Sunday 24 March 2024
Αντίβαρο
Ιστορία: Βυζάντιο Μηνάς Κασιμάτης Ορθοδοξία

Μιχαήλ Χωνιάτης-Ακομινάτος, Μητροπολίτης Αθηνών (800 έτη από την κοίμησή του).

Γράφει ο Μηνάς Κασιμάτης.

Φέτος, συμπληρώνονται 800 χρόνια από την κοίμηση τού Μιχαήλ Χωνιάτου- Ακομινάτου (1222-2022). Ποιος ήταν όμως ο Μιχαήλ Χωνιάτης;

Ο Μιχαήλ Χωνιάτης υπήρξε γενικότερα μια από τις πλέον εξέχουσες εκκλησιαστικές φυσιογνωμίες τού τέλους τού 12ου και των αρχών τού 13ου αιώνος, δηλ. λίγο πριν και λίγο μετά την κατάληψη τού ελλαδικού χώρου από τους Φράγκους. Για την Αθήνα όμως, τής οποίας διετέλεσε μητροπολίτης (σ.σ. δεν υφίστατο “αρχιεπίσκοπος” Αθηνών τότε – πρώτος αρχιεπίσκοπος Αθηνών εξελέγη ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος το 1923) είχε ακόμα μεγαλύτερη σημασία.

 

1. Γενέτειρα, οικογενειακό όνομα.

Γεννήθηκε στις Χώνες τής Φρυγίας στην Μικρά Ασία το 1138. Πρόκειται για τις αρχαίες Κολοσσές τού Ηροδότου και τού Ξενοφώντος, στις οποίες αργότερα συγκροτήθηκε μία από τις πρώτες χριστιανικές κοινότητες, προς την οποίαν έγραψε ο Απόστολος Παύλος και την γνωστή επιστολή του «προς Κολοσσαείς» (ή «Κολασσαείς»).

Από την γενέτειρα πόλη του (Χῶναι), είναι που εν συνεχεία, τόσο εκείνος, όσο και ο μικρότερος αδελφός του, ο γνωστός ιστοριογράφος Νικήτας Χωνιάτης, έλαβαν το επώνυμό τους. Δεν ήταν όμως το πραγματικό οικογενειακό τους όνομα, καθώς η χρήση του, τόσο από τους άλλους όσο και από τους ίδιους τους αδελφούς για τον εαυτόν τους, ξεκίνησε επί εποχής τους, ως αναγκαίος επιθετικός προσδιορισμός, με βάση τον τόπο καταγωγής. Δεν ήταν δηλ. και επώνυμο τού πατέρα τους.

Ως προς το «Ακομινάτος», με το οποίο κυρίως αναφέρεται στα κείμενα των παλαιότερων ιστορικών, φαίνεται πως αυτό το όνομα προέκυψε από λάθος, πρωτοπαρουσιαζόμενο στην πρώτη έκδοση τού ιστορικού έργου τού Νικήτα το 1557 από τον Ιερώνυμο Wolf (Hieronymus Wolf), και ως πιο αληθοφανής σ’ εμάς υπόθεση είναι, ότι το όνομα Ακομινάτος οφείλεται σε παρανόηση τής αναφοράς «Μιχαήλ τοῦ ἀ(πὸ) κώμιν α(ὐ)τοῦ Χωνιάτου». Έτσι λοιπόν, ο πρώτος στον οποίον απεδόθη το επίθετο «Ακομινάτος», ήταν ο Νικήτας, και έπειτα ο Μιχαήλ. Οι διάφορες εκδόσεις που ακολούθησαν, παρέλαβαν αυτό το όνομα χωρίς να ελέγξουν την ακρίβειά του, ενώ στη συνέχεια το όνομα εισήλθε ακριβώς έτσι και στα ποικίλα λογοτεχνικά και ιστορικά έργα. Το όνομα «Ακομινάτος», το χρησιμοποίησε, παράλληλα προς το «Χωνιάτης», στα τέλη του 19ου αι. και ο καθηγητής Σπυρίδων Λάμπρος στην έκδοση των έργων τού Μιχαήλ («Μιχαὴλ Ἀκομινάτου τοῦ Χωνιάτου τὰ σωζόμενα: πλεῖστα ἐκδιδόμενα νῦν τὸ πρῶτον κατὰ τοὺς ἐν Φλωρεντίᾳ, Ὀξώνιῳ, Παρισίοις καὶ Βιέννῃ κώδικας»), καθιερώνοντάς το έτσι κατά κάποιο τρόπο και στον ελλαδικό χώρο.

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι παραμένει τελικά άγνωστο και το πραγματικό οικογενειακό όνομα των δύο αδελφών, το οποίο, απ’ ό,τι φαίνεται, λησμονήθηκε.

Νικήτας Χωνιάτης, ιστοριογράφος, αδελφός Μιχαήλ.

 

2. Παιδικά χρόνια & σπουδές στην Κωνσταντινούπολη.

Τα δύο αδέλφια δεν ήσαν τα μοναδικά παιδιά τής οικογένειάς τους, ή οποία φαίνεται ότι ήταν πολυμελής.

Ως πρωτότοκο, οι γονείς τού Μιχαήλ τον προόρισαν, από την ώρα που γεννήθηκε, για το ιερατικό στάδιο («ὡς ἀπαρχὴ τῆς ἑαυτῶν τεκνογονίας»). Σε νεαρή ηλικία λοιπόν, ετέθη υπό την προστασία τού σεβάσμιου μητροπολίτου Χωνών Νικήτα, ο οποίος τον δίδαξε τα πρώτα του γράμματα, και έπειτα τον χειροτόνησε ιερέα. Από αυτόν εξάλλου πήρε το όνομά του και ο αδελφός του Νικήτας. Έφηβος ακόμα ο Μιχαήλ, εστάλη στην Κωνσταντινούπολη, για να συμπληρώσει την εκπαίδευσή του.

Την εποχή αυτήν, στην Κωνσταντινούπολη αυτοκράτορας ήταν ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός (1143-1180) και ήκμαζαν σχολές Ρητορικής, Φιλοσοφίας, Θεολογίας κ.α., ενώ διακρίνονταν άνδρες λόγιοι. Ο Μιχαήλ λοιπόν είχε την ευκαιρία να συνδεθεί στενά με πλήθος λογίων, κληρικών και λαϊκών, που πολλοί απ’ αυτούς, είτε την εποχή εκείνη είτε αργότερα, βρέθηκαν σε καίριες θέσεις τού πολιτικού και εκκλησιαστικού χώρου.

Βρισκόταν μάλιστα σε εξέλιξη μια έντονη πνευματική στροφή προς τον αρχαιοελληνικό κόσμο, γνωστή και ως «βυζαντινή αναγέννηση». Θεωρούσαν οι λόγιοι αυτοί, πως ο Ελληνισμός δεν μπορούσε να υπάρξει πλέον, παρά μόνον αναζωπυρούμενος με τον συνδυασμό τής χριστιανικής διδασκαλίας και τής αρχαίας ελληνικής σκέψεως. Κύριος εκπρόσωπος τής στροφής αυτής ήταν ο Ευστάθιος, μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ο οποίος υπήρξε περίφημος μελετητής και σχολιαστής τού Ομήρου και τού Πινδάρου. Ο Ευστάθιος, διάκονος τότε, χρημάτισε διδάσκαλος τού Μιχαήλ, επηρεάζοντάς τον και αποτελώντας πρότυπό του στην παιδεία και την αρετή, αλλά ακόμα και στο γλωσσικό ιδίωμα που χρησιμοποιούσε. Τού ενέπνευσε την αγάπη για τους αρχαίους συγγραφείς, την Αρχαία Ιστορία και την Μυθολογία.

