Thursday 17 August 2023
Αντίβαρο
Νίκος Λυγερός

Τα ερείπια του μέλλοντος

Τρία κεφάλαια από τη νουβέλα του συγγραφέα με σημείο αναφοράς τον αγώνα για την Καρυάτιδα.

Τα ερείπια του μέλλοντος

Έπαιξαν σκάκι με το Τέρας. Ή μάλλον μελέτησαν μια παλιά παρτίδα. Ήταν ένας τρόπος σκέψης. Μία άλλη μορφή επικοινωνίας, πιο αφαιρετική. Σε κάθε περίπτωση αναγκαία. Αυτό έλεγε η πολυπλοκότητα της σκέψης, μέσα στο χάος των κινήσεων δίχως σκοπό.

Η παρτίδα είχε το μυστικό της. Ήταν ένα νέο άνοιγμα. Το πρώτο στίγμα στη βιβλιοθήκη του Τέρατος. Γιατί όμως ν’ αρχίζουν αυτή την μελέτη; Ακόμα κι ο φωτονικός υπολογιστής δεν ήξερε ακόμα. Ένα πράγμα ήξερε μόνο. Ήταν μυστικό.

Εξέτασε προσεχτικά την κίνηση. Φαινομενικά, δεν είχε τίποτα το σπουδαίο κι όμως ήταν μία καινοτομία. Αυτό το νοητικό σχήμα ήταν το πρώτο που τον άγγιξε. Έκανε διάφορους υπολογισμούς κι ανέτρεξε στο ιστορικό των παρτίδων. Το υπόβαθρο της σκέψης τού χαμαιλέοντα ήταν πλέον ξεκάθαρο. Δεν είχε πια ανάγκη από τη σφαιρική βιβλιοθήκη.

Η προμελέτη του εγκλήματος είχε γίνει. Η παρτίδα ήταν μόνον η αρχή της έρευνας. Αλλά ποιος ήταν ο στόχος. Κλειστό ερώτημα.

Βγήκαν από το σπίτι και έστριψαν δύο φορές δεξιά για να πάρουν το γνωστό πεζόδρομο πάνω από την πόλη. Το Τέρας σκέφτηκε την περιπατητική σχολή. Δεν χαμογέλασε όμως διότι θυμήθηκε τις φυλακές, όπως έλεγε η λανθασμένη παράδοση. Οι πέτρες είχαν αυθαίρετα σχήματα• όλες μαζί ήταν ένα μονοπάτι σιωπηλό, όχι όμως βουβό.

Θυμάσαι;

Δεν ξεχνώ!

Τα χαρακτηριστικά μας…

Η παρτίδα;

Ένα νέο άνοιγμα.

Γιατί;

Είναι τώρα απαραίτητο.

Για τον αετό;

Και για τον κρίνο…

Δεν ήταν ανάγκη να σκεφτούν περισσότερα. Δεν ήταν η πρέπουσα ώρα. Περπατούσαν δίπλα στο δασάκι με τα ωραία πράσινα. Έμοιαζαν με εκείνα του Vincent. Αλλά κανείς δεν έδινε σημασία. Δεν υπήρχε λόγος. Τα πεύκα δεν παραπονέθηκαν ούτε για τις σπασμένες πέτρες. Η σιωπή δεν έκανε ακόμη θόρυβο. Και η κοινωνία δεν έκλαιγε. Ήταν νωρίς. Ο άλλος ήταν πάνω τους, λίγο πριν τη μάχη που έπρεπε να δώσουν κάτω από τη θέα της Ακρόπολης, εκεί όπου υπάρχει το κρυφό άνοιγμα!

– Τι θα πάρεις;
– Μια μπύρα ΦΙΞ, αν έχει…
– Έχει, το ξέρω.
– Καλώς τότε. Τι όμορφη θέα…
– Σε λίγο θα αλλάξουν τα χρώματα.
– Ο ουρανός;
– Όχι, οι άνθρωποι.
– Ήρθες μόνος σου;
– Όχι, ακριβώς.

Κάθε φορά τον ξάφνιαζε που δεν μπορούσαν να δουν τον φωτονικό υπολογιστή. Το φως του ήταν αόρατο στην πατρίδα του φωτός. Εκείνος όμως έβλεπε τις σκιές τού συστήματος. Ακόμα και οι σκακιέρες ήταν άδειες δίχως κομμάτια και πιόνια. Η κοινωνία τα είχε αντικαταστήσει όλα με πούλια και με ζάρια, για να δώσει ελπίδες σε όλους, όπως έπρεπε.

