Tuesday 26 March 2024
Αντίβαρο
Ιστορία: Βυζάντιο Μάριος Νοβακόπουλος

Η γέννηση της Βυζαντινής χρονογραφίας

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος, διεθνολόγος, μεταπτυχιακός φοιτητής Βυζαντινής ιστορίας

Από μία άποψη, αφού κάθε παρελθόν συμβάν των ανθρωπίνων κοινωνιών αποτελεί ιστορικό γεγονός, τότε εκείνος που θα το καταγράψει θα πρέπει να ονομαστεί ιστορικός. Στην πραγματικότητα όμως, ειδικά όσον η μελέτη της ιστορίας και η επιστημονική και δημώδης γραμματεία εξελίσσονται, η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη. Διαφέρει ο ιδιώτης ή ο πολιτικός που γράφει στο ημερολόγιο του, ο γραφειοκράτης που τηρεί αρχείο, ο αοιδός που ερμηνεύει δημοτικά τραγούδια του 1821 και ο δημοσιογράφος που παρουσιάζει τα αποτελέσματα των αγώνων Ολυμπιακός-ΠΑΟΚ τα τελευταία 40 χρόνια στο φύλλο της Κυριακής. Όλοι οι παραπάνω αναφέρονται σε κάποια γεγονότα που μπορεί να συνέβησαν στο παρελθόν, είναι δηλαδή ιστορικά συμβάντα, δεν είναι όμως ιστορικοί με την στενή έννοια του όρου.

Έχει χυθεί πολύ μελάνι στον τομέα της ιστοριογραφίας και της φιλοσοφίας της ιστορίας, για το πότε μπορούμε να μιλάμε για έναν «αληθινό», «επιστήμονα» ιστορικό και για ένα ιστορικό έργο. Στο κλασσικό της εγχειρίδιο «Εισαγωγή στις ιστορικές σπουδές», η βυζαντινολόγος Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου μας πληροφορεί:

«Η ιστοριογραφία αποβλέπει στην ανάπλαση του ιστορικού γίγνεσθαι, εξιστορώντας τα γεγονότα σε συνεχή λόγω. Η αξία και σημασία της ιστοριογραφίας έγκειται στο ότι σκοπεί να παρουσιάσει τα γεγονότα στην αλληλουχία τους, ώστε να απαρτισθεί, κατά το δυνατόν, ολοκληρωμένη εικόνα της στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο»

Είναι γνωστοί οι ιστορικοί της ελληνικής και της ρωμαϊκής αρχαιότητος. Τα ονόματα του Ηροδότου, του Θουκυδίδου, του Ξενοφώντος, του Αρριανού και του Αμιανού Μαρκελλίνου είναι γνωστά σε όποιον έχει ασχοληθεί με την περίοδο. Η κλασσική ιστοριογραφία ακολουθεί το ιδανικό της ορθής αποτυπώσεως της ιστορικής αληθείας, με την συλλογή πηγών και την κριτική εξέταση των. Την μέθοδο αυτή εγκαινιάζει ο Θουκυδίδης και έκτοτε το πνεύμα της ακολουθεί την οικουμενική ιστορική επιστήμη. Παράλληλα όμως υπήρχαν και άλλα συγγράμματα όπου καταγράφονταν ιστορικά συμβάντα. Αυτά είναι τα χρονικά των πόλεων.

