Γράφει ο Στυλιανός Καβάζης.

«Σκοπός εκείνων που έφτειασαν το νέο κράτος ήταν να ξαναπιάσει ο Ρωμηός τη διοίκηση του κράτους του που είχε πρωτεύουσα την Πόλη και να ξανακαθίσει Έλληνας βασιλιάς στο θρόνο των Παλαιολόγων.
Μα οι περιστάσες, η σχετική αδυναμία των αρχηγών και οι μεγάλοι της γής έτσι το θέλησαν και αντί να γίνει, σύμφωνα με τη θέληση του λαού το κράτος της μεγάλης ιδέας, έγινε ένα μικρό ελληνικό κράτος στο μέρος που είχε ανθίσει η αρχαία Ελλάδα.
Το ελληνικό όνειρο ίσως να περιορίστηκε προπάντων από την ευρωπαϊκή αντίληψη την ξεπαρμένη τότε από μια νεογέννητη φωτοβολή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Μόνο οι Ρώσοι, με το να μην έχουν κλασσική μόρφωση, ένοιωθαν σωστά ποιο ήταν αλήθεια το ελληνικό όραμα, και αυτοί δε είχαν λόγους να το σπρώξουν να γίνει πράμα, απεναντίας το έτρεμαν.
Και οι Τούρκοι όμως, που δεν τους εσκότιζαν το μυαλό οι πιο αρχαίες ιστορίες, κι αυτοί ήξεραν καλά το τί εγύρευε το ξυπνημένο πια έθνος των Ρωμαίων, γιατί το θυμόντουσαν και οι ίδιοι – δεν είχαν περάσει και πολλά χρόνια – πως από αυτό το έθνος, το βασιλικό, επήραν την Πόλη, και αυτό το ίδιο θα θελήσει μια μέρα πάλι να τους την ξαναπάρει.».
«…Και όπως ο φιλελληνισμός και η αρχαιομανία των Ευρωπαίων και η όμοια αρχαιομανία των γραμματισμένων Ρωμηών έπλαθαν την αντίληψη μιας μικρής Ελλάδας στενεύοντας τα σύνορα της φυλής και ταιριάζοντάς τα με τα σύνορα της αρχαίας, ενώ ο λαός είχε ζωντανή μέσα του σα πόθο εθνικό πάντα τη βυζαντινή παράδοση της αυτοκρατορίας, έτσι και στα άλλα, ενώ ο λαός κρατούσε τη δημοτική παράδοση, οι γραμματισμένοι με τη βοήθεια των αρχαιόμαθων φιλελλήνων οραματίζονταν με τον αρχαίον Ελληνισμό στενεύοντας τη ζωή του έθνους.
Και οι φιλέλληνες και οι γραμματισμένοι Έλληνες επρόβαιναν με το μυαλό τους κατά κάποιαν αφαίρεση. Η νέα Ελλάδα ήταν κατευθείαν συνέχεια της αρχαίας, τα ενδιάμεσα δυο χιλιάδες χρόνια με τους δύο ελληνικούς πολιτισμούς τους ήταν σβησμένα. Αλεξαντρινά κράτη και προ πάντων βυζαντινό δεν είχαν υπάρξει.
Όλα είχαν φτωχύνει τόσο μέσα στη ψυχή των μορφωμένων του έθνους, που δε εστοχάστηκαν ότι μπορούσαν να στραφούν αλλού παρά στην Ευρώπη για να γυρέψουν πρότυπα και για τους νόμους του κράτους και για τη διοίκηση και για την πνευματική ζωή.
Ο ξενοφερμένος βασιλιάς με οργανωτές χοντρούς Βαυαρέζους αντίγραψαν νόμους φράγκικους και συντάγματα ισωπεδωτικά ο γερμανομαθημένος αρχιτέκτονας μετάφερνε μαζί του από τη Γερμανία δείγματα σπιτιών, ο γαλλομαθημένος ράφτης μόδες, ο φραγκοπασαλειμμένος νομικός νόμους και ο διαβασμένος ποιητής στίχους ρωμαντικούς. Και ό,τι έφτανε ίσα από την Ευρώπη εφάνταζε και λαμποκοπούσε, ό,τι εντόπιο ήταν περιφρονημένο.
