Γράφει ο Στυλιανός Καβάζης.

Με την ευκαιρία της τραγικής επετείου του μαρτυρικού θανάτου του Χρυσοστόμου Σμύρνης και της ηρωικής του αυτοθυσίας, η μνήμη μας στέκεται ευλαβικά στον Ιεράρχη που έγινε θυσία ζώσα, που πότισε με το αίμα του τη γη της Ιωνίας, αφήνοντας πίσω του έναν θρύλο αθανασίας. Μα, την ίδια στιγμή, η ιστορία μας υποχρεώνει να κοιτάξουμε και την άλλη όψη. Να αντικρίσουμε όχι το μεγαλείο και την ανδρεία αλλά την τραγωδία και τη δειλία. Να δούμε τον άλλο «πρωταγωνιστή» εκείνων των ημερών τον αρνητικό ήρωα, τον Ύπατο Αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη.
Ο Στεργιάδης έφτασε στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919 ως αντιπρόσωπος της Ελλάδος και εντολοδόχος(αποτελούσε ξεκάθαρα άνθρωπο του και προσωπική επιλογή)του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ο λαός τον υποδέχθηκε με ιαχές, με δάκρυα χαράς, με την προσδοκία πως έβλεπε στο πρόσωπό του τον ελευθερωτή, τον μεσσία της φυλής. Δυστυχώς όμως, εκείνος, αντί για λόγια ελπίδας, σήκωσε τον βούρδουλα. Δήλωσε ότι θα διοικήσει με αυστηρότητα, με σκληρότητα, με πειθαρχία που ισοπέδωνε ψυχές. Από την πρώτη κιόλας στιγμή πρόδωσε την καρδιά του Μικρασιάτη που τον περίμενε αιώνες.
Κρυμμένος πίσω από την αρχή της «ισοπολιτείας», δεν υπηρέτησε τη δικαιοσύνη αλλά αντιθέτως, με τη φιλοτουρκική του στάση έγινε δυνάστης των ίδιων των Ελλήνων. Εξευτέλισε προκρίτους, μίσησε το ράσο, διέσυρε την Εκκλησία, έστρεψε τον βούρδουλά του πάνω σε εκείνους που διψούσαν για ελευθερία. Όταν οι συμφορές πλησίαζαν, όταν η φωτιά της καταστροφής φαινόταν στον ορίζοντα, εκείνος απαγόρευσε στον λαό να σωθεί. Απαγόρευσε την έξοδο, την ώρα που οι τουρκικές ορδές ετοιμάζονταν να κατασπαράξουν τη Σμύρνη για να μη δημιουργηθεί, άκουσον άκουσον, προσφυγικό πρόβλημα στην Ελλάδα.
Λίγο πριν την μεγάλη τραγωδία, στις 26 Αυγούστου 1922, μια μέρα πριν την είσοδο του Νουρεντίν πασά στην πόλη, ο Στεργιάδης έφυγε σαν τα ποντίκια που εγκαταλείπουν πρώτα το πλοίο που βυθίζεται. Άφησε τον λαό αβοήθητο, εγκαταλελειμμένο στο σφαγείο της ιστορίας. Έφυγε μόνος, για να πεθάνει χρόνια μετά στη Νίκαια της Γαλλίας, φτωχός, μισητός, απορριμένος απ’ όλους.
Έτσι, στην ίδια σελίδα της ιστορίας συνυπάρχουν οι δύο αντίθετες όψεις του ανθρώπινου μεγαλείου και της ανθρώπινης αθλιότητας. Από τη μια, ο Χρυσόστομος Σμύρνης, ο μάρτυρας της πίστης και της πατρίδας, που στάθηκε μέχρι τέλους μαζί με το ποίμνιό του, προσφέροντας την ίδια του τη ζωή και από την άλλη, ο Αριστείδης Στεργιάδης, ο μοιραίος και άκαρδος Αρμοστής, που εγκατέλειψε τον λαό του στην ώρα της πιο μεγάλης ανάγκης.
Ας μείνει το μαρτύριο του Αγίου Χρυσοστόμου αιώνιο σύμβολο πίστης, θυσίας και αφοσίωσης στον λαό και στην πατρίδα. Η θλιβερή μορφή του Αριστείδη Στεργιάδη ας αποτελεί ανεξίτηλη υπενθύμιση της προδοσίας και της δειλίας, ώστε να γνωρίζουμε πάντοτε ποιον δρόμο πρέπει να βαδίσουμε και ποιον να απορρίψουμε.
