για περιηγητές οι οποίοι δεν θεωρούσαν τους Έλληνες «τον πιο παρηκμασμένο λαό του κόσμου» αλλά έβλεπαν σε αυτούς τους αντάξιους απογόνους των αρχαίων.

Η ελληνική επανάσταση την οποία ο Κοραής επεδοκίμασε από μακριά, ήταν ένας πόλεμος, που όπως ο καθένας ξέρει, είχε την ενθουσιώδη υποστήριξη όλων των φιλελεύθερων πνευμάτων της Ευρώπης. [ ] Οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ήταν λιγότερο ενθουσιώδεις, γιατί είχαν ν’ ασχοληθούν με πιο πεζά πράγματα όπως η ισορροπία των δυνάμεων και η τύχη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οπωσδήποτε, ύστερ’ από περιττές αιματοχυσίες και ερημώσεις, δημιουργήθηκε το βασίλειο των Ελλήνων και κάτω από τη βαυαρική εποπτεία τακτοποιήθηκε όσο καλύτερα μπορούσε ώστε να μοιάσει με την αρχαία Ελλάδα. Διώχνοντας κάθε τι που θύμιζε την τουρκική κατάκτηση, το ελληνικό κράτος εφοδιάστηκε με Άρειο Πάγο, Βουλή, νομάρχες, δημάρχους, πρυτάνεις κι άλλα τέτοια μπιχλιμπίδια του χρυσού παρελθόντος του. Σύμφωνα με την οδηγία του Κοραή, η γλώσσα καθαρίστηκε απ’ όλα τα βάρβαρα στοιχεία της σε σημείο που δύσκολα κανείς μπορούσε να την γράφει σωστά κι ακόμα δυσκολότερα να την μιλήσει. Παιδιά βαφτίζονταν με ονόματα όπως Αναξίμανδρος, Αριστοτέλης, Πελοπίδας, Ολυμπιάς, ακόμα και Ασπασία. Ταυτόχρονα η Βυζαντινή παράδοση απορρίφθηκε, τουλάχιστον στις εξωτερικές της εκδηλώσεις: η Ελληνική Εκκλησία έπαυσε να έχει εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο κι ακόμη η διδασκαλία της θεολογίας μεταφέρθηκε από τα μοναστήρια σε μια θεολογική σχολή που είχε σχεδιασθεί σύμφωνα με γερμανικά πρότυπα. Εν τούτοις, το αυθόρμητο άνθισμα που ο καθένας πρόσμενε δεν έγινε. Η φωτισμένη Ευρώπη έχασε κάθε ενδιαφέρον[26].

Η επανάσταση, οι θυσίες δεκάδων χιλιάδων αμάχων και οι υπεράνθρωποι αγώνες που τη σημάδεψαν, δεν αποτελούσαν παρά «περιττές αιματοχυσίες και ερημώσεις». Το δε σύγχρονο ελληνικό κράτος θα δημιουργηθεί από τον φιλελληνισμό ως ένα κακέκτυπο της αρχαιότητας. Το γεγονός πως θα θεσπίσει την καθολική ψηφοφορία πριν από οποιοδήποτε ευρωπαϊκό κράτος με τα επαναστατικά Συντάγματα και ότι θα την επιβάλει και στους Βαυαρούς, μετά την 3η Σεπτεμβρίου του 1843, πολύ πριν από τη «δημοκρατική Αγγλία», δεν μαρτυρεί τίποτε για τους νεώτερους Έλληνες, σύμφωνα με τον κάτοχο της έδρας «Αδαμάντιος Κοραής»! Η Βουλή, οι νομάρχες και οι δήμαρχοι δεν ήταν παρά «μπιχλιμπίδια» ανασυρμένα από το ένδοξο παρελθόν, χωρίς καμία σύνδεση με το δημοκρατικό ήθος των νεώτερων Ελλήνων, την αυτοδιοικητική κοινοτική τους παράδοση κ.ο.κ. Και το επιστέγασμα ήταν πως ο φιλελληνισμός θα υποχωρήσει και η «φωτισμένη Ευρώπη θα χάσει κάθε ενδιαφέρον».