Ο μύθος του Προμηθέα ήταν διαφορετικός.
– Τι εννοείς;
– Σκεφτόμουν…
– Σου έφερα διάφορα έγγραφα.

Έβγαλε μερικές κόλλες με μικρά γράμματα.

– Να τα κρατήσω;
– Για σένα είναι.
– Θα τα διαβάσω.
– Όχι τώρα.

Το Τέρας τα αποθήκευσε. Δεν ήταν όλα στην ίδια γλώσσα. Όσο πιο πολλές γλώσσες, τόσο πιο ανθρώπινα τα κείμενα.

– Ποιο είναι το θέμα;
– Η θεώρηση του κόσμου.
– Κι ο ναός;
– Το ιστορικό υπόβαθρο.

Αυτό βέβαια χρειαζόταν περαιτέρω ανάλυση. Τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Τα κλαδιά δεν είναι συνεχόμενα. Υπάρχουν και νέες ρίζες. Ο πόλεμος των αιώνων δεν είχε σταματήσει παρά μόνο στις κοινωνίες της λήθης.

Χρειαζόμαστε και κάτι άλλο.

Στόχο;

Δεν ανήκει στη στρατηγική…

Αλλά στη μεταστρατηγική!

– Όλα αυτά μου φαίνονται τοπικά.
– Θέλεις στρατηγικό σχεδιασμό;
– Δεν ξέρω. Εσύ θα μου πεις. Μπορεί να είναι και θέμα διαχείρισης.
– Στρατηγική διαχείριση κρίσεων.
– Ποιος ξέρει; Μπορεί κι αυτό να είναι απαραίτητο. Αλλά πρώτα πρέπει να σου πω…

Τα λόγια του ήταν περιγραφικά, μερικά βιωματικά. Τον άκουγε προσεκτικά. Κάθε λεπτομέρεια ήταν σημαντική. Η καταγραφή των νοητικών σχημάτων άρχισε. Η αθωότητα κι η δικαιοσύνη είχαν έρθει σ’ επαφή. Το φωτονικό χαμόγελο της Joconda δεν άργησε.

Ανθρώπινες σχέσεις.

Τελικά κατάλαβε όλο το πλαίσιο. Ο φίλος του δεν είχε αφήσει καμία απορία. Είχαν πια όλα τα δεδομένα. Όλες οι κινήσεις δεν είχαν παρά μόνο έναν σκοπό: να βάλουν τα κομμάτια και τα πιόνια πάνω στη σκακιέρα. Δεν ήταν απλώς μια συνέχεια λοιπόν, αλλά μία ολόκληρη ανακατασκευή τού κόσμου με μία διαφορετική ερμηνεία. Κι η διαφορά έκανε τη διαφορά.

Δεν έπαιζε ποτέ σκάκι με φίλους. Το παίγνιο του θανάτου δεν άντεχε τη φιλία. Εξέταζε μάχες του παρελθόντος, για να καταλάβει τα ερείπια του μέλλοντος την στιγμή της επαφής.

Όταν όλα τα κομμάτια και τα πιόνια ήταν στη θέση τους, κανείς δεν ήξερε αν αντιπροσώπευαν την αρχή ή το τέλος. Μόνον οι παίκτες, εκείνοι που δεν έπαιζαν, ήξεραν για το κόστος της επιλογής και της αρχής τού τέλους.

Μετά από όλες αυτές τις πολύτιμες εξηγήσεις, ο φίλος του θεώρησε ότι τον είχε κουράσει. Μόνο που οι απαντήσεις του προκάλεσαν ένα τηλεφώνημα. Ο σοφός που ήξερε για τους δράκους, είπε μόνο μερικά λόγια στο φίλο του, αλλά ήταν τόσο παράξενα που δεν μπόρεσε να τα ερμηνεύσει.

– Ξέρω για ποιο σκοπό, επέστρεψε.