Ο Ελληνισμός μεγαλουργεί όταν στέκεται όρθιος, όταν υψώνει το ανάστημά του μπροστά στη θύελλα, όταν προτιμά την τιμή από την υποταγή, το φως από το σκοτάδι.
Η Μικρασιατική Τραγωδία μας πληγώνει, μα η θυσία του Χρυσοστόμου δείχνει τον δρόμο όσο υπάρχει πίστη, ψυχή και αρετή, το Έθνος μας δεν πεθαίνει ποτέ!
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
26 Αυγούστου 1922
Η αρχή του κακού . . .
. . . Αργά τη νύχτα κουρασμένοι οι Έλληνες αποσύρονται από την προκυμαία στα σπίτια τους απελπισμένοι. Τα επίτακτα πλοία δεν δέχονται να τους παραλάβουν. Είχε δώσει αυστηρές εντολές ο Στεργιάδης να μην παραλαμβάνουν πολίτες. Κι όμως χιλιάδες θα μπορούσαν να σωθούν γιατί πολλά ήσαν τα επίτακτα πλοία που μπορούσαν σε λίγες ώρες να τους μεταφέρουν στη Χίο και τη Μυτιλήνη.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας τρία, από τα επίτακτα πλοία που είχαν παραλάβει στρατιώτες απέπλεαν από την πόλη. Είχαν φτάσει στο Ξώκαστρο κι οι μαύρες τουλίπες καπνού που τις απομάκρυνε πίσω ο μπάτης, έμοιαζαν με τρία στίγματα, τρεις κουκίδες, τρία αποσιωπητικά της μεγάλης τραγωδίας.
Η 26η Αυγούστου είναι η μέρα της αγωνίας , η μέρα της απόγνωσης και του τρόμου του ελληνικού πληθυσμού της Σμύρνης. Η εφιαλτική μέρα της προσμονής. Από τις τουρκικές συνοικίες ακούγονται πυροβολισμοί, που εντείνουν την απόγνωση. Οι τελευταίοι δημόσιο υπάλληλοι και οι στρατιωτικοί έχουν αναχωρήσει. Η πόλη ανυπεράσπιστη! Έξαλά τα πλήθη ζητούν καταφύγιο σε σπίτια Ευρωπαίων και στις εκκλησίες. Πλημμυρίζει ο αυλόγυρος της εκκλησίας της Αγίας Φωτεινής από Σμυρνιούς και πρόσφυγες του εσωτερικού. Ο Χρυσόστομος προσπαθεί να τονώσει το ηθικό τους.
«Η Ελληνική διοίκηση γράφει ο Δ. Σβολόπουλος, έπαψε να υπάρχει. Οι ανώτεροι υπάλληλοι και η χωροφυλακή έφυγαν. Όλοι έφυγαν εκτός από τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο που προσπαθούσε να καθησυχάσει τον τρομαγμένο κόσμο που είχε συγκεντρωθεί στον αυλόγυρο του ναού της Αγίας Φωτεινής, συντετριμμένος από την ξαφνική συμφορά.
Η ελληνική κατοχή της Σμύρνης είχε παύσει από τη νύκτα της 25ης Αυγούστου. Η ωραία πρωτεύουσα της Ιωνίας, χτυπημένη από τη σκληρή μοίρα της είχε αφεθεί στην τύχη της. Συντελείται έξοδος των κατοίκων της. Που πήγαιναν δεν ήξεραν. Να φύγουν ήθελαν από την πόλη που θα έπεφτε εντός ολίγου στα χέρια των ορδών του Κεμάλ και τους σφαγείς του Νουρεντίν.»
Απελπιστικό το τελευταίο ανακοινωθέν της Στρατιάς της Μικράς Ασίας: » Ο εχθρός στην προέλαση του έφτασε χτες το απόγευμα με τα προκεχωρημένα τμήματα πεζικού και ιππικού επί της γενικής γραμμής Οργακλί – Μπελέν Νταγ. Τμήμα εχθρικού ιππικού με 400 ιππείς κατέλαβε το Τουρμπαλί (17 χιλιόμετρα από τη Σμύρνη). Η Στρατιά θα εκκενώσει τη Μικρά Ασία το ταχύτερο μεταφερόμενη ακτοπλοϊκώς. Η επιβίβαση μέχρι σήμερα τα μεσάνυκτα από τη Σμύρνη (αποβάθρα Πούντας) είναι επιτυχής και θα διακοπεί για συνεχισθεί από τη χερσόνησο της Ερυθραίας (κατασκευασμένη αποβάθρα στον Τσεσμέ), απ΄ όπου θα καταφύγουν οι υπόλοιπες δυνάμεις της στρατιάς .