Κατά την διάρκεια των σπουδών του, ο Μιχαήλ επιδιδόταν νυχθημερόν στην μελέτη των Πατέρων τής Εκκλησίας και των αρχαίων συγγραφέων, ζώντας μέσα στην φτώχεια, την οποίαν θεωρούσε ως μέσον για να πλησιάσει τον Θεό. Σύντομα, λόγω τής μεγάλης μορφώσεως και τού ακεραίου χαρακτήρος του, επί πατριαρχίας τού Θεοδοσίου Α΄ Βορραδιώτου (1178-1183) προσελήφθη δίπλα του ως υπογραμματέας του.

Στην θέση αυτή παρέμεινε μέχρι το 1182, όταν ο τότε μητροπολίτης Αθηνών Γεώργιος Δ΄ Βούρτζος πέθανε και ο πατριάρχης Θεοδόσιος έκρινε τον Μιχαήλ ως τον πλέον κατάλληλο για να τον διαδεχθεί.

Άγ. Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, διδάσκαλος Μιχαήλ Χωνιάτη.

 

3. Υποδοχή Χωνιάτη στην Αθήνα και πρώτη του επαφή με την Ακρόπολη (Παναγία Αθηνιώτισσα).

Φτάνοντας στην Αθήνα, για να αναλάβει τα μητροπολιτικά του καθήκοντα, ο Μιχαήλ Χωνιάτης είχε αποκτήσει ήδη μεγάλη φήμη στους Αθηναίους. Γι’ αυτό, όταν αποβιβάστηκε στο λιμάνι τού Πειραιά, τον υπεδέχθησαν με ενθουσιασμό, πανηγυρισμούς και επευφημίες. Τον οδήγησαν στο κέντρο τής πόλεως, στην Ακρόπολη, όπου στα Προπύλαια από αιώνες είχε οριστεί να βρίσκεται το επισκοπείο.

Για πρώτη φορά ο Μιχαήλ αντίκρυζε και τον φημισμένο Παρθενώνα, που τότε ήταν πασίγνωστος, όχι μόνο για το ένδοξο παρελθόν του κατά την αρχαιότητα, αλλά και ως εξέχων χριστιανικός ναός, αφιερωμένος στην Παναγία την Αθηνιώτισσα. Διότι ο Παρθενών καθ’ όλην την βυζαντινή περίοδο λειτουργούσε ως χριστιανικός ναός και μάλιστα μητροπολιτικός. Αποτελούσε, όπως και στην αρχαιότητα, το σύμβολον τής πόλεως. Διετηρείτο δε σχεδόν ολόκληρος, αφού οι βλάβες που είχε υποστεί από την επίδραση τού χρόνου ήσαν μικρές, με αποτέλεσμα να φαίνεται σχεδόν νεόκτιστος. Ως ναός τής Παναγίας τής Αθηνιώτισσας είχε αποκτήσει διεθνή φήμη. Χριστιανοί, όχι μόνο τής βυζαντινής αυτοκρατορίας, έφταναν ακόμα και από τα πέρατα τής γης για να προσκυνήσουν την Παναγία, ενώ κάποιοι απ’ αυτούς, επιστρέφοντας στις πατρίδες τους, ίδρυαν μοναστήρια στο όνομα τής Θεομήτορος τής Αθηναίας. Η επίσκεψη και προσκύνηση σ’ αυτόν συνιστούσε θρησκευτικό-προσκυνηματικό καθήκον, αντίστοιχο με εκείνο τής επισκέψεως στους Αγίους Τόπους.

Πολλοί από τους προσκυνητές μάλιστα ήσαν κοσμικοί επιφανείς άνδρες και γυναίκες, που έρχονταν για να θαυμάσουν την ομορφιά τού κτίσματος και να ζητήσουν την χάρη τής Θεοτόκου ή να την ευχαριστήσουν για κάποια βοήθειά της, όπως ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος (976-1025), ο οποίος, ύστερα από την επιτυχή λήξη τού πολέμου κατά των Βουλγάρων και προτού επιστρέψει στην πρωτεύουσα τού κράτους του, επισκέφτηκε την άνοιξη τού 1019 την Αθήνα, προσφέροντας πολλά και πλούσια ευχαριστήρια αφιερώματα στην Παναγία την Αθηνιώτισσα, τα οποία ύστερα την έκαναν ακόμα πιο θελκτική για τους ταξιδιώτες, όπως για παράδειγμα ήταν η χρυσή περιστέρα που αναπαριστούσε το Άγιον Πνεύμα, το οποίο ταλαντευόταν με μια αέναη ρυθμική κίνηση πάνω από την Αγ. Τράπεζα, καθώς επίσης και η χρυσή άσβεστος ή ακοίμητος λυχνία, δηλ. μια χρυσή λάμπα λαδιού που έκαιγε νυχθημερόν και κρεμόταν από μια χρυσή αλυσίδα στην κόγχη τού θυσιαστηρίου, εκχέοντας μέσα από το ιερό ένα φως τόσο έντονο, που φαινόταν ακόμα και την ημέρα.

Ο ναός εντυπωσίαζε εξωτερικά και για τα πανέμορφα αρχαία καλλιτεχνήματα των αετωμάτων, ενώ το εσωτερικό κυριαρχούσαν τα πλούσια βυζαντινά κοσμήματα και σκεύη. Οι τοίχοι και οι κόγχες κοσμούνταν από τοιχογραφίες και μωσαϊκά τής Παρθένου και των Αγίων, που τα περισσότερα είχαν γίνει και αυτά με διαταγή τού αυτοκράτορος Βασιλείου Β΄ τού Βουλγαροκτόνου την ίδια εποχή και για τον ίδιο λόγο, δηλαδή ως προσφορά ευχαριστίας για τις νίκες του επί των εχθρών τού ελληνισμού δύο αιώνες περίπου πριν την έλευση τού Χωνιάτη στην μητρόπολη των Αθηνών.

Ιδιαιτέρως φημισμένη ήταν η ετήσια μεγάλη πανηγύρις τού ναού, που ετελείτο κατά την εορτή τής Κοιμήσεως της Θεοτόκου τον δεκαπενταύγουστο, όπου παρετηρείτο πολύ μεγάλη προσέλευση κόσμου. Πιθανολογείται ότι ακριβώς αυτή η μεγάλη ιερά πανήγυρις αποτελούσε το κατ’ εξοχήν στοιχείο που είχε συντελέσει στην ευρεία θρησκευτική ακτινοβολία τού ναού. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός, ότι ακόμη και μεγιστάνες τής Κωνσταντινουπόλεως, παρά την αλαζονική περιφρόνηση που γενικώς επεδείκνυαν προς τις επαρχίες, έρχονταν ιδίως αυτή την ημέρα για να προσκυνήσουν.

Για τον Χωνιάτη λοιπόν υπήρξε έντονα συναισθηματική η στιγμή τής πρώτης του επαφής με τον Παρθενώνα, διότι πέραν τής θρησκευτικής συγκινήσεως που τού προκάλεσε ο περίφημος για την εποχή χριστιανικός ναός, ο μητροπολίτης ένοιωσε ιδιαίτερο δέος συναντώντας για πρώτη φορά το λίκνο τού αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, για το οποίο αμέτρητες φορές είχε διαβάσει στα κλασικά του αναγνώσματα. Τον θαυμασμό του αυτόν θα τον εκφράσει πάρα πολλές φορές μέσα από τις επιστολές του προς τους διαφόρους φίλους του.

Απεικόνιση τού Παρθενώνος κατά την Βυζαντινή Περίοδο.

 

4. «Εισβατήριος» Λόγος του.