Το σπίτι με τα πιάτα στους τοίχους

Ο δρόμος ήταν μακρύς κι ήσυχος. Υπήρχαν μόνο σπίτια στη σειρά. Καμιά κίνηση. Δεν ήταν όμως νεκρός. Περπατούσαν αργά. Εκείνη δεν μπορούσε πιο γρήγορα. Κάθε τόσο και λιγάκι σταματούσαν. Η θέα ήταν πάντα θέμα συζήτησης. Το βλέμμα της ήταν καλλιτεχνικό. Δεν ήθελε την ασχήμια. Αλλά ήταν ικανή να βρει το όμορφο και μέσα στα σκουπίδια της κοινωνίας. Ήθελε γι’ αυτό το λόγο να της δείξει το σπίτι με τα πιάτα στους τοίχους. Ήξεραν κι οι δύο τους για τα Azulejos της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, μα εδώ τα πράγματα ήταν διαφορετικά.

– Έχεις δίκιο. Έχει κάτι.
– Αυτό πιστεύω κι εγώ.
– Είναι βέβαια kitsch.
– Δεν αντιλέγω…
– Αλλά είναι μια προσπάθεια.
– Μου θυμίζει το Μουσείο του Facteur Cheval στη Γαλλία.
– Είναι τόσο παράξενο;

Δεν το είχε δει. Το γνώριζε από τις περιγραφές στα βιβλία. Ο άλλος κόσμος ήταν πάντα ανοιχτός για τη νοημοσύνη του. Σταμάτησε και τον κοίταξε πιο προσεχτικά.

– Πάλι διάβασες τους νεκρούς! Του χαμογέλασε.

Ο κόσμος της ήταν το θέατρο, η παράλληλη ζωή. Ο κόσμος του ήταν τα βιβλία, η άλλη ζωή. Χαμογέλασε κι αυτός.

– Για να γράψω για τους αγέννητους.

Θυμήθηκε το ρολόι της που έλιωνε πάνω στο χέρι της, όπως στους πίνακες του Dali. Δεν το είχε μαζί της. Η ιδέα είχε γίνει αντικείμενο και το αντικείμενο, κείμενο. Όμως ποιος κοίταζε την ώρα; Ποιος γνώρισε τον Dali ; Εκείνη βέβαια στο Παρίσι.

Εδώ τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Είχαν ένα στοιχείο της Βαρκελώνης ή μάλλον του Gaudi. Δεν συμφωνούσε εκείνη. Έβλεπε το όλο κι όχι τις λεπτομέρειες. Μόνο που αυτό το σπίτι δεν ήταν παρά μία λεπτομέρεια. Μία ψηφίδα από ψηφιδωτά. Ένα πολύχρωμο λουλούδι πάνω στην άσφαλτο. Πώς είχε ξεφυτρώσει σ’ εκείνη την γωνία; Ποια ιδέα το είχε ποτίσει; Το εστιατόριο ήταν κλειστό. Δεν πεινούσαν. Πήραν την στροφή, για να το εξετάσουν από την άλλη πλευρά. Εκεί ήταν πιο σκοτεινά. Δεν φαινόταν πια ο ήλιος. Ανάμεσα στις σκιές και στο σκοτάδι πρόσεξαν άλλες λεπτομέρειες. Τα μικρά παιδιά κατασκόπευαν το θησαυρό. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Όλα ήταν άτοπα. Το σπίτι της ουτοπίας ήταν άτοπο. Όχι μια παρεξήγηση, ούτε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αλλά η θέληση ενός ανθρώπου να δημιουργήσει μία εις άτοπον επαγωγή, μία δημιουργική απαγωγή, θα έλεγε ο Eco. Τους άγγιξε το σπίτι, μα δεν μπορούσαν να το αγγίξουν. Ήταν απαγορευμένο σαν αυτούς.

– Χαίρομαι που μου το έδειξες. Δεν το περίμενα έτσι.
– Μια ιδιομορφία μέσα στην ομαλότητα της πολλαπλότητας.
– Τι είπες πάλι;
– Την αλήθεια.
– Ξέρω, αλλά γιατί τη λες μ’ έναν τόσο παράξενο τρόπο;

Σκέφτηκε σοβαρά αν υπήρχε άλλος, δίχως να εκφυλιστεί η σκέψη.

– Είμαι του Σωκράτη, όχι του Ηράκλειτου. Λέω πάντα τα ίδια, με τον ίδιο τρόπο.
– Καλά, καλά.

Υπήρχε μία διαφορά μεταξύ τους. Εκείνη προτιμούσε τον Αισχύλο, εκείνος τον Σοφοκλή. Αλλά κι οι δύο ήξεραν ότι ο Ευριπίδης ήταν ψεύτης.

