Γράφει ο Στυλιανός Καβάζης.

“Η πραγματική εθνική αντίσταση ως συνέχεια της βυζαντινής-ρωμαίικης συνείδησης”.
Σε κάθε καμπή της ελληνικής ιστορίας, όταν η επιβίωση του έθνους απειλείται, μια δύναμη σχεδόν μεταφυσική αναδύεται από τα βάθη της συλλογικής μνήμης, η Ρωμιοσύνη. Όχι απλώς ως εθνοφυλετική καταγωγή, αλλά ως ιστορική και πνευματική συνείδηση, που εκτείνεται από την Κωνσταντινούπολη των Κομνηνών και των Παλαιολόγων, μέχρι τα χωριά της Μακεδονίας, της Θράκης και του Πόντου.
Μια τέτοια μορφή της Ρωμιοσύνης υπήρξε ο Αντώνιος Φωστερίδης, γνωστότερος με το πολεμικό του όνομα Τσαούς Αντών. Ποντιακής καταγωγής, γεννημένος το 1912 στο Ερουκλί της Μπάφρας, υπήρξε μια σπάνια περίπτωση αντιστασιακού οπλαρχηγού που, μέσα στη λαίλαπα της γερμανικής και βουλγαρικής κατοχής, κατάφερε να διατηρήσει αλώβητη όχι μόνο τη στρατιωτική του δύναμη αλλά και τη βαθύτερη πολιτισμική του ταυτότητα.
Ο Φωστερίδης πολέμησε ως ηγέτης των Εθνικών Ανταρτικών Ομάδων (Ε.Α.Ο.), στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη — μια περιοχή όπου η βουλγαρική κατοχή έλαβε χαρακτήρα εθνοκάθαρσης. Η αντίστασή του όμως δεν υπήρξε μονάχα στρατιωτική. Ήταν πολιτισμική και πνευματική, διαποτισμένη από το πνεύμα μιας άλλης εποχής εκείνης της Ρωμαϊκής Ανατολής, που υπήρξε το θεμέλιο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και, κατ’ επέκταση, της νεοελληνικής ταυτότητας.
Οι συμπολεμιστές του δεν αυτοπροσδιορίζονταν απλώς ως Έλληνες αλλά ως Ρωμιοί, όρος με πνευματική και ιστορική βαρύτητα. Όπως διασώζεται σε αντάρτικη ρίμα της εποχής: «Βούλγαροι μην έρχεστε γιατί πικρά θα μετανιώστε, στους Ρωμιούς αντάρτες θα γίνετε πρόβατα για σφαγή.».
Στην τουρκόφωνη εκδοχή της χαρακτηριστική του γλωσσικού ιδιώματος των Ποντίων — η λέξη «Ουρούμ» (Ρωμιός) αναδύεται με δύναμη. Η γλώσσα ίσως άλλαξε, αλλά η συνείδηση έμεινε ίδια. Δεν ήταν η μορφή, αλλά η ψυχή της Ρωμιοσύνης που όπλισε τα χέρια των ανταρτών του Φωστερίδη.
Ο Τσαούς Αντών όμως δεν πολέμησε μόνο τους Βούλγαρους και τους Γερμανούς. Από νωρίς βρέθηκε αντιμέτωπος και με έναν άλλον αντίπαλο τις αριστερές αντάρτικες δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Η άρνησή του να ενταχθεί στο ΕΑΜ, όπως και η εθνικοχριστιανική του ταυτότητα, τον καθιστούσαν ύποπτο, και τελικά επικίνδυνο στα μάτια του κομμουνιστικού κινήματος. Το κυνήγι που υπέστη υπήρξε συστηματικό, σε βαθμό που η επιβίωσή του προκαλεί θαυμασμό. Για πολλούς Ποντίους, ο αντικομμουνισμός δεν υπήρξε προϊόν προπαγάνδας αλλά τραυματική ιστορική εμπειρία από τη συνεργασία κομμουνιστών με τον Κεμάλ, μέχρι τις διώξεις του σταλινικού καθεστώτος κατά των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι, η σύγκρουση με το ΕΑΜ δεν ήταν απλώς πολιτική αλλά ήταν σύγκρουση δύο κόσμων.
