Tuesday 26 March 2024
Αντίβαρο
Αναδημοσιεύσεις Θεόδωρος Ζιάκας Θεωρία

Γιατί έγιναν οι Έλληνες “ρωμαίοι”; Το πρόβλημα της ηγεμονίας

του Θεόδωρου Ι. Ζιάκα

Έγιναν  οι Έλληνες “ρωμαίοι”, α) επειδή οι Ρωμαίοι προσηλυτίστηκαν στον ελληνικό πολιτισμό, β) επειδή οι Ρωμαίοι έλυσαν τα προβλήματα διοίκησης της πολιτισμικά ελληνικής Οικουμένης και  γ) επειδή οι Ρωμαίοι έγιναν κι αυτοί χριστιανοί.  Στο κείμενο που ακολουθεί αναλύεται ο δεύτερος από τους τρεις αυτούς λόγους.

1. Από την Πόλι στην Οικουμένη

Αποτελεί μεγάλη καμπή στην κρίση της ελληνικής εξατομίκευσης η αυτοθέωση του βασιλιά Αλέξανδρου, γιατί ο Αλέξανδρος είναι ο Έλληνας που ενσάρκωσε όσο κανείς άλλος το παραδειγματικό ελληνικό Άτομο.

Η αυτοθεοποίησή του είναι η συμβολική στιγμή κατά την οποία το ελληνικό Άτομο, φτάνοντας στο σημείο της ολοκλήρωσής του, μεταμορφώνεται στο βαρβαρικό του αντίθετο (ηγεμών-θεός). Είναι η αρχή της «βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας» του ελληνικού πνεύματος.

Συγχρόνως όμως είναι η στιγμή που το ελληνικό πνεύμα αγγίζει την οικουμενικότητα. Διαχέεται σ’ ολόκληρη την Ανατολή, για να την αναβαθμίσει ανθρωπολογικά. Στο σκληρό κολεκτιβιστικό περιβάλλον της διεισδύει η ελληνική εξατομίκευση, η πόλις, ο Όμηρος, οι Τραγικοί και διαπερνούν τις άρχουσες ελίτ. Επηρεάζουν τα ήθη τους και γεννούν συγκρητισμό. Αν λάβουμε υπόψη την έκταση του εξελληνισμού της ιουδαϊκής ελίτ, της ηγεσίας του πιο αδιάβροχου σε ατομοκεντρικές επιδράσεις κολεκτιβιστικού έθνους, μπορούμε να αντιληφθούμε την έκταση του συγκρητισμού, την αμοιβαιότητα της «αιχμαλωσίας». Ένα πυκνό δίχτυ ελληνικών πόλεων αναπτύσσεται στο εσωτερικό της απέραντης ελληνιστικής περιμέτρου. Στις πόλεις αυτές δραστηριοποιείται μια ελληνόγλωσση άρχουσα τάξη και αναπτύσσεται ένας ενιαίος «ελληνιστικός» πολιτισμός. Σχηματίζεται, δηλαδή, ηελληνική οικουμένη. Η ανθρωπολογική της δομή είναι μεικτή: Ελληνική και βαρβαρική. Με δύο «πατώματα»: το κολεκτιβιστικό κάτω και το ατομοκεντρικό επάνω. Με μεικτή επίσης ανθρωπολογική «χωματερή», όπου μαζί με τα απόβλητα της ατομικής αποσύνθεσης, πρωτοφανείς όγκοι κολεκτιβιστικών λυμάτων συσσωρεύονται στις παρυφές των μεγαλουπόλεων.

Πρόκειται για τις δυο μορφές ανθρωπολογικής αποσύνθεσης, τις συνδεδεμένες με την διττής φύσεως ανεστιότητα, για την οποία μιλήσαμε όταν εξετάζαμε το ερώτημα “Γιατί έγιναν οι έλληνες χριστιανοί;”. Πώς θα διαχειριστεί κανείς την πολύπλοκη αυτή ανθρωπολογική πραγματικότητα; Αυτό είναι έκτοτε το κεντρικό πρόβλημα.

Η αριστοτελική συμβουλή στον Αλέξανδρο ήταν να φέρεται στους μεν Έλληνες συντροφικά, στους δε βαρβάρους δεσποτικά. Ο Αλέξανδρος έκανε κάτι διαφορετικό. Αποσκοπώντας στην ώσμωση των δύο στοιχείων, ανακήρυξε τον εαυτό του θεό. Τους αντιμετώπισε όλους με τον ίδιο τρόπο: ως ισότιμους υπηκόους. Με τον τρόπο αυτό έφτιαξε ένα σύστημα επωφελές και για τις δύο συνιστώσες του. Για τους βαρβαρικούς λαούς ήταν ένας δεσποτισμός ασυγκρίτως ηπιότερος, με ανοιχτό επιπλέον και προσιτό τον δρόμο της εξατομίκευσης. Για τους Έλληνες ήταν ένα σύστημα, μέσα στο οποίο θα είχαν την ηγεμονία λόγω παιδείας, χωρίς ταυτόχρονα να χάνουν κάτι, εφόσον την αγαπημένη αυτονομία τους, την είχαν ήδη χάσει από μόνοι τους χρόνια πριν.