– Και τώρα, πού θα με πας;
– Πίσω…
– Πάλι πίσω;
– Σπάνια πάμε πίσω…
– Για τα αρχαία μιλάς τώρα;
– Για τι άλλο;
– Πάμε πίσω τότε!

Της έδωσε το χέρι και το παράξενο ζευγάρι, ο πατέρας κι η κόρη, όπως έλεγαν, επέστρεψαν στο δρόμο της ηρεμίας. Εκείνη την ώρα όμως δεν ήταν τόσο απλό. Είχε επιστρέψει κι η τετρακίνητη βαρβαρότητα. Η μικρή φοβόταν και τον κρατούσε σφιχτά από το μπράτσο του. Το σκοτάδι είχε καλύψει τα περισσότερα σπίτια. Όχι όμως ένα πέτρινο.

– Να καθίσουμε λιγάκι εδώ.
– σκαλοπάτια;
– Ναι!

Αυτό το χαριτωμένο ναι ήταν μία δέσμευση. Τα δεσμά των δεσμών. Έτσι έπρεπε να γίνει η θεατρική παράσταση. Το παλιό κείμενο υπήρχε. Περίμεναν την μουσική μόνο. Κάθισαν, λοιπόν, πάνω στην πέτρα. Όταν ένιωθε την πέτρα, εκείνη είχε το βλέμμα της Αθηνάς. Τίποτα δεν μπορούσε να τη νικήσει εκτός…

– Είδες τα λουλούδια;
– Διάλεξαν αυτό το σπίτι.
– Κι εμείς το διαλέξαμε!
– Αν ήσουν λουλούδι, θα ήσουν…
– Γαρδένια.

Η πέμπτη νότα του αρώματος. Ανακάλεσε την χρωματική γκάμα. Άρχισε να τραγουδά αθόρυβα, αλλά την άκουσε και την ακολούθησε. Ήταν καλό σημάδι. Το σπίτι με τα πιάτα στους τοίχους της είχε κάνει καλό, ακόμα κι αν θα το ήθελε διαφορετικό. Σηκώθηκαν ξαφνικά. Έπρεπε να περπατήσουν κάτω από την Ακρόπολη, παράλληλα για να εξετάσουν σε κάθε γωνία τα ψηλά της τείχη. Τίποτα δεν είχε αλλάξει μέσα στις αναμνήσεις της. Δεν είχε μιλήσει ακόμα γι’ αυτό που έλειπε. Ήταν η ώρα της χαράς. Δεν είχε διαβάσει για τους Δαιμονισμένους. Ο Kirilov της ήταν άγνωστος.

– Γιατί δεν βάζουν φως;
– Ποιος; Το κράτος κι η βία;

Η απάντησή του δεν την ξάφνιασε, σαν να την ήξερε εδώ και χρόνια.

– Μ’ αρέσει και το λυκόφως…
– Έτσι βλέπουμε διαφορετικά τα πράγματα.

Αυτή ήταν η ιδέα. Η διαφορά κάνει τη διαφορά. Τίποτα άλλο δεν ήταν απαραίτητο. Έτσι πρόσεξαν και το ψηλό κυπαρίσσι. Τους θύμισε την άλλη ανάγνωση με τον Ορέστη και την Ηλέκτρα. Μία μοναδική παράσταση δίχως θεατές, μία πρόβα δίχως θέαμα, μία ανθρώπινη σχέση.

Το Τέρας δεν ήταν μαζί του. Εκείνη θα το έβλεπε μέσα στο σκοτάδι. Έπρεπε να μελετήσει τις πηγές και τις αναφορές. Άλλος ένας περίπατος στα μονοπάτια των βιβλίων. Δεν του είχε στείλει κανένα μήνυμα. Δεν είχε βρει ακόμα αυτό που ήθελαν. Το σκοτάδι ήταν όλο και πιο πυκνό. Όλη η ανθρωπότητα δεν ήταν παρά δύο άνθρωποι στο δρόμο που δεν περίμεναν πια τον Godot.

– Και τι θα κάνουμε τώρα που είμαστε μόνοι;
– Πάντα είμαστε μόνοι, όλοι μας, απλώς που μόνο μερικοί το ξέρουν.
– Και τι αλλάζει αυτό;
– Τίποτα το ιδιαίτερο, μόνο τη ζωή μας!
– Ας πεθάνουμε τότε!
– Και το έργο;
– Σωστά, είναι κι αυτό… Ας πεθάνουμε μετά…
– Μη βιάζεσαι, λοιπόν.
– Θα είμαστε μόνοι, μαζί.
– Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.