Τα αρχαία χρονικά και η γέννηση της μεσαιωνικής χρονογραφίας

Κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, τα χρονικά των πόλεων ήταν κατάλογοι, οι οποίοι παρέθεταν, σε χρονολογική σειρά, σημαντικά για την πόλη γεγονότα, καθώς και την διαδοχή αξιωματούχων. Η θητεία και εναλλαγή αρχόντων, ιερέων και πρυτάνεων καταγραφόταν σε παραλλήλους , συγκριτικούς πίνακες. Στα χρονικά ακόμη σημειώνονταν εγκαίνια ναών και δημοσίων έργων, θρησκευτικές τελετές, σεισμοί, επιδημίες, εκλείψεις και πολιτικές εξελίξεις. Στην Ρώμη τον ρόλο αυτών των χρονικών πληρούσαν οι υπατικοί κατάλογοι. Αυτά τα έγγραφα, τα οποία γράφονταν κυρίως από βιβλιοπώλες και ήταν γενικώς ανώνυμα, είχαν μεγάλη πρακτική σημασία στην ζωή της πόλεως, καθώς η σαφής καταγραφή γεγονότων (σε μία εποχή όπου δεν υπήρχε ένα οικουμενικό χρονολογικό σύστημα) ήταν απαραίτητη για τη σύναψη και έλεγχο εμπορικών πράξεων, την χρονολόγηση συμβολαίων κ.α. Οι συγγραφείς των χρονικών αντλούσαν πληροφορίες από τα δημόσια έγγραφα των πόλεων και τις ανακοινώσεις των αρχών.

Με τον εκχριστιανισμό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, τα χρονικά άρχισαν να συμπεριλαμβάνουν εκκλησιαστικά γεγονότα, να καταγράφουν τη θητεία επισκόπων, πατριαρχών κλπ. Αρχίζουν να περιέχουν περισσότερες πληροφορίες, όπως μικρές περιγραφές και βιογραφίες των δημοσίων προσώπων στα οποία αναφέρονταν. Καθώς τα χρονικά γίνονται πιο λεπτομερή, αρχίζουν να πραγματεύονται με λεπτομέρειες τον βίο και την πολιτεία των βασιλέων, τις μάχες τους, την γενεαλογία τους και τις σχέσεις τους με την εκκλησία. Στην δυτική Ευρώπη, όπου η πολιτιστική κρίση μετά τον 5ο αιώνα υπήρξε ραγδαία και ευρυτάτη (ξένη κατάκτηση, οικονομική συρρίκνωση, παρακμή των πόλεων και πτώση του μορφωτικού επιπέδου), η κλασσική ιστοριογραφία εξαφανίζεται για αιώνες, και έτσι τα χρονικά των μοναχών είναι από τις βασικότερες πηγές για την πρώιμη και απώτερη μεσαιωνική περίοδο. Οι μοναχοί, οι οποίοι είχαν το αρχείο, τον χρόνο και τις βασικές γραμματικές γνώσεις για να φέρουν εις πέρας τέτοιες εργασίες, υπήρξαν πολύ σημαντικοί για την διατήρηση και αργότερα ανανέωση του αρχαίου πολιτισμού.

Στην «Βυζαντινή» Ανατολή η επιβίωση της αυτοκρατορίας και οι ανάγκες της ανακτορικής γραφειοκρατίας για μορφωμένο δυναμικό σήμαιναν πως ποτέ δεν εξέλιπαν οι μετέχοντες της θύραθεν παιδεία λαϊκοί. Το νήμα από τον Θουκυδίδη πήρε ο Προκόπιος, ο οποίος το μετέδωσε στους συνεχιστές του. Το είδος της χρονογραφίας όμως, εξέλιξη των αρχαίων χρονικών, θα ανθίσει και εκεί, κυριαρχεί δε σε περιόδους αναταραχής όπου σπανίζουν άλλες πηγές. Εκεί που δεν υπήρξαν ή δεν έχουν σωθεί αρκετά έργα ιστοριογράφων, οι χρονογράφοι καλύπτουν το κενό. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως σε περιόδους όπως η κρίση του 7-8ου αιώνος (όπου το υλικό είναι τόσο σπάνιο που παλαιότερα οι βυζαντινολόγοι έκαναν λόγο για την «μεγάλη σιγή» ή την «βυζαντινή σκοτεινή εποχή») και η άλωση του 1453.