Οι Έλληνες καλούνται κι εδώ είναι η μεγάλη αντίφαση, να διαχειριστούν ολόκληρη οικουμένη, ενώ δεν ήταν πλέον σε θέση να διαχειριστούν τις ίδιες τους τις πόλεις. Η τρομερή φυγή προς τα μπρος, που εκσφενδόνισε τον Ελληνισμό στην Ασία, κάνοντάς τον ευρασιατική «υπερδύναμη», – όλη αυτή η επική πορεία, που αρχίζει με τον Αλέξανδρο και τα ελληνιστικά βασίλεια και φτάνει στο ρωμαϊκό imperium και το επιστέγασμά του τον «ένδοξό μας βυζαντινισμό», – έχει πίσω της την κατάρρευση του οικοσυστήματος του ελληνικού Ατόμου, την αποσύνθεση της ελληνικής πόλεως. Για να κατανοήσει επομένως κανείς την «ιστοριονομία» της απίθανης αυτής διαδρομής, πρέπει να ξεκινήσει από την εξέλιξη της ελληνικής πόλεως, ως ζωντανού συλλογικού υποκειμένου. Θα μπορέσει τότε να διεισδύσει και στο δεύτερο συναμφότερον του ελληνικού αινίγματος: τον συγκερασμό Ελληνισμού και λατινισμού.

[…]

2. Η ελληνική ηγεμονία

Μια ελληνική πόλις νομιμοποιείται να ασκήσει ηγεμονία πάνω στις υπόλοιπες, μόνο σε περίπτωση εξωτερικής απειλής. Και όταν, εννοείται, αναγνωρίζεται ως η στρατιωτικά ισχυρότερη.

Αυτή ήταν και η βάση της αθηναϊκής ηγεμονίας. Σ’ αυτήν επίσης τη βάση ο Αλέξανδρος ανακηρύχθηκε Στρατηγός Αυτοκράτωρ από το Συνέδριο της Κορίνθου. Αν δεν υπήρχε η εξ ανατολών απειλή καμιά ελληνική ηγεμονία δεν θα μπορούσε να νομιμοποιηθεί. Η διατήρηση όμως της ηγεμονίας και όταν παρέλθουν οι λόγοι που την καθιστούν αποδεκτή, είναι δυνατή μόνο με τη βία. Και εκφυλίζεται σε ιμπεριαλιστική-ληστρική ηγεμονία. Άσχετα αν ο Περικλής επενδύει σε έργα μεγαλείου τα χρήματα της «συμμαχίας». Από παράγοντας πανελλαδικής ισχύος και πανελληνίου φρονήματος, η ηγεμονικού τύπου συσσωμάτωση των ελληνίδων πόλεων εξελίσσεται σε μηχανισμό γενικευμένης διαφθοράς, που οδηγεί σε αμοιβαίως εξολοθρευτικό πόλεμο τους δύο ισχυρότερους πόλους του Ελληνισμού: την Αθήνα και τη Σπάρτη. Από τον ίδιο τον χαρακτήρα της ελληνικής πόλεως είναι, λοιπόν, αδύνατο να λειτουργήσει η ηγεμονία, ως συσσωματωτική αρχή του Πανελληνίου.

Πριν προχωρήσουμε δύο σημειώσεις είναι εδώ απαραίτητες:

α) Τα παραδείγματα είναι πολλά και χρακτηριστικά για το πόσο αντιδημοκρατική είναι η συμπεριφορά της δημοκρατίας απέναντι στους «συμμάχους» της: Η αντιμετώπιση της αποστασίας των Μυτιληναίων (απόφαση για ολοκληρωτική εξολόθρευση, που μετριάστηκε σε εκτέλεση «ολίγον περισσοτέρων των χιλίων»). Τα σχετικά με την πολιορκία της Ποτίδαιας. Η σφαγή των Μηλίων κ.ά. Μπρος στην αθηναϊκή κτηνωδία απέναντι στους συνέλληνες ωχριά κι αυτή ακόμη η τουρκική κτηνωδία, παρατηρεί ο Κ. Γανωτής στην εισαγωγή του στο βιβλίο Ο Επιτάφιος του Περικλέους και η Αθηναϊκή Δημοκρατία. (Πηλός, 2004).

β) Για τα “έργα μεγαλείου”, που εξυπηρετούσαν τη δόξα της Αθήνας: Το μεγαλείο μιας πράξης συνδέεται εδώ με την πράξη αυτή καθ’ αυτή, απομονωμένη από τα κίνητρα ή τις συνέπειές της. Το μεγαλείο συνδέεται με το εξαιρετικό και κρίνεται από τη διαφορά του με το κοινότοπο. Το επίτευγμα είναι αυτοδύναμη πηγή νοήματος. Δεν αντλεί το νόημά του από «κάπου αλλού». Η πάγια αυτή αντίληψη, που ξεκινά από τον Όμηρο, είναι βασική σταθερά της αρχαιοελληνικής ταυτότητας.

Η ηγεμονία δεν μπορεί να βρει ερείσματα δικαίωσης στο πεδίο των σχέσεων μεταξύ των ελληνίδων πόλεων, διότι αυτό που κυρίως ενδιαφέρει την ελληνική πόλι είναι η αυτονομία της. Δεν κατόρθωσε όμως ποτέ η ελληνική πόλις να λύσει το πρόβλημα της αναπαραγωγής της, με έναν τρόπο που να διασφαλίζει την αυτονομία της. Εξαρτάται, πάντα και σε σημαντικό βαθμό, από εξωτερικές πηγές πλεονάσματος, τις οποίες δεν ελέγχει. Το εσωτερικό-δικό της γεωργικό πλεόνασμα, δεν επαρκεί. Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός εξαρτάται από το μακρινό εμπόριο. Είναι κοινωνικός σχηματισμός «περιφερειακός» στο «παγκόσμιο σύστημα» της εποχής του. Αναπτύσσεται στα όρια των «κεντρικών» (αυτοδύναμων) κολεκτιβιστικών σχηματισμών του Νείλου και του Ευφράτη, ήδη από τη βαθιά αρχαιότητα. Γενικώς: εξαρτάται από τους δρόμους της Ανατολής. Γι’ αυτό προς τα εκεί κατευθύνεται πάντοτε η ελληνική εξωστρέφεια. Γι’ αυτό είναι εκεί που αναπαράγονται όλοι οι εχθροί της.