Μέσα σ’ αυτόν τον ναό λοιπόν, μετά το πέρας τής πρώτης Θείας Λειτουργίας που ακολούθησε την άφιξή του, ο Χωνιάτης συνεπαρμένος απηύθυνε προς τους Αθηναίους τον περίφημο «εισβατήριο» (δηλ. τον ενθρονιστήριο) λόγο του.

Πρόκειται για έναν εμπνευσμένο λόγο, στον οποίον τούς μίλησε ως απευθείας απογόνους των αρχαίων Ελλήνων, τόσο φυλετικά όσο και πολιτιστικά, μη εκφράζοντας αμφιβολία περί τής συνέχειας τού γένους τού αθηναϊκού λαού. Λαμβάνοντας αφορμή από την αρχαία γιορτή τής λαμπαδηδοδρομίας, ανέφερε ότι, όπως ακριβώς οι αρχαίοι αθλητές έπαιρναν διαδοχικώς ο ένας από τον άλλον την δάδα, προκειμένου να την μεταδώσουν στους επομένους, έτσι και εκείνος διαδέχεται τους προκατόχους του ιεράρχες, για να μεταδώσει την λαμπάδα τού Χριστού στις επερχόμενες γενεές. Αλλά, συμπλήρωνε, προτού ολοκληρώσει την αποστολή του επιτυχώς και λάβει τον στέφανον τής δικαιοσύνης, δεν ήθελε εκ προοιμίου να μακαρίσει τον εαυτόν του που βρισκόταν σ’ αυτή την θέση, όπως ακριβώς ο αθλητής, δεν στεφανώνεται πριν τον αγώνα.

Και δεν το έκανε αυτό, προτού σιγουρευτεί για το αν είχε βρεθεί να ηγείται μιας μητροπόλεως γενναίων ανθρώπων, ή κάποιων που διατηρούν το θρυλικό τους όνομα (αυτό δηλ. των Αθηναίων) εις μάτην, χωρίς δηλαδή να είναι αντάξιοι τής αρχαίας δόξης των προγόνων τους.

Και μάλιστα –συνέχιζε τις προτροπές– εκείνοι, ως Χριστιανοί, που είχαν πρότυπο τον Χριστό, όφειλαν να ξεπεράσουν σε αρετές τούς αρχαίους. Διότι οι αρχαίοι είχαν προσλάβει διαστρεβλωμένες αντιλήψεις σχετικώς προς το θείο και πίστευαν σε θεούς που διακατέχονταν από πάθη και αδυναμίες, με αποτέλεσμα να θεωρούν τις συμπεριφορές που χαρακτηρίζονται από αντίστοιχα πάθη, ως ευρισκόμενες στα πλαίσια του θρησκευτικώς ορθού. Έτσι για παράδειγμα, είχαν τον Άρη ως προστάτη του ισχυρού θυμού, την Αφροδίτη για τα έργα πορνείας και μοιχείας κτλ.

5. Οι πρώτες απογοητεύσεις του από την Αθήνα.

α) Απογοήτευση από το μορφωτικό και πνευματικό επίπεδο των Αθηναίων.

Όμως, ήδη από αυτήν την πρώτη μέρα, άρχισαν οι απογοητεύσεις για τον λόγιο Μητροπολίτη. Ερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη, διατηρούσε μιαν εικόνα πλασματική και εξιδανικευμένη για την Αθήνα, η οποία δεν είχε καμμία σχέση με την πραγματική Αθήνα τού 12ου αιώνος.

Διεπίστωσε ότι απέναντί του δεν έβλεπε τους αρχαίους Αθηναίους φιλοσόφους, αλλά έναν λαό που πεινούσε και δυστυχούσε και το μορφωτικό του επίπεδο ήταν τόσο χαμηλό, ώστε ούτε καν την αττικίζουσα γλώσσα που χρησιμοποιούσε μπορούσε να κατανοήσει· πολύ δε περισσότερο τα υψηλού επιπέδου νοήματά του, τα γεμάτα μεταφορές, γραφικά χωρία και αναφορές από την αρχαιοελληνική γραμματεία και την αρχαία ιστορία τής πόλεως. Θεωρούσε ότι οι Αθηναίοι είχαν αποκτήσει «βάρβαρη χορδή», όπως έλεγε, δηλαδή «βάρβαρη» ομιλία, και δεν επιζητούσαν πλέον την σοφία, όπως οι πρόγονοί τους. Όπως πολύ χαρακτηριστικά το γράφει σε ένα μια επιστολή του, «οἱ πάλαι ἀττικισταὶ νῦν βαρβαρισταί». Απογοητευμένος ανακράζει λοιπόν: «Ω πόλις των Αθηνών, σε τι βάθη αμαθείας έχεις βυθιστεί, εσύ η μητέρα της σοφίας»!

Πέρα από τον τομέα τής μορφώσεως, ο Μιχαήλ βρήκε τους Αθηναίους και σε χαμηλό επίπεδο χριστιανικής κατηχήσεως. Οι περισσότεροι ήσαν πολύ αδιάφοροι σχετικά με τα θεία, με μικρή συμμετοχή στις ιερές ακολουθίες και την ακρόαση των κηρυγμάτων. Απορούσε μάλιστα διότι, ενώ η Εκκλησία επέβαλλε την απαγόρευση προσελεύσεως στους ναούς μόνο στους φονιάδες και τους μοιχούς, οι Αθηναίοι, χωρίς να συντρέχουν οι δύο παραπάνω λόγοι, είχαν παύσει από μόνοι τους να πηγαίνουν στους ναούς. Όμως, τους έλεγε, αυτός που δεν αγαπά τον οίκο τού Θεού, δεν αγαπά και τον ίδιο τον Θεό. Σε αντίστοιχη χαμηλή πνευματική κατάσταση με αυτήν των λαϊκών, βρισκόταν και ο αθηναϊκός κλήρος.

β) Απογοήτευση από την υλική και οικονομική κατάσταση των Αθηνών.

Δεν ήταν όμως μόνο το επίπεδο των συγχρόνων του Αθηναίων που τού προκαλούσε δυσθυμία. Ήδη από την πρώτη του επαφή με την Αθήνα, καθώς η πομπή τον πήγαινε προς την νέα του κατοικία και περιδιάβαινε τούς δρόμους τής πόλεως, ο νέος ιεράρχης έβλεπε γεμάτος απογοήτευση τα διάφορα ερείπια: τοίχους που είχαν καταρρεύσει, σπίτια που είχαν γίνει συντρίμμια και τα οικόπεδά τους ήσαν πλέον γεμάτα αγριόχορτα. Παράλληλα, είχαν καταστραφεί και πολλά διάσημα κτήρια. Βέβαια, επί των ημερών του διασώζονταν πολλά αρχαία κτήρια. Και αυτά όμως, ήσαν λίγο έως πολύ θαμμένα μέσα στα χόρτα και στην εγκατάλειψη.

Αποτέλεσμα, να γράψει σ’ ένα θρήνο του για την πόλη των Αθηνών: «Ζω στην Αθήνα αλλά δεν βλέπω Αθήνα πουθενά» («Οἰκῶν Ἀθήνας οὐκ Ἀθήνας που βλέπω»)! Ενώ κάπου αλλού σημειώνει πως «δεν μπορείς να βλέπεις την Αθήνα να έχει χάσει όλη αυτή την αρχαία της λαμπρότητα, δίχως να κλάψεις» («Οὐκ ἀδακρυτὶ βλέπεις Ἀθήνας οὕτως ἀποβαλομένας τὴν ἀρχαίαν λαμπρότητα»).

