Γράφει ο Στυλιανός Καβάζης.

Στις παγωμένες κορφές της Πίνδου, εκεί που ο άνεμος μαστίγωνε το χιόνι και οι βουνοκορφές έγιναν προμαχώνες της ελευθερίας, στάθηκαν οι γυναίκες της Ηπείρου. Δεν φορούσαν στολή, δεν κρατούσαν όπλο κι όμως, πολέμησαν με τη ψυχή και τα χέρια τους. Ήταν οι μάνες, οι αδερφές, οι σύζυγοι των στρατιωτών μα πάνω απ’ όλα, οι αφανείς φρουροί της Λευτεριάς.
Μαυροντυμένες σαν αερικά, με τις ποδιές τους γεμάτες χώμα και χιόνι, ανέβαιναν τα κακοτράχαλα μονοπάτια φορτωμένες τρόφιμα, πολεμοφόδια, ρούχα, ελπίδα. Εκεί που τα μουλάρια λύγιζαν, εκεί που το χιόνι κατάπινε τα βήματα, οι γυναίκες προχωρούσαν. Έπεφταν, μα ξανασηκώνονταν. Κάθε τους βήμα ήταν όρκος, κάθε τους ανάσα, προσευχή για την πατρίδα.
Όταν οι στρατιώτες δεν μπορούσαν να προχωρήσουν, εκείνες καθάριζαν με τα ίδια τους τα χέρια τα χιόνια από τους δρόμους, ανοίγοντας μονοπάτια μέσα στα απάτητα βουνά, για να περάσει ο στρατός, για να περάσει η ελπίδα. Μέρα και νύχτα, μέσα στη θύελλα και στο κρύο, έγιναν ο δρόμος της νίκης.
Στο φως του καντηλιού, έραβαν στολές, έπλεκαν μάλλινα, έψηναν ψωμί για τους φαντάρους που πολεμούσαν στα χαρακώματα. Μαζί με κάθε ράμμα, ύφαιναν και το ύφασμα της ελευθερίας. Δεν ζητούσαν δάφνες, δεν περίμεναν τιμές. Είχαν μάθει να αγαπούν τη ζωή μέσα από τον αγώνα.
Τα πρόσωπά τους σκλήρυναν από το κρύο, τα χέρια τους ματώσαν από το βάρος, μα η καρδιά τους έλαμπε από φως ελληνικό εκείνο που δεν σβήνει ποτέ. Οι ίδιες δεν γράφτηκαν στα πολεμικά ανακοινωθέντα, μα κάθε πέτρα της Πίνδου, κάθε ρυάκι και φαράγγι, θυμάται το πέρασμά τους.
Και σαν πέρασε ο καιρός, κι ήρθαν οι άνοιξες, οι πλαγιές γέμισαν με κρίνα και αμάραντα, σαν στεφάνια της δόξας για εκείνες. Γιατί εκείνες δεν ήταν απλώς γυναίκες ήταν η αγέρωχη ψυχή της Ελλάδας.
Αθάνατες γυναίκες της Πίνδου,
Μάνες, κόρες και αδερφές του Έπους του ’40,
Σας ευγνωμονεί μια πατρίδα ολόκληρη,
γιατί χωρίς εσάς, το χιόνι δε θα ’χε γίνει λευτεριά, κι ο αγώνας δε θα ’χε γίνει θρύλος.



ΕΠΙΜΕΤΡΟ
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ
( Μάνα και γιος)
Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της
μπρούτζος ,χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος.
Σαν να ‘ χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια και αναπήδαγαν τα έλατα και χόρευαν οι πέτρες.
Κι όλα φώναζαν<< Ιτε παίδες Ελλήνων >>. Φωτεινές σπάθες οι ψυχές
σταύρωναν στον ορίζοντα, ποτάμια πισωδρόμιζαν ,τάφοι μετακινιόνταν.
Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν
με την ευχή στον ώμο τους κατά το γιο πήγαιναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες κι έλυνε
τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε ,
μ’ αυτές αντροπατάγανε,ψηλά πέτρα την πέτρα,
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την αλλη..
Νικηφόρος Βρεττάκος
( Γράφτηκε κατά την πρώτη επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940)
~ Ξάφνιασε τον κόσμο ολόκληρο ο ηρωισμός ,η πίστη, η τόλμη, το θάρρος και η
αντοχή των γυναικών, που κουβαλούσαν στους ώμους τους την Ελλάδα

«Ήμασταν λίγες αλλά κάναμε ό,τι μπορούσαμε»
Η Σουλτάνα Τζιάβα, αναφέρει: «Από το μικρό χωριό μας (σ.σ. το Επταχώρι) πήραν μέρος στη μεταφορά εκατό περίπου γυναίκες, όλες όσες μπορούσαν. Είμασταν λίγες, αλλά κάναμε ό,τι μπορούσαμε για την πατρίδα. Ήταν μέρες που περπατούσαμε δέκα και δώδεκα ώρες σε λάσπες και βροχές, φορτωμένες ζαλίκα».
Από την πλευρά της η Χάιδω Κων. Γεωργίου, σημειώνει: «Μας είχαν πει να μη χτυπάμε απότομα τα κασάκια στο ξεφόρτωμα. Υπήρχε κίνδυνος να σκάσουν οι χειροβομβίδες ή άλλα πυρομαχικά. Με τα κασάκια πηγαίναμε στα παιδιά που πολεμούσαν νερό να ξεδιψάσουν, ψωμί, τυρί, ό,τι άλλο πρόχειρο είχαμε. Άλλωστε ποια γυναίκα πρόφταινε να μαγειρεύει καθημερινά εκείνες τις ώρες;».
Η Βαγγελή Ντινολάζου από τη μεριά της τόνιζε πως «τα κασάκια με τα πυρομαχικά τα δέναμε ζαλίκα στην πλάτη. Δέκα, δεκαπέντε φορτωμένες γυναίκες σχηματίζαμε ομάδα και ξεκινούσαμε η μία πίσω από την άλλη, όπως οι στρατιώτες», ενώ η Τριανταφυλλιά Βλάχου θυμάται τη δική της ιστορία: «Κάποια μέρα μεταφέραμε σε φορείο στρατιώτη βαριά τραυματισμένο.
Όταν φτάσαμε στο Ζουζουλιώτικο ποτάμι, ξυποληθήκαμε να μπούμε στο παγωμένο νερό του για να περάσουμε. Αυτός μας ζήτησε νερό. Είχαμε ακουστά ότι οι βαριά τραυματισμένοι άμα πίνουν νερό πεθαίνουν. Είπαμε ψέματα ότι το νερό είναι μολυσμένο. Μας κοίταξε και μας ράγισε την καρδιά. Την σφίξαμε και δεν του δώσαμε νερό. Τον πήγαμε στους γιατρούς και αυτοί τον περιποιήθηκαν».