Τελικώς ο Αλέξανδρος πραγματοποίησε το προαιώνιο σχέδιο του Ελληνισμού να θέσει υπό έλεγχο τον αστάθμητο παράγοντα των τυχών του: την Ανατολή. Το πρόβλημα της αναπαραγωγής του ο ελληνικός ατομοκεντρικός-πολυκρατικός εθνικο-κοινωνικός σχηματισμός μπορούσε να το λύσει μόνο δια της αναγωγής του σε Οικουμένη. Αλλά, όταν η δράση του έχει ήδη διαμορφώσει την ελληνική Οικουμένη, το πρόβλημα προσέλαβε, απροσδόκητα, όψεις αδιανόητες. Ο Αλέξανδρος κυνήγησε τον «εχθρό» μέχρι τον Ινδό ποταμό και στη μορφή τουλάχιστον που τον αναγνώριζαν οι Έλληνες, τον εξόντωσε. Αλλά η πολυπόθητη λύση στο πρόβλημα δεν ήρθε, διότι: α) Οι ελληνίδες πόλεις είχαν χάσει οριστικά κάθε προοπτική ανάκαμψης στην αρχαία αυτονομία τους, η διατήρηση της οποίας ήταν και το πρώτο κινούν της όλης οικουμενικής εκτίναξης του Ελληνισμού. β) Ένας λαός, που μόλις και μετά βίας κατόρθωνε να αυτοδιοικηθεί σε τοπικό επίπεδο, ήταν εξ ορισμού ανίκανος να διοικήσει ολόκληρη οικουμένη. Η φάση της ανθρωπολογικής κατάρρευσης του ελληνικού Ατόμου συμπίπτει με την ανάδυση των κολοσσιαίων αυτών αδιεξόδων. Ανίκανοι να τα αντιμετωπίσουν οι Έλληνες γρήγορα αναγκάστηκαν να «καταθέσουν την ιστορική εντολή». Για να την αναλάβουν άλλοι καταλληλότεροί τους. Αυτοί ήταν οι Ρωμαίοι, δηλαδή οι δυτικοί προσήλυτοι στον ελληνικό πολιτισμό: οι Λατίνοι.

Ας συνοψίσουμε τώρα τον «νόμο», που διέπει την εξέλιξη της ελληνικής πόλεως: α) Η εσωτερική  ταξική αντίθεση είναι η πρώτη κινητήρια δύναμη. Η δεύτερη είναι η εξωτερική-«εθνική» αντίθεση (με τις άλλες ελληνικές πόλεις και τους βαρβάρους). Ο συνδυασμός τους καθορίζει τις πολιτειακές της μεθηλικιώσεις. β) Ο ακατάπαυτος αγώνας της ελληνικής πόλης για την αυτονομία της εδράζεται στην εξωτερική αντίθεση, στην υπεράσπιση της συλλογικής ανεξαρτησίας. Η εσωτερική αυτονομία-ελευθερία των πολιτών (ισηγορία – ισονομία κ.λπ.) είναι το εξατομικευμένο «μερίδιο» τους στην κατακτημένη συλλογική αυτονομία. Ο αγώνας για τη δημοκρατία δεν είναι παρά ένας αγώνας για την εξισωτική μετοχή στην κατακτημένη συλλογική αυτονομία. γ) Όταν ο πολιτισμός της ελληνικής πόλεως προσλαμβάνει οικουμενικές διαστάσεις το υποκείμενο της αναγκαίας πολιτικής διαχείρισής του, το ελληνικό Άτομο, έχει εισέλθει στη φάση της αποσύνθεσής του.

3. Η ρωμαϊκή ηγεμονία

Στη βάση του ο ελληνικός κόσμος ήταν ακόμη προσηλωμένος στην ιδέα της πολιτικής αυτονομίας. Αυτό θα φανεί ανάγλυφα με τη ρωμαϊκή κατάκτηση, της οποίας το πρόσχημα ήταν ακριβώς η προστασία της αυτονομίας των ελληνικών πόλεων, έναντι του μακεδονικού δεσποτισμού. (Τον ύπατο Titus Quinctius Flamininus τον κάλεσε να εισβάλει στην Ελλάδα οι Αχαϊκή Συμπολιτεία και οι Ακαρνάνες, για να «προστατεύσει» τις ελληνικές ελευθερίες από την απειλή του Φιλίππου Ε’ της Μακεδονίας.)

