Γράφει ο Στυλιανός Καβάζης.

“Φως Ιλαρόν απέναντι στην ασέβεια και την παρακμή της νεοελληνικής τέχνης”.
Ο Γιάννης Τσαρούχης, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες εικαστικούς του 20ού αιώνα, είδε στο Βυζάντιο όχι ένα μακρινό ιστορικό κεφάλαιο, αλλά μια ζωντανή παράδοση, ένα πνευματικό σώμα που εξακολουθεί να πάλλεται στην καρδιά της νεοελληνικής ταυτότητας. Το Βυζάντιο, γι’ αυτόν, δεν ήταν ούτε «ανατολίτικη παρακμή» ούτε στείρα μίμηση του αρχαίου κάλλους· ήταν η επιβίωση και ταυτόχρονα η αναγέννηση του αρχαίου κόσμου μέσα από τα τραύματα της μοίρας.
“Παιδί” του Κόντογλου και της ελληνορθόδοξης παράδοσης, ο Τσαρούχης εμβάθυνε στην τεχνική, στη λιτότητα και στη μεταφυσική διάσταση της βυζαντινής αγιογραφίας, όχι για να την αναπαραγάγει, αλλά για να την ενσωματώσει δημιουργικά στη δική του αισθητική γλώσσα. Όπως ο ίδιος δήλωσε: «Δεν κάνω πράγματα βυζαντινίζοντα. Προσπάθησα ν’ αντλήσω από τη σύνθεση, το χρώμα και τη μεταφυσική αφαίρεση.». Μέσα από αυτό το πρίσμα, βρήκε στο Βυζάντιο μια γλώσσα αισθητικής, που μπορούσε να μεταδώσει πνευματικότητα χωρίς στόμφο και θεατρικότητα χωρίς ρητορεία.
Η σχέση του με το Βυζάντιο ήταν κυρίως βιωματική. Δεν περιοριζόταν στη ζωγραφική του εργασία αλλά εκτεινόταν στη ψαλτική, στη βυζαντινή μουσική, στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Γοητευόταν από την ικανότητα της βυζαντινής λατρείας να παράγει ισχυρά συναισθήματα με ταπεινά μέσα έναν λιτό χώρο, έναν φθόγγο, ένα κερί. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του κατά την παρουσία του σε έναν εσπερινό στο Άγιον Όρος, όταν ακούστηκε ο ύμνος «Φως ιλαρόν»:
«Αυτό είναι το αληθινό μαστούρωμα!».
Με αυτήν την αφοπλιστικά ειλικρινή φράση, ο Τσαρούχης δεν προσβάλλει το ιερό αλλά το εξυψώνει με τον δικό του μοναδικό λαϊκό τρόπο. Περιγράφει την εμπειρία της ορθόδοξης λατρείας ως μια καθαρή, εκστατική μέθεξη ένα πνευματικό ύψος που δεν συγκρίνεται με καμία τεχνητή ή αισθητική διέγερση.
Η Εκκλησία, για τον Τσαρούχη, ήταν ένα υπέροχο «θέατρο φωνής» όχι τόπος τυπολατρίας, αλλά ζωντανό πεδίο ψυχικής μεταμόρφωσης. Στο Άγιον Όρος, όπου ταξίδευε τακτικά, συμμετείχε σε όλες τις ακολουθίες, εξομολογούνταν, κοινωνούσε και ένιωθε — όπως περιγράφει — τη χαρά της αναμονής της μετάληψης σαν ένα «χαροποιό πένθος».
Το Βυζάντιο τού προσέφερε κάτι περισσότερο από τεχνική έμπνευση, του προσέφερε πνευματικό καταφύγιο. Σε έναν αιώνα μοντερνισμού και ριζικής αποδόμησης(πλέον τον ξεπεράσανε και αυτόν και βιώνουμε την τέχνη του μεταμοντέρνισμου), ο Τσαρούχης δεν δίστασε να βλέπει στο παρελθόν μια ανεξάντλητη πηγή νοήματος. Και ενώ αναγνώριζε την αξία της Δύσης και των νεότερων κινημάτων, το ελληνικό φως για εκείνον περνούσε μέσα από το βλέμμα ενός αγίου της βυζαντινής αγιογραφίας και όχι από τα δυτικότροπα φίλτρα του ιμπρεσιονισμού.