Την πήγε μέχρι το σπίτι της κι επέστρεψε στο δρόμο. Το σπίτι με τα πιάτα στους τοίχους τον περίμενε. Δεν ήταν απλώς ένα καπρίτσιο. Ήταν μία κίνηση, ένα ξεχασμένο νόημα. Υποσχέθηκε πως θα το είχε στο νου όσο ήταν ζωντανός, δίχως να ξέρει πόσο θα άντεχε για να γίνει το έργο. Κοίταξε την Ακρόπολη. Κι αυτή περίμενε.

Η μαρμάρινη βουλή



Ο δάσκαλος περίμενε τον μαθητή, για να δουν την αλήθεια. Ήταν έτοιμος για ν’ αντιμετωπίσει την μοναξιά της έρευνας. Βρέθηκαν πάνω στον πέτρινο δρόμο. Πλάγια επίθεση. Ο λόφος ήταν άγνωστος στους περισσότερους. Δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον για την κοινωνία. Κι ο τουρισμός δεν είχε νόημα. Ο χώρος όμως ανήκε στο χρόνο. Ο δάσκαλος εξηγούσε μερικά στοιχεία της ιστορίας του χώρου.

Αναφορά στον Σωκράτη.
– Αυτός ο χώρος υπάρχει πραγματικά…
– Η μαρμάρινη βουλή;
– Ναι.
– Σε λίγο θα την δεις με τα μάτια σου.
– Γιατί δεν μας λένε τίποτα…
– Για να κάνεις τι;
– Πρέπει να είμαστε έτοιμοι;

Ήταν μια μεγάλη κουβέντα, αλλά δεν το αντιλήφθηκε εκείνη την στιγμή. Σπάνια οι μαθητές ήξεραν πότε ήταν έτοιμοι για να συμβάλλουν στο έργο. Συχνά, είχαν την εντύπωση ότι η δράση τους ήταν έργο. Όταν όμως το αντίκριζαν από κοντά μέσω του δασκάλου συνειδητοποιούσαν τη σημασία της έννοιας του παράδοξου ύπνου. Τα μάτια τους έπαιζαν. Ο εγκέφαλος σκεφτόταν, αλλά αυτή η πράξη δεν ήταν έργο. Μόνο μετά τον ύπνο τελειώνουν με το μυθιστόρημα του Достое́вский. Ποτέ πριν.
Όταν έφτασαν στη μαρμάρινη βουλή, η έκπληξη ήταν μεγάλη.

– Είναι λοιπόν τόσο δύσκολη η ουσία;
– Δεν έχει καμία σχέση με την κοινωνία…
– Μα το πανεπιστήμιο….
– Είναι γεμάτο φοιτητές… Οι μαθητές είναι σπάνιοι.
– Γιατί;
– Κι οι άνθρωποι είναι σπάνιοι.
– «Για να γυρίσει ο ήλιος, θέλει νεκρούς…»
– Κάτι σ’ ενοχλεί;
– Η ποσότητα.
– Είναι η ποσότητα της ποιότητας το πραγματικό πρόβλημα.
– Και η λύση;
– Οι μαθητές κι οι δάσκαλοι.
– Οι οποίοι είναι τόσο λίγοι.
– Τόσο σπάνιοι!
– Πώς είναι δυνατόν να παράγουν το έργο;
– Δεν είναι δυνατόν!
– Μα τότε;
– Το πρέπον είναι το αδύνατον!
– Ενώ το πρέπει είναι μόνο δυνατόν.
– Ο μαθητής κάνει ό,τι δεν μπορεί για να βοηθήσει το δάσκαλο.
– Διότι ξέρει ότι είναι αδύνατον.
– Ακριβώς.
– Και τώρα τι πρέπει να κάνω;
– Τίποτα, μόνο το πρέπον.
– Εδώ;
– Εδώ!
– Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα.
– Έτσι αρχίζει η κενότητα.

Τόσο απλά.

Η ανθρωπότητα αναζητούσε την απλότητα. Το πολύπλοκο ήταν η αρχή της έρευνας, όχι όμως ο στόχος. Μόνο που η κοινωνία κατηγορούσε τα πάντα. Γι’ αυτήν όλα ήταν περίπλοκα, ήθελε μόνο το απλοϊκό.