Μέσα απ’ όλην αυτήν την εικόνα, αναδυόταν και η γενικότερη φτώχεια τής πόλεως, η οποία ήταν αποτέλεσμα και πολλών άλλων αρνητικών παραγόντων, όπως η πειρατεία, η υψηλή φορολογία και οι λοιπές παράλογες εισφορές που απαιτούνταν, οι αυθαιρεσίες των κρατικών αξιωματούχων που κάθε τόσο επισκέπτονταν την Αθήνα μαζί με τα επιτελεία τους και την ξεγύμνωναν από τρόφιμα και χρήματα · μια πόλη που ούτως ή άλλως χαρακτηριζόταν από το άγονον τής γης της… Αυτή η φτώχια, επιπροσθέτως είχε ως συνέπεια ένα μεγάλο μεταναστευτικό κύμα, τόσο εκτεταμένο, ώστε ο πληθυσμός τής πόλεως να έχει ελαττωθεί κατά πολύ σημαντικό βαθμό· η Αθήνα κινδύνευε να μεταβληθεί σε «σκυθικήν ερημίαν», σύμφωνα με μια έκφρασή τού Χωνιάτη. Περιέγραφε την Αθήνα σαν μια πόλη που ήταν «κάποτε το σπίτι των γραμμάτων» και είχε πλέον γίνει «κοιλάδα κλαυθμών».

Λόγω όλων αυτών, διακατεχόταν από μια «συνεχῆ ἀθυμία», όπως την χαρακτήριζε. Από ένα σημείο και ύστερα, ενώ είχε πάει με τόσο ενθουσιασμό και προσδοκίες στην Αθήνα, αισθανόταν την παρουσία του πλέον εκεί, ως ένα είδος εξορίας.

Μολυβδόβουλλο τού Μιχαήλ Χωνιάτη, Μητροπολίτη Αθηνών (1182-1204). Εμπροσθότυπος: εικονίζεται η Θεοτόκος με τον μικρό Χριστό και αναγράφει ΜΗ(Τ)ΗΡ Θ(ΕΟ)Υ Η ΑΘΗΝΙΩ(ΤΙΣΣΑ). Οπισθότυπος: ΜΗΤΗΡ Θ(ΕΟ)Υ ΒΟΗΘΕΙ ΜΟΙ Τω Cω ΔΟΥΛω ΜΙΧΑΗΛ Τω ΜΗ(Τ)ΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΘΗΝωΝ.

 

6. Η ανάληψη δράσεως!

Παρά την άσχημή του διάθεση για όλη αυτήν την κατάσταση όμως, δεν έμεινε άπραγος, παρά ανέλαβε δράση, προκειμένου να κάνει ό,τι ήταν δυνατόν για την βελτίωση τής ζωής τού ποιμνίου του.

Προσπάθησε να ενεργοποιήσει όλους εκείνους τους ανθρώπους, που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στον σκοπό αυτόν, ζητώντας βοήθεια από φίλους και γνωστούς που είχαν κάποιο αξίωμα, πολιτικό ή εκκλησιαστικό, έως και από τούς ίδιους τούς εκάστοτε αυτοκράτορες τού Βυζαντίου. Ανέπτυξε έτσι μια έντονη διπλωματική δραστηριότητα, η οποία κυρίως βασιζόταν σε εκτεταμένη αλληλογραφία προς πάσα κατεύθυνση. Ως κορύφωσή της περιλαμβάνει το περίφημο «υπομνηστικόν» που απέστειλε το 1199 προς τον αυτοκράτορα Αλέξιο τρίτο Άγγελο-Κομνηνό.

Ο Χωνιάτης, χρησιμοποιεί όλη την τέχνη τής βυζαντινής διπλωματίας, προκειμένου να πείσει τους ισχυρούς παράγοντες να ενδιαφερθούν για την Αθήνα και να την βοηθήσουν. Τα διάφορα αυτά κείμενά του, αποτελούν το κάθε ένα ξεχωριστά, κόσμημα τού λόγου, λογοτεχνικά και ρητορικά μνημεία, που θα άξιζε να διδάσκονται στα σχολεία μαζί με τα υπόλοιπα κείμενα τής ελληνικής μας γραμματείας!

Βλέποντας ότι η κεντρική εξουσία «κωφεύει», φτάνει στο σημείο να μεταβεί ο ίδιος αυτοπροσώπως στην Βασιλεύουσα, εκμεταλλευόμενος την άνοδο τού Ισαακίου στον αυτοκρατορικό θρόνο (το 1187)· πάει για να αποδώσει τιμές στον νέο αυτοκράτορα εκ μέρους των συμπολιτών του και να τού υποβάλει τα συγχαρητήριά του για την νίκη του επί των Νορμανδών. Γι’ αυτό το γεγονός εκφώνησε εκτεταμένο εγκωμιαστικό λόγο πενήντα σελίδων. Και εδώ, βρίσκει για άλλη μια φορά την ευκαιρία με περίτεχνο τρόπο να προβάλει τα προβλήματα των Αθηνών.

Χειρόγραφη επιστολή Μιχαήλ Χωνιάτου.

 

7. Η υπεράσπιση των Αθηνών έναντι τού Σγουρού.

Εκτός από όλα τα ανωτέρω, οι Έλληνες γενικώς είχαν και μια ακόμα πληγή που τους ταλάνιζε: τους επιχώριους τυράννους, οι οποίοι κατά τα τέλη τού 12ου αι. δημιούργησαν μικρές, σχεδόν ανεξάρτητες από την κεντρική εξουσία, επικράτειες. Ένας εκ των πλέον ισχυρών ήταν και ο ηγεμών τού Ναυπλίου Λέων Σγουρός, ο οποίος καταλαβαίνοντας ότι το Βυζάντιο σύντομα θα κατέρρεε, αποφάσισε να ιδρύσει εκτεταμένο ανεξάρτητο κράτος. Γι’ αυτόν τον σκοπό, άρχισε να καταλαμβάνει την μία ελληνική πόλη μετά την άλλην, φτάνοντας τελικά και στην Αθήνα.

Λίγο πριν, είχε καταλάβει την Κόρινθο. Ο μητροπολίτης Κορίνθου Νικόλαος είχε αρχικά αντιταχθεί σ’ αυτόν. Έπειτα όμως υπέκυψε εξ ανάγκης και νόμισε ότι εξιλεώθηκε απέναντι στον Λέοντα. Όμως ο Σγουρός, αφού προσποιήθηκε ότι λησμόνησε την προηγούμενη σχέση τους, κάλεσε τον Νικόλαο σε γεύμα, και σε αυτό ξαφνικά τον τύφλωσε και στην συνέχεια τον γκρέμισε από τους βράχους στην θάλασσα…

Έναν τόσο αδίστακτο άνθρωπο κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Μιχαήλ Χωνιάτης ως μητροπολίτης. Όταν πληροφορήθηκε αυτά τα γεγονότα, απευθύνθηκε προς την πρωτεύουσα, υποδεικνύοντας τον μεγάλο κίνδυνο που απειλούσε την Αθήνα. Όμως απάντηση δεν έλαβε, καθώς στην Βασιλεύουσα η αναρχία είχε κορυφωθεί. Τέλη 1203 με αρχές 1204 λοιπόν, ο Σγουρός έφθασε στην Αθήνα και την πολιόρκησε, τόσο από ξηράς όσο και από θαλάσσης με πλοία από τον Πειραιά, ελπίζοντας ότι θα την υποτάξει εύκολα. Η μόνη ηγεσία που υπήρχε στην Αθήνα ήταν ο μητροπολίτης της. Ο Μιχαήλ, το πρώτο που αποπειράθηκε, ήταν να τον μεταπείσει με τα λόγια, ειρηνικά, αφού απ’ ό,τι φαίνεται τον γνώριζε προσωπικά από παλιά. Αλλά ο Σγουρός δεν συγκινήθηκε.