Ο Στυλιανός Αλεξίου, στη βιβλιοκριτική του για το βιβλίο του Σ. Μάνγκο, Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, στην οποία ήδη αναφερθήκαμε, παραθέτει μία ακόμα επιστημονική του ανακάλυψη: «Σε μια βιβλιοκρισία, που ο ίδιος (ο Μάνγκο) δημοσίευσε για την Ιστορία του νέου ελληνισμού του Α. Βακαλόπουλου, γράφει ότι υπάρχουν “Greek speaking peoples”, όχι Έλληνες, αλλά απλώς “ελληνόφωνοι λαοί” στον πληθυντικό». Και συνεχίζει ειρωνικά ο Αλεξίου εντοπίζοντας ίσως μία από τις αιτίες της απροκάλυπτης εχθρότητας του συγγραφέα για τους Έλληνες:

Πιστεύει ακόμη ότι τα ελληνικά περιλαμβάνουν 3.000 τουρκικές λέξεις. Ασφαλώς θα υποστήριζε ότι η γλώσσα μας ταυτίζεται με τα τουρκικά αν είχε υπ’ όψει του το σατιρικό του Ορφανίδη: «Αμάν κουζούμ αμάν γιαβρούμ! Κάνε χανούμ, ινσάφι,/ ούτε καλέμι ουλεμά το ντέρτι μου δεν γράφει»[27].

(συνεχίζεται)

[1] Richard Clogg, «Greeks bearing Chairs: Chairs bearing Greeks», στο Π. Κιτρομηλίδης – Τρ. Σκλαβενίτης (επιμ.), Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας, 1833-2002, ΕΙΕ-ΚΝΕ τ. Β΄, σ. 717. Βλ. και D. Nicol, Greece and Byzantium, Holy Cross Orthodox Press, 1983·  Sp. Vryonis, «Recent Scholarship on Continuity and Discontinuity of Culture; Classical Greeks, Byzantines, Modern Greeks», στο Byzantina kai Metabyzantina, Undema Publ., Μαλιμπού, Καλιφ. 1978, σ. 240.

[2] Ο Ρόμιλυ Τζένκινς (Romilly Jenkins), ως ελληνιστής, προσέφερε στη διάρκεια του πολέμου τις υπηρεσίες του στο Φόρεϊν Όφις· εν συνεχεία, κατέλαβε την έδρα «Κοραής» στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, χρημάτισε πρόεδρος της εκτελεστικής επιτροπής του Βρετανικού Συμβουλίου των Αθηνών, και τέλος, από το 1960 έως τον θάνατό του, υπήρξε διευθυντής σπουδών στο Βυζαντινό Ινστιτούτο του Dumbarton Oaks.

[3] Bλ. Spiridonakis, ό.π., σσ. 30-33˙ Sp. Vryonis, «Recent Scholarship, ό.π., σσ. 237-256.

[4] Βλ. Spiridonakis, ό.π., σ. 32, και Διομήδη, Βυζαντιναί Μελέται, Β΄:…, ό.π., σ. 122.

[5] Βλ. Speros Vryonis, «Greek identity in the Middle Ages», στο Byzance…, Cahiers Belon, ό.π., σσ. 25-26, και Dimiter G. Angelov, The Making of Byzantinism, Harvard University (βλ. http://www.ksg. harvard. edu/kokkalis/GSW1/GSW1/Angelov. pdf).

[6] Romilly James Heald JenkinsByzantium and Byzantinism, University of Cincinnati, Lectures in memory of Louise Taft Semple, University of Cincinnati, 1963, σ. 40.

[7] Romilly JenkinsByzantium: The Imperial Centuries, 610-1071, Vintage Books, Νέα Υόρκη 1969, σσ. 3, 295. Βλ. και Ιω. Ταρνανίδη, «Η αρχή και το τέλος της “Περί τρίτης Ρώμης” θεωρίας», Καθ’ οδόν, τ. 1, Θεσσαλονίκη 1992.

[8] Sp. Vryonis, «Recent Scholarship on Contuity…», ό.π., σημ. 22, σ. 255.

[9] Ο Μάνγκο, διαδέχτηκε το 1964 τον Τζένκινς στην έδρα «Κοραής», ενώ εν συνεχεία, κατέλαβε και την έδρα της Βυζαντινής και Νεοελληνικής Γλώσσας και Φιλολογίας στην Οξφόρδη, η οποία είχε δημιουργηθεί επίσης το 1915. Βλ. Cyril Mango, «Βυζαντινισμός και ρομαντικός ελληνισμός», Εποχές, τ. 46, Φεβρουάριος 1967, σσ. 133-143.

