Saturday 14 June 2025
Αντίβαρο

Ιδού πώς καταργείται η Συμφωνία των Πρεσπών

1922-Καταστροφή-Μεσοπόλεμος Στυλιανός Καβάζης

Βασίλειος Διγενής Ακρίτας, ο ενδοξότερος και μέγιστος των Ακριτών Ακρίτης!

Γράφει ο Στυλιανός Καβάζης.

Ονομαζόταν Διγενής, λέει το τραγούδι, γιατί ο πατέρας του Μουσούρ Άραβας εμίρης από τη Συρία, καταγόταν από τη φυλή των Αγαρηνών και Έλληνας από τη μητέρα του, που ανήκε στην οικογένεια των Λουκάδων. Όταν τον βάφτισαν στα νερά της ιερής κολυμπήθρας, σε ηλικία έξι ετών, του έδωσαν το όνομα Βασίλειος. Ονομάστηκε Ακριτης, γιατί ήταν φρουρός των συνόρων.

Ο παππούς του ήταν ο Ανδρόνικος, της οικογένειας των Κιννάμων, που πέθανε εξόριστος με αυτοκρατορική διαταγή του μακαριότατου Ρωμανού. Γιαγιά του ήταν μια στρατήγισσα, της οικογένειας των Λουκάδων και θείοι του οι ένδοξοι αδελφοί της μητέρας του που, μαχόμενοι για την αδελφή τους, νίκησαν τον εμίρη πατέρα του.

Η ιστορία του γάμου των γονέων του Διγενή αποτελεί το θέμα ενός πρώτου άσματος, που αποτελεί σήμερα τις τρεις πρώτες ραψωδίες του ποιήματος. Βλέπουμε εκεί, πώς ο εμίρης Μουσούρ, αφού απήγαγε σ’ ένα γιουρούσι την κόρη ενός έλληνα στρατηγού, ερωτεύεται την αιχμάλωτό του και για να την παντρευτεί, ασπάζεται τον χριστιανισμό, πώς, σύμφωνα με τα λόγια του ποιητή «μια χαριτωμένη νέα, χάρη στη γοητευτική ομορφιά της, νίκησε τα φημισμένα στρατεύματα της Συρίας». Τέτοιες περιπέτειες δεν ήταν καθόλου σπάνιες και δεν ξάφνιαζαν κανένα σ’ αυτή την περιοχή που βρισκόταν στα σύνορα του ελληνικού κόσμου και του μουσουλμανικού κόσμου. Ωστόσο αυτοί οι μικτοί γάμοι προκαλούσαν πάντα κάποια ανησυχία: «Ο σύζυγός σου, λέει στην κόρη της η μητέρα της νεαρής μνηστής, θα είναι αντάξιός σου σε ομορφιά; θα έχει την εξυπνάδα των ευγενών Ρωμαίων; Φοβάμαι, αγαπητό μου παιδί, ότι δεν θα έχει στοργή και ότι θα σε κακομεταχειρίζεται σαν ειδωλολάτρης και δεν θα νοιάζεται καθόλου για τη ζωή σου». Αυτή τη φορά όμως οι φόβοι της αποδείχθηκαν άδικοι. Ανάμεσα στους δύο συζύγους βασίλεψε η πιο τέλεια ομόνοια, και από την ένωση του μουσουλμάνου με την κόρη των Λουκάδων γεννήθηκε ο θαυμαστός ήρωας οι περιπέτειες του οποίου γεμίζουν το έπος.

Ας παραθέσουμε πρώτα την εικόνα του νεαρού άνδρα που δίνει το ποίημα. «Είχε ξανθά και σγουρά μαλλιά, μεγάλα μάτια, λευκό και ρόδινο πρόσωπο, πολύ μαύρα φρύδια, φαρδύ στήθος και λευκό σαν κρύσταλλο. Φορούσε ένα κόκκινο χιτώνα στολισμένο με χρυσά κεντήματα και μαργαριτάρια· στο γιακά που ήταν γαρνιρισμένος με κεχριμπάρι ήταν κεντημένα μεγάλα μαργαριτάρια· τα κουμπιά του, από καθαρό χρυσάφι, έλαμπαν· τα πασούμια του ήταν στολισμένα με χρυσάφι και τα σπιρούνια του με πολύτιμές πέτρες. Καβαλούσε μια ψηλή φοράδα, άσπρη σαν περιστέρι, που η χαίτη του ήταν στολισμένη με τουρκουάζ Φορούσε χρυσά πέταλα στολισμένα με πολύτιμα πετράδια, που έκαναν ένα χαριτωμένο και υπέροχο θόρυβο. Στα καπούλια της είχε ένα σκέπασμα από πράσινο και ροζ μετάξι που σκέπαζε τη σέλα και την προστάτευε από τη σκόνη· η σέλα και τα χαλινάρια ήταν χρυσοκέντητα και στολισμένα με σμάλτο και μαργαριτάρια. 0 Ακριτης, επιδέξιος εκπαιδευτής αλόγων, έβαζε το υποζύγιό του να κάνει κύκλους. Κράδαινε στο δεξί του χέρι μια πράσινη λόγχη, αραβικής κατασκευής, σκεπασμένη με χρυσά γράμματα. Είχε γοητευτικό πρόσωπο, κομψό παράστημα και τέλειες αναλογίες. Και ανάμεσα στους ιπποκόμους του ο νέος έλαμπε σαν ήλιος»