Τα χαρακτηριστικά της βυζαντινής χρονογραφίας

Ο Σέξτος Ιούλιος Αφρικανός και ο Ευσέβιος Καισαρείας θα αποτελέσουν πρότυπα των βυζαντινών χρονογράφων, υπό την έννοια πως έδωσαν το πρότυπο συγγραφής μίας παγκοσμίου συγκριτικής ιστορίας από κτίσεως κόσμου. Στα έργα αυτά και τους μιμητές τους συνδυάζονται στοιχεία ελληνορωμαϊκής ιστορίας και μυθολογίας με την ιερά ιστορία των Γραφών, την ιστορία ανατολικών λαών όπως οι Αιγύπτιοι, όλα σε ένα χριστιανικό πλαίσιο κατανοήσεως. Με άλλα λόγια, οι συγγραφείς εγκαινίαζαν την χριστιανική φιλοσοφία της ιστορίας, η οποία καθοδηγείται από την θεία πρόνοια και νοηματοδοτείται από την είσοδο στον κόσμο του Ιησού Χριστού, του οποίου το σωτήριο έργο δια της γεννήσεως, σταυρώσεως και αναστάσεως Του αποτελεί κύριο άξονα της ανθρωπίνου ιστορίας, η οποία θα καταλήξει στην τελείωση (ολοκλήρωση) της, την Δευτέρα Παρουσία. Τούτη η εσχατολογία οδήγησε κάποιους χρονογράφους σε απόπειρες υπολογισμού του χρόνου της συντελείας, με βάση π.χ. το σχήμα των έξι χιλιετιών που είχαν παρέλεθει από την Δημιουργία (οι «Βυζαντινοί» δεν μετρούσαν προ Χριστού – μετά Χριστόν, αλλά από κτίσεως κόσμου, την οποία υπελόγιζαν το 5508 π.Χ.). Συνήθως η ανθρώπινη ιστορία διαιρείτο από τρία κομβικά σημεία: α) την απόδοση του νόμου από τον Θεό στον Μωυσή επί του όρους Σινά, β) την ενανθρώπιση του Ιησού Χριστού, γ) την Τελική Κρίση και συντέλεια του παλαιού κόσμου. Οι χρονογραφίες ήταν και απολογητικά έργα, όπου επικυρωνόταν η αλήθεια της χριστιανικής θρησκείας λόγω της ανθεκτικότητος της στους διωγμούς, της ραγδαίας εξαπλώσεως της μετά την παύση των και των εχεγγύων αρχαιότητος που της προσέδιδε η Παλαιά Διαθήκη. Αυτή η ταύτιση του πρεσβυτέρου με το αυθεντικό έκανε ενίοτε τους Έλληνες αντιμετωπίζονται ως υστερούντες σε σοφία έναντι των βιβλικών Ισραηλιτών, διότι ήταν νεαρότερον έθνος.

Η παλαιοτέρα αντίληψη των βυζαντινολόγων ήταν πως οι χρονογραφίες ήταν ουσιαστικώς έργα αμαθών μοναχών, οι οποίοι χρησιμοποιώντας την φαντασία τους και μία πλημμελεστάτη γνώση της ιστορίας, συνέγραφαν σε απλή γλώσσα για ένα ευσεβές και αμαθές κοινό, το οποίο διψούσε για εντυπωσιακές ιστορίες με θαύματα, ήρωες, σκάνδαλα και προφητείες. Διαμορφωνόταν έτσι μία ταξική και μορφωτική διάκριση ανάμεσα στους χρονογράφους και τους ιστοριογράφους, όπως και για το αναγνωστικό κοινό του καθενός. Όπως θα δούμε παρακάτω, σημαίνων φορέας αυτής της απόψεως ήταν ο Γερμανός φιλόλογος του 19ου αιώνος, Κάρολος Κρουμβάχερ. Την θέαση αυτήν ανασκεύασαν νεώτεροι ιστορικοί, οι οποίοι επεσήμαναν πως μόλις το ένα τρίτο των Ανατολικών Ρωμαίων χρονογράφων ήταν μοναχοί. Ακόμη, αρκετοί Ρωμαίοι λόγιοι εμόνασαν σε κάποια φάση της ζωής τους, χωρίς να εγκαταλείψουν το κλασσικό ιστοριογραφικό τους πρότυπο ούτε την αττικίζουσα γλώσσα τους. Να σημειωθεί πως η διάκριση μεταξύ ιστοριογράφου και χρονογράφου ήταν γνωστή και αναγνωριζόταν από αμφότερα τα μέρη, δίχως να υπάρχει κάποιος ψόγος για την κατωτερότητα των δευτέρων: απλών κάλυπταν διαφορετικούς τομείς και έγραφαν διαφορετικά βιβλία.