Το δειλινό της 26ης Αυγούστου διατάσσεται ο απόπλους των πολεμικών μας από τη Σμύρνη. Προηγείται η «Λήμνος», ακολουθεί η «Ελλη» κι έπονται τα αντιτορπιλικά. Τελευταία αποπλέει και η εξοπλισμένη «Νάξος». Η ύστατη στιγμή της ελληνικής παρουσίας στη Σμύρνη. Η στερνή ελπίδα χιλιάδων Ελλήνων που κατακλύζουν την προκυμαία χάνεται. Δακρυσμένα μάτια παρακολουθούν την θλιβερή πομπή. Απο μακρυά φτάνουν οι στροφές του εθνικού μας ύμνου. Είναι οι ορχήστρες του ιταλικού θωρηκτού «Ντουϊλιο» και των γαλλικών πολεμικών» Βαλδέμ Ρουσσώ» και «Ερνέστ Ρενάν» που παιανίζουν καθώς τα πολεμικά μας περνούν δίπλα τους. Είναι ο τελευταίος χαιρετιστήριος ύμνος προς στην Ελληνική σημαία…
Στις 7:30 το βράδυ της ίδιας μέρας ο Στεργιάδης φρουρούμενος από σωματοφύλακες του κατεβαίνει την σκάλα της Αρμοστείας για να φύγει.Μόλις τον αντιλαμβάνεται ο συγκεντρωμένος εκεί κόσμος ξεσπά σε γιουχαΐσματα. Πολλοί προσπαθούν να του επιτεθούν. Ο διευθυντής της Αστυνομίας Νικηφοράκης και χωροφύλακες τους απωθούν και απειλούν ότι θα τους πυροβολήσουν. Ο Στεργιάδης έντρομος επιστρέφει στο μέγαρο της Αρμοστείας. Η αγανάκτηση του κόσμου που τόσο τυραννήθηκε και προδόθηκε από τον μοιραίο Αρμοστή φτάνει στο κατακόρυφο. Φωνές και κατάρες ακούγονται. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή ο Στεργιάδης ειδοποιεί την αγγλική ναυαρχίδα πως κινδυνεύει η ζωή του και σε λίγο καταφθάνει αγγλική ατμάκατος με ένοπλους πεζοναύτες. Οταν εμφανίζεται και πάλι ο Στεργιάδης, κάτωχρος και τρομοκατημένος, έτοιμος για να φύγει, γιουχαΐσματα και κατάρες του πλήθους τον υποδέχονται. Αγγλοι πεζοναύτες σχηματίζουν ζώνη με παρατεταμένες τις ξιφολόγχες για να αποκρούσουν επίθεση του λαού κατά του Αρμοστή, κι ο Στεργιάζης τρικλίζοντας από φόβο κατορθώνει να επιβιβαστεί στην αγγλική ατμάκατο, όπου σωριάζεται σχεδόν αναίσθητος. Όταν η ατμάκατος άρχισε να απομακρύνεται ο προδομένος σμυρναϊκός κόσμος άρχισε να κραυγάζει: Κατάρα, κατάρα! Ανάθεμα στον προδότη!
Ο Στεργιάδης φυγαδεύτηκε με το αγγλικό πολεμικό ως την Κωνσταντινούπολη κι από εκεί στη Ρουμανία, στις δε 29 Αυγούστου με ρουμανικό πλοίο κατέφυγε στη Νίκαια της Γαλλίας. Κατά τη διέλευση του από την Κωνσταντινούπολη, πρόσφυγες από την Προύσα και τα Μουδανιά, που κατευθύνονταν μέσω της Πόλης στη Θράκη, όταν πληροφορήθηκαν πως στο πλοίο βρισκόταν ο μοιραίος Αρμοστής, περικύκλωσαν το Ρουμανικό πλοίο με βάρκες, με σκοπό να ανέβουν επάνω και να τον κακοποιήσουν. Μόλις έμαθε αυτό ο τότε λιμενάρχης στην Πόλη Δ. Παπαμιχαλόπουλος, ειδοποίησε τον Άγγλο πλοίαρχο του πολεμικού πλοίου στην Πόλη κι εκείνος έστειλε δύο ατμακάτους με οπλισμένους Άγγλους πεζοναύτες κι απομάκρυνα τους -τόσο δίκαια-εξαγριωμένους πρόσφυγες.
Σμυρναϊκά Σημειώματα του Χρήστου Σ. Σολωμονίδη