Αρχικώς η αντίληψη της Ρώμης για την ηγεμονία δεν ήταν διαφορετική από την ελληνική. Η Ρώμη επανέλαβε το ελληνικό μοντέλο της πόλης-ηγεμόνα και των πόλεων-υποτελών. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησε ότι πρέπει να το αναθεωρήσει, εξ αιτίας ακριβώς της ιδιαιτερότητας των απαιτήσεων, που έθετε η διαχείριση της κατακτημένης ελληνιστικής οικουμένης. Κατ’ αρχάς δεν μπορούσε π.χ. ο Ρωμαίος στρατηγός, ο κατακτητής μιας απέραντης πλούσιας επαρχίας, να δεχθεί ότι η εξουσία του και τα πλούτη του, μπορούν να διακυβευτούν από την άδηλη έκβαση μιας ψηφοφορίας στη Σύγκλητο. Αρχικά θα εξαγοράσει τις συγκλητικές ψήφους, υποσκάπτοντας τους δημοκρατικούς θεσμούς. Στη συνέχεια θα στασιάσει και θα βάλει τη δημοκρατία στο γύψο. Από την άλλη πλευρά ήταν εντελώς απαραίτητο, ο επίφοβος στρατηγός, να είναι εξοπλισμένος με μεγάλη ισχύ, αφού οι «βάρβαροι» καραδοκούσαν στα σύνορα, έτοιμοι να εισβάλουν, να αρπάξουν και να αφανίσουν. Όλα αυτά μιλούν για τη συγκεκριμένη εκείνη αδυσώπητη πραγματικότητα του συνδυασμού εσωτερικών και εξωτερικών αντιθέσεων, που οδήγησε στην ανάδειξη της στρατιωτικής μοναρχίας, ως του προσφορότερου πολιτειακού συστήματος για τη διοίκηση της ελληνο-ρωμαϊκής οικουμένης. Το σύστημα αυτό, μια νέα εκδοχή τυραννίας, προέκυψε από τα πράγματα, ως το καταλληλότερο, τόσο για την αντιμετώπιση της βαρβαρικής απειλής, όσο και για την προληπτική αντιμετώπιση των στάσεων και των αποσχιστικών κινημάτων, που αποδεκάτιζαν την άρχουσα τάξη. Η αποτελεσματικότητα του αυτοκρατορικού συστήματος φάνηκε να επικυρώνεται οριστικά κατά τη μακρά περίοδο ειρήνης και ευημερίας, που ακολούθησε τη διακυβέρνηση του Αυγούστου. Η επιτυχία της στρατιωτικής μοναρχίας σημάδεψε, τότε, τόσο βαθιά τις αντιλήψεις των ανθρώπων, που τους έκανε να ξεκόψουν τελείως από τα αρχαία πολιτειακά πρότυπα.

«Φέρατε έτσι τα πράγματα ώστε το όνομα Ρωμαίος να μην είναι όνομα μιας πολιτείας, αλλά όνομα ενός ενιαίου λαού, και όχι ενός μόνο λαού ανάμεσα στους άλλους, αλλά ενός λαού απέναντι σε όλους τους άλλους», θα γράψει ο διάσημος ρήτορας του 2ου αιώνα Αίλιος Αριστείδης. (Εις Ρώμην, ΝΘ-ΞΣΤ.) Βαθιά εντυπωσιασμένος από την πολιτική ικανότητα της Ρώμης, θα εντοπίσει το ειδοποιό της γνώρισμα στο άρχειν ειδέναι.

Το άρχειν ειδέναι σήμαινε ακριβώς την ικανότητα κρατικής διαχείρισης σε επίπεδο οικουμένης. Η κορυφαία ένδειξη της πολιτικής ιδιοφυίας της Ρώμης είναι ο προβιβασμός της ιδιότητας του πολίτη, από εθνική σε οικουμενική, η διάκριση της εθνικότητας από την υπηκοότητα και τα πολιτικά δικαιώματα. Την εποχή που η Ρώμη είχε δημοκρατία μετείχε στην υπηκοότητα μόνο μια μειοψηφία 200.000 – 400.000 ατόμων. Στις αρχές του 1ουαιώνα οι Ρωμαίοι πολίτες τριπλασιάστηκαν. Την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη τη χορηγούσε κατά καιρούς ο Αυτοκράτορας, για να ενσωματώνει τις επαρχιακές ελίτ. Όμως το 212 μ.Χ. με τον Αντωνίνειο νόμο (διάταγμα Καρακάλα), η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, η πλήρης υπηκοότητα, επεκτείνεται σε όλη την Αυτοκρατορία. Οι πολίτες φτάνουν πλέον τα 25 εκατομμύρια. Έτσι: Όποιος έχει πλήρη υπηκοότητα μπορεί, από τα δεκαεπτά του, να παντρευτεί παιδί πολίτη, να έχει ιδιοκτησία στη Ρώμη, να εγκατασταθεί εκεί, να ενάγει στο δικαστήριο, να έχει ψήφο στην Εκκλησία, να άρχει και να απολαμβάνει ισονομία. Έχει από την άλλη πλευρά καθορισμένα καθήκοντα, συνδεδεμένα με το κυρίαρχο δίκαιο: πατριαρχία, φόρος κληρονομιάς, στρατολόγηση. Το δίκαιο της ρωμαϊκής πολιτείας υπερισχύει φυσικά των δικαίων των επιμέρους πολιτειών, όταν έρχονται σε αντίφαση. (Οι Έλληνες οι Ρωμαίοι και εμείς, σ. 399. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1992.)

Την εξουσιαστική ικανότητα του ρωμαϊκού ατόμου ο Βιργίλιος την αναδεικνύει σε κεντρικό στοιχείο της λατινικής ταυτότητας: «Άλλοι νομίζω θα χαλκέψουν καλύτερ’ από μας μορφές που θ’ αναπνέουν κι άλλοι θα φτιάξουν από μάρμαρο πρόσωπο ζωντανά. Πιο πειστικά θα εξηγήσουν άλλοι τις αιτίες και τις κινήσεις τ’ ουρανού με διαβήτη θα χαράξουν ή θα μας πουν, πότε και πού τ’ αστέρια ανατέλλουν. Εσύ Ρωμαίε μη ξεχνάς πως έχεις για σκοπό σου να κυβερνάς λαούς: Αυτή είναι η τέχνη σου». (Αινιάδος VI, 847-852.)