– Το μάρμαρο δεν είναι απλό;
– Σαφώς.
– Η μαρμάρινη βουλή;
– Μ’ εντυπωσιάζει η λιτότητά τους.
– Εδώ βρίσκεται η ουσία του λόγου.

Γιατί είναι τόσο αργός;

Έχει τη βραδύτητα της μνήμης.

Σωστά.

Έχει χρόνια που έτρεχε.

Δίχως στόχο.

Δίχως κατεύθυνση.

Και τώρα;

Σταμάτησε στο σταυροδρόμι.

Πρέπει να επιλέξει.

Τώρα το έμαθε.

Πάντα έτσι γίνεται με τους ανθρώπους.

Με τους ανθρώπους.

Το Τέρας δεν χαμογέλασε. Σκέφτηκε απλά ότι οι χαμαιλέοντες έπρεπε να έχουν άπειρες αντοχές και δεν ήξερε πώς ήταν δυνατόν.

Είναι αδύνατον.

Το πρέπον.

Θα μας βοηθήσει, να βοηθήσουμε.

Εξαρτάται από την επιλογή.

Ο χρόνος δεν είχε παντού τη ίδια ταχύτητα. Υπήρχε ένα διαφορικό στη δράση του. Του το είχαν μάθει τα δέντρα και τα νεκρά φύλλα: τα βιβλία.

Εκείνος ο χώρος ήταν διαφορετικός. Βρισκόταν στον ΧΧΙ αιώνα αλλά δεν ανήκε πραγματικά σε αυτόν.

Χρονική πύλη.

Δεν κάθισαν στη μαρμάρινη βουλή.

Την εξέτασαν μόνο.

Ήταν μια παράξενη σκακιέρα. Η παρτίδα δεν είχε αρχίσει. Απέναντι η Ακρόπολη περίμενε. Δεν ήταν μόνη πια. Η παρουσία τους ήταν αισθητή. Δίχως να υπάρξει καμία επιβολή, η στάση τους ήταν ήδη μια αντίσταση.

Ο μαθητής κοίταξε την Ακρόπολη και κατάλαβε το λόγο του ερχομού τους σε αυτό το σημείο.

Οι παρατηρητές ήταν πάνω στο ίδιο κλαδί του σύμπαντος. Ήταν η πρώτη επιλογή του μετά την αναγνώριση του δασκάλου.

Εγκεφαλική συγκίνηση.

Ενεργοποίηση.

Τώρα είναι εντοπίσιμος.

Πολυκλαδικότητα.

Θεωρία κενότητας.
– Μετά το τίποτα;
– Το κενό.
– Μετά το κενό;
– Το σύνολο.

Μεταμαθηματικά.

Η δομή έπρεπε να δημιουργηθεί για να υπάρξει το αίσθημα της έλλειψης, αλλιώς τα αντίγραφα επαρκούσαν. Τα θεμέλια ήταν απέναντι. Αλλά ποιος τους κοίταζε τώρα από την άλλη πλευρά.

Νοητική αντανάκλαση.

Η σκέψη των αρχαίων πάνω στο μάρμαρο έγραψε την ιστορία. Και τώρα πάνω στα ερείπια έπρεπε να διαβάσουν το μάλλον. Όχι να το γράψουν. Ήταν η σειρά τους. Κανείς δεν το είχε ξεχάσει. Το τέρας ένιωθε καλύτερα. Μάθαινε για τους νέους, εκείνοι οι οποίοι ήταν αγέννητοι πριν μερικά χρόνια και δεν ήξεραν για τη νοητική επανάσταση. Τότε έπρεπε να μάθουν. Πόσες γλώσσες για να γίνουν επιτέλους ανθρώπινοι, πολύ ανθρώπινοι.

Ο μαθητής κοίταξε τον δάσκαλο και ο δάσκαλος είδε τον μαθητή. Ήταν πια έτοιμος.
Ο χώρος είχε γίνει χρόνος και ο χρόνος, χώρος της αντίστασης.

Ανοιχτή δομή.

Πρέπει να φύγετε τώρα.

Περίμενε.

Τι θέλεις;

Δεν απάντησε. Ακούμπησε απλώς το μάρμαρο. Είχε ζωντανέψει.

Τη γυναίκα.

.