Αυτός ο θαυμασμός δεν ήταν αρχαιοπληξία, αλλά βαθιά γνώση. Το Βυζάντιο δεν το θαύμαζε επειδή ήταν «ένδοξο», αλλά επειδή ήταν αληθινό, ανθρώπινο, τραυματισμένο και παρ’ όλα αυτά δημιουργικό. Το χαρακτήρισε άλλωστε ως «ο αρχαίος κόσμος όπως διεσώθη με τα τραύματα της μοίρας». Μέσα σ’ αυτή την αντίφαση την παρακμή και το φως, την ταπείνωση και τη δόξα αναγνώρισε το ελληνικό ιδίωμα που τον συγκινούσε και τον καθόριζε.
Ο Τσαρούχης υπήρξε τελικά ένας γνήσιος βυζαντινός με τη σύγχρονη έννοια βαθιά πνευματικός, ουσιαστικά αισθητικός και ειλικρινά στοχαστικός. Το Βυζάντιο, στα χέρια του, έγινε γέφυρα μεταξύ του αρχαίου και του σύγχρονου, του ιερού και του καθημερινού. Και γι’ αυτό, το θαύμασε όχι μόνο ως καλλιτέχνης, αλλά και ως άνθρωπος.
Σήμερα, σε μια εποχή όπου η παράδοση θεωρείται συχνά βάρος και όχι προϋπόθεση ελευθερίας, η στάση του Τσαρούχη φαντάζει σχεδόν αιρετική. Αντιπαραβάλλεται έντονα με πολλούς σύγχρονους δημιουργούς, των οποίων η σχέση με το παρελθόν είναι είτε επιφανειακή είτε ειρωνική και πάντως εξαιρετικά σπάνια ουσιαστική.
Εκείνος προσέγγισε το Βυζάντιο με δέος, όχι ως ύφος αλλά ως βίωμα, όχι για να το αντιγράψει αλλά για να του μιλήσει. Αντίθετα, σήμερα κυριαρχεί η ευκολία, η αισθητική αυθαιρεσία, η αποφυγή κάθε βάθους. Η πνευματική σοβαρότητα έχει δώσει τη θέση της σε έναν κενό, αυτάρεσκο «πειραματισμό», και η αφοσίωση του καλλιτέχνη σε μια ειλικρινή συνάντηση με την ιστορία έχει αντικατασταθεί από την επιδειξιομανία και τη ρηχή πρόκληση.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε “θεσμούς” όπως η Εθνική Πινακοθήκη, εκεί όπου θα περίμενε κανείς να συναντήσει έργα συνέχειας και εσωτερικής ακτινοβολίας, συναντά ενίοτε «εκθέματα» που μοιάζουν περισσότερο με προσβλητικά τεχνουργήματα πρόχειρης ειρωνείας παρά με καρπούς προσωπικής αναζήτησης ή αισθητικής εντιμότητας. Εκεί, η ιερότητα έχει συχνά αντικατασταθεί από μια αμήχανη, σχεδόν προκλητική αποδόμηση όχι για να ρωτήσει, αλλά για να επαιρεθεί και να ακυρώσει.
Μέσα σε αυτό το τοπίο, το έργο του Τσαρούχη δεν φαντάζει απλώς επίκαιρο αλλά φαντάζει εξαιρετικά αναγκαίο. Γιατί μας θυμίζει ξεκάθαρα ότι η τέχνη, όταν είναι αληθινή, δεν είναι ούτε μόδα ούτε κατασκευή, αλλά προσευχή. Και η Ελλάδα, όταν είναι ειλικρινής, δεν είναι ένα απλό τουριστικό προϊόν αλλά ένα παγκόσμιας εμβέλειας πνευματικό γεγονός.
Φωτογραφία Ανάσταση στο Πρωτάτο (1982). Ο Τσαρούχης στο στασίδι κρατώντας ευλαβικά την λαμπάδα του.
Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε γράψει για αυτόν χαρακτηριστικά: «Ο Τσαρούχης είναι χριστιανός, όχι γιατί πηγαίνει στην εκκλησία, αλλά γιατί ξέρει να στέκεται μέσα σ’ αυτήν, με την άνεση ενός παπά και με την αγιότητα ενός μικρού παιδιού».