Η εξουσιαστική ικανότητα δεν σήμαινε βεβαίως μόνο την ικανότητα αυταρχικής επιβολής. Περιλάμβανε την ικανότητα χειρισμού των αντιθέσεων μεταξύ των υπηκόων ομάδων, με συμβιβασμούς και εξισορροπήσεις, διασφαλιζόμενες από συμβάσεις, συμβόλαια και μελετημένους κανονισμούς. Η χρήση βίας ήταν απλώς το έσχατο μέσο. Οι σχέσεις μεταξύ των κυττάρων της ρωμαϊκής επικράτειας ήταν κατά κανόνα σχέσεις ισοτιμίας (ελεύθερες ελληνικές πόλεις, κοινοκτημονικές αγροτικές ομάδες, ιεραρχημένη αμοιβαιότητα επί πατριαρχικών βασιλείων). Καθώς δεν ετίθετο θέμα δημοκρατίας σε επίπεδο οικουμένης, η εκπροσώπηση των τοπικών εκκλησιών ανήκε στον στρατό και βέβαια στον επικεφαλής του, τον Αυτοκράτορα. Οι τοπικές ελίτ απολάμβαναν τα αγαθά της ρωμαϊκής ειρήνης και εξασφάλιζαν τη διάρκειά της. Η ρωμαϊκή διοίκηση ήταν εκεί ακριβώς για να εμποδίζει τις καταχρήσεις τους. Ύστερα απ’ αυτά ο Αίλιος Αριστείδης είναι πεπεισμένος πως: «δεν μπορεί να υπάρξει κανένας άλλος τρόπος ζωής». Κι ο απαισιόδοξος Αυγουστίνος θα παραδεχτεί ότι η Αυτοκρατορία είναι «η καλύτερη δυνατή πολιτεία».

«Αυτό που μου φαίνεται … σχεδόν ουτοπία πραγματοποιημένη, παρατηρεί ο Bertrand Lancon, είναι ο τρόπος που η υπηκοότητα αυτή υπερέβαινε την υπαγωγή σ΄ ένα έθνος και πρόσφερε μια patria communis, μια κοινή πατρίδα. Μπορούσε να είναι κανείς  Σύρος, Γαλάτης, Αφρικανός, ή Βρετανός στην εθνότητα, αλλά αυτό συνιστούσε μια γεωγραφική ιδιαιτερότητα και τίποτε άλλο. Εκεί που το έθνος θα μπορούσε να είναι (και να γίνει αργότερα) κεντρόφυγο, η υπηκοότητα ήταν κεντρομόλα και συνένωνε όλους τους πολίτες –πολλές γλώσσες και θρησκείες- κάτω από το όνομα Ρωμαίοι. Η ρωμαϊκή υπηκοότητα στην ύστερη Αυτοκρατορία δεν αντιστρατεύεται την ιδέα της εθνικότητας, αλλά την υπερβαίνει και την περιέχει σε δεύτερο επίπεδο…». (Η νεωτερικότητα της ύστερης Ρώμης, ό.π. σ. 401, 402. Οι Έλληνες οι Ρωμαίοι και εμείς, σ. 399. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1992)).

Με την οικουμενική υπηκοότητα συμβαδίζει η προσφυγή στον κρατισμό. Τα αποφασιστικότερα βήματα στον δρόμο του κρατισμού θα γίνουν από τον Διοκλητιανό, τον Κωνσταντίνο και τον Κωνστάντιο τον Β’, στο διάστημα 284-361. Πρόκειται για την εξέλιξη της κρατικής μηχανής, με την επιβολή του κεφαλικού φόρου, την επέκταση της υπηρεσίας γενικών πληροφοριών και άλλων ειδικών μηχανισμών, τη συγκρότηση γραφειοκρατίας, τη γενίκευση των τεχνικών αρχειοθέτησης και την τελειοποίηση των διοικητικών αρμοδιοτήτων. Η γραφειοκρατική μηχανή είναι τελείως ανεξάρτητη από τον δημοτικό μηχανισμό της Ρώμης και των άλλων πόλεων και ελέγχεται από τον Αυτοκράτορα αποκλειστικά. Είναι ο πολιτικός βραχίονας της δύναμής του, πλάι στον άλλο βραχίονα που είναι ο στρατιωτικός. Χάρη στον κρατισμό μπορεί ο Αυτοκράτορας να συγκεντρώνει πόρους, να εκτελεί δημόσια έργα, κ.λπ.

Η προσφυγή στον κρατισμό δεν είχε μόνο πλεονεκτήματα. Η «ύστερη Αυτοκρατορία» είναι ήδη μια γραφειοκρατική στρατιωτική μοναρχία. Η ευελιξία της πρώιμης Αυτοκρατορίας, της βασισμένης στην αυτονομία των ισοπολίτιδων πόλεων, έχει περιορισθεί. Τη θέση της κατέλαβε ένα δύσκαμπτο καθεστώς, όπου το κράτος στηρίζεται στη γραπτή νομοθεσία και σωρεύει περιοριστικούς κανονισμούς. Ασκεί εποπτεία σε όλη την επικράτεια, μέσω ενός πολυπληθούς σώματος δημοσίων υπαλλήλων. Και συχνά πιέζει ασφυκτικά την κοινωνία με το φοροεισπρακτικό του βάρος.