Επειδή δε είχε ανάγκη για μια καλή πρόφαση για την επίθεση που ήθελε να κάνει, απαίτησε την παράδοση σ’ αυτόν ενός νεαρού Αθηναίου, τον οποίο ήθελε να θανατώσει. Ο λόγος δεν είναι γνωστός. Το σίγουρο είναι ότι αυτός ο νεαρός ήταν γνωστός για το όχι καλό ποιόν του, καθώς είχε αδικήσει πολλούς συμπολίτες του. Αλλά και τον ίδιο τον Μητροπολίτη τον είχε εξυβρίσει κατά το παρελθόν, με αποτέλεσμα όλοι να θέλουν πολύ ευχαρίστως να τον παραδώσουν στον Σγουρό. Όμως ο μεγαλόψυχος ποιμένας αρνήθηκε να υποκύψει στον εκβιασμό και να παραδώσει έστω και «το μαύρο από τα πρόβατά τού ποιμνίου του», διότι έκρινε πως δεν έπρεπε να συναινέσει στην άκριτη θανάτωσή του, ενώ ήξερε πως η απαίτηση αυτή για την παράδοσή του ήταν απλή πρόφαση, την οποία αν ικανοποιούσε θα ακολουθούσε άλλη αξίωση.

Βλέποντας λοιπόν ότι ήταν ανένδοτος, ο Μιχαήλ απεφάσισε να αμυνθεί. Αφού πρώτα επεκαλέσθη την θεία βοήθεια, οχύρωσε τούς Αθηναίους στην Ακρόπολη, όπου ήταν το μοναδικό σημείο από το οποίο θα μπορούσαν να αμυνθούν επιτυχώς, και τους ενεθάρρυνε να πολεμήσουν κατά τού εισβολέως.

Ο Σγουρός από την άλλη, ξεκίνησε την επίθεση ρίχνοντας συνεχώς βέλη κατά των αμυνομένων στην Ακρόπολη. Αλλά και ο Χωνιάτης χρησιμοποίησε για την άμυνά της πολεμικά μηχανήματα και συγκεκριμένα τοξοβόλα, τα οποία είχε τοποθετήσει στα τείχη της, και μαζί με αυτά άνδρες ικανούς να τα χειριστούν· επρόκειτο για τους λίγους στρατιώτες τής φρουράς τής Ακροπόλεως. Περισσότερο όμως απ’ αυτούς οι ίδιοι οι πολίτες, που αμύνθηκαν όσο πιο σθεναρά μπορούσαν, ήσαν αυτοί που έκαναν την διαφορά. Πάντως γενικά, η Ακρόπολη ήταν πιο οχυρωμένη απ’ όσο περίμενε ο Σγουρός. Και μη βρίσκοντας και κάποιους προδότες για να τον βοηθήσουν από μέσα ανοίγοντάς του τις πύλες, τελικά έφυγε άπραγος.

Επρόκειτο για μια σπουδαία νίκη, για την οποία δικαίως ο αδελφός του Μιχαήλ, ιστορικός Νικήτας, κατά την περιγραφή των γεγονότων, αναφερόμενος στον μητροπολίτη, εκφράζει την υπερηφάνειά του για την συγγένειά του με τέτοιον άνδρα!  

Εξοργισμένος ο Σγουρός, φεύγοντας εκτόνωσε την οργή του στην κάτω πόλη (δηλαδή την πόλη έξω από τα τείχη) που ήταν απροστάτευτη, αρπάζοντας όσους ομήρους και όσα λάφυρα μπορούσε, και πυρπολώντας σπίτια, χωράφια και ζώα.

Ανάμεσα μάλιστα στα θύματα, ήταν και ένας μικρανηψιός τού Μητροπολίτη, που ονομαζόταν και αυτός Μιχαήλ όπως ο θείος του, τον οποίο αποχωρώντας ο Σγουρός από την Αθήνα τον άρπαξε και αυτόν ως όμηρο και τον είχε έπειτα να τον υπηρετεί ως «παιδόπουλο», δηλαδή ως υπηρέτη. Είχε δε κακό τέλος: Κάποτε, στην Ακροκόρινθο, που από αδεξιότητα ο νεαρός έριξε και έσπασε μια γυάλινη κανάτα την ώρα που σέρβιρε κρασί, εξοργισμένος ο Σγουρός τον φόνευσε με άγριο τρόπο, χτυπώντας τον έως θανάτου με το ρόπαλό του.

Η Αθήνα λοιπόν, αν και με αρκετά τραύματα, κατάφερε να γλυτώσει.

Ο Λέων Σγουρός.

 

8. Φράγκοι στην Αθήνα. Η αντιμετώπισή τους από τον Χωνιάτη.

Αλλά η απαλλαγή από τον Σγουρό δεν ωφέλησε και πάρα πολύ, αφού έπειτα από λίγους μήνες έπεσε στα χέρια των Φράγκων, οι οποίοι τον Απρίλιο του 1204 κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, και έπειτα, υποτάσσοντας στην σειρά τις πόλεις, έφτασαν και στην Αττική.

Ο Μιχαήλ, αν και σκέφθηκε να οργανώσει πάλι αμυντικά την Αθήνα, τελικά, συνειδητοποιώντας ότι ήταν ανώφελο να προβάλουν οι Αθηναίοι αντίσταση, την ώρα που και η Βασιλεύουσα είχε αλωθεί αλλά και όλες οι άλλες ελληνικές πόλεις είχαν υποταχθεί αμαχητί, έκρινε πως το μόνο που θα προσέφερε μια προσπάθεια αναχαιτίσεως των νέων επίδοξων κατακτητών, θα ήταν να χυθεί άσκοπο αίμα και να αποτελέσει αφορμή για τους Φράγκους να καταστρέψουν στην συνέχεια ολοσχερώς την Αθήνα, συμπεριφερόμενοι με τον χειρότερο τρόπο σε όσους κατοίκους δεν θα είχαν σκοτωθεί κατά την διάρκεια τής μάχης.

Άλλωστε, μετά την καταστροφή που είχε υποστεί από τον Σγουρό, η Αθήνα βρισκόταν σε ακόμα πιο αδύναμη κατάσταση για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον οποιονδήποτε επιδρομέα. Έτσι, τέλη 1204 ή αρχές 1205 υποχρεώθηκε να παραδώσει την Ακρόπολη στους Φράγκους, με τους οποίους όμως συνομολόγησε συνθήκη για τον σεβασμό τής ζωής των κατοίκων.

Οι σταυροφόροι λοιπόν εισήλθαν στην Αθήνα χωρίς καμμία αντίσταση. Αλλά ούτε αυτό ούτε και η αρχαία αίγλη τής πόλεως τούς εμπόδισε από το να επιδοθούν σε εκτεταμένες λεηλασίες και καταστροφές. Στον Παρθενώνα οι τραχείς Γάλλοι και Ιταλοί στρατιώτες άρπαξαν τα άγια λείψανα, τα αφιερώματα, τα διάφορα τιμαλφή και τα διακοσμητικά που βρίσκονταν εκεί, τα δε μεταλλικά εκκλησιαστικά σκεύη τα έριξαν στην χοάνη, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την κοπή νομισμάτων. Την ίδια τύχη είχαν και πολλοί άλλοι ναοί και μονές τής Αττικής.