Αυτός είναι ο ήρωας. Ας δούμε τώρα τα πρώτα κατορθώματά του. Σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών, ονειρεύεται μόνο περιπέτειες. Στο κυνήγι, όπου συνοδεύει τον πατέρα του, σκοτώνει μια αρκούδα με μια γροθιά, σχίζει στα δύο μια ελαφίνα που την ξεπέρασε στο τρέξιμο, σκοτώνει ένα λιοντάρι με μια σπαθιά και οι σύντροφοί του, γεμάτοι θαυμασμό, αναγνωρίζουν σ’ αυτά τα κατορθώματα έναν ήρωα που τον βοηθάει ο θεός: «Αυτός, λένε, δεν είναι άνθρωπος αυτού του κόσμου. Ο θεός τον έστειλε για να τιμωρήσει τους απελάτες, που θα είναι ο τρόμος τους σ’ όλη του τη ζωή».

Υ.Γ Αξίζει να σημειωθεί ότι η πραγματική σημασία του Διγενή Ακρίτα δεν εντοπίζεται μόνο στη λογοτεχνική του αξία. Ο Διγενής Ακρίτας θεωρείται από το Λίνο Πολίτη ως το έργο που σηματοδοτεί την αρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Σε συνάρτηση με το συμπέρασμα του Πολίτη έρχεται ένας άλλος μεγάλος έλληνας μελετητής, ο Νικόλαος Πολίτης, υποστηρίζοντας ότι ο Διγενής Ακρίτας είναι σύμβολο της «μακραίωνος και αλήκτου πάλης του ελληνικού προς τον μουσουλμανικόν κόσμον» κάτι πιστεύω που φαίνεται ξεκάθαρα και με την αναφορά που κάνω στην φωτογραφία που ακολουθεί.

Αρματωμένοι «Ζιπκαλίδες*» και η αναγραφή «Και εμείς Έλληνες είμαστε. Τη συγγένειά μας με τον Διγενή Ακρίτα και τον Δαυίδ Κομνηνό με «εγωισμό» (υπερηφάνεια) λέμε».
Εθνικό Ιστορικό Μουσείο | Φωτογραφικό Αρχείο
Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος

*Ζίπκα ενδεχομένως σύνθετη λέξη από την ξενική ζιπ (παντελόνι) και την ελληνική κα (κάτω). «Το παντελόνι που φτάνει μέχρι κάτω». Το φορούσαν κυρίως οι ένοπλοι για ελευθερία της κίνησης.

Πιο αναλυτικά ήταν βράκα, φαρδιά στη μέση με πολλές πτυχές μπροστά και πίσω που στένευε βαθμιαία από τα γόνατα και κάτω μέχρι τον αστράγαλο. Κατασκευαζόταν από εγχώριο μαύρο μάλλινο ύφασμα, τσόχα, ή από καστόρι ή λίπισκαν ή αγγλικό σάλι σε χρώμα καφέ ή ανοιχτό κόκκινο, την οποίαν ονόμαζαν ζαγκαρλίν και την φορούσαν οι νεόνυμφοι. Τα χρώματα που χρησιμοποιούσαν ήταν διάφορα: Μαύρο για τους ένοπλους, μπλε σκούρο ή ραφ για τους νέους, γκρι, σκούρο καφέ, καμηλό και κυπαρισσί για τους μεγαλύτερους σε ηλικία. Οι άνδρες πέρα από τη ζίπκα φορούσαν την καραβόνα (ή καραβάνα), το ποτούρ’, το τσαγτσίρ’ και το ισρούπασι. Με την παρόδο του χρόνου επικράτησε ως ζίπκα να νοείται ολόκληρη η ποντιακή ανδρική ενδυμασία, που περιλαμβάνει γιλέκο, σακάκι, ζωνάρι, κουκούλα, τσάπουλας και μέστα.

 

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.