[10] C. Mango, «Βυζαντινισμός…», ό.π., σ. 133.

[11] Paul Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1985, σ. 46  Καρλ Κρουμβάχερ, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, εν Αθήναις 1900, ανατ. Β.Ν. Γρηγοριάδης, Αθήνα 1974, τ. Α΄, σσ. 40-41 Steven Runciman, Η τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση, Δόμος, Αθήνα 1991.

[12] C. Mango, «Βυζαντινισμός…», ό.π., σσ. 133-134.

[13] D. Nicol, Greece and Byzantium, Holy Cross Orthodox Press, 1983. Βλ. και Sp. Vryonis, «Recent Scholarship on Continuity…», ό.π., σ. 240. Η έδρα «Κοραής» χρηματοδοτήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση και τους Έλληνες του Λονδίνου, εγκαινιάστηκε δε το 1919 παρουσία του Βενιζέλου, την εποχή του σύντομου ελληνοβρετανικού ειδυλλίου. Και όμως, ήδη από τον πρώτο της κάτοχο, τον Τόυνμπη, συνδέθηκε με μια μακρά παράδοση… ανθελληνισμού. Τωόντι, ο νεοελληνιστής ιστορικός Ρίτσαρντ Κλογγ, που μελέτησε τα αρχεία του Τόυνμπη, συνάντησε μια τόσο κραυγαλέα εχθρότητα για τους Έλληνες, ώστε υποχρεώθηκε να γράψει: «Αναμφισβήτητα, κάποιος που αντιπαθούσε τόσο έντονα τον λαό του οποίου την ιστορία επρόκειτο, υποτίθεται, να διδάξει, δεν έπρεπε να υποβάλει υποψηφιότητα για την έδρα». Ο Τόυνμπη είχε ήδη διατυπώσει τις απόψεις του σε επιστολή προς τη μητέρα του το 1911-1912, μετά την παραμονή του στην Ελλάδα: «Επιστρέφω στην Οξφόρδη “αποφασισμένος να κηρύξω με θρησκευτική ευλάβεια τον μισελληνισμό σε κάθε φιλέλληνα που θα συναντήσω”»: Richard Clogg, «Greeks bearing Chairs: Chairs bearing Greeks», στο Π. Κιτρομηλίδης – Τρ. Σκλαβενίτης (επιμ.), Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας, 1833-2002, ΕΙΕ-ΚΝΕ τ. Β΄, σ. 717.

[14] C. Mango, «Βυζαντινισμός… », ό.π., σ. 135.

[15] Η. Ηunger, Βυζαντινή…, ό.π., τόμ. Β΄, σ. 79.

[16] Η. Ηunger, Βυζαντινή…, ό.π., τόμ. Β΄, σ. 84.

[17] Η. Ηunger, Βυζαντινή…, ό.π., τόμ. Β΄, σ. 110.

[18] Νικηφόρος Βρυέννιος, Ύλη Ιστορίας, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1996, σ. 42.

[19] Και επειδή ο Μάνγκο υποστηρίζει πως η αρχαιογνωσία των Βυζαντινών περιοριζόταν στην ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, υπενθυμίζουμε πως ανάμεσά τους υπήρχαν μόνο τέσσερις αναφορές στον Πλούταρχο, ενώ οι υπόλοιπες παραπέμπουν είτε στον Όμηρο είτε στους κλασικούς χρόνους.

[20] Ευσταθίου, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Πίναξ…,  ό.π.

[21] C. Mango, Βυζάντιο, Η αυτοκρατορία…, ό.π., σ. 160.

[22] C. Mango, «Βυζαντινισμός…», ό.π., σ. 135.

[23] C. Mango, «Βυζαντινισμός…», ό.π., σ. 135.

[24] C. Mango, «Βυζαντινισμός και …», ό.π., σ. 137.

[25] C. Mango, «Βυζαντινισμός και …», ό.π., σ. 137.

[26] C. Mango, «Βυζαντινισμός …», ό.π., σ. 138.

[27] Στ. Αλεξίου, Δημώδη Βυζαντινά, ό.π., σ. 181.

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.