Λεηλατήθηκε επίσης και η κατοικία τού ίδιου τού μητροπολίτη που στεγαζόταν σ’ αυτή, και μαζί καταστράφηκε η πλουσιότατη βιβλιοθήκη του, τα βιβλία τής οποίας διασκορπίστηκαν και πωλήθηκαν από τους ξένους στρατιώτες για να τους επιφέρουν κάποιο οικονομικό κέρδος. Για τον Μιχαήλ, η καταστροφή τής βιβλιοθήκης του και η απώλεια των βιβλίων του, φαίνεται πως ήταν εκείνο που, απ’ όλα τα δεινά, τον στεναχώρεσε ίσως περισσότερο, καθώς ως λάτρης τής γνώσεως και τής κλασικής παιδείας τα βιβλία του ήσαν τα πιο σημαντικά του αποκτήματα, και τα είχε συγκεντρώσει με πολύ κόπο ήδη από τα νεανικά του χρόνια. Πολλά δε απ’ αυτά, προκειμένου να τα έχει στην κατοχή του, τα είχε αντιγράψει ο ίδιος. Αργότερα, και έως τον θάνατό του, θα προσπαθήσει να συγκεντρώσει αυτά τα βιβλία εκ νέου, αλλά θα το πετύχει κατά ένα μονάχα απειροελάχιστο μέρος.

9. Η ζωή τού Μιχαήλ Χωνιάτη ως εξορίστου στην Κέα και το τέλος αυτού.

Ύστερα από άρνησή του να υποταχθεί στον πάπα και να αναγνωρίσει το πρωτείο του, στην κεφαλή τής Εκκλησίας των Αθηνών εγκαταστάθηκε λατίνος μητροπολίτης, ο οποίος κατέλαβε την μητροπολιτική κατοικία τού Μιχαήλ Χωνιάτη και έθεσε υπό την εξάρτηση τού πάπα όλον τον ορθόδοξο κλήρο. Ο ορθόδοξος μητροπολιτικός ναός τής Παναγίας τής Αθηνιώτισσας μετετράπη σε λατινικό καθεδρικό ναό και επανδρώθηκε με δώδεκα λατίνους ιερείς.

Ο Μιχαήλ, μη αντέχοντας να βλέπει την πόλη που είχε αγαπήσει και διοικήσει επί 23 έτη περίπου (1182-1205) να βρίσκεται πλέον σε χέρια λατινικά, πήρε τελικά τον δρόμο τής αυτοεξορίας, καταλήγοντας στην νήσο Κέα (την Τζια), την οποίαν επέλεξε λόγω εγγύτητος προς τα παράλια τής Αττικής: Μιας που δεν μπορούσε να βρίσκεται σε αυτήν, τουλάχιστον μπορούσε να την βλέπει, από την πλευρά τού Σουνίου…

Αλλά και από την Κέα, προσπαθεί να ποιμαίνει τούς Αθηναίους. Πολλοί τον επισκέπτονται στο χώρο εξορίας του, ενώ διατηρούσε και ένα κύκλο μαθητών.   Αυτά που καθώς φαίνεται τους δίδασκε, ήσαν: Αριστοτέλης (η διδασκαλία τού Αριστοτέλη εκείνη την εποχή ήταν συνηθισμένη) και ειδικότερα τα έργα «Ὄργανον» και «Ἀναλυτικά», Όμηρος, Ξενοφών, Παλαιά Διαθήκη, μυθολογία. Συνδυαζόταν δηλαδή η θύραθεν παιδεία με τα εκκλησιαστικά γράμματα. Ακόμα Ρητορική, Φιλοσοφία, γνώσεις ετυμολογίας, Γραμματική.

Ένας πρόσθετος λόγος δε για τον οποίον είχε επιλέξει να διαμείνει στην Κέα, ήταν ότι το νησί παρέμενε ελεύθερο από τους Λατίνους. Όμως, έναν χρόνο αργότερα, άρχισαν να αποβιβάζονται και να εγκαθίστανται στην Κέα οι πρώτοι Βενετοί. Απελπισμένος από την κακή του τύχη, κατάλαβε ότι ύστερα από την κατάληψη τού τελευταίου αυτού καταφυγίου, η απόδραση ήταν ανώφελη.

Οι μέρες του στην Κέα ήσαν δύσκολες. Η υγεία του, όλο και επιβαρυνόταν, σε βαθμό που δεν μπορούσε ούτε να μετακινηθεί, αλλά ούτε να γράφει επιστολές, ενώ φαίνεται ότι πλέον είχε πρόβλημα ακόμη και στην άρθρωσή του. Επίσης, είχε προσβληθεί το δεξιό ήμισυ τού σώματός του, με αποτέλεσμα όλες οι ανάγκες του να εξυπηρετούνται πλέον από τα αριστερά άκρα του. Ζητούσε να προσεύχονται γι’ αυτόν, ώστε να μη τον καταβάλει η θλίψη, αλλά να μπορέσει να πεθάνει γαλήνιος.

Λίγα χρόνια πριν πεθάνει, περ. το 1216-1217, προτού επιδεινωθεί τόσο η υγεία του ώστε να μη μπορεί να μετακινηθεί, καθώς με το πέρας των ετών η αίσθηση νοσταλγίας για την Αθήνα όλο και μεγάλωνε στην ψυχή του, και αφού είχε ήδη περάσει μια δεκαετία στην εξορία, αποφάσισε να επισκεφτεί την παλιά του έδρα. Αυτό ήταν το μοναδικό ταξίδι του στην Αθήνα ύστερα από την εξορία του, και το έκανε βεβαίως κρυφά από τους Λατίνους, ενώ αναγκάστηκε πολύ σύντομα να την εγκαταλείψει και πάλι. Επέστρεψε στην Κέα και από τότε δεν ξαναείδε ποτέ την αγαπημένη του πόλη.

Αναφορικά με τον βίο τού Μιχαήλ Χωνιάτη, υπάρχει ένα ακόμα σημείο που έχει απασχολήσει πολύ τους ερευνητές: ο τόπος διαμονής τού ιεράρχη κατά τα τελευταία χρόνια τής ζωή του και συνεπώς ο τόπος τού θανάτου του και βεβαίως τού τάφου του. Μέχρι μια εποχή πιστευόταν ότι, ύστερα από την μυστική επίσκεψή του στην Αθήνα, ο Χωνιάτης επέστρεψε στην Κέα και παρέμεινε εκεί έως τον θάνατό του, μη εγκαταλείποντας ξανά ποτέ το νησί. Η άλλη άποψη όμως, που διατυπώθηκε μεταγενέστερα, λέει ότι ο Χωνιάτης, λίγο αφ’ ότου επέστρεψε από την επίσκεψή του στην Αθήνα, εγκατέλειψε την Κέα και αφού περιπλανήθηκε στην Εύβοια τελικά εγκαταστάθηκε σ’ ένα μοναστήρι δίπλα στις Θερμοπύλες, στην Μουδινίτσα, πολύ κοντά στα σύνορα με το ελεύθερο κράτος τού Θεόδωρου Δούκα. Είναι δε δεδομένο ότι το τελευταίο αυτό μοναστήρι, στο οποίο ο μητροπολίτης πέρασε το τελευταίο διάστημα τής ζωής του, είτε τελικά τοποθετείται στην Κέα είτε στις Θερμοπύλες, ήταν αφιερωμένο στον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Είναι δε πιθανόν, συμπτωματικώς, τόσο η μονή στην οποία διέμενε στην Κέα, όσο και η μονή που τον φιλοξένησε στην δύση τού βίου του στις Θερμοπύλες, να ήσαν αμφότερες αφιερωμένες στον Ιωάννη τον Πρόδρομο, και εξ αυτού τού γεγονότος προέκυψε η παρανόηση περί τού τόπου θανάτου του.

Σε κάθε περίπτωση, ο Μιχαήλ Χωνιάτης εκοιμήθη, ζώντας 17 χρόνια εξόριστος, το έτος 1222 σε βαθύ γήρας, με την πίκρα ότι δεν είδε την παλινόρθωση τής βυζαντινής αυτοκρατορίας που τόσο επιθυμούσε.

Χάρτης των Κυκλάδων, όπου φαίνεται η Κέα απέναντι από την ακτή τής Αττικής.