Η σημασία όμως της αρνητικής πλευράς του κρατισμού δεν πρέπει να υπερτιμηθεί, γιατί στην πραγματικότητα δεν είναι ο κρατισμός που πνίγει τη ζωτικότητα των αρχαίων πόλεων-κυττάρων της Αυτοκρατορίας, αλλά η προγενέστερή του προϊούσα απόσβεση του ανθρωπολογικού κινητήρα της (κρίση της εξατομίκευσης). Ο κρατισμός εν μέρει μάλιστα την αντισταθμίζει. Επιπλέον πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι με την κρίση του 3ου αιώνα, που προκαλείται από τη συνδυασμένη επίθεση των Περσών στην Ανατολή και των Γότθων στο Βορρά, κι από μια περίοδο εσωτερικής αστάθειας, καταστράφηκαν όλες οι πόλεις στη Δύση εκτός από τη Ρώμη. Στην Ανατολή όμως ελάχιστες κατέρρευσαν. Το γεγονός αυτό μαζί με την ανάγκη να βρίσκεται το κέντρο των αποφάσεων σε ίση απόσταση από τον Ευφράτη και τον Δούναβη, από τα δύο μεγάλα στρατιωτικά μέτωπα, καθόρισαν την επιλογή του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου να μεταφέρουν την έδρα τους στο Βυζάντιο . Στο διάστημα των ανακατατάξεων αυτών το κράτος δεν αναμιγνύεται στη συγκρότηση των πόλεων-κυττάρων της Αυτοκρατορίας, γιατί την εξασφάλιζε ήδη το τοπικό αυτοδιοικητικό καθεστώς. Η κεντρική διοίκηση ήταν πάντοτε απρόθυμη να αναμιχθεί στα τοπικά κοινά, αλλά αναγκαζόταν να το κάνει, επειδή το τοπικό ενδιαφέρον για ανάληψη συλλογικών ευθυνών είχε ατονήσει και έτεινε να εκλείψει. Ο Τόϋμπη, με την καυστικότητα που τον διακρίνει, λέει κάπου ότι από τη στιγμή που στερήθηκαν τη χαρά να πολεμούν μεταξύ τους, οι Έλληνες ένιωσαν να σβήνει μέσα τους κάθε ενδιαφέρον για τα τοπικά αξιώματα!

Ο κρατισμός είχε τη συμβολή του στην καθίζηση της τοπικής αυτονομίας, όχι όμως γιατί παρενέβαινε περιοριστικά, αλλά γιατί η συμμετοχή στην αυτοκρατορική νομενκλατούρα υποβάθμιζε σταδιακά την αξία των γενικευμένων πολιτικών δικαιωμάτων. Ο κόσμος της ύστερης Αυτοκρατορίας ήταν ήδη ένας κόσμος γραφιάδων και ρητόρων. Αλλά η «ύστερη» Αυτοκρατορία είναι εξέλιξη-ωρίμανση της «πρώιμης». Η συνταγή της μαγικής ισορροπίας μεταξύ ατομικών δικαιωμάτων και κρατισμού δεν είχε βρεθεί (ούτε τότε, αλλά ούτε και σήμερα). Εφόσον υπήρχαν «βάρβαροι», εφόσον υπήρχαν εθνικές διαφορές και εφόσον υπήρχαν ταξικές ομάδες με αντικρουόμενα συμφέροντα, το κρατιστικό κόστος της Pax Romana (ρωμαϊκής ειρήνης) ήταν αναπόφευκτο.

Η αιτία της ανάπτυξης του κρατισμού δεν πρέπει, λοιπόν, να αποδοθεί σε κάποια ιδιάζουσα αυταρχική τάση φαλκίδευσης της δημοτικής αυτονομίας, όπως αναχρονιστικά σκεπτόμενοι υποθέτουν οι αριστεροί διαφωτιστές. Ο κρατισμός ήταν πριν απ’ όλα εργαλείο της αμυντικής στρατηγικής του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Κίνητρό του ήταν οι τρεις βασικοί φόβοι: α) ο φόβος των βαρβάρων, β) ο φόβος των αποσχιστικών κινημάτων και γ) ο φόβος των εμφύλιων στάσεων.

Τον κρατισμό ως εργαλείο της αμυντικής στρατηγικής τον συναντούμε και στην αυτοκρατορική Κίνα: Το 81 π.Χ. πραγματοποιείται σύσκεψη ενώπιον του ανήλικου Αυτοκράτορα με θέμα αν πρέπει να διατηρηθεί ή όχι το κρατικό μονοπώλιο στο άλας και τον σίδηρο, σε σχέση πάντα με τη βαρβαρική απειλή. Μαζί με τους υπουργούς λαμβάνουν μέρος στο συμβούλιο εξήντα σοφοί της κομφουκιανής αντιπολίτευσης, απ’ όλη τη χώρα. Τα πρακτικά των συζητήσεων είναι εντυπωσιακά. Η κυβέρνηση επικαλείται τον κρατισμό, ως αναγκαία πολιτική για την ύπαρξη αξιόπιστης εθνικής άμυνας και προτείνει την ένταση της εθνικής προσπάθειας, με στόχο την οριστική εξόντωση των Χάνων (Μογγόλων-Τούρκων). Οι κομφουκιανοί ανταπαντούν ότι ο κρατισμός είναι ολέθριος για την Αυτοκρατορία, γιατί καταστρέφει την ιδιωτική δημιουργικότητα, πάνω στην οποία στηρίζεται η δύναμη της χώρας και γιατί, επιπλέον, η εξόντωση των βαρβάρων είναι στόχος ουτοπικός. Τι θα κάνετε, τους λένε, θα τους κυνηγήσετε στα πέρατα της οικουμένης; Απλώς θα εξαντλήσετε τελείως τη χώρα. Πρέπει να το πάρετε απόφαση ότι οι βάρβαροι θα υπάρχουν πάντα και να άρετε κάθε μονοπώλιο. Να απλοποιήσετε τη νομοθεσία, καταργώντας τους περιττούς περιορισμούς και να δώσετε απόλυτη προτεραιότητα στην καλλιέργεια της παραδοσιακής αρετής, χωρίς την οποία είναι αδύνατο να ξαναβρεί η χώρα τη δύναμή της. Η συζήτηση δεν καταλήγει, αλλά οι δυο γραμμές εκτίθενται με εκπληκτική σαφήνεια, δείχνοντας πόσο προχωρημένη ήταν η αυτοκρατορική πολιτική σκέψη της αρχαίας Κίνας. Εξηγεί και την εκπληκτική συσσωματωτική ικανότητα, βάσει της οποίας η εθνότητα των Χαν διογκώθηκε σε έθνος-οικουμένη -την εποχή αυτή άγγιζε τα εκατό εκατομμύρια! (Το άλας και ο σίδηρος. Μετάφραση Χρ. Καφτεράνη. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1999).