Στην Ευρώπη φώλιασε ο πολιτισμός και η επιστήμη, εκεί λοιπόν φυτρώνει και κάθε τελειότητα. Όποιος δε πήγε στο Παρίσι δεν είναι άνθρωπος. Ο νομοθέτης φραγκοφερμένος και αυτός ή τουλάχιστο φραγκομαθημένος ετσάκισε με νόμους τα φυσικά του Ρωμηού, την κοινοτική ζωή, αντί να τη μελετήσει και να την καλλιτερέψει και απάνω της να θεμελιώσει τον κρατικό μηχανισμό, την κατασύντριψε, γιατί στη Βαυαρία δεν υπάρχουν κοινότητες.
Το μόνο που θέλησαν να κρατήσουν ελληνικό, και αυτό όμως όχι νεοελληνικό, ήταν οι τύποι, η φάτσα, η εξωτερική μορφή, και βάφτισαν με αρχαιόπρεπα ονόματα τους θεσμούς και τις διάφορες θέσεις και αξιώματα. Φτάνει να λέγονταν κάτι “δήμος” και ήταν αμέσως ελληνικό, “σύνταγμα” και ήταν καλό, “βουλευτής” και ήταν γνήσιο.
Έτσι και τους ανθρώπους από πρωτητερινά χρόνια άρχισαν και τους βάφτιζαν Περικήδες, Θεμιστοκλήδες, Σωκράτηδες, Δημοσθένηδες, νομίζοντας πως θα τους έφτειαναν έτσι γνήσιους απόγονους των αρχαίων που τους σπούδαζαν ωστόσο στην Ευρώπη για να τους τελειοποιήσουν. Και αρμένιζε η Ελλάδα όλη κατάισα κατά κάποιον αρχαιόμορφο και ξενότροπο μαϊμουδισμό, που έκαμε το ελληνικό μυαλό να παραδέρνει σε μια λιμνοθάλασσα από ιδέες παλιές και νέες.»
[“Eλληνικός πολιτισμός”, του I. Δραγούμη, εκδ. Φιλόμυθος σ. 52]
Υ.Γ Το ελληνικό έθνος δεν είναι δημιούργημα ούτε της Επανάστασης, ούτε των φιλελλήνων, ούτε των Ευρωπαίων διαφωτιστών. Δεν είναι καρπός ξένων θεωριών και σαλονιών του Παρισιού, αλλά συνέχεια ζωντανή και αδιάσπαστη του Γένους που κράτησε ατόφια την ψυχή του μέσα από τη Ρωμανία. Όποιος προσπαθεί να αποκόψει το Βυζάντιο από την ιστορική μας ταυτότητα δεν είναι απλώς ανιστόρητος αλλά ξεκάθαρα παραχαράκτης.
Η ίδια η παράδοση του λαού οι κοινότητες, η δημοτική γλώσσα, οι θρύλοι της Άλωσης και του μαρμαρωμένου Βασιλιά, η μνήμη της Πόλης αποδεικνύουν πως η ρωμαίικη συνείδηση δεν έσβησε ποτέ. Οι Ευρωπαίοι και οι «διαφωτισμένοι» λόγιοι μας θέλησαν να μας πείσουν ότι η Ελλάδα αναστήθηκε τάχα από το πνεύμα της κλασικής αρχαιότητας και τα βιβλία τους. Μα η αλήθεια είναι πως το έθνος δεν πέθανε ποτέ αλλά συνέχισε να ζει μέσα στη βυζαντινή αυτοκρατορία, πολέμησε, θυσιάστηκε και ξανασήκωσε κεφάλι το 1821.
Η Επανάσταση δεν ήταν προϊόν φιλοσοφικών θεωριών ούτε εισαγόμενων «ιδεών». Ήταν το ξέσπασμα ενός λαού που ένιωθε τον εαυτό του συνεχιστή μιας αυτοκρατορίας, που ήθελε να ξαναδεί Έλληνα βασιλιά στην Πόλη. Όσο κι αν οι ημιμαθείς και οι εγκάθετοι πασχίζουν να το διαστρεβλώσουν, η ιστορία δεν παραχαράσσεται το Βυζάντιο είναι η καρδιά της ελληνικής συνέχειας, και χωρίς αυτό δεν υπάρχει ούτε έθνος ούτε ελευθερία.
✍ Στυλ. Καβάζης