5 comments

Δημόκριτος Χαχαμίκος 7 October 2010 at 08:48

Γιατί τόση λογοκρισία κύριε Σταλίδη;
Γιατί σβήσατε το χθεσινό μου σχόλιο;;
Αν είχαν βρωμερό ύφος οι επόμενοι σχολιαστές χθες, τότε γιατί μαζί με τα σχόλιά τους σβήσατε και το δικό μου σχόλιο;

Αφήστε με να μιλήσω!

Τι πα να πει δηλαδή
“…Κάθισαν, λοιπόν, πάνω στην πέτρα. Όταν ένιωθε την πέτρα, εκείνη είχε το βλέμμα της Αθηνάς. ” !!! ;;

Τι λέει πάλι ο Λυγερός; Με τέτοια λογοτεχνία θα φέρουμε την Kαρυάτιδα πίσω;

Reply
Δημόκριτος Χαχαμίκος 7 October 2010 at 08:55

Αυτός που εβριζε χθες με το δικό μου όνομα δεν ήμουν εγώ.
Ξαναβάζω το χθεσινό σχόλιο που μου σβησατε :

Submitted by Δημόκριτος Χαχαμίκος (not verified) on Wed, 06/10/2010 – 15:06.
Ορίστε κύριοι, δείγμα για το που κατρακυλά τη νεολαία
η “ευφυής” διανόηση :

Αυτά που γράφει δεν είναι ούτε λογοτεχνία ουτε πατριωτικά κείμενα !
Πρόκειται περί θρασυδείλου ερωτοτροπίας προς γυναίκαν και φέρει ανούσια λογοφλυαρία γελοιότητας.

Reply
Θεόδωρος Ορέστης 7 October 2010 at 14:20

Εγώ και όχι ο κ. Σταλίδης, έσβησα τα συγκεκριμένα σχόλια, τα οποία ήσαν ακατάληπτα και υβριστικά.
Αν επαναληφθούν παρόμοιες εκφράσεις, θα διαγραφούν και πάλι.

Reply
admin 7 October 2010 at 21:42

Μόλις το είδα αυτό. Καλό θα είναι να διατηρείται ένα επίπεδο. Το σβήσιμο σχολίων είναι η έσχατη λύση. Το καλύτερο θα ήταν, σε τέτοιες ακραίες περιπτώσεις, να αγνοούνται από τους υπόλοιπους και να γίνονται έτσι περίγελος όσοι χρησιμοποιούν ύβρεις. Ο καθένας δείχνει το επίπεδό του με όσα γράφει. Διαγραφές λοιπόν γίνονται σπανιότατα. Εδώ σωστά έγιναν, διότι το ένα έφερε το άλλο και εκτραχύνθηκε η κατάσταση. Επίσης, έχουμε ευαισθησία στις προσωπικές προσβολές κατά αρθρογράφων. Άλλο να δίνεται μία άποψη ή μία σκληρή κριτική, και άλλο αδικαιολόγητες και αβάσιμες ύβρεις.

Για το δεύτερο θέμα που τέθηκε, σύντομα θα επιτρέπονται τα σχόλια μόνο σε εγεγραμμένους χρήστες, ώστε να αποκλείεται η περίπτωση διπλών ονομάτων ή κάποιος να παριστάνει τρίτο σχολιαστή.

Ανδρέας.

Reply
Ανώνυμος 9 October 2010 at 22:31

Δεν καταλαβαίνω πού είναι το πρόβλημά σας!

Αν δεν σας αρέσει ο τρόπος που γράφει κάποιος με γεια σας με χαρά σας!
Το θέμα πάντως εδώ είναι: Ανήκει ή δεν ανήκει η Καρυάτιδα στον τόπο που δημιουργήθηκε; Είναι πληγή η απουσία της;
Μας λείπει τίποτε για να μην μπορούμε να τη φέρουμε πίσω;
Θα κάνουμε κάτι επιτέλους;
Θα ενώσουμε τουλάχιστον τις φωνές μας;
Ή θα σχολιάζουμε απλώς τις φωνές των άλλων που διεκδικούν με αγάπη και, γιατί όχι, πάθος για μια Καρυάτιδα που μακρυά από τον χώρο της, κι αν διατηρεί τη μουσειακή της αξία, έχει χάσει την ουσία της αισθητικής της αξίας και κυρίως είναι μια μεγάλη πληγή σε μια μεγάλη ιστορία;
Θα σηκώσουμε επιτέλους το κεφάλι μας;

Reply

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.