Οι χρονογραφίες δεν ήταν πάντοτε υψηλής ποιότητος, όμως εκτός ότι αποτελούν μνημεία δημώδους γλώσσας και καλύπτουν ιστορικά κενά, είχαν τεράστια επίδραση στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Ενώ τα ιστοριογραφικά έργα, γραμμένα στην αττική διάλεκτο και γεμάτα από ομηρικά χωρία, απευθύνονταν σε μία μορφωμένη ελίτ, οι χρονογραφίες είχαν μεγαλύτερη διάδοση. Τα έργα των Ανατολικορωμαίων χρονογράφων γνώρισαν πάμπολλες μεταφράσεις και τεράστια διάδοση στους σλαβικούς λαούς, την λατινική Δύση, την Γεωργία, την Αρμενία και τον μουσουλμανικό κόσμο.

Η ψυχολογία της μεσαιωνικής γραφής

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μεσαιωνικού χρονικού, ανατολικορωμαϊκού, λατινικού τε και σλαβικού, δημιουργούν μία σαφή διάκριση σε σχέση με την αρχαία ή σύγχρονη ιστοριογραφία, στο βαθμό που ίσως να μην μπορεί να αντιληφθεί ο σημερινός αναγνώστης. Για να εκτιμηθεί η μεσαιωνική χρονογραφία, χωρίς να δημιουργηθεί άδικη κριτική λόγω φερομένων ως λαθών ή ελλείψεων της, θα πρέπει να διασαφηνιστούν τα κριτήρια της εργασίας της αλλά και ο στόχος της.

Τον καιρό εκείνο δεν υπήρχε, πρώτα από όλα, η έννοια της «πνευματικής ιδιοκτησίας» και της λογοκλοπής. Ήταν αυτονόητο πως ο χρονογράφος θα χρησιμοποιήσει προϋπάρχον υλικό στη συγγραφή του και πως κείμενα με απόσταση αιώνων αναμεταξύ των θα συνδεθούν. Σε πολλές περιπτώσεις αυτή η συρραφή γινόταν δίχως κριτική εξέταση, και ο Κρουμβάχερ παρατηρεί ότι πολλοί χρονογράφοι ήταν δουλικά εξαρτημένοι από τις πηγές τους. Τα περισσότερα χρονικά ήταν ανώνυμα, καθώς «ο μεσαιωνικός συγγραφέας ένιωθε περισσότερο σαν αναμεταδότης, παρά σαν δημιουργός», όπως αναφέρει ο Ρώσος φιλόλογος Eugene Vodolazkin. Εξαιρέσεις γίνονταν συνήθως όταν έγραφε μία σημαντική προσωπικότητα, όπως κάποιος ανώτερος κληρικός. Δεν υπήρχε ακόμη η έννοια ενός συγκεκριμένου και χαρακτηριστικού ύφους του συγγραφέως, η της καινοτομίας προς αντικατάσταση του παλαιοτέρου υλικού. Ακόμη και μέσα στην ιστορική αφήγηση του χρονογράφου, το παρελθόν είναι απλά μία προέκταση του παρόντος.

Αντίθετα με την αρχαία ιστοριογραφία και τους Ανατολικορωμαίους συνεχιστές της, η χρονογραφία εκθέτει τα γεγονότα το ένα μετά το άλλο με μόνο συνδετικό στοιχείο την χρονολογική διαδοχή, δίχως σχέσεις αιτίου και αιτιατού. Συνεχίζει ο Vodolazkin:

“Το «Πρωτεύον Χρονικό», η πρώτη Ρωσική χρονογραφία, αφηγείται επί παραδείγματι τον θάνατο του «κατηραμένου» πρίγκηπος Σβιατοπόλκ. Το Πρωτεύον Χρονικό παρουσιάζει τον πρίγκηπα Ιζιασλάβο σαν τον κακό της ιστορίας το 1067 και το 1069, χρησιμοποιώντας τα αντίστοιχα εκφραστικά μέσα. Το 1073, ο ίδιος ο Ιζιασλάβος περιγράφεται ως το θύμα, τούτη τη φορά σε ένα κείμενο με αγιογραφικό ύφος. Κατά πως φαίνεται, μία ιδιότητα των μεσαιωνικών κειμένων αποτελεί η σχεδόν πλήρης απουσία αυτού που θα θεωρούσαμε αίτιο και αποτέλεσμα. Σε τούτες τις μαρτυρίες, αντίθετα με τα σημερινά ιστορικά έργα, το ένα γεγονός δεν οδηγεί στο επόμενο. Κάθε νέο γεγονός συνιστά, υπό κάποιαν έννοια, μία νέα αρχή. Ενώ η σύγχρονη ιστορική αφήγηση λαμβάνει ως βασική δομική μονάδα το γεγονός, η μεσαιωνική έχει την χρονολογική περίοδο: ένα έτος στα ρωσικά χρονικά ή μία βασιλεία στα βυζαντινά. Το ένα γεγονός δεν γεννά το επόμενο – ο ένας χρόνος διαδέχεται τον άλλον και η μία βασιλεία την επόμενη. […] Δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεση ακόμη και στους βίους αγίων, όπου τα γεγονότα είναι η κύρια δομική μονάδα. Οι βίοι των αγίων αποτελούνται από μικρές αφηγήσεις τοποθετημένες η μία μετά την άλλη πάνω σε έναν χρονολογικό άξονα. Με σπάνιες εξαιρέσεις, δεν προκαλούν η μία την άλλην. Η χρονολογία είναι και εδώ το θεμέλιο της συνθέσεως.”

Καθώς βασικός στόχος του συγγραφέως ήταν να διδάξει ηθικά και να εντάξει την ιστορία στο χριστιανικό κοσμοείδωλο, η Αγία Γραφή είχε πρωτεύοντα ρόλο στο κείμενο – για την ακρίβεια, σε κάθε κείμενο, ό,τι και εάν εκείνο πραγματευόταν:

“Η σταθερότητα του μεσαιωνικού κειμένου βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό από την εγγύτητα του στην Αγία Γραφή, το σημαντικότερο βιβλίο της Μεσαιωνικής εποχής. Η Αγία Γραφή – το κείμενο των κειμένων, ιστάμενο στο κέντρο της πνευματικής ζωής – είχε μία ξεχωριστή μοίρα… Ως έναν βαθμό, η Αγία Γραφή δίνει τον τόνο για την πλειοψηφία των μεσαιωνικών συλλογών. Όλα τα κατακερματισμένα κείμενα έβρισκαν την ενότητα τους στην Γραφή. Η χρήση βιβλικών αποφθεγμάτων ήταν φυσική σε κάθε πλαίσιο. Η Βίβλος είναι σχεδόν μόνιμα παρούσα, καθώς όλα τα μεσαιωνικά κείμενα ήταν, ανεξαρτήτως του τύπου, τους, ως ένα σημείο συνέχειες ή εφαρμογές της Αγίας Γραφής.”

Στο επόμενο μέρος θα μιλήσουμε για τον θεωρούμενο ως «πατέρα» της Ανατολικής Ρωμαϊκής χρονογραφίας, Ιωάννη Μαλάλα τον Αντιοχέα.

ΠΗΓΕΣ

Απόστολος Καρπόζηλος, Βυζαντινοί Ιστορικοί και χρονογράφοι, εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 1997, τ. 1, σελ. 511-534.

Karl Krumbacher, Η Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, εκδόσεις Π. Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1897-1900, τ. 1, σελ. 646-647.

Oxford Dictionary of Byzantium, Oxford University Press, Oxford 1991, τ. 1, σελ. 443-444.

Oxford Handbook of Byzantine Studies, Oxford University Press, Oxford 2000, σελ. 840-841.

Eugene Vodolazkin, The New Middle Ages, First Things

Κωνσταντίνος Μπατσιόλας, Η χρονογραφία στο Βυζάντιο

ΙΜΕ, Βυζαντινή Λογοτεχνία

Φιλολογικός Ιστότοπος, Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι: Γενική θεώρηση

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.