 

10. Ο Μιχαήλ Χωνιάτης ως άγιος (4 Ιουλίου).

Ο θάνατός του προκάλεσε θλίψη στο σύνολο τού ποιμνίου του. Η δράση και το έργο του έμειναν αλησμόνητα στους κατοίκους τής Αττικής σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που αμέσως μετά άρχισαν να τον τιμούν ως τοπικό άγιο.

Χαρακτηριστικές ως προς αυτό, είναι δύο τοιχογραφίες τού 13ου α., όπου τον απεικονίζουν με φωτοστέφανο. Η μία, βρίσκεται στον μικρό ναό τού Αγίου Πέτρου στα Καλύβια Κουβαρά τής Μητροπόλεως Μεσογαίας και Λαυρεωτικής. Η άλλη στην μικρή εκκλησία τής σπηλιάς τής Πεντέλης, ή «σπηλιά τού Νταβέλη», όπως είναι ευρύτερα γνωστή.

Χρονολογικά, φαίνεται να προηγείται η προσωπογραφία στον Άγιο Πέτρο. Αυτή βρίσκεται στο Ιερό στην ανατολική πλευρά τού τοίχου. Ο ιεράρχης εικονίζεται όρθιος, στραμμένος κατά τα τρία τέταρτα προς την Ανατολή, σε μέγεθος λίγο μικρότερο από το φυσικό. Ο ιεράρχης περιβάλλεται από βαθυγάλανο φόντο, ντυμένος με λευκό φελόνιο κοσμημένο με μεγάλους μαύρους σταυρούς, ενώ κρατεί ανοιγμένο ειλητό, το οποίο φαίνεται να αναγιγνώσκει, και στο οποίο υπάρχουν ορισμένες φράσεις από την λειτουργία που αναφέρονται στην Παναγία. Η κεφαλή του, ελαφρώς σκυμμένη προς τα εμπρός, περιβάλλεται από φωτοστέφανο. Το πρόσωπό του παρουσιάζεται λιπόσαρκο, ασκητικό, με υψηλό μέτωπο, αυλακωμένο με έντονες ρυτίδες, και δύσθυμη διάθεση. Η σωζόμενη επιγραφή, γράφει: «Ο ΠΑΝΗΕΡΟΤΑΤΟC ΑΡΧΗΕΠΙCΚΟ(ΠΟC) ΑΘΗΝΩΝ ΜΙΧ(ΑΗΛ)».

Ο Μιχαήλ Χωνιάτης, λοιπόν, αντιμετωπίστηκε από την συνείδηση των κατοίκων τής Αττικής ως άγιος. Αυτά που σίγουρα συγκίνησαν τούς απλοϊκούς εκείνους ανθρώπους, δεν ήταν τόσο η υψηλή λόγια παιδεία τού μητροπολίτη τους, αλλά κυρίως το ότι αγωνίστηκε με όλη του την ψυχή και τις δυνάμεις για το ποίμνιο και την πόλη του. Και, βεβαίως, συνέβαλε και η εξορία του και οι λοιπές ταλαιπωρίες που υπέστη, προσδίδοντάς του κατά κάποιο τρόπο και το στοιχείο τού μαρτυρίου.

Εν τέλει συγκαταλέχθηκε και στο επίσημο εορτολόγιο τής Εκκλησίας μας και η μνήμη του τιμάται στις 4 Ιουλίου.

Αναφορά για την εορτή τής μνήμης τού Μιχαήλ Χωνιάτη στις 4 Ιουλίου συναντούμε για πρώτη φορά ήδη τον 13ο αιώνα (τον αιώνα δηλ. τού θανάτου του) μαζί με ακολουθία του: Σε Βατοπαιδινό κώδικα, αναφέρεται κοινή Ακολουθία με τον Ανδρέα Κρήτης (με τον οποίον συνεορτάζει έως σήμερα στις 4 Ιουλίου). Η ακολουθία αυτή δεν διασώζεται. Γι’ αυτό και στην σύγχρονη εποχή συντέθηκε νέα ακολουθία για τον Μιχαήλ Χωνιάτη, από τον «Μεγάλο Ὑμνογράφο τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας» Χαράλαμπο Μπούσια: «τοῦ ἐν Ἀγίοις Πατρὸς ἡμῶν Μιχαὴλ Χωνιάτου Μητροπολίτου Ἀθηνῶν». Επιλέγουμε τα χαρακτηριστικά σημεία:

Ἀπολυτίκιον.Ἦχος πλ. α΄. ΤὸνσυνάναρχονΛόγον
Ἀρετῇ διαπρέψας καὶ ἁγιότητι, ποιμαντικῇ ἐπιστήμῃ καὶ
ἀκραιφνεῖ βιοτῇ Ἀθηναίων στυλοβάτης ἐχρημάτισας,
ὦ Χωνιᾶτα Μιχαήλ, ἱεράρχα κραταιὲ καὶ ἄριστε ποιμενάρχα·
διὸ καὶ εἴληφας χάριν ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύειν πάντοτε.

 

Ἕτερονὅμοιον
Ἀθηνῶν ἱεράρχην τὸν λογιώτατον καὶ συμπαθῆ
ὡς ἀγώνων συμμεριστὴν τοῦ λαοῦ καὶ αὐτοῦ τῆς ἀγωνίας
ὕμνοις μέλψωμεν νῦν, Χωνιάτην Μιχαήλ, τῆς σοφίας ποταμὸν
καὶ κρήνην εὐρυμαθείας, αὐτοῦ λιτὰς τὰς ἀόκνους πρὸς τὸν
Σωτῆρα ἐκδεχόμενοι.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ
Τὸν ἱεράρχην Ἀθηνῶν λαμπρῶς ὑμνήσωμεν τὸν λογιώ-
τατον, φιλάνθρωπον, διδάσκαλον, κουφιστὴν τῶν ἐν
ἀνάγκαις καὶ ἀσκουμένων ἐν σπηλαίοις ζηλωτήν, ὡς βά-
θρον πίστεως, Μιχαὴλ τὸν Χωνιάτην, ὕμνοις πρέπουσι πί-
στει ψάλλοντες· Χαίροις, πάτερ θειότατε.

Απεικόνιση τού Μιχαήλ. Χωνιάτου στον Ι.Ν Αγ. Πέτρου, Καλύβια Κουβαρά Αττικής, 13ος αι.

 

Βοήθειά μας ο Άγιος!

Σύγχρονη αγιογράφηση Μιχαήλ Χωνιάτου.

 

 

——————————————————————

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Πηγές.

Λάμπρου Π. Σπ., Μιχαήλ Ἀκομινάτου τοῦ Χωνιάτου τὰ σωζόμενα: Tὰ πλεῖστα ἐκδιδόμενα νῦν τὸ πρῶτον κατὰ τοὺς ἐν Φλωρεντίᾳ, Ὀξωνίῳ, Παρισίοις καὶ Βιέννῃ κώδικας, τ. Α΄, ἐκ τοῦ τυπογραφείου Παρνασσοῦ, ἐν Ἀθήναις 1879 (και εκδ. Verlag Bouma’ s Boekhuis N.V., Groningen 1968).

Λάμπρου Π. Σπ., Μιχαήλ Ἀκομινάτου τοῦ Χωνιάτου τὰ σωζόμενα: Tὰ πλεῖστα ἐκδιδόμενα νῦν τὸ πρῶτον κατὰ τοὺς ἐν Φλωρεντίᾳ, Ὀξωνίῳ, Παρισίοις καὶ Βιέννῃ κώδικας, τ. Β΄, ἐκ τοῦ τυπογραφείου Παρνασσοῦ, ἐν Ἀθήναις 1880 (και φωτοτ. ανατύπ., εκδ. Verlag Bouma’ s Boekhuis N.V., Groningen 1968).