4. Η Pax Romana

Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει να τοποθετήσουμε και τον λεγόμενο ρωμαϊκό δεσποτισμό. Θα ήταν αφελές και ανώφελο να θεωρήσουμε «προδοσία» ή «λάθος» την εγκατάλειψη του αρχαίου πολιτειακού ιδεώδους. Συνοδεύοντας την επέκταση ενός ατομοκεντρικού πολιτισμού ήταν ένας τύπος δεσποτισμού πολύ διαφορετικός από τον ανατολικό δεσποτισμό.

Αρχικά τον δεσποτισμό τον επιβάλλουν οι Μακεδόνες. Δηλαδή Έλληνες-Άτομα και όχι «δούλοι του Μεγάλου Βασιλέως». Η ανθρωπολογική αυτή βάση δεν ανατρέπεται με τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Ο δεσποτισμός θα γίνει κολεκτιβιστικός μόνο όταν θα αλλάξει η ανθρωπολογική βάση του πολιτειακού συστήματος: Όταν το δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας θα καταστραφεί από τους «βαρβάρους» και θα προκύψει ο φεουδαρχικός Μεσαίωνας. Και όταν το ανατολικό τμήμα θα κατακτηθεί από τους Άραβες στην αρχή και καθ’ ολοκληρίαν από τους Τούρκους, στη συνέχεια.

Βεβαίως κάθε δεσποτικό σύστημα κατανομής-διαχείρισης της κεκτημένης συλλογικής αυτονομίας, ενός μη κολεκτιβιστικού πολιτικού σώματος, ασκεί πίεση πάνω στην ανθρωπολογική βάση του προς την κατεύθυνση της υποστροφής στον κολεκτιβισμό. Υπάρχει όμως και η αντίστροφη πίεση, του μη κολεκτιβιστικού πολιτισμικού σώματος, να θεσμισθούν οι σχέσεις εξουσίας. Η αντίθετη αυτή πίεση καθορίζει ένα πλαίσιο νομιμοποίησης, το οποίο δεν είναι εύκολο να καταλυθεί από τη στρατιωτική μοναρχία, ώστε υποστραφεί σε τυραννία. Η κολεκτιβιστικής κατευθύνσεως πίεση της δεσποτικής υπερδομής υπόκειται σε αξιοσημείωτες αντιρροπήσεις. Αυτό που έχει, επομένως, σημασία δεν είναι να αναγάγουμε την αιτία του δεσποτισμού σε μια μυθική «δεσποτική νοοτροπία» των ρωμαίων (Λατίνων ή Ελλήνων) και να την «καταγγείλουμε» («διαφωτιστική» θέση), αλλά να εξηγήσουμε γιατί ένας φανατικά αντιδεσποτικός πολιτισμός καταλήγει να αποδέχεται μόνος του τον δεσποτισμό και μάλιστα να ερωτοτροπεί με την ιεροποίησή του.

Η μελέτη του ρωμαϊκού δεσποτισμού, από την εγκαθίδρυσή του το 31 π.Χ. και ως την τελική του κατάρρευση το 1453 μ.Χ., αναδεικνύει τον εργαλειακό-ωφελιμιστικό χαρακτήρα της κοινωνικής αποδοχής του, την υπαγόρευσή του από τη διαρκή πραγματικότητα της βαρβαρικής απειλής και από τον αντικοινωνικό χαρακτήρα του εκφυλισμένου ατομικισμού). Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που ο δεσποτισμός παραμένει μονίμως στρατιωτική μοναρχία. Ή ο λόγος που ο αυτοκράτορας αντλεί την ακτινοβολία του όχι από ανύπαρκτους «τίτλους», αλλά από την ικανότητά του να οδηγεί τους στρατούς στη νίκη. Όταν εμφανίζονται τέτοιοι «τίτλοι» και η κοινωνία τους υπολήπτεται, τότε θα έχουμε απομάκρυνση από τον «εργαλειακό» δεσποτισμό και υποστροφή στον «κανονικό», τον ολοκληρωμένο δεσποτισμό: είτε με τη μορφή της φεουδαρχίας-δουλοπαροικίας (δυτική εκδοχή) είτε με τη μορφή της συγκεντρωτικής περσικής δεσποτείας (ανατολική εκδοχή).