Ο Τσαούς και οι άνδρες του έγιναν στόχος ενέδρων, απειλών, ακόμη και εκτελέσεων από δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Η σύγκρουση μεταξύ των Εθνικών Ομάδων και των κομμουνιστών σε περιοχές όπως το Κοτζά Ορμάν και οι εκκαθαρίσεις ανταρτών που δεν ευθυγραμμίζονταν με το ΕΑΜ συνιστούν ένα από τα πιο σκοτεινά κεφάλαια της Κατοχής. Η επιμονή του Φωστερίδη να κρατήσει ανεξαρτησία και πολιτισμική ταυτότητα, τον κατέστησε διπλό στόχο των κατακτητών και των ιδεολογικών αντιπάλων του.
Ο Αντών Τσαούς ήταν κάτι παραπάνω από στρατιωτικός αρχηγός. Ήταν λαϊκός ήρωας, φορέας μιας παράδοσης που κρατούσε από τη ρωμαϊκή Ανατολή και εκδηλωνόταν με πίστη, μαχητικότητα και ενστικτώδη προσήλωση στην κοινότητα.
Η συμβολή του στις μεγάλες μάχες της Κατοχής ήταν σημαντική. Στις Κρηνίδες, στο Κοτζά Ορμάν, και στη Μάχη των Παπάδων – μια από τις μεγαλύτερες της Εθνικής Αντίστασης – οι απώλειες των Βουλγάρων ήταν τέτοιες, που προκάλεσαν την οργή της Σόφιας. Στις 13 Μαΐου 1944, η βουλγαρική εφημερίδα Ούτρο έγραφε:
«Η Μπελομόριε θρηνεί τα ηρωικά παιδιά της, που έπεσαν για την πατρίδα στα βουνά της Δράμας…
Χτυπήστε αλύπητα τους φονιάδες του Τσαούς Αντών, όπως και κάθε συνεργάτη του.».
Το όνομά του είχε γίνει φόβητρο για τους κατακτητές και σύμβολο για τους Έλληνες, όχι μόνο επειδή πολεμούσε, αλλά επειδή το έκανε ως φορέας μνήμης, ως εκπρόσωπος της ρωμαίικης συνείδησης.
Η μορφή του Φωστερίδη δεν χωρά εύκολα στα καλούπια της μεταπολεμικής ιστοριογραφίας. Υπήρξε φορέας ιστορικής συνέχειας του Ακρίτα που φυλούσε τα ανατολικά σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, του κλέφτη που ύψωνε τη σημαία στην Τουρκοκρατία, του αντάρτη που μετουσίωνε τη μνήμη σε πράξη. Η ρωμαίικη του ψυχή όπλισε το χέρι του και κράτησε τον πυρήνα της παράδοσης ζωντανό μέσα στη σύγχυση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η αντίστασή του δεν ήταν μόνο εθνική αλλά και πνευματική. Ο Τσαούς Αντών το απέδειξε αυτό με αίμα, πίστη και ανυπότακτη μνήμη.



Πραγματικοί ήρωες που τους έχει ξεχάσει η Πατρίδα. Στην Ελλάδα, η ιστορία της περιόδου εκείνης έχει ξαναγραφεί από την αριστερά. Το ΚΚΕ επιχειρεί μεθοδικά να μονοπωλήσει την εθνική αντίσταση, ενώ στην πραγματικότητα οι μόνες συγκρούσεις με τον κατακτητή ήταν όταν επρόκειτο να έχει ίδιο όφελος, δηλαδή η κατάληψη της εξουσίας. Όλες οι λοιπές αντιστασιακές ομάδες χαρακτηρίζονται ως γερμανοτσολιάδες και δωσίλογοι. Αν το άρθρο αυτό αναρτώνταν σε άλλη ιστοσελίδα θα ανέμενα πληθώρα υβριστικών σχολίων.
Συγχαρητήρια στον αρθρογράφο για το άρθρο.
Αιωνία η μνήμη του ήρωα και των παλικαριών του.
Ας βρεί και ας διαβάσει ο κάθε attention-deficit-disorder Ελληνας το βιβλίο ῾Δρασις τῆς Χωροφυλακῆς κατὰ τὴν περίοδον 1941-1950῾, Ἀθῆναι, Τυπογραφεῖον Βασιλικῆς Χωροφυλακῆς 1962, Ἀρχηγεῖον Β. Χωροφυλακῆς, Διεύθυνσις Ὀργανώσεως Τμῆμα Μελετῶν, καὶ θὰ λάβει ὅλες τὶς ἀπαντήσεις γιὰ τὸ τὶ συνέβη κατὰ τὴν περίοδο τῆς Κατοχῆς.