Χωνιάτου Νικήτα, «Ἱστορία», P.G., τ. 139 (1894), στ. 287-1444.

Dmitrievskij Aleksej, Opisanie liturgitseskich rukopisej III: Τυπικά ΙΙ, Hildesheim 1965 (1η έκδ. Petrogkrant 1917).

Βοηθήματα.

α) Ελληνόγλωσσα.

Ἀμάντου Ι. Κ., Ἱστορία τοῦ βυζαντινοῦ κράτους, τ. Β’, Ἀθῆναι 19633.

Γαλώνη Αικατερίνης, Γεώργιος Βαρδάνης: Συμβολή στη μελέτη του βίου, του έργου και της εποχής του, εκδ. ΚΒΕ, σειρά: Βυζαντινά κείμενα και μελέται 46, Θεσσαλονίκη 2008.

Γρηγοροβίου Φερδινάνδου, Ἱστορία τῆς πόλεως Ἀθη­νῶν κατὰ τοὺς Μέσους Αἰώνας. Ἀπό τοῦ Ἰουστινιανοῦ μέχρι τῆς ὑπὸ τῶν Τούρκων κατακτήσεως, μτφρ Σπ. Π. Λάμπρου, τ. Α΄, τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, εν Αθήναις 1904.

Δενδρινοῦ Γερ., «Τὸ Ὑπομνηστικόν τοῦ Μιχαήλ Χωνιάτη. Εἰσαγωγή – νεοελληνική ἀπόδοση – Σχόλια», Βυζαντινός Δομός, τ. 5-6 (1992), σ 189-207.

Δοανίδου Ι. Σοφίας, Ἡ Φραγκοκρατία στὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν, 1205-1456, εκδ. Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἐστίας, Ἀθήνα 19792.

Ζαχαροπούλου Γ. Ν., Ἡ Έκκλησία στὴν Ἑλλάδα κατὰ τὴ Φραγκοκρατία, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1981.

Καλδέλλη Αντ., Ο Βυζαντινός Παρθενώνας, Η Ακρόπολη ως σημείο συνάντησης χριστιανισμού και ελληνισμού, μτφρ. Γ. Τζήμας, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2013.

Κατσαροῦ Β., «Ἡ ‘‘κατὰ τὴν Ἑλλάδα’’ βυζαντινὴ Μονὴ τοῦ Προδρόμου τελευταίος σταθμὸς τῆς ζωῆς τοῦ Μιχαὴλ Χωνιάτη», Βυζαντιακά, τ. 1 (1981), σ. 101-137.

Κολοβού Χ. Φωτεινής, Μιχαήλ Χωνιάτης, Συμβολή στη μελέτη του βίου και του έργου του. Το Corpus των επιστολών, Αθήναι 1999.

Κωνσταντινίδου Κ. Γ., Ἱστορία τῶν Ἀθηνῶν ἀπὸ Χριστοῦ γεννήσεως μέχρι τοῦ ἔτους 1821, ἐκδ. Δημιουργία, Αθήνα 19962.

Λάμπρου Π. Σπ., Αἱ Ἀθῆναι περὶ τὰ τέλη τοῦ 12ου αἰῶνος: κατὰ πηγὰς ἀνεκδότους, διατριβὴ ἐπὶ ὑφηγεσίᾳ, Ἀθήνησι 1878.

Λάμπρου Σπ., «Περὶ τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Μητροπολίτου Ἀθηνῶν Μιχαὴλ Ἀκομινάτου», Ἁθήναιον, τ. 6 (1877), σ. 354-367.

Μανίκα Κ., «Αθήνα-Εκκλησιαστική Ιστορία», Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Α’ (2011), σ. 343-361.

Μίλλερ Ουίλ. (Miller W.), Ἱστορία τῆς Φραγκοκρατίας ἐν Ἑλλάδι (1204-1566), μτφρ. Σπ. Λάμπρου, τ. Α΄, ἐν Ἀθήναις 1909-10 (το ίδιο και σε μτφρ. Αγγέλου Φουριώτη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1960).

Μουρίκη Ντούλα, «Οἱ βυζαντινὲς τοιχογραφίες τῶν παρεκκλησίων τῆς Σπηλιᾶς τῆς Πεντέλης», ΔΧΑΕ, τ. 7 (1973-1974), σ. 79-119.

Μπούσια Μ. Χαραλ., Ἀκολουθία τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Μιχαὴλ τοῦ Χωνιάτου, Μητροπολίτου Άθηνῶν, Ἱερά Μητρόπολις Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς, 2005.

Νερούτσου Τ., «Χριστιανικαὶ Ἀθῆναι, Βιβλ. Α΄: Ἡ Ἐκκλησία Ἀθηνῶν ἀπὸ τοῦ κηρύγματος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου μέχρι τῆς κατακτήσεως τῆς χώρας ὑπὸ τῶν Φράγκων», ΔΙΕΕ, τ. 3 (1889), σ. 05-107.

Ὀρλάνδου Κ. Ἀναστ., «Η προσωπογραφία Μιχαὴλ τοῦ Χωνιάτου», ΕΕΒΣ, 21 (1951), σ. 210-214.

Πανσελήνου Ναυσικάς, «Ἅγιος Πέτρος Καλυβίων Κουβαρᾶ Ἀττικῆς. Ἐπιγραφὲς-συμπληρωματικά στοιχεῖα τοῦ τοιχογραφικοῦ διακόσμου», ΔΧΑΕ, τ. 14 (1987-1988), σ. 173-187.

Παπαδοπούλου Χρυσ., Ἡ Ἐκκλησία Ἀθηνῶν, ἐν Ἀθήναις 1928.

Παπαρρηγοπούλου Κ., Ἱστορία τοῦ Ἑλληνι­κοῦ Ἔθνους, τ. 4, μέρος 2ον, α.τ.χ.

Στουφῆ-Πουλημένου Ιωάννας, «Παρατηρήσεις σε Βυζαντινές τοιχογραφίες της Αττικής κατά την περίοδο της φραγκικής κυριαρχίας των De la Roche (1204-1308)», ΕΕΘΣΠΑ, τ. ΜΔ΄ (2009), σ. (και ανάτυπο, Ἀθήνα 2009).

Τωμαδάκη Ν., «Ἦσαν βάρβαροι αἱ Ἀθῆναι ἐπὶ Μιχαὴλ Χωνιάτου;», ΕΕΦΣΠΑ, 1956-1957, σ. 88-105 (και ανάτυπο, Ἀθῆναι 1957).

Χριστοφιλοπούλου Αἰκ., Βυζαντινή Ἱστορία, τ. Γ’ 1, 1081-1204, Αθήνα 2001.

β) Ξενόγλωσσα

Angold Μ., Church and Society in Byzantium under the Comneni 1081-1261, Cambridge 1995.

Kordoses S. Michael, Southern Greece under the Franks (1204-1262). A Study of the Greek Population and the Orthodox Church under the Frankish Domination, Ioannina 1987.

Miller W., Essays on the latin Orient, Amsterdam 19642.

Setton M. Kenneth, «Athens in the later twelfth century», Speculum, vol. XIX, April 1944, No. 2, The Mediaeval Academy of America, Canbridge, Massachusetts, pp. 179-207.

Setton M. Kenneth, «A note on Michael Choniates, Archbishop of Athens (1182-1204)», Speculum, vol. XXI, Aprlil 1946, No. 2, The Mediaeval Academy of America, Canbridge, Massachusetts, pp. 234-236.

Stadtmüller Gerorge, Michael Choniates, Metropolit von Athen, Orientalia Christiana vol. XXXV [1935], pp. 106-109.

Thallon C. Ida, A Medieval Humanist: Michael Akominatos, New Haven, 1923.

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.