Το ρωμαϊκό άρχειν ειδέναι ήταν, λοιπόν, η ικανότητα διαχείρισης της Ρωμαϊκής Ειρήνης, της Pax Romana, με συστατικά: α) Την προστασία των πόλεων-κυττάρων του Imperium, από τις εισβολές των «βαρβάρων». Και β) τη διαχείριση των εσωτερικών εθνικών και κοινωνικών αντιθέσεων, ώστε να μην καταλήγουν σε εμφύλιο πόλεμο. Εγγυητής της Pax ήταν οι Λεγεώνες, οι οποίες πέρασαν γρήγορα υπό τον έλεγχο των μη λατινικών εθνικών υποσυνόλων της Αυτοκρατορίας. Η Ρώμη, αίροντας τη διάκριση πόλεως ηγεμόνα και πόλεως υπηκόου, υποβιβάστηκε σε μια πόλη ανάμεσα στις άλλες. Έχασε ουσιαστικά την προνομιακή της αυτονομία. Η Ρώμη και η διάδοχός της Νέα Ρώμη – κωνσταντινούπολη, έκανε αυτό που ήταν αδιανόητο για την Αθήνα. Κι εδώ βρίσκεται το αληθινό μεγαλείο της. Αυτό αποτελεί και την πρωταρχική αιτία της μεταβολής των Ελλήνων σε «ρωμαίους», την απαρχή του συγκερασμού Ελληνισμού και λατινισμού.

Η κοινή μετοχή στη χριστιανική αναθεμελίωση του Imperium θα προσφέρει στον συγκερασμό την αναγκαία θρησκευτική θεμελίωση. Ο αυτοϋποβιβασμός της Ρώμης από ηγεμονική πόλη σε πρώτη μεταξύ ίσων, είναι μεγαλειώδης, αλλά δεν μπορεί να κρύψει το γεγονός ότι είχε καταβληθεί κι αυτή από την ίδια αρρώστια, που είχε καταβάλει τις ελληνικές πόλεις: την κρίση της εξατομίκευσης. Η αρχαία αρετή, για την απώλεια της οποίας θρηνολογούσε ο Κάτων, καταγγέλλοντας τους «γραικύλους», η βάση αυτή της ακατάβλητης ρωμαϊκής ορμής, ήταν ήδη μακρινή ανάμνηση. Το βαθύτερο πρόβλημα, δηλαδή το να βρεθεί διέξοδος από την κρίση της εξατομίκευσης, δεν ήταν σε θέση να το αγγίξει η λατινική πολιτική ικανότητα. Η λύση του προβλήματος ήταν αρμοδιότητα των Ελλήνων και όχι των Λατίνων. Γι’ αυτό και όταν οι τελευταίοι είδαν τους Έλληνες να γίνονται χριστιανοί, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να ενσωματώσουν τον Χριστό με «κοοπτάτσια».

Το γεγονός ότι ο Χριστός, παρ’ ότι η εθνική ταυτότητα των συμπατριωτών του κινδύνευε «άμεσα» από τη ρωμαϊκή «παγκοσμιοποίηση» δεν έκανε τίποτα για ένα τόσο «καυτό εθνικό θέμα», πράγμα που δείχνει ότι προτεραιότητά του δεν ήταν να σώσει το ένα ή το άλλο κρατικό σύνολο, αλλά μάλλον να βγάλει τον άνθρωπο από την αδιέξοδη αντίθεση ατομικού-συλλογικού, ήταν ψιλά γράμματα για τους λατινο-ρωμαίους. Ακολουθώντας τους Έλληνες αναζήτησαν κι αυτοί στον χριστιανισμό την απάντηση στο πρόβλημα. Ενσωματώνοντάς τον απέκτησαν, πριν απ’ όλα, την καθεστωτική θρησκεία που τους έλειπε. Η θρησκεία αυτή δεν ήταν μόνο αρκούντως ανθεκτική, αλλά και οικουμενική. Ο συνδυασμός οικουμενικής πολιτικής και οικουμενικής θρησκείας, ήταν η άριστη λύση και τούτο κρίνεται εκ του αποτελέσματος: η χριστιανική Ρωμανία, το δεύτερο σε μακροβιότητα κράτος της παγκόσμιας ιστορίας, είναι ο ειδικός καρπός αυτού του συνδυασμού.

Χωρίς όμως τη λύση της ανθρωπολογικής κρίσης εκ μέρους του χριστιανισμού, το επίτευγμα θα ήταν αδιανόητο. Η επιρροή της θα αγκαλιάσει όχι μόνο την ελληνορωμαϊκή περίμετρο, αλλά και ολόκληρη την Ευρασία. Τα αρειανικά και τα μονοφυσιτικά «απόβλητα» του ρωμαϊκού συνδυασμού, θα γονιμοποιήσουν την αραβική έρημο και τον ευρωπαϊκό Βορρά. Μια νέα οικουμενική θρησκεία θα γεννηθεί στην Ανατολή, για να προσφέρει τον άξονα ενός υψηλού κολεκτιβιστικού πολιτισμού, από τα ανατολικά παράλια της Μεσογείου μέχρι την Ινδονησία. Στη Δύση η καρολίγγεια συγκόλληση του βορειοευρωπαϊκού αρειανισμού με τον λατινικό καθολικισμό, θα δημιουργήσει μια νέα κολεκτιβιστική οικουμένη, από τους κόλπους της οποίας θα ξεπηδήσει ο πρώτος αληθινά παγκόσμιος ατομοκεντρικός πολιτισμός: η Νεωτερικότητα.

Ο «βυζαντινός» κόσμος, ο ενεργειακός πυρήνας αυτής της κολοσσιαίας ιστορικής διαδικασίας, εξαντλημένος θα παραδώσει το πτώμα του στους Τούρκους και το πνεύμα του στο «Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο», με σκοπό να το διαφυλάξει, ώσπου και η νέα Ατομικότητα ολοκληρώσει τον κύκλο της ζωής της.

Πηγή: Aντίφωνο, από το βιβλίο “Αυτοείδωλον εγενόμην” εκ. Αρμός σελ. 222-242

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.